Τετάρτη 12 Ιουλίου 2017

-Εγώ πρέπει να πάω στον Χριστό, όχι να ΄ρθή ο Χριστός σε μένα. Οι τελευταίες συγκλονιστικές στιγμές του Αγίου Παϊσίου


Ενώ υποτασσόταν ταπεινά στις υποδείξεις των γιατρών, κάποια μέρα κάλεσε τον γιατρό και του είπε:
-Εδώ θα σταματήσουμε τη θεραπεία
-Γιατί Γέροντα;
-Τώρα θα κάνεις υπακοή εσύ. Θα δώσεις εντολή να σταματήσουμε. 
Τώρα δεν μπορώ να κάνω τίποτα. 
Χθες θέλησα να προσευχηθώ γονατιστός και δεν μπόρεσα. 
Δεν μπορώ να δω κανέναν, έληξε η αποστολή μου. 
Αυτό ήταν. Εδώ θα με αφήσετε.
Ύστερα ρώτησε:
-Μπορώ να πίνω λίγο νερό ή στειμμένο καρπούζι; 
Τίποτε άλλο. 
Και θα σε παρακαλέσω θα έρθεις άλλη μια φορά και μετά δεν θα ξανάρθεις .
-Γέροντα το συκώτι σας πρήστηκε και σας πονάει, του είπα, γιατί έχει κάνει μεταστάσεις φοβερές.
Χαμογέλασε και μου είπε:
-Α΄αυτό είναι το καμάρι μου, μη στενοχωριέσαι. 
Αυτό με κράτησε ως τα εβδομήντα και αυτό τώρα με στέλνει, όσο πιο γρήγορα μπορεί, εκεί που πρέπει να πάω. 
Μη στενοχωριέσαι γι αυτό, μια χαρά είμαι.
Συγχρόνως είχε δύσπνοια. 
Είχε συσκευή οξυγόνου που όταν δυσκολευόταν πολύ, την χρησιμοποιούσε. 
Οι πόνοι γίνονταν πιο έντονοι. 
Δεν δεχόταν να κάνη ενέσεις παυσίπονες. 
Δεν ήθελε να λείψη τελείως ο πόνος.
Μόνο έπαιρνε καμιά κορτιζόνη, για να μπορή μέχρι να παραδώσει το πνεύμα του, αυτοεξυπηρετήται.
Ο Γέροντας είχε επιθυμία να επιστρέψη στο Άγιον Όρος. 
Να κοιμηθή και να ταφή αφανώς στο Περιβόλη της Παναγίας, στην πνευματική του πατρίδα. Είχε μάλιστα παρακαλέσει ένα πνευματικό του τέκνο να διαμορφώση κατάλληλο χώρο να να μείνη εκεί τις τελευταίες ημέρες του, γιατί στην Παναγούδα ήταν αδύνατο πια να μείνει μόνος. 
Ετοιμάστηκε κάποια Τετάρτη και υπολόγιζε την ερχομένη Δευτέρα να μπη στο Όρος. 
Αλλά αιφνιδίως χειροτέρεψε η κατάσταση του. 
Ο πολιτικός Διοικητής του Αγίου Όρους προσφέρθηκε να διαθέση ελικόπτερο, αλλά ο γιατρός γνωμάτευσε ότι μπορεί να πεθάνη στο δρόμο. 
Φυσικά και ο Γέροντα δεν αναπαυόταν σε τέτοιους τρόπους μεταβάσεως.
Πάλι προγραμμάτισε την επιστροφή του στο Όρος, μόλις βελτιώθηκε λίγο η υγεία του, αλλά και πάλι εμποδίστηκε από νέα επιδείνωση της ασθενείας. 
Πίσω από αυτές τις δυσκολίες και τα εμπόδια κρυβόταν το θέλημα του Θεού, δηλαδή να ταφή έξω στο κόσμο. 

