Τρίτη 23 Αυγούστου 2016

Σαν σήμερα 23 Αυγούστου το 1864 είχε γεννηθεί ο΄Εθνάρχης΄Ελευθέριος Βενιζέλος , ο πολιτικός που δημιούργησε την Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών , και επέζησε μετά από δύο απόπειρες δολοφονίας.































Σαν σήμερα 23 Αυγούστου το 1864 ( 11Αυγούστου με το παλιό ημερολόγιο) είχε γεννηθεί στις Μουρνιές Χανίων ο  Εθνάρχης Ελευθέριος Βενιζέλος
Ο μεγαλύτερος πολιτικός της νεώτερης Ελλάδας , 
επτά φορές πρωθυπουργός της ΄Ελλάδος στα συνολικά 25 χρόνια της έμπρακτης παρουσίας του στην πολιτική και ιστορική ζωή της ΄Ελλάδος .
Υπήρξε κορυφαίος πρωθυπουργός της ΄Ελλάδος με τα σημαντικότερα επιτεύγματα στον τομέα κυρίως της εξωτερικής πολιτικής και της οικονομικής ευημερίας.
Πρωταγωνίστησε στην αυτονομία της Κρητικής Πολιτείας με την οριστική ένωση της Κρήτης με την ΄Ελλάδα, 
συνέβαλε στην απελευθέρωση της Μακεδονίας, 
στην είσοδο της΄Ελλάδος στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο ( από την πλευρά των νικητών )
και εν γένει συνέβαλε στην ουσιαστική οργάνωση της χώρας 
στα πρότυπα αστικού κράτους αλλά ταυτόχρονα και μοναδικά 
έως σήμερα θα λέγαμε είναι ο πολιτικός οραματιστής 
της Μεγάλης Ιδέας  ( Πρόκειται για την ιδεολογία της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας όπου είχε ως στόχο και όραμα τη χειραφέτηση των ελληνικών πληθυσμών της Εγγύς Ανατολής και των Βαλκανίων και τη δημιουργία ενός ενιαίου κράτους με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη.)


Ο Ελευθέριος Βενιζέλος με τον Ισμέτ Ινονού κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στην Τουρκία
Φωτογραφία
1930

΄Εφέτος τον Μάρτιο συμπληρώθηκαν 80 χρόνια από το θάνατο του Εθνάρχη .
Στο Ακρωτήρι Χανίων τελέστηκε το ετήσιο πολιτικό μνημόσυνο των Ελευθερίου και Σοφοκλή Βενιζέλου που συνέπεσε με την επέτειο των 80 χρόνων από το θάνατο του ΄Ελευθερίου Βενιζέλου
Ο πρώην βουλευτής, συγγραφέας Μίμης Ανδρουλάκης 
χαρακτήρισε τον 'Ελευθέριο Βενιζέλο αξεπέραστο πρότυπο του οραματιστή, τόνισε δε τα εξής :
 «ο Βενιζέλος είναι ο ορισμός του μεταρρυθμιστή ηγέτη»
«Ο Ελευθέριος Βενιζέλος με το αξεπέραστο πρότυπό του
 μας δίνει τον ορισμό της ηγεσίας σε συνθήκες
 μεγάλης αβεβαιότητας και κρίσης.
Ηγέτης γίνεσαι, μας λέει με το έργο του, όταν το εσωτερικό σου ρολόι συγχρονίζεται με το ρολόι της ιστορίας όταν το εσωτερικό σου κάλεσμα συγχρονίζεται με το κάλεσμα της ιστορίας».


Χειρόγραφο του Ελευθερίου Βενιζέλου με υπογραφή του σχετικά με τα εθνικά ιδανικά
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος έλκει την καταγωγή του από τη Λακωνία
«Αισθάνομαι υπερηφάνεια, διότι στις φλέβες μου ρέει διασταυρωμένο Λακωνικό και Κρητικό αίμα και άμα έχω κοντά μου τους Κρητικούς και τους Μανιάτες έχω ολόκληρη την Ελλάδα».


Πορτραίτα Ελευθερίου Βενιζέλου σε παιδική και μεγάλη ηλικία 

Από το βιβλίο του Πάνου Ι. Καλλιδώνη διαβάζουμε:
Μετά την Επανάσταση του 1770 (των Ορλωφικών) και των φοβερών διώξεων που επηκολούθησαν, κρίνουμε σκόπιμο να προσθέσωμε και τα ακόλουθα.
Μεταξύ των εγκρίτων οικογενειών του Μωριά που εξεπατρίσθησαν ήταν και η οικογένεια Κρεββατά του Μυστρά.
Ένα μέλος της ισχυρός αυτής οικογενείας, ο Μπενιζέλος Κρεββατάς διέφυγε στην Μονεμβασία και εκείθεν εις τα Χανιά της Κρήτης, όπου το επίθετο του Κρεββατάς αντικατεστάθη
 (για να μη διακινδύνευση από τους Τούρκους της Κρήτης που εγνώριζαν την ισχύ της οικογενείας Κρεββατά του Μυστρά
με το Μπενιζέλος
Ένα από τα παιδιά του Μπενιζέλου Κρεββατά (τα Μπενιζελάκια όπως τα αποκαλούσαν) και συγκεκριμένα, ο Πέτρος γράφτηκε στα βιβλία ως Πέτρος Βενιζέλος, αποκτήσας πέντε υιούς, μεταξύ των οποίων και τον Κυριάκο, που γεννήθηκε στα Χανιά το 1810
Ο Κυριάκος απέκτησε ομοίως πέντε υιούς, μεταξύ των οποίων και το Λευτέρη (τον ΄Εθνάρχη ΄Ελευθέριο Βενιζέλο) που γεννήθηκε στις Μουρνιές Χανίων στις 23 Αυγούστου 1864.
Εκτός του ότι τα ανωτέρω διαπιστώνονται από αναμφισβήτητες Ιστορικές πηγές. (Νεώτερο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό ΗΛΙΟΥ - Τόμος Δ', σελίς 341 και «Η ΣΠΑΡΤΗ ΔΙΑ ΜΕΣΟΥ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ» του Γυμν/ρχου Παν. Δούκα
υπάρχει και ζωντανή μαρτυρία του ίδιου του 
΄Εθνάρχη ΄Ελευθερίου Βενιζέλου
ο οποίος εδήλωσε εν έτει 1932-33 (τότε που ο αείμνηστος συμπατριώτης μας Ιατρός Βασίλης Μιχαλέας είχε καλέσει σε μονομαχία τον Παύλο Γύπαρη - Κρήτα οπλαρχηγό του Μακεδονικού αγώνα) ότι αισθάνεται περηφάνεια, διότι στις φλέβες του ρέει διασταυρωμένο Λακωνικό και Κρητικό αίμα και ότι άμα έχει κοντά του τους Κρητικούς και τους Μανιάτες έχει ολόκληρη την ΄Ελλάδα. 
Αυτή η παρέμβασις του Ελευθερίου Βενιζέλου όχι μόνον απεσώβησε την μονομαχία Μιχαλέα - Γύπαρη
αλλά εκαλλιέργησε αναμφισβητήτως το πνεύμα 
της αμοιβαίας εκτιμήσεως μεταξύ των υπερήφανων 
Λαών της Λακωνικής και της Κρήτης.
Τα παραπάνω δεν τα γράφουμε διεκδικούντες τον Ελ. Βενιζέλο (όπως έχει γραφτή ότι οι Μανιάτες διεκδικούν και τον Ναπολέοντα) αλλά τα γράφουμε προς αποκατάσταση της Ιστορικής αληθείας».


Πορτραίτο Ελευθερίου Βενιζέλου σε παιδική ηλικία

“Η αριστοκρατική παρουσία του, σε συνδυασμό με την ακαταπόνητη βουλητικότητα του αυτοδημιούργητου πολιτευτή, ξάφνιαζε πάντοτε εχθρούς και φίλους”

Ελ. Βενιζέλος: τότε, μετά και τώρα
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΤΑΓΚΟΣ



«Ο Βενιζέλος δεν είναι αθάνατος, αλλά εφήμερος, και δεν είναι μόνον εφήμερος, αλλά σε ό,τι αφορά την Ελλάδα είναι ένα φαινόμενο. Με αυτό εννοώ ότι δεν διαθέτει διάδοχο του δικού του διαμετρήματος. Με άλλα λόγια δεν είναι η Ελλάδα»
Με αυτά τα λόγια εκφράστηκε –και είχε δίκιο– για τον Ελευθέριο Βενιζέλο ο Βρετανός ύπατος αρμοστής στην Κωνσταντινούπολη, ναύαρχος σερ Τζον ντε Ρόμπεκ, σε επιστολή του προς τον λόρδο Κούρζον, υπουργό Εξωτερικών της χώρας του, τον Μάρτιο του 1920. [....]
Αφιέρωμα του περιοδικού Time στον Ελευθέριο Βενιζέλο, 18 Φεβρουαρίου 1924, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών & Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος».
Δεν αμφισβητείται πλέον ότι ο Ελευθέριος Βενιζέλος είναι ο κορυφαίος ανάμεσα στους ξεχωριστούς Έλληνες πολιτικούς ηγέτες που άφησαν τη σφραγίδα τους στην ιστορία του τόπου. Κυριάρχησε στα ελληνικά πράγματα περισσότερα από 25 χρόνια, χωρίς να περιλαμβάνεται η θητεία του στην υπόδουλη Κρήτη, και στη διάρκεια της περιόδου αυτής η Ελλάδα μεγαλούργησε, έκανε βήματα εκσυγχρονισμού, αλλά παράλληλα υπέστη μεγάλες καταστροφές και διχάστηκε.
 Η χώρα μπόρεσε να αντεπεξέλθει στη μεγάλη Μικρασιατική Καταστροφή, αλλά ο διχασμός μεταξύ «δημοκρατικών» και «βασιλοφρόνων» έφτασε στο τέλος του μόνο το 1974, με το δημοψήφισμα για τη βασιλεία και το αποτέλεσμά του. [....]


Στα όσα επισημαίνει ο Θάνος Βερέμης ως γνωρίσματα του Ελευθέριου Βενιζέλου και της εποχής του υπάρχουν πολλά στα οποία υπάρχει συνέχεια.
 Ο Βενιζέλος γνώριζε ότι η Ελλάδα δεν μπορούσε να πορευτεί προς τους στόχους της χωρίς στήριξη από μεγάλες ξένες δυνάμεις και συμμαχίες.
 Η εξωτερική αλλά και η εσωτερική πολιτική του ήταν απόλυτα προσαρμοσμένες σε αυτή η ρεαλιστική άποψη σε όλη τη διάρκεια της ζωής του και τα αποτελέσματα, θετικά ή αρνητικά, τον δικαίωναν συνεχώς, γεγονός που κατέγραψε και η ιστορία. Άλλωστε, σε όλη την ελληνική ιστορία, πριν και μετά τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο ξένος παράγοντας έπαιζε σημαντικότατο ρόλο με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.
Λιθογραφία εποχής με την ακόλουθη λεζάντα:
 «Ο δαφνοστεφής βασιλεύς και ο πολυμήχανος πρωθυπουργός μετά του επιτελείου, καθορίζοντες εν Χατζή-Μπεκλίκ τους όρους της εν Βουκουρεστίω συνθήκης, την 14η Ιουλίου 1913».
 Οι μεγάλοι πόλεμοι της Ελλάδος, Εκδόσεις Κ. Κουμουνδουρέα.


«Σήμερα στην Ελλάδα, και ειδικά στη συγκυρία που βιώνει, ο λαϊκισμός έχει καλλιεργήσει την πεποίθηση ότι η χώρα μπορεί να προχωρεί μόνη της, δίχως εξάρτηση από τον οποιοδήποτε, ακόμη και σε σύγκρουση με τους πάντες, αγνοώντας τα πραγματικά δεδομένα. Με αυτή την έννοια, η αποτίμηση του Ελευθέριου Βενιζέλου από τον Γεώργιο Σκληρό (από τους πρώτους Έλληνες μαρξιστές), που επισημαίνει ο Θάνος Βερέμης, είναι χρήσιμη. Έγραψε ο Σκληρός ότι το 1909 ο Βενιζέλος κατάλαβε πως «η επανάσταση για νάχη σημασία πρέπει να θίξη τις βαθειές ρίζες των κοινωνικών συστημάτων, τις ψεύτικες ιστορικές παραδόσεις και τις προλήψεις του λαού, να είναι δηλαδή ψυχική και πνευματική επανάσταση».