Οι άνθρωποι, όσο τον είχαν ανάγκη, όταν ζούσε.
 Άλλο τόσο θα τον χρειάζονταν και μετά τη κοίμηση του.
Έτσι αποφάσισε να μείνη και να ταφή στον μοναστήρι της Σουρωτής, κοντά στον Άγιο του. Πιθανώτατα, πριν από την οριστική του απόφαση, να έλαβε και σαφέστερη πληροφορία από το Θεό για το θέμα αυτό.
Ειδοποίσε και του έφεραν το Μεγάλο Σχήμα και το κουκούλι. 
Ώρισε ην θέση του τάφου και έδωσε εντολή και οδηγίες σχετικά με τον τρόπο της κηδείας του.
Το τελευταίο διάστημα ζήτησε από δύο γνωστούς του επισκόπου που πέρασαν να τον δουν, να του διαβάσουν συγχωρετική ευχή, ευχή εις ψυχορραγούντα, και να κάνουν και την νεκρώσιμη ακολουθία, όπου συνέψαλε ο Γέροντας.
Κοινωνούσε τακτικά. 
Με κόπο και δυσκολία πήγαινε μόνος του στην Εκκλησία.
 Όταν του πρότειναν να έρχεται ο παπάς να τον κοινωνά στο κελλί αρνήθηκε λέγοντας:
-Εγώ πρέπει να πάω στον Χριστό, όχι να ΄ρθή ο Χριστός σε μένα.
Οι πόνοι συνεχώς επιτείνονταν και έφθασαν πλέον να ισοτιμούνται με τους πόνους των μαρτύρων.
-Γέροντα δεν πονάτε τον ρώτησε Αγιορείτης που τον έβλεπε ήρεμο και ειρηνικό.
-Συνήθισα απάντησε.
Πράγματι σε όλη του τη ζωή είχε εξοικειωθή με το πόνο. 
Δεν πανικοβαλλόταν δεν γόγγυζε αλλά υπέμενε και δοξολογούσε. 
Τώρα φιλοσοφούσε ανατρέχοντας νοερώς τα μαρτύρια των Αγίων μαρτύρων. 
Έλεγε: όσο με ωφέλησαν οι αρρώστιες, δεν με ωφέλησε η άσκηση που σαν μοναχός έκανα τόσα χρόνια.
Κάπου κάπου έψαλλε, για να διασκεδάση τον δυσβάσταχτο πόνο και να αντικαταστήση με την ψαλμωδία τυχόν αναστεναγμούς αθέλητους.
Είχε σταματήσει να βλέπη κόσμο. 
Τώρα που πλησίαζε το τέλος δεν ήθελε ούτε οι αδελφές να μπαίνουν στο κελλί του.
 Όταν χρειαζόταν κάτι, χτυπούσε τον τοίχο και ερχόταν η αδελφή. 
Ήθελε να είναι μόνος, να προσεύχεται απερίσπαστα και να πρετοιμασθή καλύτερα για την έξοδο του. 
Εξυπηρετείτο μέχρι τέλους μόνος, εταλαιπωρείτο αφάνταστα, ήταν όμως χαρούμενος και ειρηνικός.
Στην γιορτή της αγίας Ευημίας, 11 Ιουλίου(ν.η.) ημέρα Δευτέρα, κοινώνησε για τελευταία φορά γονατιστός στο κρεβάτι του, αφού πλέον αδυνατούσε να μεταβή στην Εκκλησία.
Ο Γέροντας πέρασε την τελευταία νύχτα μαρτυρική. 
Επεκαλείτο την Παναγία μέσα στους πόνους του:
«Γλυκειά μου Παναγία», έλεγε. 
Του έπαιρναν τον σφιγμό και ήταν ανύπαρκτός, μόνο όταν ανάσαινε φαινόταν πως ζη.  
Μέχρι το τέλος αισθανόταν, καταλάβαινε τα πάντα και συνεχώς προσευχόταν. 
Μόνο για δυο ώρες έχασε τις αισθήσεις του και όταν συνήλθε, με σβησμένη φωνή είπε: «Μαρτύριο, πραγματικό μαρτύριο» και έπειτα εκοιμήθη ειρηνικά.
Ήταν η 12η Ιουλίου του έτους 1994, ημέρα Τρίτη και ώρα 11η π.μ. και με το παλαιό εορτολόγιο η 29η Ιουνίου, μνήμη των πρωτοκορυφαίων αποστόλων Πέτρου και Παύλου.