Οποιαδήποτε αναλογία με τη σημερινή Ελλάδα της κρίσης και της κοινωνίας της, δεν είναι βέβαια συμπτωματική … Άλλωστε, μπορεί ο μεγαλοϊδεατισμός να εγκαταλείφτηκε ως «κρατική πολιτική» με τη Μικρασιατική Καταστροφή, όπως πολύ σωστά αναφέρει ο Θ. Βερέμης, αλλά είναι πολύ αμφίβολο ότι έπαψε να υπάρχει ως «λαϊκή ιδεολογία», όπως προσθέτει. Η άποψη ότι οι Έλληνες είναι περιούσιος λαός, που βάλλεται από παντού και υπονομεύεται από τους πάντες, παραμένει κυρίαρχη και σήμερα. Η επίσημη παιδεία συμβάλλει επί δεκαετίες στην εδραίωση αυτής της άποψης.


“O Ελευθέριος Βενιζέλος είναι ο κορυφαίος ανάμεσα στους ξεχωριστούς Έλληνες πολιτικούς ηγέτες που άφησαν τη σφραγίδα τους στην ιστορία του τόπου.”

Ο Ελ. Βενιζέλος ασχολήθηκε σοβαρά με την εκπαίδευση τα 25 χρόνια της παρουσίας του στην πολιτική σκηνή.
 Εξελικτικά και σύμφωνα με τις δυνατότητες της κάθε στιγμής, αλλά πάντα με στόχο την ικανοποίηση των απαιτήσεων των καιρών. Το έργο των κυβερνήσεών του ήταν σπουδαίο, αλλά είχε και συμπαράσταση από φωτισμένους ανθρώπους. [....]
 Θα μπορούσε να αναφερθεί και η πτώχευση της χώρας το 1932 στα γεγονότα της εποχής του Ελευθέριου Βενιζέλου που αναλογούν στα σημερινά.
 Ωστόσο, οι συνθήκες ήταν πολύ διαφορετικές και δεν υπάρχουν περιθώρια σύγκρισης.
 Εκτός από ένα.
 Ότι οι δανειστές, πάντοτε στην ιστορία της Ελλάδας αλλά και παντού, καθορίζουν τις οικονομικές πολιτικές και τις υποχρεώσεις των δανειζομένων.
 Έτσι λοιπόν τότε, έτσι και τώρα.
Πάνω απ' όλα, γενναίος
ΚΕΙΜΕΝΟ
ΘΑΝΟΣ ΒΕΡΕΜΗΣ

Ο Βενιζέλος, όπως όλα τα πολύπλοκα φαινόμενα, αντιστέκεται σε κάθε εύκολο προσδιορισμό. Είναι αδύνατο να τον συγκρίνει κανείς με κάποιο πρότυπο, γιατί είναι μοναδικός. Αριστοκρατικός και λαϊκός, ευσυγκίνητος και απρόσιτος, δημοκρατικός και αυταρχικός – τα στοιχεία ήταν έτσι συνταιριασμένα μέσα του ώστε να ξαφνιάζει εχθρούς και φίλους. Ως προς τις επιλογές και τις ενέργειές του οι αντιδράσεις του ήταν ακαριαίες. Στην πολιτική αυτό που μετράει είναι η έγκαιρη παρέμβαση, ακόμη και όταν κάποιες ομάδες προηγούνται της εποχής τους ή μεγάλοι αριθμοί πολιτών υπολείπονται.
Οι μελετητές του Ελευθέριου Βενιζέλου θα συμφωνήσουν ότι υπήρξε αριστοτέχνης της έγκαιρης ενέργειας και της υλοποίησης του εφικτού. 
Απόδειξη του ρεαλισμού και της ευελιξίας που διέθετε υπήρξε το γεγονός ότι, ενώ ως επαναστάτης του Θερίσου αγωνιζόταν για την ταχεία ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, λίγα χρόνια αργότερα, ως Πρωθυπουργός της Ελλάδας, αντιτάχθηκε στην πραξικοπηματική είσοδο των Κρητών αντιπροσώπων στη Βουλή των Ελλήνων.


Ο Ελευθέριος Βενιζέλος με τον κρητικό γέροντα Τραχαλάκη
Ο Βενιζέλος προσπαθούσε πάντοτε να μη θυσιάζει το εφικτό για το ιδεώδες, και γι’ αυτό η πολιτική του φιλοσοφία παρακολουθούσε εκείνη του Αριστοτέλη.
Έδινε δηλαδή μεγαλύτερη σημασία στα άτομα που στελεχώνουν το κράτος απ’ ό,τι στο ίδιο το θεσμικό πλαίσιο. 
Θεωρούσε συνεπώς ότι υπήρχαν ορθές και εκφυλισμένες μορφές του ίδιου πολιτεύματος: το αριστοκρατικό ή το δικτατορικό, το δημοκρατικό ή το οχλοκρατικό.

O Ελευθέριος Βενιζέλος και η δεύτερη σύζυγός του Έλενα Σκυλίτση-Βενιζέλου (πάνω), στο σπίτι της αδελφής του, Κατίγκως Μητσοτάκη, στη "Γαλαρία" της Χαλέπας το 1927 (στο κέντρο) και με τον Γεώργιο Παπανδρέου στον Παρθενώνα, στην αναστήλωση της Ακρόπολης το 1930 (κάτω).


Κληρονόμος της πολιτικής πελατείας του Θεόδωρου Δηλιγιάννη το 1910, που μετά τη δολοφονία του αρχηγού της περιπλανήθηκε χωρίς άξιο ποιμένα για πέντε χρόνια, ο Βενιζέλος φρόντισε να προετοιμάσει κατά την τρικουπική παράδοση τη χώρα προτού την εκθέσει στην επόμενη εθνική της περιπέτεια.
Ο προσεταιρισμός του στέμματος το 1910 εξασφάλισε την ενότητα που είχε διασαλευτεί από το κίνημα στο Γουδί το 1909, ώστε ο ευγνώμων μονάρχης να αναθέσει στον Βενιζέλο εντολή σχηματισμού κυβέρνησης. [....]


Αναλαμβάνοντας την πρωθυπουργία, ο Βενιζέλος βρήκε τους Έλληνες εμβολιασμένους κατά της γοητείας των πολιτικών της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα. Όμως ο ελληνικός λαός δεν ήταν προετοιμασμένος για τον ασυνήθιστο βενιζελικό μαγνητισμό που σάρωσε τις αντιστάσεις του. 
Η αριστοκρατική παρουσία του, σε συνδυασμό με την ακαταπόνητη βουλητικότητα του αυτοδημιούργητου πολιτευτή, ξάφνιαζε πάντοτε εχθρούς και φίλους.
Το μεταρρυθμιστικό του έργο κατά την πρώτη θητεία του συνοψίζεται στην αναθεώρηση του συντάγματος του 1864, από την οποία προήλθαν βασικοί θεσμοί του δημοσίου δικαίου που ισχύουν ακόμη. Πρόκειται για τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, την υποχρεωτική και δωρεάν στοιχειώδη εκπαίδευση, τη δημιουργία του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Εκλογοδικείου, τις εγγυήσεις για την ανεξαρτησία των δικαστών και τη δυνατότητα κήρυξης κατάστασης πολιορκίας σε περίπτωση εξωτερικού κινδύνου. Το κράτος δικαίου που θεσπίζεται από τις κυβερνήσεις του Βενιζέλου εγγυήθηκε για την εφαρμογή των νόμων. Η ύπαιθρος ανακουφίστηκε από την παρανομία που ίσχυε με την ανοχή των αρχών, και οι δημόσιοι υπάλληλοι έπαψαν να είναι ανδρείκελα πολιτικών προστατών.


Παράλληλα, με τους Βαλκανικούς Πολέμους και τις αριστοτεχνικές του διαπραγματεύσεις, ο Βενιζέλος ολοκλήρωσε τις εδαφικές βλέψεις των Ελλήνων. Η πανελλήνια γοητεία του μεγάλου πολιτικού κράτησε έως τον Μεγάλο Διχασμό. Η αρχική συναίνεση ανάμεσα στον αρχηγό της κυβέρνησης και τον αρχηγό του κράτους, τον μονάρχη, άρχισε να φυλλορροεί αμέσως μετά τη δολοφονία του Γεώργιου Α ' στη Θεσσαλονίκη. [....]


Ποια ήταν όμως η προσφορά του Βενιζέλου που επηρέασε αποφασιστικά την κατοπινή εξέλιξη της χώρας; Ήταν σίγουρα το ίδιο το ηγετικό του τάλαντο που έκανε κάθε του απόφαση εφικτή –από την ανόρθωση του 1910–1911, τους Βαλκανικούς του 1912–1913, την έξοδο στον Α ' Παγκόσμιο, τις διαπραγματεύσεις στη Λοζάνη, τον διακανονισμό των διμερών σχέσεων από το 1928 έως το 1930– και βέβαια η μοναδική του ευχέρεια να επιλέγει τους αρίστους για συνεργάτες και υπουργούς.


Ποτέ ξανά δεν θα γνωρίσει η Ελλάδα τα υπουργικά συμβούλια του Βενιζέλου, με τον Νικόλαο Δημητρακόπουλο, τον Εμμανουήλ Ρέπουλη, τον Λάμπρο Κορομηλά, τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου, τον Ανδρέα Μιχαλακόπουλο, τον Γεώργιο Καφαντάρη, τον Κωνσταντίνο Ρακτιβάν, τον Κωνσταντίνο Γόντικα, τον Θεμιστοκλή Σοφούλη, τον Παναγή Βουρλούμη, τον Γεώργιο Παπανδρέου και τόσους άλλους.
 Δεν φοβήθηκε ποτέ να στέκονται δίπλα του άτομα με εξαιρετικές ικανότητες και ανάλογη με τη δική του βουλητικότητα.
 Κανείς δεν μπορούσε να τον επισκιάσει.
 Ο φόβος άλλωστε δεν έγινε ποτέ σύμβουλός του – ήταν πάνω απ’ όλα ένας γενναίος.


Ελευθέριος Βενιζέλος και εκπαίδευση


Το ζήτημα της εκπαίδευσης απασχόλησε σοβαρά τον Βενιζέλο από την πρώτη κιόλας πρωθυπουργία του. Ο Αλέξης Δημαράς συνοψίζει με τον ακόλουθο τρόπο τα κύρια σημεία του βενιζελικού έργου στον εκπαιδευτικό τομέα: «Τη διατύπωση και ένταξη στο σύνταγμα του 1911 των άρθρων που επέβαλαν την καθαρεύουσα ως επίσημη γλώσσα του κράτους … το νομοπαρασκευαστικό έργο του 1913 κατά τη διακυβέρνηση του 1910–1915∙ την επιβολή της δημοτικής στα δημοτικά σχολεία και τις σχετικές ενέργειες στην περίοδο 1916–1920· το νομοπαρασκευαστικό και νομοθετικό έργο της περιόδου 1929–1932».


Τις προεκλογικές του υποσχέσεις ο Βενιζέλος περιέλαβε πρώτα στα νομοσχέδια του 1913 για την εκπαιδευτική ανόρθωση. Η προοδευτική τους τάση εκδηλωνόταν στη μέριμνα η οποία προβλεπόταν για τους αναλφάβητους ενήλικες, διανοητικά καθυστερημένους και γενικά για άτομα με ειδικές ανάγκες. Με τα νομοσχέδια, επίσης, προετοιμαζόταν το έδαφος για την υποχρεωτική προσχολική εκπαίδευση και προβλεπόταν μέριμνα για τη μόρφωση των κοριτσιών και των αγροτών. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι στη βενιζελική προσπάθεια μετείχαν και τα προβεβλημένα μέλη του ρηξικέλευθου Εκπαιδευτικού Ομίλου (Μανόλης Τριανταφυλλίδης, Δημήτρης Γληνός, Αλέξανδρος Δελμούζος), οι αποφάσεις της κυβέρνησης ήταν πολύ λιγότερο νεωτεριστικές από τις προσδοκίες των προοδευτικών. Σταδιακά ο ίδιος ο Εκπαιδευτικός Όμιλος αλλά και η Διδασκαλική Ομοσπονδία χωρίστηκαν σε τρεις τάσεις, τη συντηρητική, την προοδευτική και την αριστερή.