Ενταφιάσθηκε πίσω από το ναό του οσίου Αρσενίου, χωρίς να μάθη και χωρίς να κληθή κανείς στην κηδεία του. 
Αυτό ήταν το θέλημα του Γέροντα. Να γίνη αφανώς η κηδεία του.
Μετά από τρεις ημέρες, που έγινε γνωστή η κοίμηση του, το τι συνέβη είναι απερίγραπτο. Από όλα τα μέρη μια κοσμοσυρροή ξεχυνόταν για να προσκυνήσουν τον τάφου του. 
Έβλεπε κανείς αυθόρμητες εκδηλώσεις αγάπης και ευλάβειας. .άλλοι τον επεκαλούντο ως Άγιο. Άλλοι από ευλάβεια έπαιρναν χώμα από τον τάφο του.
 Όσο είχαν κάποιο προσωπικό του αντικείμενο το θεωρούσαν μεγάλη ευλογία.
Το κελλί του στο Άγιο Όρος, η Παναγούδα, υπέστη ευσεβή λεηλασία. 
Προσκυνητές μπήκαν κάτω από τα σύρματα και σκαρφάλωσαν μέχρι την απλωταριά. Έπαιρναν ότι εύρισκαν για το έχουν ευλογία από τον Γέροντα: κύπελλα, μαχαίρια, ξύλα, χαλάκια λασπωμένα. 
Σχοινιά, χαρτιά, ακόμη και κούτσουρα που τα είχε για καθίσματα.
Οι θρήνοι και τα δάκρυα έπνιγαν πολλούς. Ιδιαίτερα εκείνους που είχαν ευεργετηθή από τν Γέροντα, Αισθάνονταν την έλλειψη του, την ορφάνια. 
Αλλά έπειτα μια παρήγορη ελπίδα ανέτειλε, ότι τώρα βρίσκεται πλέον κοντά στην Αγία Τριάδα και πρεσβεύει για όλους.
Πηγή: Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου, Ιερομονάχου Ισαάκ, Ιερόν Ησυχαστήριον, Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, Μεταμόρφωση Χαλκιδικής
Πηγή φωτο: http://gero-paisios.blogspot.gr/2010/07/o.htm
Ο Άγιος έχει πει πολύ σημαντικά πράγματα που αφορούν έναν επερχόμενο Γ' ΠΠ, μια σύγκρουση Ρωσίας-ΝΑΤΟ, ολοσχερή καταστροφή της Τουρκίας και εκμηδενισμό του τουρκικού κράτους, αλλά και επιστροφή των εκατομμυρίων «Τούρκων» κρυπτοχριστιανών (μάλλον αλεβιτών) στην Ελλάδα και την ελληνική Ορθοδοξία όπως και την παράδοση των Στενών και της Πόλης πίσω στον Ελληνισμό .
Ακολουθούν μερικές χαρακτηριστικές προρρήσεις του που εμπεριέχονται στο βιβλίο του Επισμηναγού ε.α. Νικολάου Ζουρνατζόγλου «Γέροντας (τότε δεν είχε αγιοποιηθεί ακόμα) Παΐσιος ο Αγιορείτης, 1924 – 1994».
Γνωρίζουμε με απόλυτη βεβαιότητα ήδη από τον Άγιο Κοσμά τον Αίτωλο για κάποιες προρρήσεις ότι θα υπάρξει πολεμικό συμβάν με την Τουρκία όταν θα μας επιτεθεί... «ως τα Εξαμίλια».
Ο Γέρων Παΐσιος για Τουρκία, Πόλη, Αιγαίο
- «Οι Τούρκοι τα κόλλυβα τα έχουν στη μέση τους. 
Θα πάθουν μεγάλο κακό. 
Τότε θα επέμβη από πάνω ο Ρώσος και θα γίνει όπως τα λέει η προφητεία του Αγίου Κοσμά. 
Οι μεγάλοι θα φροντίσουν… 
Την Κωνσταντινούπολη οι Έλληνες πρέπει να τη φυλάξουν. Και, έτσι, ο Θεός θα τη χαρίσει σε μας. Θα μας βοηθήσει ο Θεός, γιατί είμαστε Ορθόδοξοι»… σελ. 410
- «Η Τουρκία θα διαλυθεί και, μάλιστα, θα τη διαλύσουν οι ίδιοι οι σύμμαχοι» Μάρτιος 1994, σελ. 412
- «Οι Τούρκοι έχουν τα κόλλυβα στο ζωνάρι τους» 1991, σελ. 413
- «Άντε, άντε, δε θα είμαι να σε καμαρώσω στην προέλαση, όταν θα προελαύνει ο ελληνικός στρατός για την Κωνσταντινούπολη» 1992, προς Αξκο της Π.Α., σελ. 413
- «Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός είχε δίκιο που είπε για τα «Εξαμίλια», διότι τα «Εξαμίλια» δεν είναι ούτε χωριά, ούτε πόλεις, αλλά είναι τα έξι ναυτικά μίλια, η ζώνη των έξι μιλίων που περιβάλλει τα παράλια της Ελλάδας και κάθε νησί μας. 