Όταν ο Βενιζέλος ασχολήθηκε ξανά με την εκπαίδευση βρισκόταν ήδη στην τρίτη και τελευταία του θητεία στην εξουσία. Το μέγεθος του ζητήματος είχε αποκτήσει σχεδόν τριπλάσιες διαστάσεις από εκείνο του 1911. Οι μαθητές του δημοτικού, από 273.788 τότε, έφτασαν τις 752.937 το 1931–1932. Οι φοιτητές που αποφοίτησαν το 1932 ήταν 1.212, σε αντίθεση με τους 518 απόφοιτους του 1911. Η απήχηση των μεταρρυθμίσεων του 1929, επί υπουργίας Γόντικα, ήταν πολύ σημαντικότερη από τις προηγούμενες. Η καινοτομία του νέου νόμου ήταν η κατάργηση του «ελληνικού σχολείου» και η διαίρεση της εκπαίδευσης σε δύο κύκλους: έξι χρόνια δημοτικό και έξι γυμνάσιο.


Ανάλογης σημασίας υπήρξαν και οι μεταρρυθμίσεις των ετών 1931–1932 επί υπουργίας Γεωργίου Παπανδρέου, με ανεγέρσεις σχολείων (κατασκευάστηκαν 3.167 σχολικά κτίρια μεταξύ 1928–1932), πρόβλεψη προαιρετικών μαθημάτων, ίδρυση Γυμναστικής Ακαδημίας και κυρίως αναδιοργάνωση των πανεπιστημίων.
 Η κυβέρνηση του 1928–1932 θέλησε να περιορίσει τον αριθμό των εισακτέων στα πανεπιστήμια. Στους πρόσφυγες φοιτητές παραχωρήθηκε το δικαίωμα δωρεάν εγγραφής στα πανεπιστήμια, δόθηκαν δωρεάν συγγράμματα και σίτιση – σε 600–700 πρόσφυγες σπουδαστές. Αναγνωρίστηκε ακόμη η προϋπηρεσία εκπαιδευτικών στη Μικρά Ασία. Χάρη στους πρόσφυγες ο δημοτικισμός κέρδισε έδαφος και στον έντεχνο λόγο αλλά και την εκπαίδευση.


Οι περιορισμοί στους εισακτέους στο πανεπιστήμιο, συνέπεσαν με τις πολιτικές αναστατώσεις στα ιδρύματα. Ήταν η εποχή που περιγράφει ο Γιώργος Θεοτοκάς στο μυθιστόρημα του Αργώ το 1929. Οι φοιτητές της Νομικής Αθηνών χωρίζονταν σε δεξιούς, κεντρώους και αριστερούς, ενώ οι καθηγητές ήταν χαμένοι στον κόσμο τους μέσα σε σκονισμένα βιβλία. Για τον Βενιζέλο έγραφε: «Ήδη, παντού γινόταν λόγος για τον πρόεδρο. Μόλις ξαναπάτησε τα ελληνικά χώματα έγινε πάλι μονομιάς, ο Πρόεδρος. Η λέξη, έτσι χωρίς να συνοδεύεται από κανένα όνομα, δήλωνε αυτόν και όλοι το ήξεραν. Αρχηγός, σωτήρας, σύμβολο της μισής Ελλάδας, σατανάς για την άλλη μισή, είταν οπωσδήποτε για όλους ο Πρόεδρος των ελληνικών ζητημάτων, ο άξονας που γύρω του ξανάρχιζε να στροβιλίζεται το έθνος. Κανείς δεν καταλάβαινε τι ακριβώς είχε στο νου του, μα η παρουσία του έφτανε για να αναστατώσει τα πάντα, σαν να ανάδινε η παρουσία αυτή κάποιο μυστηριώδες ρεύμα, που τράνταζε μονομιάς όλες τις δυνάμεις του εθνικού οργανισμού, τις δυνάμεις της πίστης και του ηρωισμού, της περιπέτειας και της αρπαγής, της δημιουργίας και της διάλυσης, της μοχθηρίας και του φθόνου. Όλες οι ζωικές ορμές που κοιμόντανε αχρησιμοποίητες, ξυπνούσανε πάλι και κοχλάζανε δυνατά στα ρόδινα ακρογιάλια της Ανατολικής Μεσογείου: Βενιζέλος, Βενιζέλος! …»
ΠΗΓΗ :
....................
Διαβάστε εδώ: H
Γιώργου Ατσαλάκη - Οικονομολόγου Λέκτορα Πολυτεχνείου Κρήτης και του
Καθηγητή Κωνσταντίνου Ζοπουνίδη , Ακαδημαϊκού.
.........................
Διαβάστε εδώ:Ο Βενιζέλος και η Μικρασιατική Καταστροφή
Βίντεο για τον Ελ. Βενιζέλο από την μαθήτρια Μικαέλα Τζιράκη.
............................

''Ελευθέριος Βενιζέλος'' Ελληνική Ταινία Μέρος 1


Κυριακή 21 Αυγούστου 2016

Τριάντα κυπαρίσσια, ένα για κάθε παλικάρι! Οι Γερμανοί θεώρησαν ότι οι κάτοικοι του χωριού ήταν συνεργοί και σε αντίποινα, στις 21 Αυγούστου 1944, διάλεξαν 30 άνδρες του χωριού και τους εκτέλεσαν στο Κερατίδι. Η Δαμάστα εκκενώθηκε και ισοπεδώθηκε...


Ήταν 21 Αυγούστου 1944 όταν οι Γερμανοί εκτέλεσαν τους 30 πιο μάχιμους άνδρες του χωριού στη θέση «Κερατίδι». 


Ήταν τα αντίποινα τους για το σαμποτάζ που είχε γίνει λίγες μέρες πριν- όπως είχαν κάνει και με τα Ανώγεια.

Λίγο πριν τη Δαμάστα του Ηρακλείου, υπάρχει ένας δρόμος αριστερά, που οδηγεί στο Κερατίδι. 

Σε ένα ύψωμα που βρίσκεται το μνημείο και οι τάφοι των εκτελεσθέντων από τους Γερμανούς Δαμαστιανών.
Στο σημείο αυτό, που τώρα είναι περιφραγμένο και δασωμένο με κυπαρίσσια, έγινε η εκτέλεση. 
Φυτεύτηκαν 30 κυπαρίσσια ένα για κάθε παλικάρι που εκτελέστηκε από τους Γερμανούς...

Ήταν 21 Αυγούστου 1944 όταν οι Γερμανοί εκτέλεσαν τους 30 πιο μάχιμους άνδρες του χωριού στη θέση «Κερατίδι». 
 Ήταν τα αντίποινα τους για το σαμποτάζ που είχε γίνει λίγες μέρες πριν- όπως είχαν κάνει και με τα Ανώγεια.

Το σαμποτάζ της Δαμάστας οργανώθηκε και εκτελέστηκε από ομάδα Ανωγειανών ανταρτών, στην οποία συμμετείχαν έξι Ρώσοι στρατιώτες. 
Επικεφαλής και εμπνευστής της επιχείρησης ήταν ο Άγγλος λοχαγός Μπιλ Μος, που είχε πάρει μέρος και στην απαγωγή του Κράιπε. 
Κάθε πρωί στις 8-9, περνούσε από τη Δαμάστα, κατευθυνόμενο από το Ηράκλειο στα Χανιά, ένα φορτηγό με το ταχυδρομείο, το οποίο συνοδευόταν από 30 οπλισμένους Γερμανούς στρατιώτες και από ένα τεθωρακισμένο όχημα με μυδράλιο.
Το μπλόκο στήθηκε ένα χιλιόμετρο δυτικά της Δαμάστας. 
Οι αντάρτες επιτέθηκαν, σκότωσαν αρκετούς Γερμανούς και εξαφανίστηκαν, με απώλειες ένα νεκρό (από την ομάδα των Ρώσων) και δυο τραυματίες.

Οι Γερμανοί θεώρησαν ότι οι κάτοικοι του χωριού ήταν συνεργοί και σε αντίποινα, στις 21 Αυγούστου 1944, διάλεξαν 30 άνδρες του χωριού και τους εκτέλεσαν στο Κερατίδι. 

Η Δαμάστα εκκενώθηκε και ισοπεδώθηκε.

΄Εκτελεσθέντες στο Κερατίδι…

Κλίνης Γεώργιος του Νικολάου

Κουγιουμουτζάκης Ανδρέας του Εμμανουήλ

Κουγιουμουτζάκης Κων/νος του Εμμανουήλ

Κουγιουμουτζάκης Γεώργιος του Εμμανουήλ (αδέλφια)

Κουντούρης Εμμανουήλ του Σταύρου

Κουντούρης Νικόλαος του Δημητρίου

Κρουσανιωτάκης Ιωάννης του Γεωργίου

Κρουσανιωτάκης Ιωάννης του Νικολάου

Λιαδάκης Ιωάννης του Εμμανουήλ

Λιαδάκης Κων/νος του Χρήστου

Μαρούσης Γεώργιος του Δημητρίοιυ

Μαυράκης Εμμανουήλ του Στυλιανού

Μαυράκης Νικόλαος του Αλέξανδρου

Μουντουφάρης Γεώργιος του Εμμανουήλ

Μουντουφάρης Ματθαίος του Παναγιώτου

Νικολουδάκης Χαρίδημος του Σωτηρίου

Νικολουδάκης Γεώργιος του Βασιλείου

Παπαδάκης Αναστάσιος του Βασιλείου

Περάκης Νικόλαος του Στυλιανού

Σαρρής Αριστόδημος του Κων/νου

Σαρρής Γεώργιος του Δημητρίου

Σαρρής Γεώργιος του Νικολάου

Σαρρής Ευάγγελος του Γεωργίου

Σαρρής Ιωάννης του Γεωργίου (αδέλφια)

Σαρρής Μιχαήλ του Δημητρίου

Στρατιδάκης Γεώργιος του Αντωνίου

Στρατιδάκης Ιωάννης του Αντωνίου (αδέλφια)

Τριγώνης Εμμανουήλ του Στυλιανού

Τριγώνης Ιωάννης του Γεωργίου

Τριγώνης Ματθαίος του Γεωργίου
.

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ από Cretalive.gr
..........................

Κάθε χρόνο ατις 21 Αυγούστου επιτελείται επίσημο μνημόσυνο 
τιμής στους εκτελεσθέντες στην Δαμάστα 
και το διπλανό χωριό  Μάραθος.

AddThis SharΕπέτειος τιμής και μνήμης των εκτελεσθέντων από τα γερμανικά στρατεύματα Κατοχής στη Δαμαστά και το Μάραθο, πριν από εξήντα εννέα χρόνια, πραγματοποιήθηκε σήμερα Κυριακή, 21 Αυγούστου 2016. Το σαμποτάζ της Δαμάστας, έμεινε γνωστό  στην ιστορία, ως μια ανταρτική ενέργεια  που έγινε από την κρητική αντίσταση κατά των Γερμανών κατακτητών, τον Αύγουστο του 

Πέμπτη 18 Αυγούστου 2016

Η φρικαλεότητα του πολέμου στη Συρία σε μια φωτογραφία Ένα συγκλονιστικό στιγμιότυπο από τον πόλεμο στη Συρία όπου ένα τραυματισμένο 5χρονο αγόρι εμφανίζεται σκεπασμένο με σκόνες και αίματα συμπυκνώνει σε μια εικόνα τη φρίκη του πολέμου


Ένα 5χρονο αγόρι καθισμένο στο πίσω κάθισμα ενός ασθενοφόρου και 'χαμένο' στις σκόνες και στα αίματα εξαιτίας ενός βομβαρδισμού στο Χαλέπι έχει γίνει το σύμβολο του πολέμου στη Συρία.
Το μικρό αγόρι ήταν ένα από τα πέντε που τραυματίστηκαν ύστερα από εναέρια επίθεση είτε των Ρώσων είτε του καθεστώτος Ασάντ στο Χαλέπι και σύμφωνα με πληροφορίες, το όνομά του είναι Omran Daqneesh.
Τη φωτογραφία έστειλε στον δημοσιογράφο της Telegraph, Raf Sanchez, ο γιατρός στα χέρια του οποίου βρέθηκε ο μικρός Omran.
Βίντεο του Aleppo Media Center δείχνει διασώστες να τον τραβούν από τα συντρίμμια ενός σπιτιού και να τον τοποθετούν στο πίσω μέρος ενός ασθενοφόρου. Ο μικρός δεν κλαίει, αλλά σηκώνει το χέρι του και ακουμπάει τις πληγές του.
Περισσότεροι από 300.000 Σύριοι υπολογίζεται ότι έχουν σκοτωθεί στον εμφύλιο πόλεμο της χώρας και είναι αδύνατο να γνωρίζουμε πόσοι άμαχοι έχασαν τη ζωή τους σε βομβαρδισμούς στο Χαλέπι τις τελευταίες εβδομάδες. Το μόνο σίγουρο, δυστυχώς, είναι ότι θα υπάρξουν και άλλοι βομβαρδισμοί και άλλα παιδάκια σαν τον Omran.
[Πηγή: Telegraph]