«Εξαμίλι» είναι κάθε σημείο που απέχει έξι μίλια από τις ακτές της Ελλάδας, χερσαίες ή νησιωτικές. 
Εκεί, λοιπόν, θα γίνει εκείνο που είπε ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός» σελ. 417
- «Όταν ο τουρκικός στόλος ξεκινήσει να κατευθύνεται κατά της Ελλάδος και φθάσει στα έξι μίλια, πράγματι θα καταστραφεί. 
Θα είναι η ώρα που θα έχουν τα κόλλυβα στο ζωνάρι τους. 
Αλλά, αυτό δε θα γίνει από εμάς. 
Αυτό είναι το θέλημα του Θεού.
 Το «Εξαμίλι» θα είναι η αρχή του τέλους…..
Μετά θα αρχίσουν όλα τα γεγονότα, που θα καταλήξουν στο να πάρουμε την Πόλη…. 
Την Πόλη θα μας τη δώσουν….. 
Θα γίνει πόλεμος μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας. 
Στην αρχή, οι Τούρκοι θα νομίσουν ότι νικάνε, αλλά αυτό θα είναι η καταστροφή τους. 
Οι Ρώσοι, τελικά, θα νικήσουν και θα πέσει η Πόλη στα χέρια τους. 
Μετά θα την πάρουμε εμείς…… 
Θα αναγκασθούν να μας τη δώσουν…» σελ. 417 - 418
- Οι Τούρκοι «θα καταστραφούν.
 Θα σβήσουν από το χάρτη, διότι είναι ένα έθνος, το οποίο δεν προέκυψε από την ευλογία του Θεού. 
Από τους Τούρκους το 1/3 θα πάει από όπου ξεκίνησαν, στα βάθη της Τουρκίας, το 1/3 θα σωθεί, διότι θα έχει εκχριστιανισθεί και το τελευταίο 1/3 θα σκοτωθεί στον πόλεμο αυτόν….» σελ. 418-419 σ.σ. πρόκειται για την γνωστή Προφητεία του Αγίου Κοσμά.
- «Δεν ήθελα τίποτα άλλο. 
Να με κρατούσε ο Θεός ακόμη λίγα χρόνια στη ζωή, για να έβλεπα την πατρίδα μου μεγαλωμένη. Θα μεγαλώσει…» σελ. 419
- «Η Τουρκία θα διαμελισθεί. 
Ο διαμελισμός αυτός σίγουρα μας ικανοποιεί και μας συμφέρει ως κράτος. 
Έτσι θ΄ απελευθερωθούν τα χωριά μας, οι αλύτρωτες πατρίδες. 
Η Κωνσταντινούπολη θα ελευθερωθεί, θα ξαναγίνει ελληνική. 
Θα ξαναλειτουργήσει η Αγία Σοφία» σελ. 422
- «Η Τουρκία θα διαμελισθεί σε 3-4 κομμάτια. 
Ήδη έχει αρχίσει η αντίστροφή μέτρηση. 
Εμείς θα πάρουμε τα δικά μας εδάφη, οι Αρμένιοι τα δικά τους και οι Κούρδοι τα δικά τους. 
Το κουρδικό θέμα έχει ήδη δρομολογηθεί. Αυτά θα γίνουν, όχι τώρα, αλλά σύντομα, όταν θα πάψει αυτή γενιά που κυβερνάει την Τουρκία και θα αναλάβει νέα γενιά πολιτικών. 
Τότε θα γίνει ο διαμελισμός της Τουρκίας. 
Πολύ σύντομα οι προσευχές που γίνονται κάτω από την επιφάνεια της γης, θα γίνονται επάνω στη γη και τα κεράκια που ανάβονται κάτω, θα ανάβονται επάνω (εννοούσε τους Κρυπτοχριστιανούς)….
Πίστη και ελπίδα στο Θεό να υπάρχει και θα χαρούν πολλοί. 
Όλα αυτά θα γίνουν μέσα στα χρόνια αυτά. 
Έφτασε ο καιρός» σελ. 431
- «Οι Εγγλέζοι και οι Αμερικάνοι θα μας παραχωρήσουν την Κωνσταντινούπολη. 
Όχι γιατί μας αγαπάνε, αλλά γιατί αυτό θα συμπλέει με τα συμφέροντά τους» σελ. 432
- Οι Τούρκοι «θα κάνουν μόνο μία πρόκληση στην Ελλάδα, που θα έχει σχέση με την αιγιαλίτιδα ζώνη. 
Και εμάς θα μας πιάσει πείνα. 
Θα πεινάσει η Ελλάδα.
 Και επειδή θα κρατήσει αυτή η μπόρα κάποιο διάστημα, μήνες θα είναι, “θα πούμε το ψωμί ψωμάκι”» σελ. 434 και άλλη φορά έλεγε … 
«Να έχετε ένα κτηματάκι και λίγο να το καλλιεργήτε. 
Κοντά σε σας, θα βοηθήσετε και κάποιον που δε θα έχει» σελ. 436
- «Όταν ακούσεις στην τηλεόραση να γίνεται θέμα για τα μίλια, για την επέκταση των μιλίων (της αιγιαλίτιδας ζώνης) από 6 σε 12 μίλια, τότε από πίσω έρχεται ο πόλεμος. Ακολουθεί….
Μετά την πρόκληση των Τούρκων, θα κατεβούν οι Ρώσοι στα Στενά. 
Όχι για να βοηθήσουν εμάς. 
Αυτοί θα έχουν άλλα συμφέροντα. Αλλά, χωρίς να το θέλουν, θα βοηθάνε εμάς. 
Τότε, οι Τούρκοι για να υπερασπισθούν τα Στενά, που είναι στρατηγικής σημασίας, θα συγκεντρώσουν εκεί και άλλα στρατεύματα. 
Παράλληλα δε, θα αποσύρουν δυνάμεις από καταληφθέντα εδάφη. 
Όμως, θα δουν τότε τα άλλα κράτη της Ευρώπης, συγκεκριμένα η Αγγλία, η Γαλλία, η Ιταλία και άλλα έξι – εφτά κράτη της ΕΟΚ, ότι η Ρωσία θα αρπάξει μέρη, οπότε θα πουν: 
“Δεν πάμε κι εμείς εκεί πέρα, μήπως πάρουμε κανένα κομμάτι;” 
Όλοι, όμως θα κυνηγούν τη μερίδα του λέοντος. 
Έτσι θα μπουν και οι Ευρωπαίοι στον πόλεμο…..
Θα βγάλει η (ελληνική) κυβέρνηση απόφαση να μη στείλη στρατό. 
Θα κρατήσει στρατό μόνο στα σύνορα. 
Και θα είναι μεγάλη ευλογία που δε θα πάρει μέρος. 
Γιατί , όποιος πάρει μέρος σ΄ αυτόν τον πόλεμο (εν. τον ευρωπαϊκό), χάθηκε…»… 434
- «Οι Τούρκοι θα μας χτυπήσουν, αλλά η Ελλάδα δε θα πάθει μεγάλη ζημιά. 
Δε θα περάσει πολύς καιρός μετά την επίθεση των Τούρκων στη χώρα μας και τότε οι Ρώσοι θα κτυπήσουν τους Τούρκους και θα τους διαλύσουν. 
Όπως ένα φύλλο χαρτί που το χτυπάς και διαλύεται, έτσι και οι Τούρκοι θα διαλυθούν. 
Το 1/3 από αυτούς θα σκοτωθεί, το 1/3 θα εκχριστιανισθούν και το 1/3 θα πάει στην Κόκκινη Μηλιά. 
Η χρησιμοποίηση των νερών του Ευφράτη για αρδευτικά έργα από τους Τούρκους θα είναι μια προειδοποίηση ότι άρχισε η προετοιμασία του μεγάλου πολέμου που θα ακολουθήση» 1991, σελ. 439
- «Μετά τη διάλυση της Τουρκίας, η Ρωσία θα συνεχίσει τον πόλεμο μέχρι τον Περσικό Κόλπο και θα σταματήσουν τα στρατεύματά της έξω από την Ιερουσαλήμ. 
Τότε οι δυτικές δυνάμεις θα δώσουν προθεσμία στους Ρώσους για να αποσύρουν από τα μέρη αυτά τα στρατεύματά τους, τόσο χρόνο όσο χρειάζεται για να γίνουν τα λάχανα, δηλαδή 6 μήνες. 
Η Ρωσία, όμως, δε θα αποσύρει τις δυνάμεις της. 
Και τότε οι δυτικές δυνάμεις θα αρχίσουν να συγκεντρώνουν στρατεύματα, για να επιτεθούν στους Ρώσους. 
Ο Πόλεμος που θα ξεσπάσει θα είναι Παγκόσμιος και θα έχει ως συνέπεια να χάσουν οι Ρώσοι. 
Θα ακολουθήσει μεγάλη σφαγή. 
Οι μεγαλουπόλεις θα γίνουν παραγκουπόλεις.
 Εμείς, οι Έλληνες, δεν θα συμμετάσχουμε στον παγκόσμιο πόλεμο.» σελ. 440 - 441
- «Η διοίκηση της Πόλης , από μας, θα είναι και στρατιωτική και πολιτική»!!! 1991, σελ. 435
- «Εσύ (είπε σε νεαρό φοιτητή του Πολυτεχνείου Ξάνθης), σαν πολιτικός μηχανικός, θα συμβάλεις στην ανοικοδόμηση της Πόλης, γιατί η Πόλη θα ανοικοδομηθεί από την αρχή» σελ. 435
Όπως τα κατέγραψε ο Νικ. Ζουρνατζόγλου στο βιβλίο του.
Να προσθέσουμε ότι ο Άγιος διαβάζεται έντονα και από την ΜΙΤ καθώς προκαλεί τρόμο στην Άγκυρα ειδικά σε συνδυασμό με κάποια σημάδια στην Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη που δημιουργούν την εντύπωση ότι το Στολίδι της Ορθοδοξίας θέλει να επιστρέψει εκεί που ανήκει!
Έτσι λοιπόν ο Έλληνας Καππαδόκης μοναχός που έζησε κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα και έγινε ευρέως γνωστός για τον βίο και το έργο του , 
o Άγιος Παΐσιος o Αγιορείτης (κατά κόσμον Αρσένιος Εζνεπίδης, 25 Ιουλίου 1924 - 12 Ιουλίου 1994) 
αναγνωρίστηκε στις ημέρες μας από την ορθόδοξη Εκκλησία μας ως Άγιος .
Η κατάταξή του  ως αγίου της Ορθοδόξου Εκκλησίας πραγματοποιήθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως στις 13 Ιανουαρίου 2015.
ΠΗΓΗ: pronews.gr