Η φρικαλεότητα του πολέμου στη Συρία σε μια φωτογραφία Ένα συγκλονιστικό στιγμιότυπο από τον πόλεμο στη Συρία όπου ένα τραυματισμένο 5χρονο αγόρι εμφανίζεται σκεπασμένο με σκόνες και αίματα συμπυκνώνει σε μια εικόνα τη φρίκη του πολέμου


Ένα 5χρονο αγόρι καθισμένο στο πίσω κάθισμα ενός ασθενοφόρου και 'χαμένο' στις σκόνες και στα αίματα εξαιτίας ενός βομβαρδισμού στο Χαλέπι έχει γίνει το σύμβολο του πολέμου στη Συρία.
Το μικρό αγόρι ήταν ένα από τα πέντε που τραυματίστηκαν ύστερα από εναέρια επίθεση είτε των Ρώσων είτε του καθεστώτος Ασάντ στο Χαλέπι και σύμφωνα με πληροφορίες, το όνομά του είναι Omran Daqneesh.
Τη φωτογραφία έστειλε στον δημοσιογράφο της Telegraph, Raf Sanchez, ο γιατρός στα χέρια του οποίου βρέθηκε ο μικρός Omran.
Βίντεο του Aleppo Media Center δείχνει διασώστες να τον τραβούν από τα συντρίμμια ενός σπιτιού και να τον τοποθετούν στο πίσω μέρος ενός ασθενοφόρου. Ο μικρός δεν κλαίει, αλλά σηκώνει το χέρι του και ακουμπάει τις πληγές του.
Περισσότεροι από 300.000 Σύριοι υπολογίζεται ότι έχουν σκοτωθεί στον εμφύλιο πόλεμο της χώρας και είναι αδύνατο να γνωρίζουμε πόσοι άμαχοι έχασαν τη ζωή τους σε βομβαρδισμούς στο Χαλέπι τις τελευταίες εβδομάδες. Το μόνο σίγουρο, δυστυχώς, είναι ότι θα υπάρξουν και άλλοι βομβαρδισμοί και άλλα παιδάκια σαν τον Omran.
[Πηγή: Telegraph]

Τρίτη 16 Αυγούστου 2016

Όταν οι ναζί έκοψαν το νήμα της ζωής σε 317 άμαχους του Κομμένου ΄Αρτας ...


Σε ένα μικρό χωριό του νομού Άρτας, το Κομμένο έμελλε να διαπραχθεί από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής ένα απερίγραπτο έγκλημα πολέμου εναντίον αμάχων και ανυπεράσπιστων ανθρώπων. Τη Δευτέρα 16 Αυγούστου 1943, 120 στρατιώτες του 12ου λόχου του 98ου συντάγματος πεζικού της 1ης ορεινής μεραρχίας ορεινών καταδρομών του γερμανικού στρατού έκαναν στάχτη ολόκληρο το χωριό και δολοφόνησαν εν ψυχρώ 317 κατοίκους, μεταξύ των οποίων 72 παιδιά ηλικίας 4 μηνών έως 10 χρονών.
Δείτε το τελευταίο ντοκιμαντέρ της τριλογίας του Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα «Η Ελλάδα του Χίτλερ» με τίτλο«Η Πικρή Απελευθέρωση», όπου οι επιζώντες του Ολοκαυτώματος του Κομμένου διηγούνται στον φακό της εκπομπής όσα έζησαν.