Ο Όσιος Γέρων Παΐσιος γεννήθηκε στα Φάρασα της Καππαδοκίας, στη Μικρά Ασία, στις 25 Ιουλίου του 1924.

Ο πατέρας του ονομαζόταν Πρόδρομος και ήταν πρόεδρος των Φαράσων, ενώ η μητέρα του λεγόταν Ευλαμπία.

Ο Γέροντας είχε ακόμα 8 αδέλφια. Στις 7 Αυγούστου του 1924, μια εβδομάδα πριν οι Φαρασιώτες φύγουν για την Ελλάδα, ο Γέροντας βαφτίστηκε από τον Άγιο Αρσένιο τον Καππαδόκη, ο οποίος επέμεινε και του έδωσε το δικό του όνομα «για να αφήσει καλόγερο στο πόδι του», όπως χαρακτηριστικά είχε πει.

Πέντε εβδομάδες μετά τη βάπτιση του μικρού τότε Αρσένιου, στις 14 Σεπτεμβρίου του 1924 η οικογένεια Εζνεπίδη, μαζί με τα καραβάνια των προσφύγων, έφτασε στον Άγιο Γεώργιο στον Πειραιά και στη συνέχεια πήγε στην Κέρκυρα, όπου και τακτοποιήθηκε προσωρινά στο Κάστρο.

Στην Κέρκυρα η οικογένειά του έμεινε ενάμιση χρόνο.

Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην Ηγουμενίτσα και κατέληξε στην Κόνιτσα.

Εκεί ο Αρσένιος τελείωσε το δημοτικό σχολείο και πήρε το απολυτήριο του «με βαθμό οκτώ και διαγωγή εξαίρετο».

Από μικρός συνεχώς είχε μαζί του ένα χαρτί, στο οποίο σημείωνε τα θαύματα του Αγίου Αρσενίου.

Έδειχνε ιδιαίτερη κλίση προς τον μοναχισμό και διακαώς επιθυμούσε να μονάσει.

Οι γονείς του χαριτολογώντας, του έλεγαν «βγάλε πρώτα γένια και μετά θα σε αφήσουμε».

Εφηβικά χρόνια και ο στρατός
Στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι να υπηρετήσει στο στρατό ο Αρσένιος δούλεψε σαν ξυλουργός.

Όταν του παραγγελνόταν να κατασκευάσει κάποιο φέρετρο, ο ίδιος συμμεριζόμενος την θλίψη της οικογένειας, αλλά και τη φτώχεια της εποχής, δεν ζητούσε χρήματα.

Το 1945 ο Αρσένιος κατατάχτηκε στο στρατό και υπηρέτησε σαν ασυρματιστής κατά τον ελληνικό εμφύλιο.

Όσο καιρό δεν ήταν ασυρματιστής, ζητούσε να πολεμεί στην πρώτη γραμμή, προκειμένου κάποιοι οικογενειάρχες, να μην βλαφτούν.

Το μεγαλύτερο όμως διάστημα της θητείας του το υπηρέτησε με την ειδικότητα του ασυρματιστή. Απολύθηκε από το στρατό το 1949.
Μοναστικός Βίος
Τα πρώτα χρόνια
Ο πατέρας Παΐσιος πρώτη φορά εισήλθε στο Άγιο Όρος για να μονάσει το 1949, αμέσως μετά την απόλυσή του από το στρατό.

Όμως επέστρεψε στα κοσμικά για ένα χρόνο ακόμα, προκειμένου να αποκαταστήσει τις αδελφές του. έτσι το 1950 πήγε στο Άγιο Όρος.

Η πρώτη μονή στην οποία κατευθύνθηκε και παρέμεινε για ένα βράδυ ήταν Μονή Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στις Καρυές.

Εν συνεχεία κατέλυσε στη σκήτη του Αγίου Παντελεήμονος, στο κελί των Εισοδίων της Θεοτόκου.

Εκεί θα γνωρίσει τον πατέρα Κύριλλο που ήταν ηγούμενος στη μονή και θα τον ακολουθήσει πιστά.

Λίγο αργότερα αποχώρησε από τη μονή και κατευθύνθηκε στη Μονή Εσφιγμένου.

Εκεί τελέσθηκε η τελετή της «ρασοευχής» και πήρε το πρώτο όνομά του που ήταν Αβέρκιος.

Και εκεί αμέσως ξεχώρισε για την εργατικότητά του, τη μεγάλη αγάπη και κατανόηση που έδειχνε για τους «αδελφούς» του, την πιστή υπακοή στο γέροντά του, την ταπεινοφροσύνη του, αφού θεωρούσε εαυτόν κατώτερο όλων των μοναχών στην πράξη.

Προσευχόταν έντονα και διάβαζε διαρκώς, ιδιαίτερα τον Αββά Ισαάκ.

Το 1954 έφυγε από τη μονή Εσφιγμένου και κατευθύνθηκε προς την Μονή Φιλοθέου, που ήταν Ιδιόρυθμο μοναστήρι όπου μόναζε και ένας θείος του.

Η συνάντησή του όμως με τον Γέροντα Συμεών θα είναι καταλυτική για την πορεία και διαμόρφωση του μοναχικού χαρακτήρα του Παϊσίου.

Μετά από δύο χρόνια, το 1956, χειροθετήθηκε «Σταυροφόρος» και πήρε το «Μικρό Σχήμα». Τότε ήταν τελικά που ονομάστηκε και «Παΐσιος», χάρη στο Μητροπολίτη Καισαρείας Παΐσιο τον β΄, ο οποίος ήταν και συμπατριώτης του.

Ο Γέρων Αυγουστίνος αυτήν την περίοδο απέκτησε στενή σχέση με τον Παΐσιο.

Το 1958, ύστερα από «εσωτερική πληροφόρηση», πήγε στο Στόμιο Κονίτσης.

Εκεί πραγματοποίησε έργο το οποίο αφορούσε στους ετερόδοξους αλλά περιελάμβανε και τη βοήθεια των βασανισμένων και φτωχών Ελλήνων, είτε με φιλανθρωπίες, είτε παρηγορώντας τους και στηρίζοντάς τους ψυχολογικά, με αιχμή το λόγο του Ευαγγελίου. Επί 4 έτη έμεινε στην Ιερά Μονή Γενεθλίων της Θεοτόκου στο Στόμιο, όπου αγαπήθηκε πολύ από τον λαό της περιοχής για την προσφορά και τον μετριοπαθή χαρακτήρα του.

Από εκεί πήγε στο Όρος Σινά στο κελί των Αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης.

Ο Γέροντας εργαζόταν ως ξυλουργός και ό,τι κέρδιζε το έδινε σε φιλανθρωπίες στους Βεδουίνους, ιδίως τρόφιμα και φάρμακα.

Επιστροφή στο Άγιο Όρος
Το 1964 επέστρεψε στο Άγιο Όρος, από όπου δεν ξαναέφυγε ποτέ.

Η σκήτη η οποία τον φιλοξένησε ήταν η Ιβήρων.

Στο διάστημα που παρέμεινε εκεί, και συγκεκριμένα το 1966, ασθένησε σοβαρά και εισήχθη στο Νοσοκομείο Παπανικολάου.

Υποβλήθηκε σε εγχείρηση, με αποτέλεσμα μερική αφαίρεση των πνευμόνων.

Στο διάστημα μέχρι να αναρρώσει και να επιστρέψει στο Άγιο Όρος φιλοξενήθηκε στην Μονή Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, στη Σουρωτή.

Επέστρεψε στο Άγιο Όρος μετά την ανάρρωσή του και το 1967 μετακινήθηκε στα Κατουνάκια, και συγκεκριμένα στο Λαυρεώτικο κελί του Υπάτου.

Από τότε άρχισε να δέχεται πολλές επισκέψεις.

Ήδη το όνομά του έχει αρχίσει να γίνεται αρκετά γνωστό μακριά από το Όρος και κάθε λογής βασανισμένοι άνθρωποι οδηγούνταν σε αυτόν, μαθαίνοντας για ένα χαρισματικό μοναχό που ονομάζεται Παΐσιος.

Το επόμενο έτος μεταφέρεται στη Μονή Σταυρονικήτα. Βοηθάει σημαντικά σε χειρονακτικές εργασίες, συνεισφέροντας στην ανακαίνιση του μοναστηριού.

Συχνά μάλιστα βοηθάει ως ψάλτης στη Σκήτη Τιμίου Προδρόμου το Γέροντα Τύχωνα.

Οι δύο γέροντες ανέπτυξαν δυνατή φιλία η οποία τερματίσθηκε με την κοίμηση του Γέρωντα Τύχωνα το 1968.

Ο Παΐσιος έμεινε στο κελί του Γέροντα Τύχωνα για ένδεκα έτη μετά την κοίμησή του, πράγμα που ήταν επιθυμία του φίλου του λίγο πριν πεθάνει.

Στην Παναγούδα
Το 1979 αποχώρησε από την σκήτη του Τιμίου Προδρόμου και κατευθύνθηκε προς την Μονή Κουτλουμουσίου.
Εκεί εισχώρησε στή μοναχική αδελφότητα ως εξαρτηματικός μοναχός.

Η Παναγούδα ήταν μια σκήτη εγκαταλελειμμένη και ο Παΐσιος εργάστηκε σκληρά για να δημιουργήσει ένα κελί με «ομόλογο», όπου και έμεινε μέχρι και το τέλος τη ζωής του.

Από την εποχή που εγκαταστάθηκε στην Παναγούδα πλήθος λαού τον επισκεπτόταν.
Ήταν μάλιστα τόσο το πλήθος ώστε να υπάρχουν και ειδικές σημάνσεις που επεσήμαναν τον δρόμο προς το κελί του, ώστε να μην ενοχλούν οι επισκέπτες τους υπολοίπους μοναχούς. Επίσης δεχόταν πάρα πολλές επιστολές.