tvxs.gr / Η Ελλάδα του Χίτλερ : Η πικρή... από tvxorissinora

Ολόκληρο το ιστορικό της σφαγής του Κομμένου:
Η 1η μεραρχία Εντελβάις στην Ήπειρο
Την άνοιξη του 1943 η 1η Γερμανική μεραρχία Ορεινών Καταδρομών Εντελβάις μεταφέρεται με εντολή του Χίτλερ, υπό τη διοίκηση του στρατηγού Χούμπερτ Λανς, από τη Σοβιετική Ένωση στο Μαυροβούνιο και στη συνέχεια στην Ήπειρο, όπου και στρατοπεδεύει στην κοιλάδα του Λούρου, μεταξύ Ιωαννίνων και Φιλιππιάδας. Σκοπός της ήταν αφενός να εμποδίσει την αποβίβαση των Βρετανικών και Αμερικανικών δυνάμεων στη Νοτιοδυτική Ελλάδα και αφετέρου να σβήσει το αντάρτικο στην περιοχή. Τον Ιούλιο αρχίζει τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις με την ονομασία «επιχείρηση Ζάλμινγκερ» και καταστρέφει δεκάδες χωριά της Ηπείρου, με αποκορύφωμα το κάψιμο τη Μουσιωτίτσας στις 25 Ιουλίου και την εκτέλεση 156 αμάχων. Τον επόμενο μήνα ξεκινά η νέα εκκαθαριστική επιχείρηση με την ονομασία «επιχείρηση Αύγουστος». Ο διοικητής του 28ου Συντάγματος Πεζικού της 1ης μεραρχίας Εντελβάις συνταγματάρχης Ζάλμιγκερ, θέλοντας να έχει τον πλήρη έλεγχο της περιοχής, έκανε συχνές περιπολίες, μία εκ των οποίων τον οδήγησε στο Νοτιοδυτικό τμήμα της και πιο συγκεκριμένα στο Κομμένο της Άρτας.
Η «επίσκεψη Ζάλμινγκερ»
Χωμένο στην άκρη του Αμβρακικού και κρυμμένο στις εκβολές του ποταμού Αράχθου, πνιγμένο στα νερά, τα έλη και την πυκνή βλάστηση τότε, το Κομμένο δεν ανέπτυξε κάποια αξιόλογη αντιστασιακή δράση, αλλά συμμετείχε απλά στον αγώνα εξασφαλίζοντας τρόφιμα για τα ένοπλα τμήματα των ανταρτών, που η έδρα τους βρισκόταν στις ορεινές περιοχές. «Οι κάτοικοι το Κομμένου», αναφέρει στην αγόρευσή του ο Στέφανος Παππάς κατά τη δίκη της Νυρεμβέργης, «ήταν φιλήσυχοι αγρότες, εκτός ελαχίστων μεταξύ των οποίων και εγώ, που είχαμε καταταγεί αντάρτες στο βουνό διακείμενοι φιλικά στην οργάνωση των εθνικών ομάδων Ζέρβα. Όλοι οι άλλοι κάτοικοι ήταν αμέτοχοι σε οργανώσεις και εργάζονταν καλλιεργώντας και σκάβοντας τη γη». (Στέφανου Παππά «Η σφαγή του Κομμένου, Αθήνα 1976, σελ.132)
Τον Αύγουστο, ωστόσο, του 1943 σημειώνεται μια περίεργη κινητικότητα, καθώς ένα τμήμα του Ε.Λ.Α.Σ. έρχεται στο Κομμένο και ζητά απ’ τις αρχές να μεριμνήσουν για την τροφοδοσία του με μεγάλες ποσότητες αγαθών. Λίγες μέρες νωρίτερα προηγήθηκε η τροφοδοσία των ανταρτών του Ε.Δ.Ε.Σ., οι οποίοι αποζημίωναν τους κατοίκους με τα ανάλογα χρηματικά ποσά.
Οι αρχές αρνήθηκαν να ικανοποιήσουν το αίτημά του Ε.Λ.Α.Σ., υποστηρίζοντας ότι οι κάτοικοι δε διαθέτουν τόσο μεγάλες ποσότητες αγαθών, καθώς παράλληλα τροφοδοτούσαν και τις δυνάμεις του Ε.Δ.Ε.Σ.. Μπροστά στην επιμονή των ανταρτών του Ε.Λ.Α.Σ., οι υπεύθυνοι του Ε.Δ.Ε.Σ. ζήτησαν υποστήριξη και ενίσχυση από τις δικές τους δυνάμεις, οι οποίες δεν καθυστέρησαν να εμφανιστούν στο χωριό και να απαιτούν από τους άλλους να αποχωρήσουν χωρίς τα τρόφιμα που είχαν παραγγείλει. Οι συζητήσεις και οι διενέξεις δεν έφερναν αποτέλεσμα, ενώ οι μέρες περνούσαν και τα πράγματα γίνονταν επικίνδυνα για το Κομμένο.
Στις 12 Αυγούστου, ημέρα Πέμπτη, λίγο πριν το μεσημέρι, ένα γερμανικό αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε ο ίδιος ο διοικητής του 98ου Συντάγματος της 1ης Ορεινής Μεραρχίας Ορεινών Καταδρομών Γιόζεφ Ζάλμινγκερ, έφτασε στο Κομμένο, προφανώς για να ερευνήσει αν πράγματι στο χωριό δρούσαν ομάδες ανταρτών, όπως υποδείκνυαν οι πληροφορίες που οι γερμανικές υπηρεσίες είχαν συλλέξει. Η «επίσκεψη» Ζάλμινγκερ στο Κομμένο αποτελούσε μέρος των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων του 98ου Συντάγματος στην περιοχή της Ηπείρου, με σκοπό την εξόντωση των ανταρτών και το κάψιμο των χωριών εκείνων για τα οποία υπήρχαν υπόνοιες ότι τους τροφοδοτούν και τους ενισχύουν με οποιονδήποτε τρόπο. Το Κομμένο θα ήταν η συνέχεια της εκδικητικής μανίας και των αντιποίνων που είχαν ήδη αρχίσει να εφαρμόζουν οι Γερμανοί σε βάρος αμάχων και είχαν ήδη μετατρέψει σε ερείπια δεκάδες χωριά της Ηπείρου.
Ακριβώς τη μέρα και την ώρα εκείνη στην πλατεία του χωριού οι αντάρτες του Ε.Δ.Ε.Σ. και του Ε.Λ.Α.Σ. είχαν στήσει τα όπλα τους και κάθονταν κάτω απ’ τα δέντρα. Όταν ο Γερμανός Διοικητής βρέθηκε μπροστά στην εικόνα αυτή, διέταξε τον οδηγό του και έκανε αμέσως στροφή αφήνοντας πίσω τους το χωριό, με την απόλυτη πλέον βεβαιότητα πως οι πληροφορίες του ήταν βάσιμες και δε χωρούσαν την παραμικρή αμφιβολία. Μερικές γυναίκες, μάλιστα, έσπευσαν από φόβο να μαζέψουν και να κρύψουν τα όπλα, αλλά φαίνεται πως η κίνησή τους αυτή έγινε αντιληπτή από τους Γερμανούς.
Από τη στιγμή εκείνη που φεύγουν οι Γερμανοί, αρχίζει για τους κατοίκους του Κομμένου ο τρομερός εφιάλτης. Έντρομοι οι κάτοικοι κουβάλησαν τ’ αγαθά τους και τα ’κρυψαν στα χωράφια τους, στα οποία διανυκτέρευαν και οι ίδιοι, ενώ μια επιτροπή, με επικεφαλής τον πρόεδρο της Κοινότητας Λάμπρο Ζορμπά, μετέβη την επόμενη κιόλας μέρα στην Άρτα και ζήτησε από τις Ιταλικές αρχές και τις συνεργαζόμενες με τους κατακτητές ελληνικές αρχές της πόλης Άρτας να πληροφορηθεί σχετικά με την τύχη του χωριού. Οι αρχές, μάλλον με κάποια αδιαφορία, ίσως διαβεβαίωσαν την επιτροπή πως το χωριό δεν είχε να φοβηθεί τίποτε, γιατί οι αντάρτες δεν ήταν κάτοικοι του Κομμένου. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, και η ίδια η επιτροπή να μην είδε με τη δέουσα σοβαρότητα το γεγονός και να μην έδωσε την πρέπουσα σημασία στην τακτική των αντιποίνων που εφάρμοζαν οι Γερμανοί.
Έτσι στις 15 Αυγούστου, ημέρα που κοιμήθηκε η Παναγία Θεοτόκος, γιόρταζαν όπως είχαν συνήθεια το πανηγύρι τους. Και ο Θόδωρος Μάλλιος τέλεσε το γάμο της κόρης του Αλεξάνδρας με το Θεοχάρη Καρίνο από το χωριό Παχυκάλαμος.
Η εξόντωση
Τα χαράματα, ωστόσο, της 16ης Αυγούστου 120 άντρες του 12ου λόχου του 98ου Γερμανικού Συντάγματος, το οποίο έδρευε στην περιοχή της Φιλιππιάδας, μια μικρή κωμόπολη 10 περίπου χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Άρτας, επιβιβάζονται πάνοπλοι στα φορτηγά και σταθμεύουν έξω από το Κομμένο. Αποστολή του 12ου λόχου ήταν η εξόντωση των ανταρτών που δρούσαν στην περιοχή και η εξαφάνιση του χωριού που τους υποστήριζε και τους προμήθευε με τρόφιμα και άλλα απαραίτητα για την αντίστασή τους εναντίον των Γερμανών.
Ήδη όμως από την Πέμπτη 12 Αυγούστου ο Διοικητής του 98ου Συντάγματος συνταγματάρχης Γιόζεφ Ζάλμινγκερ σημείωνε στην αναφορά του σχετικά με την επίσκεψή του στο Κομμένο: «Προσωπική αναγνωριστική επιχείρηση διαπίστωσε ότι το Κομμένο (12 χλμ. νότια-νοτιοανατολικά της Άρτας) βρίσκεται στα χέρια συμμοριτών, 25 – 30 άντρες με στολές ερήμου. Προς το παρόν δεν έχουν σχεδιαστεί αντίποινα» (Χ. Φ. Μάγερ, 59) και το Σάββατο 14 Αυγούστου έλαβε διαταγή «να προετοιμάσει αιφνιδιαστική επιχείρηση κατά της διαπιστωμένης συμμορίας στο Κομμένο». (Χ. Φ. Μάγερ, σελ. 60)
Την Κυριακή 15 Αυγούστου συγκέντρωσε τη μονάδα του, για να της ανακοινώσει πως Γερμανοί στρατιώτες σκοτώθηκαν στο Κομμένο και όφειλαν, γι’ αυτό, να δράσουν αμέσως με σκληρά αντίποινα εναντίον των ανταρτών και ξεκλήρισμα του χωριού που είχαν το λημέρι τους. Οι στρατιώτες δε δέχτηκαν με ιδιαίτερη προθυμία τη διαταγή να συμμετάσχουν εθελοντικά στην επιχείρηση. «Τουλάχιστον δώδεκα–δεκαπέντε άντρες είχαν προσφερθεί εθελοντικά για την επιχείρηση». (Mark Mazower, 226) Έτσι η διαταγή άλλαξε και η επιχείρηση ανατέθηκε στο 12ο λόχο του 98ου Συντάγματος. Διοικητής του 12ου λόχου ήταν ο υπολοχαγός Ρέζερ, πρώην στέλεχος της νεολαίας του Χίτλερ, φανατικός ναζί και αποκαλούμενος Νέρων από κάποιους στρατιώτες. Οι στρατιώτες που έλαβαν μέρος στην επιχείρηση ήταν στο σύνολό τους κληρωτοί.
Οι άντρες του 12ου λόχου του 98ου Συντάγματος Πεζικού συγκεντρώθηκαν στις 5.00 το πρωί πάνοπλοι με οβιδοβόλα, πολυβόλα, οπλοπολυβόλα, χειροβομβίδες και καραμπίνες, και επιβιβάστηκαν στα στρατιωτικά αυτοκίνητα, για να διανύσουν μια διαδρομή μιάμισης περίπου ώρας από την κοιλάδα του ποταμού Λούρου ως το Κομμένο
Αφού πρώτα πήραν το πρωινό τους και τη ρητή διαταγή «κανείς δεν πρέπει να επιζήσει, όλοι στο χωριό πρέπει να εκτελεστούν» (Χ. Φ. Μάγερ, σελ. 67), περικύκλωσαν το χωριό από τρεις πλευρές, αφήνοντας αφύλαχτη τη δυτική πλευρά όπου κυλούσε ο Άραχθος ποταμός, ο οποίος, κατά τη γνώμη του Ρέζερ, αποτελούσε φυσικό εμπόδιο διαφυγής. Όλα οργανώθηκαν με κανονικό σχέδιο μάχης, καθώς για τους Γερμανούς το χωριό ήταν κέντρο ανταρτών, οι οποίοι την ώρα εκείνη βρίσκονταν στον ύπνο μαζί με τους άλλους κατοίκους. Γι’ αυτό και δεν πείραξαν κανέναν και τίποτε πριν δοθεί το σύνθημα της μάχης.
«Είδαμε τους Γερμανούς, μια μικρή ομάδα, την ώρα που βγαίναμε απ’ το χωριό», αφηγείται η Ιφιγένεια Παππά – Κοντογιάννη, κορίτσι 18 χρονών τότε. «Είχαμε ακούσει τα αυτοκίνητα που έρχονταν, αλλά δεν ξέραμε ούτε τι κουβαλούσαν ούτε τι έρχονταν να κάνουν. Μας σήκωσε ο πατέρας μου και μας έδιωξε απ’ το σπίτι, φοβόταν ο άνθρωπος μη μας κάνουν κακό. Φύγετε, να περάσετε το ποτάμι και να πάτε να κρυφτείτε στα χωράφια, μας είπε. Σηκωθήκαμε. Μόλις είχε σκάσει ο ήλιος. Στο χωριό ακούγονταν αμάξια, θόρυβος, φασαρία. Φτάσαμε στα τελευταία σπίτια. Σχεδόν πέσαμε απάνω τους. Δε μας πείραξαν. Κρατούσαν όπλα στα χέρια τους και κουβέντιαζαν μεταξύ τους. Νιώσαμε το κορμί μας να τρέμει. Εκείνοι, κάτι όμορφα παιδιά, μας κοίταξαν και κάτι ψιθύρισαν μεταξύ τους χαμογελώντας. Ήταν παιδιά. Δεν προλάβαμε να απομακρυνθούμε στα εκατό μέτρα κι άρχισε το μακελειό».
Θα πρέπει να ήταν 6.30 το πρωί όταν δόθηκε το σύνθημα της «επίθεσης εναντίον των ανταρτών» με δυο φωτοβολίδες που ρίχτηκαν στον αέρα. Οι μονάδες εφόδου άρχισαν να βάλλουν με όπλα, με πολυβόλα, χειροβομβίδες και όλμους. Στόχος τους η εξαφάνιση από γης ολόκληρου του χωριού, χωρίς κανένα έλεος. Έκαιγαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους και σκότωναν με μιαν απερίγραπτη αγριότητα άντρες, γέροντες, γυναίκες και παιδιά. Ακόμη και μωρά. Οι στρατιώτες, κρατώντας μια χειροβομβίδα στα χέρια τους, έσπρωχναν βίαια τις πόρτες των σπιτιών και, ρίχνοντάς την μέσα, τα έκαναν κάρβουνο. 
Ολόκληρες οικογένειες κάηκαν ζωντανές μέσα στα σπίτια τους, πριν ακόμη ξυπνήσουν και καταλάβουν τι γίνεται γύρω τους. Άλλοι έτρεχαν στους δρόμους για να σωθούν και έπεφταν από τις σφαίρες που θέριζαν το χωριό. Ανθρώπινα σώματα έγιναν κομμάτια ή διαλύθηκαν εντελώς και δε βρέθηκαν ποτέ. Η διαταγή του υπολοχαγού Ρέζερ και των ανωτέρων του ήταν σαφής: να μη μείνει τίποτε ζωντανό, να μη μείνει τίποτε όρθιο σ’ ένα χωριό που αποτελούσε φωλιά των ανταρτών.
Έξι ώρες κράτησε η σφαγή. Οι δρόμοι, οι αυλές, τα καμένα σπίτια, τα χαντάκια, οι κήποι, η πλατεία, ολόκληρο το χωριό γέμισε πτώματα, που μερικά έμεναν άθαφτα για αρκετές μέρες, αφού δεν απέμεινε κανείς ζωντανός απ’ τους συγγενείς για να θάψει τους νεκρούς του. Το Κομμένο σβήνει και χάνεται τυλιγμένο στις φλόγες και βουβό κάτω απ’ τους καπνούς και τις στάχτες που άφησαν πίσω τους φεύγοντας οι άντρες του 12ου λόχου.
Ο ματωμένος γάμος
Στο σπίτι του Θόδωρου Μάλλιου γινόταν ο γάμος τη κόρης του Αλεξάνδρας με το Θεοχάρη Καρίνο από τον Παχυκάλαμο, χωριό κοντά στο Κομμένο. Χάθηκαν όλοι. Τους έκαψαν και τους σκότωσαν. Τριάντα με σαράντα άτομα. Από τα 12 μέλη της οικογένειας του οικοδεσπότη Θόδωρου Μάλλιου σώθηκαν εκείνο το πρωινό μόνο δύο, ο Αλέξανδρος και η Μαρία, δεκατριών και δέκα χρόνων, που είχαν φύγει μόλις πριν λίγα λεπτά για να φροντίσουν στο χωράφι τα ζώα. Οι ναζί δε σεβάστηκαν και δε λογάριασαν τίποτε και κανέναν. Σκότωσαν και τη νύφη την Αλεξάνδρα και το γαμπρό το Θεοχάρη.
Όσοι πρόλαβαν και πετάχτηκαν έξω απ’ τα σπίτια τους, έτρεχαν να σωθούν στα χωράφια ή να κρυφτούν χωμένοι στα βαθιά χαντάκια. Μόνη σωτηρία απέμεινε για πολλούς το ποτάμι. Πλήθος κόσμου έτρεχε κατά εκεί. Άλλοι ρίχνονταν στα νερά του για να περάσουν απέναντι και να σωθούν. Άλλοι κρέμονταν απ’ τις βάρκες και τρέμοντας πάλευαν να γλιτώσουν απ’ τον εφιάλτη. Κι εκεί πνίγηκαν σχεδόν όλοι όσοι μπήκαν στη βάρκα του Σπύρου Βλαχοπάνου, δεκαεφτά άτομα. Κι ο θρήνος κι οι κραυγές του πνιγμού έσμιγαν με τη βουή της φωτιάς και των όπλων που αφάνιζαν το Κομμένο.
Σώθηκαν περνώντας στην άλλη όχθη του Αράχθου ή κρυμμένοι στους θάμνους, στα καλαμπόκια και στα λαγκάδια τριακόσιοι πενήντα (350) περίπου. Κι έκαναν μερικοί μέρες πολλές να γυρίσουν στα σπίτια τους και τους νεκρούς να μετρήσουν. Γιατί φώλιασε στην ψυχή τους ο φόβος μήπως ξανάρθουν οι Γερμανοί, για να ολοκληρώσουν το έργο τους. Όταν πια δε γινόταν αλλιώς, βρήκαν τη δύναμη και το πήραν απόφαση. Πρόχειρα και στον τόπο ακριβώς της σφαγής άνοιξαν λάκκους κι έριξαν τους νεκρούς μέσα, για να μην τους φάνε τα σκυλιά και τα όρνια και να μην πέσουν αρρώστιες αγιάτρευτες στο χωριό.
Τρία χρόνια έζησαν με τους τάφους των αγαπημένων προσώπων τους στις αυλές τους. Ύστερα μάζεψαν ό,τι είχε απομείνει από αυτούς και το μετέφεραν στο κοιμητήριο του χωριού. Εκείνοι που σώθηκαν έπρεπε ν’ αντέξουν και ν’ αφήσουν γι’ αργότερα τα δάκρυα και τον πόνο.
Η σφαγή τελειώνει
Όταν το μεσημέρι χτύπησε η καμπάνα για να δώσει το μήνυμα στους Γερμανούς στρατιώτες ότι η μάχη τελείωσε, ελάχιστοι από αυτούς μπορούσαν να πιστέψουν αυτό που έγινε. Αλλά ακριβώς το ίδιο είχε συμβεί και με τους κατοίκους του Κομμένου που κατόρθωσαν να σωθούν και να επιζήσουν. Το τοπίο έμοιαζε απερίγραπτο και απίστευτο. Κάποιοι από αυτούς που άκουσαν το θόρυβο των αυτοκινήτων, σηκώθηκαν και κατευθύνθηκαν προς την πλατεία για να δουν ποιοι ήταν αυτοί που ήρθαν και τι ήθελαν. Άλλοι, αντί να φύγουν για να σωθούν, βγήκαν στους δρόμους για να δουν τι συμβαίνει, ακόμη κι όταν άρχισε η «μάχη» και το χωριό μεταβαλλόταν σε κόλαση. Κι άλλοι, ίσως οι περισσότεροι, είχαν την πλάνη στο νου τους, ίσως γιατί έτσι μπορεί να διαδόθηκε την προηγούμενη μέρα, πως οι Γερμανοί θα κάψουν τα σπίτια που θα βρουν άδεια και δε θα πειράξουν τα σπίτια που θα βρουν μέσα ανθρώπους.
«Ήμουν στο γάμο του Μάλλιου, μέχρι το πρωί», αφηγείται ο Χρήστος Χαραλάμπους, 24 χρονών τότε. «Γυρίζω στο σπίτι μου, έπαιρνε να χαράξει. Είχε ξυπνήσει ο πατέρας μου. Ακούμε θόρυβο από αυτοκίνητα. Έρχονται Ιταλοί, είπε ο πατέρας μου. Ξύπνα και τον αδερφό σου το Σπύρο και φύγετε, με συμβούλεψε. Έρχονται να μαζέψουν την ηλικία σας. Εμάς δε θα μας πειράξουν. Ξύπνησα το Σπύρο, ένα θηρίο παλικάρι μέχρι εκεί πάνω. Μόλις βγήκαμε έξω απ’ το χωριό, ακούμε εδώ πέρα να γίνεται χαλασμός. Τρέχαμε σαν παλαβοί. Χιλιάδες σφαίρες σφύριζαν στ’ αφτιά μας κι έπεφταν δίπλα στα πόδια μας. Μέχρι το μεσημέρι το ’καναν το χωριό κάρβουνο. Γυρίσαμε σπίτι μας την άλλη μέρα. Τι να ιδούμε! Μια αυλή γεμάτη πτώματα. Η δική μας οικογένεια και ολόκληρη η οικογένεια του προέδρου Λαμπράκη Ζορμπά. Τι να κάνουμε; Ανοίγουμε ένα λάκκο και τους τραβάγαμε με μια τριχιά και τους ρίχναμε μέσα. Δεκαπέντε – είκοσι νοματαίοι».
Ο Νάσος Βλαχοπάνος έμεινε στο σπίτι για να παρακαλέσει τους Γερμανούς να μην το κάψουν, γιατί είχε μέσα φυλαγμένα τα προικιά της κόρης του Γιαννούλας, την οποία θα πάντρευε ύστερα από λίγες μέρες. Δεκατρείς σφαίρες τρύπησαν το κορμί του και η φωτιά έκαψε και το σπίτι και τα προικιά. Ο Βασίλης Σκουραβέλης έμεινε με ολόκληρη την οικογένειά του μέσα στο σπίτι, για να μην το βρουν άδειο οι Γερμανοί και το κάψουν. Μαζί με το σπίτι έκαψαν και ολόκληρη την οικογένεια του Βασίλη Σκουραβέλη, εννιά άτομα.
Είναι αλήθεια πως οι Γερμανοί στρατιώτες πίστευαν πως λάβαιναν μέρος σε μια μάχη με τους αντάρτες. Καθώς όμως περνούσε η ώρα και δε συναντούσαν πουθενά αντίσταση, όπλα, πυρομαχικά και αντάρτες, κάποιοι από αυτούς άρχισαν να αμφιβάλλουν για τη σκοπιμότητα της επιχείρησης και να περιορίζουν την πολεμική τους δράση, αποφεύγοντας να σκοτώνουν άμαχους και αθώα γυναικόπαιδα, με κίνδυνο μάλιστα να τιμωρηθούν με στρατοδικείο για άρνηση εκτέλεσης διαταγών. Για έξι ώρες οι Γερμανοί πολεμούσαν με φαντάσματα ανταρτών και σκότωναν ανελέητα ανυπεράσπιστους αμάχους.
Όταν δόθηκε το σύνθημα της αναχώρησης του 12ου λόχου απ’ το Κομμένο, ο νεαρός διοικητής του, υπολοχαγός Ρέζερ, θα πρέπει να αισθανόταν πολύ ευχαριστημένος γιατί η επιχείρηση στέφτηκε από απόλυτη επιτυχία, καθώς δεν υπήρξε ούτε μία απώλεια από τις δυνάμεις του, ενώ οι «εχθροί» κατατροπώθηκαν και άφησαν στο πεδίο της «μάχης» εκατοντάδες θύματα και το χωριό τυλιγμένο στις φλόγες. Αρκετοί, ωστόσο, από τους στρατιώτες του θα πρέπει να έφευγαν βαθιά μελαγχολικοί και συλλογισμένοι, γιατί τους εξαπάτησαν και τους υποχρέωσαν να σκοτώνουν αθώους. Ο στρατιώτης Άλμπερτ Ζένγκερ θυμάται πως μετά την επιχείρηση κάθισαν κάτω από τις πορτοκαλιές για να προφυλαχτούν από την αφόρητη ζέστη του Αυγούστου. «Μετά από τη φασαρία των όπλων κυριαρχούσε απόλυτη ησυχία. Οι περισσότεροι στρατιώτες ήταν στενοχωρημένοι και σχεδόν κανείς δεν ήταν σύμφωνος με την επιχείρηση. Ως αυτό το γεγονός δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι ανάμεσά μας υπήρχαν και σαδιστές που συμπεριφέρθηκαν σαν άγρια ζώα. Είδα μα τα μάτια μου στρατιώτες οι οποίοι γελούσαν κι έκαναν αστεία εις βάρος των πτωμάτων. Οι περισσότεροι όμως βρίσκονταν σε μια κατάσταση σοκ και ήταν βαθιά θλιμμένοι. Όλοι είχαν ήδη τύψεις συνείδησης με μερικές μόνο εξαιρέσεις. Στο τέλος καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι εκτελούσαμε απλώς διαταγές ανωτέρων. Η οποιαδήποτε ανυπακοή απέναντι σε επίσημες διαταγές τιμωρούνταν σκληρά». (Χ. Φ. Μάγερ, σελ. 81)
Οι Γερμανοί στρατιώτες εγκατέλειπαν το Κομμένο μέσα σε μια κόλαση φωτιάς και σε έναν τρομερό εφιάλτη, που κάποιοι από αυτούς μπορεί να τον κουβαλούσαν μαζί τους και να τον έφερναν με πολύ τρόμο στο νου τους, όταν ο πόλεμος τέλειωσε και η ζωή ξαναμπήκε στον κανονικό της δρόμο. Για πολλά χρόνια. Νικητές; Σε τι είδους μάχη; Ηττημένοι; Ίσως.
«Ο ανθυπολοχαγός ή αρχηγός της ομάδας μου έδωσε τη διαταγή να πυροβολήσω τους Έλληνες. Αρνήθηκα. Ανάμεσα στους Έλληνες βρίσκονταν γυναίκες και παιδιά και νομίζω μια από τις γυναίκες κρατούσε ένα μωρό στην αγκαλιά. Ήμουν απόλυτα σίγουρος ότι ετοιμαζόμουν να διαπράξω ένα έγκλημα. Αυτή η μέρα ανήκει στις χειρότερες αναμνήσεις που έχω από όλο τον πόλεμο. Ο ανθυπολοχαγός ή ομαδάρχης είχε στηθεί πίσω μου και απειλούσε να με πυροβολήσει με το οπλοπολυβόλο του σε περίπτωση που θ’ αρνιόμουν να εκτελέσω τη διαταγή του. Αυτή την απειλή την πήρα πολύ σοβαρά. Όλοι μας είχαμε αναγκαστεί να λάβουμε μέρος στην επιχείρηση. Ίσως να με απείλησε και με στρατοδικείο. Αμέσως άρχισα να πυροβολώ προς τη μεριά των Ελλήνων, οι οποίοι προσπάθησαν να κρυφτούν πίσω από τα κασόνια», θυμάται αρκετά χρόνια μετά ο στρατιώτης Άλμπερτ Τσάντερ. (Χ. Φ. Μάγερ, σελ. 76).
Το ταξίδι της επιστροφής τους στη βάση της μονάδας τους θα ήταν ασφαλώς πιο δύσκολο από τον πρωινό τους περίπατο τόσο μέχρι να φτάσουν στο Κομμένο όσο και κατά τη διάρκεια της περιπλάνησής τους στους άδειους από εχθρούς δρόμους του. Και ήταν πολύ φυσικό για κληρωτούς αξιωματικούς και στρατιώτες, που μέσα σε λίγες ώρες μετέτρεψαν σε κόλαση ένα παραδεισένιο χωριό που δεν τους έφταιξε σε τίποτε και δεν πρόβαλε καμιά αντίσταση στην επιχείρησή τους. «Οι αντιδράσεις των κληρωτών ήταν κι αυτές ταραγμένες. Στα φορτηγά που πήγαιναν πίσω στη Φιλιππιάδα, συζητούσαν γι’ αυτό που είχαν κάνει. Πολλοί απ’ αυτούς έδειχναν μελαγχολικοί και συγκλονισμένοι. Ο Καρλ Ντ. θυμόταν ότι “στον 12ο λόχο η ενέργεια αυτή συζητήθηκε πολύ. Σύντομα όλοι οι στρατιώτες έμαθαν γι’ αυτή. Λίγοι την έβρισκαν σωστή. Εγώ ήμουν τόσο επηρεασμένος απ’ αυτές τις ωμότητες που για εβδομάδες είχα χάσει την ψυχική μου ισορροπία”. Την ώρα των τουφεκισμών αναφέρεται πως ένας υπαξιωματικός πέταξε το πηλήκιο στα πόδια του Ρέζερ και φώναξε: “Herr Oberleutnant, απλώς να θυμάστε ότι αυτή είναι η τελευταία φορά που συμμετέχω σε κάτι τέτοιο. Αυτό είναι μια Schweinerei (αθλιότητα) που δεν έχει τίποτα να κάνει με τον πόλεμο”» (Mark Mazower, σελ. 226, και Χ. Φ. Μάγερ, σελ. 82)
Οι Γερμανοί φεύγουν
Η ειρωνεία της Ιστορίας είναι πως οι γερμανικές υπηρεσίες, στα επίσημα έγγραφά τους, έκαναν λόγο για ληστές και αντάρτες στο Κομμένο και προετοίμασαν τους στρατιώτες για μια μεγάλη αναμέτρηση με τις δυνάμεις των αντιστασιακών οργανώσεων. Και το τραγικό πως εδώ μέσα δε βρήκαν την παραμικρή αντίσταση, δεν ακούστηκε ούτε ένας πυροβολισμός εναντίον τους, παρά μόνο ακούγονταν τα βογκητά, οι λυγμοί και οι θρήνοι των έντρομων άμαχων κατοίκων του χωριού από τους δικούς τους μονάχα πυροβολισμούς και το δικό τους θανατικό. Μέσα σ’ ένα πρωί το Κομμένο μέτρησε 317 θύματα μιας θηριωδίας και μιας βαρβαρότητας που δεν την αντέχει ακόμη και να την ακούει κανείς. Εξοντώθηκαν 20 οικογένειες, εκτελέστηκαν 95 νήπια και παιδιά ηλικίας έως 15 ετών, θανατώθηκαν 126 γυναίκες.
Αυτό όμως δεν εμπόδισε στο ελάχιστο τους γραφειοκράτες της γερμανικής πολεμικής μηχανής να αναφέρουν την ίδια ημέρα του ολοκαυτώματος με υπερβολική δόση ανανδρίας και ανεντιμότητας, διαστρεβλώνοντας βάναυσα την αλήθεια, πως στο Κομμένο έγινε μάχη με τους αντάρτες: «Σήμερα το πρωί, κατά την περικύκλωση του Κομμένου που έγινε από τρεις πλευρές, ο 12ος Λόχος δέχτηκε πολύ πυκνά πυρά απ’ όλα τα σπίτια. Τότε ο Λόχος άνοιξε πυρ με όλα του τα όπλα, επέδραμε στον οικισμό και τον πυρπόλησε. Φαίνεται πως κατά τη διάρκεια αυτής της μάχης μερικοί από τους ληστές κατάφεραν να ξεφύγουν προς τα νοτιοανατολικά. Υπολογίζεται ότι σ’ αυτή τη μάχη σκοτώθηκαν 150 άμαχοι. Τα σπίτια δέχτηκαν έφοδο με χειροβομβίδες, με αποτέλεσμα τα περισσότερα να πάρουν φωτιά. Όλα τα βοοειδή και το μαλλί έγιναν λάφυρα. Θα ακολουθήσει χωριστή αναφορά λαφύρων. Κατά την πυρπόληση των σπιτιών μεγάλες ποσότητες πυρομαχικών εξερράγησαν και κρυμμένα όπλα είναι επίσης πιθανόν να κάηκαν μαζί τους». (Mark Mazower, σελ. 223 και Χ. Φ. Μάγερ, σελ. 83)
Μπορεί στη συνείδηση πολλών Γερμανών στρατιωτών να έμεινε χαραγμένη η εικόνα του πλιάτσικου, «με την πρόφαση ότι πρόκειται για αντίποινα ύστερα από την επίθεση κατά κάποιου στρατηγού», οι Γερμανικές, ωστόσο, αρχές δε δυσκολεύτηκαν στα επίσημα έγγραφά τους να κάνουν λόγο για ληστές, συμμορίτες, αποβράσματα και να χρησιμοποιήσουν ανακρίβειες που μπορούσαν να εμφανίσουν τα εγκλήματά τους εναντίον ανυπεράσπιστων και αμάχων ως πραγματική μάχη με τον εχθρό που τους επιτέθηκε.
Έτσι την επόμενη ημέρα νέα αναφορά σημειώνει, μετατρέποντας τους 150 άμαχους σε 150 νεκρούς από την πλευρά του εχθρού: «Αποτέλεσμα εκκαθαριστικής επιχείρησης στο Κομμένο: 150 νεκροί από την πλευρά του εχθρού, μερικά βοοειδή, όπλα ιταλικής προέλευσης. Η φωτιά στο χωριό ανατίναξε μεγάλες ποσότητες πυρομαχικών. Το αποτέλεσμα της επιχείρησης επιβεβαίωσε την υποψία και την αναφορά της μεραρχίας ότι η ανατολική πλευρά του κόλπου της Άρτας αποτελεί κέντρο συμμοριτών με ισχυρές ενεργούς ληστοσυμμορίες». (Χ. Φ. Μάγερ, σελ. 93, και Mark Mazower, σελ. 224) Ενώ ο τότε υπολοχαγός και μετέπειτα Γενικός Γραμματέας του Ο.Η.Ε. Κουρτ Βαλντχάιμ, ο οποίος υπηρετούσε στο γραφείο συντονισμού του γερμανικού γενικού επιτελείου στην Αθήνα, σημείωνε στις 17 Αυγούστου στο Ημερολόγιο Πολέμου της μονάδας του: «17 Αυγούστου: Αυξανόμενη αεροπορική δραστηριότητα του εχθρού με επιδρομές εναντίον της δυτικής ελληνικής ακτής και των Ιόνιων νησιών. Στην περιφέρεια της 1ης Ορεινής Μεραρχίας, η κωμόπολη του Κομμένου (βόρεια του κόλπου της Άρτας) καταλαμβάνεται ύστερα από έντονη εχθρική αντίσταση. Απώλειες του εχθρού». (Mark Mazower, σελ. 224 και Χ. Φ. Μάγερ, σελ. 96)
Τόσο απλά, λοιπόν, και τόσο σαθρά. Ένα χωριό παραδομένο στις φλόγες των ναζί και 317 άμαχοι και ανυπεράσπιστοι νεκροί, εκτελεσμένοι στα σπίτια τους, στις αυλές και τους δρόμους, δεν ήταν παρά οι εχθροί που πρόβαλαν έντονη αντίσταση στους πάνοπλους Γερμανούς του 12ου Λόχου! Η Γερμανία διέτρεχε κίνδυνο από τα γυναικόπαιδα, τα μωρά και τους άοπλους του Κομμένου!