Όπως έλεγε ο γέροντας στενοχωρείτο πολύ, γιατί από τις επιστολές μάθαινε μόνο για διαζύγια και ασθένειες ψυχικές ή σωματικές.

Παρά το βεβαρημένο πρόγραμμά του, συνέχιζε την έντονη ασκητική ζωή, σε σημείο να ξεκουράζεται ελάχιστα, 2 με 3 ώρες την ημέρα.

Εξακολούθησε όμως να δέχεται και να προσπαθεί να βοηθήσει τους επισκέπτες.

Συνήθιζε επίσης να φτιάχνει «σταμπωτά» εικονάκια τα οποία χάριζε στους επισκέπτες σαν ευλογία.

Οι ασθένειες του Γέροντα
Το ιστορικό

Το 1966 ο γέροντας νοσηλεύθηκε στο Νοσοκομείο Παπανικολάου λόγω βρογχεκτασιών. Μετά την επέμβαση για την αφαίρεσή τους και λόγω της χρήσης ισχυρών αντιβιοτικών ο γέροντας έπαθε ψευδομεμβρανώδη κολίτιδα, η οποία του άφησε μόνιμα δυσπεπτικά προβλήματα.

Κάποια στιγμή, ενώ εργαζόταν στην πρέσσα που είχε στο κελί του, έπαθε βουβωνοκήλη. Αρνήθηκε να νοσηλευτεί και υπέμεινε καρτερικά την ασθένεια, η οποία του έδινε φοβερούς πόνους για τέσσερα ή πέντε χρόνια.

Κάποια μέρα σε μια επίσκεψή του στη Σουρωτή, κάποιοι γνωστοί του γιατροί κυριολεκτικά τον απήγαγαν και τον οδήγησαν στο Θεαγένειο νοσοκομείο, όπου και χειρουργήθηκε.

Παρά την αντίθεση των γιατρών, ο γέροντας συνέχισε τη σκληρή ασκητική ζωή και τις χειρωνακτικές εργασίες κάτι που επιδείνωσε και άλλο την κατάσταση της υγείας του.

Το τέλος της ζωής του
Μετά το 1993 άρχισε να παρουσιάζει αιμορραγίες για τις οποίες αρνούνταν να νοσηλευτεί λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «όλα θα βολευτούν με το χώμα».

Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους ο Παΐσιος βγαίνει για τελευταία φορά από το Όρος και πηγαίνει στη Σουρωτή, στο Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου για τη γιορτή του Αγίου Αρσενίου (10 Νοεμβρίου).

Εκεί μένει για λίγες μέρες και ενώ ετοιμάζεται να φύγει ασθενεί και μεταφέρεται στο Θεαγένειο, όπου του γίνεται διάγνωση για όγκο στο παχύ έντερο.

Στις 4 Φεβρουαρίου του 1994 ο γέροντας χειρουργείται.

Παρότι η ασθένεια δεν σταμάτησε (παρουσίασε μεταστάσεις στους πνεύμονες και στο ήπαρ), ο γέροντας ανακοίνωσε την επιθυμία του να επιστρέψει στο Άγιο Όρος στις 13 Ιουνίου.

Ο υψηλός πυρετός όμως και η δύσπνοια τον ανάγκασαν να παραμείνει.

Στο τέλος του Ιουνίου οι γιατροί του ανακοινώνουν ότι τα περιθώρια ζωής του ήταν δύο με τρεις εβδομάδες το πολύ.

Τη Δευτέρα 11 Ιουλίου (γιορτή της Αγίας Ευφημίας) ο γέροντας κοινώνησε για τελευταία φορά γονατιστός μπροστά στο κρεβάτι του.

Τις τελευταίες μέρες της ζωής του αποφάσισε να μην παίρνει φάρμακα ή παυσίπονα, παρά τους φρικτούς πόνους της ασθένειάς του.

Τελικά την Τρίτη 12 Ιουλίου 1994 (με το νέο ημερολόγιο) και ώρα 11:30 το βράδυ την ησυχία τάραξε μια δυνατή βροντή!

Κατόπιν με συνεχείς αστραπές φωτιζόταν όλο το Άγιον Όρος.

Το απόγευμα εγινε γνωστό ότι ο γέροντας είχε περάσει πιά στην αιωνιότητα.

Ενταφιάστηκε στο Ιερό Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης.

Έκτοτε, κάθε χρόνο στις 11 προς 12 Ιουλίου, στην επέτειο κοιμήσεως του Γέροντος, τελείται αγρυπνία στο Ιερό Ησυχαστήριο, με συμμετοχή χιλιάδων πιστών.

Η μνήμη του τιμάται στις 12 Ιουλίου.