Μεσημέρι 1.30΄, σημειώνει ο γυμνασιάρχης Στέφανος Παππάς, οι Γερμανοί φεύγουν. Αφήνουν πίσω τους ένα ολοκαύτωμα, ένα απέραντο νεκροταφείο. Και παίρνουν μαζί τους τα λάφυρα του πολέμου: κοπάδια ζώων μεγάλων και μικρών που συγκέντρωσαν στην πλατεία του χωριού, κουβέρτες, σεντόνια, φορέματα, κουστούμια, παπούτσια, γραμμόφωνα, χρήματα, χρυσαφικά. (Στέφανου Παππά, σελ. 29) Η επίσημη έκθεση, ωστόσο, της Βέρμαχτ αναφέρει: «16 κεφάλια βοοειδή, 1 γεμάτο φορτηγό σακιά με μαλλί, 5 ιταλικές καραμπίνες, 1 ιταλικό αυτόματο πιστόλι». (Mark Mazower, σελ. 224)
Ο τραγικός επίλογος
Οι σκηνές φρίκης που εκτυλίχτηκαν το πρωινό της ματωμένης εκείνης Δευτέρας στο Κομμένο και χαράχτηκαν ανεξίτηλα στη συνείδηση εκείνων που κρύφτηκαν και είδαν με τα μάτια τους όλη την έκταση της βαρβαρότητας και της κτηνωδίας, συνθέτουν ένα πένθιμο εμβατήριο, που ηχεί τυραννικά μέσα μας και μας ελέγχει και μας ανακρίνει και ζητά εξηγήσεις με απόγνωση, μα παίρνει απαντήσεις θολές και μισές, που χάνονται μέσα στον άνεμο.
Το Κομμένο το εκτέλεσαν εν ψυχρώ οι ναζί και το παρέδωσαν στις φλόγες χωρίς έλεος. Η τραγική σελίδα του Κομμένου μένει ζωντανή και καίει άσβηστη φλόγα στη μνήμη των 80 περίπου κατοίκων του που έζησαν τη φρίκη και βρίσκονται ακόμη εν ζωή. Το Κομμένο είναι μια διαρκής καταγγελία της βίας και της βαρβαρότητας. Είναι ένας ασίγαστος πόνος και μια διαμαρτυρία εναντίον κάθε μορφής ρατσισμού. Απ’ τα χείλη και την ψυχή των λίγων πλέον επιζώντων βγαίνει αβίαστα ένα σύνθημα: «όχι άλλη βία κι όχι άλλη αγριότητα στον πλανήτη».
Γιατί το Κομμένο αποθήκευσε κι έκλεισε μέσα στη μικρή του ιστορία όλη την έκταση της βαρβαρότητας και της κτηνωδίας που σπέρνουν αλόγιστα η καθαρότητα της φυλής και η αίσθηση της υπεροχής απέναντι στον άοπλο και τον ανίσχυρο να προστατεύσει τον εαυτό του. Γιατί τούτη η ματωμένη σελίδα του, τα δάκρυα κι η ορφάνια, η φυγή κι η απόγνωση των δικών του παιδιών είναι το πρώτο του μάθημα που μας ανεβάζει ψηλά και μας πάει στην ευπρέπεια της αλληλεγγύης, του ανθρωπισμού και της απέραντης αγάπης.
Αν κατορθώσουμε κάποτε να διαβούμε τα στενά σύνορά μας και τολμήσουμε να περάσουμε στην απέναντι όχθη, έτσι που τον πόνο του ανθρώπου να τον κάνουμε πόνο δικό μας, τότε είναι βέβαιο πως η πρώτη μας έγνοια κι η πρώτη μας πράξη θα σταθούν στο Κομμένο και τον άγιο του τόπο θα τον κάνουν πάρκο ανθρωπιάς και μουσείο της ειρήνης και της συναδέλφωσης των ανθρώπων και των λαών.
Και μπορεί από τούτα τα πάρκα της φιλίας και της ανθρωπιάς να ξεχυθεί το μεγάλο ποτάμι σε μια παγκόσμια διαδήλωση, που στις πιο ψηλές κορφές των βουνών θα στήσει τα λάβαρα και στο κέντρο της γης θα θέσει ανεξίτηλη τη σφραγίδα του: Να τελειώνουμε τώρα με τους πολέμους. Να τελειώνουμε τώρα με τους αποικιοκράτες και τους ιμπεριαλιστές. Το απαιτούν οι νεομάρτυρες των πυρπολημένων και πλημμυρισμένων στο δάκρυ και στο αίμα χωριών μας. Το απαιτούν οι νεομάρτυρες των φούρνων και των κρεματορίων. Το απαιτεί το Κομμένο με τα 317 θύματά του και τ’ απερίγραπτο ολοκαύτωμά του.
Ο τραγικός απολογισμός και το έγκλημα πολέμου
Ότι στο Κομμένο διαπράχθηκε ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα πολέμου είναι πέραν πάσης αμφιβολίας. Ανεξάρτητα από το τι έχει αποφασιστεί στη δίκη της Νυρεμβέργης και τι εκκρεμότητες έχουν απομείνει στα διεθνή δικαστήρια και στα επίσημα εθνικά και διεθνή έγγραφα, στη συνείδηση όλων των ανθρώπων, η σφαγή των αμάχων και η ισοπέδωση του χωριού μόνο ως έγκλημα πολέμου έχει καταγραφεί. Το ολοκαύτωμα του Κομμένου ανήκει στις ελάχιστες εκείνες φρικιαστικές περιπτώσεις όπου άνθρωποι ανυπεράσπιστοι και κατά κύριο λόγο ανυποψίαστοι μετατρέπονται αιφνίδια σε τραγικά θύματα μιας οργανωμένης επίθεσης τακτικού στρατού με στόχο δήθεν την εξόντωση ανταρτών.
Στο Κομμένο οι ναζιστικές δυνάμεις δεν έδωσαν μάχη. Δε συγκέντρωσαν τους κατοίκους του για να επιλέξουν θύματα προς εκτέλεση. Δεν εφάρμοσαν τα γνωστά αντίποινα. Τέτοιος λόγος, ασφαλώς, δεν υπήρχε, αφού κανείς Γερμανός αξιωματικός ή στρατιώτης ούτε εκτελέστηκε ούτε τραυματίστηκε ούτε, εν πάση περιπτώσει, αντιμετωπίστηκε με βαναυσότητα από τους κατοίκους του ή από τους αντάρτες που υποτίθεται ότι έδρευαν σ’ αυτό. Ακόμη και ο ίδιος ο συνταγματάρχης Ζάλμινγκερ, που έφτασε σ’ αυτό στις 12 Αυγούστου, διευκολύνθηκε να το εγκαταλείψει ανενόχλητος. «Όχι μόνο δεν πείραξαν τους Γερμανούς οι αντάρτες, αλλά βοηθήσαμε το αυτοκίνητο να βγη από το χαντάκι, που είχε ανατραπή, και να φύγη ανενόχλητο. Κάναμε περισσότερο από ό,τι επέβαλε η εθνική μας τιμή, ενώ μπορούσαμε όλους να τους σκοτώσουμε», αναφέρει ο Στέφανος Παππάς καταθέτοντας στη δίκη της Νυρεμβέργης (Στέφανου Παππά, σελ. 132)
Πλήθος στοιχείων και μαρτυριών από τους ίδιους τους Γερμανούς στρατιώτες δεν αφήνουν το ελάχιστο ίχνος σχετικά με το κακούργημα και το έγκλημα πολέμου. «Χωριά στα οποία θα πέφτουν πυροβολισμοί ή θα απαντώνται οπλισμένοι, θα καίγονται και ο ανδρικός πληθυσμός θα εκτελείται» ανέφερε η διαταγή του στρατηγού Βάλτερ φον Στέτνερ, διοικητή της 1ης Μεραρχίας Ορεινών Καταδρομών. Στο Κομμένο εκτελέστηκαν οι πάντες χωρίς καμιά διάκριση, παρότι δεν έπεσαν πυροβολισμοί ούτε απαντήθηκαν οπλισμένοι αντάρτες. «Στο χωριό δεν υπήρξε η παραμικρή αντίσταση, ούτε καν ένας πυροβολισμός, και από τη δική μας πλευρά δεν υπήρξε ούτε ένας τραυματίας», αναφέρει ο δεκανέας Κουρτ Ντρέερ». Παρά ταύτα εκτελέστηκαν 95 παιδιά ηλικία 4 μηνών έως 15 χρονών, 126 γυναίκες από 16 έως 80 χρονών και 96 άντρες από 16 έως 80 χρονών.
«Πρώτα ρίχναμε χειροβομβίδες μέσα στα σπίτια και μετά πυροβολούσαμε με καραμπίνες και οπλοπολυβόλα από τις πόρτες. Πολλά πτώματα κάηκαν μέσα στα σπίτια και η μυρωδιά ήταν αφόρητη», θυμάται ο Γιοχάνες Ραλ. «Ήμουν αυτόπτης μάρτυρας όταν κάποιοι στρατιώτες έχωναν μπουκάλια μπίρας στα γεννητικά όργανα γυναικείων πτωμάτων. Νομίζω ότι είδα και πτώματα με βγαλμένα μάτια», εκμυστηρεύεται χωρίς να μπορεί να κρύψει την αηδία του ο Άλμπερτ Σένγκερ.
«Τα μέλη του 12ου λόχου συνέλαβαν εκείνους που ήταν κρυμμένοι στα σπίτια τους και τους συγκέντρωσαν στη μικρή πλατεία… ήταν μια ομάδα 15 – 20 ανθρώπων, κυρίως γυναίκες. Ανάμεσά τους υπήρχαν όμως και μερικά αγόρια και κορίτσια 12 ή 13 ετών… Ο Τσάντερ έστησε το πολυβόλο σε απόσταση 10 – 15 μέτρων… έριξε μια σειρά ριπές και θέρισε τον κόσμο», περιγράφει ο Όσκαρ Γκούντμαν, ο οποίος σημειώνει πως ο Τσάντερ άνοιξε πυρ στην αυλή του Θεόδωρου Μάλλιου την ώρα του γάμου, κατόπιν διαταγής του ανθυπολοχαγού και απειλής ότι σε περίπτωση ανυπακοής θα συντάξει αναφορά σε βάρος του και θα τον στείλει στο στρατοδικείο. Αλλά κι ο ίδιος ο πυροβολητής δεκανέας Άλμπερτ Τσάντερ ομολογεί χαρακτηριστικά: «Ήμουν πολύ ταραγμένος που θ’ αναγκαζόμουν να πυροβολήσω γυναικόπαιδα. Τα νεύρα μου ήταν εξαιρετικά τεντωμένα. Πραγματικά δε θυμάμαι πια, είναι σαν να έχω στη μνήμη μου ένα κενό». (Βλ. Χ. Φ. Μάγερ σελ. 76 – 82)
Για το ίδιο γεγονός καταθέτει στη δίκη της Νυρεμβέργης ο γυμνασιάρχης Στέφανος Παππάς: Οι Γερμανοί «έβγαλαν έξω από το σπίτι του Θεόδωρου Μάλλιου, που γινόταν ο γάμος, 10 – 15 άτομα που εθέρισαν με το πολυβόλο. Είδα με τα μάτια μου απέναντι από τα θύματα σωρός από κάλυκες. Οι υπόλοιποι, γαμπρός, νύφη, συμπέθεροι και άλλοι εν όλω 32 κάηκαν, έγιναν στάχτη μέσα στο διώροφο σπίτι, που καίονταν μια ολόκληρη ημέρα και νύχτα». (Στέφανου Παππά, σελ. 126)
Οι Γερμανοί φρόντισαν, μετά το τέλος της «μάχης» και παρά την αφόρητη ζέστη, να κάνουν μια τελευταία επιθεώρηση στο χωριό και να αποτελειώσουν ό,τι έμεινε στη μέση. «Παντού υπήρχαν πτώματα. Ορισμένοι δεν είχαν αφήσει ακόμη την τελευταία τους πνοή. Προσπαθούσαν να μετακινηθούν και βογκούσαν. Δύο ή τρεις κατώτεροι αξιωματικοί έκαναν μια τελευταία περιπολία στο χωριό κι έδωσαν τη χαριστική βολή στους ετοιμοθάνατους», θυμάται ο δεκαεννιάχρονος στρατιώτης Γιόχαν Χάουσμαν. (Χ. Φ. Μάγερ, σελ. 80)
Λίγο πριν αναχωρήσει ο στρατός, οι επικεφαλής παρότρυναν τους στρατιώτες να πάρουν μαζί τους ό,τι ήθελαν ως λάφυρο από το χωριό. «Οι στρατιώτες όμως ήταν σε τέτοιο βαθμό εξαντλημένοι, που δεν άγγιξαν σχεδόν τίποτε από τα πράγματα που βρίσκονταν ολόγυρα. Μόνο οι αξιωματικοί φόρτωσαν στα φορτηγά κλεμμένα χαλιά και άλλα πολύτιμα αντικείμενα», θυμάται ένας άλλος δεκαεννιάχρονος στρατιώτης, ο Χανς Τίσλερ. (Χ.Φ. Μάγερ, σελ. 80) Ενώ ο Ρέζερ «διέταξε μερικούς στρατιώτες να βάλουν φωτιά στα λίγα σπίτια που είχαν μείνει ανέπαφα». (Mark Mazower, σελ. 223)
Θα μπορούσε να παραθέσει κανείς αμέτρητα γεγονότα που δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία πως το ολοκαύτωμα του Κομμένου ήταν ένα έγκλημα πολέμου, σε βαθμό που ο ίδιος ο ταγματάρχης Ράινχολντ Κλέμπε, που ακολούθησε την εκκαθαριστική επιχείρηση ως διοικητής του τάγματος στο οποίο ανήκε ο 12ος λόχος, χωρίς να λάβει μέρος σ’ αυτή, να επιπλήξει αυστηρά τον υφιστάμενό του υπολοχαγό Βίλι Ρέζερ, όταν κάτωχρος και αηδιασμένος από αυτό που αντίκρισαν τα μάτια του μέσα στο Κομμένο, βρέθηκε αντιμέτωπος μαζί του: «αυτό, κύριε υπολοχαγέ, δεν έχει καμιά σχέση με τον πόλεμο. Με κάτι τέτοια δε θέλω να έρθω σε επαφή». (Χ.Φ. Μάγερ, σελ. 90 και Mark Mazower, σελ. 226)
Τα στοιχεία της καταστροφής είναι συνταρακτικά. Εξοντώθηκαν και αφανίστηκαν 20 ολόκληρες οικογένειες. Δολοφονήθηκαν μαζικά και αποτρόπαια 71 παιδιά ηλικίας κάτω των δέκα ετών. Μέσα στα ίδια τους τα σπίτια κάηκαν ζωντανοί γονείς μαζί με τα παιδιά τους. Ούτε ένα τουφέκι δε στράφηκε εναντίον των γερμανών. Οι απώλειες του Κομμένου 317 νεκροί. Σπίτια καμένα, αγαθά λεηλατημένα, κτίρια πυρπολημένα. Οι απώλειες των επιδρομέων ένα μεγάλο, ένα τεράστιο και απερίγραπτο μηδέν, που στρέφεται, εντέλει, εναντίον τους και τους εξευτελίζει.
Στο Κομμένο, στις 16 Αυγούστου 1943, γράφτηκε μια από τις πιο τραγικές σελίδες, από εκείνες που αδυνατεί να τις αντέξει ο νους του ανθρώπου και αρνείται να τη συγχωρήσει η παγκόσμια ιστορία. Η μαζική εκτέλεση και ο αφανισμός ολόκληρων οικογενειών συνιστά μια γενοκτονία, με χαρακτηριστικά που παραπέμπουν σε αρχαίες τραγωδίες.
Ο Θεόδωρος Αντωνίου εκτελέστηκε μέσα στο σπίτι του μαζί με τη γυναίκα του και τα τρία παιδιά του, ηλικίας 4, 3 και 2 ετών. Ο Χρήστου Αποστόλου σφαγιάστηκε μέσα στο σπίτι του μαζί με τη γυναίκα του, τη μητέρα του και τα δύο παιδιά του, ηλικίας 11 και 3 ετών. Ο Αθανάσιος Διαμαντής εκτελέστηκε μαζί με τη γυναίκα του και τα πέντε παιδιά του, ηλικίας 30, 10, 16, 8 και 5 ετών. Ο Κων/νος Κριτσιμάς σφαγιάστηκε μέσα στο σπίτι του μαζί με τη γυναίκα του και τα τέσσερα παιδιά του, ηλικίας 8, 6, 3 και 1 έτους. Η Αικατερίνη Μαράγγου εκτελέστηκε μαζί με το παιδί της, ηλικίας 40 ετών, και τα πέντε εγγόνια της, ηλικίας 14, 11, 8, 6 και 4 ετών. Ο Θεόδωρος Μάλλιος σφαγιάστηκε στο γάμο της κόρης του, μαζί με τη γυναίκα του, τα εφτά από τα εννιά παιδιά του, ηλικίας 25, 24, 22, 21, 16, 11, και 6 ετών, και τη νύφη του, ηλικίας 24 ετών. Στο ματωμένο γάμο δολοφονήθηκαν η νύφη Αλεξάνδρα και ο γαμπρός Θεοχάρης.
Από το γένος Κοντογιάννη εκτελέστηκαν 29 άτομα, από το γένος Κριτσιμά 24, από το γένος Κολιοκώτση 16, από το γένος Διαμαντή 15, από το γένος Αντωνίου 13. Από τους ξένους που εκείνη την ημέρα βρέθηκαν στο Κομμένο λόγω του πανηγυριού του Δεκαπενταύγουστου και του γάμου εκτελέστηκαν περίπου 35 άτομα. Εκτελέστηκαν επίσης 3 Ισραηλίτες, οι οποίοι έμεναν στο Κομμένο.
* Από το βιβλίο «Άι Κομμένο της άσβεστης μνήμης» του Δημήτρη Χρ. Βλαχοπάνου, «Εντύπωσις», 2η έκδοση 2009
Βασική βιβλιογραφία
1. Στέφανου Παππά: Η σφαγή του Κομμένου
2. Χ.Φ. Μάγερ: Η φρίκη του Κομμένου (Καλέντης)
3. Mark Mazower: Στην Ελλάδα του Χίτλερ (Αλεξάνδρεια)
4. Ζωντανές μαρτυρίες
............................
Οι Γερμανοί στρατιώτες μιλούν για τη Σφαγή στο Κομμένο

Αποσπάσματα συνεντεύξεων στρατιωτών του 12ου Λόχου/ 98ου Συντάγματος/ 1ης Ορεινής Μεραρχίας Εντελβάις από το βιβλίο του Γερμανού ιστοριοδίφη Χέρμαν Φρανκ Μάγερ, «ΑΙΜΑΤΟΒΑΜΜΕΝΟ ΕΝΤΕΛΒΑΙΣ- η 1η ορεινή μεραρχία, το 22ο ορεινό Σώμα Στρατού και η εγκληματική δράση τους στην Ελλάδα, 1943- 1944», τόμος Α΄. (Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα, 2009).

Άντον Τσήγκλερ, υποδεκανέας, χειριστής πολυβόλου, εκτέλεσε δεκάδες κατοίκους στην πλατεία του Κομμένου

«Όταν κρατά κανείς κάθε μέρα ένα πολυβόλο στο χέρι, αρχίζει πλέον να το βλέπει μόνο ως εργαλείο. Είναι σα να βγαίνει ένας χωρικός με το δρεπάνι στον αγρό για να θερίσει. Αυτή ήταν η δική μας καθημερινότητα τότε. Το να σκοτώσεις 10 ανθρώπους μέσα σε μία μέρα δεν ήταν τίποτα. Ήταν σαν να θέριζες.

Ο διοικητής μας είχε δεχτεί πυρά στο χωριό, και για το λόγο αυτό το χωριό έπρεπε να πληρώσει. Το είχε πει ο Ζάλμινγκερ. Το χωριό που θα κάναμε την επιχείρηση ήταν «μολυσμένο» από συμμορίτες. Ναι, και μετά μας είπαν να θερίσουμε τους πάντες γιατί και οι Άγγλοι είχαν βομβαρδίσει την Κολωνία.

Ο ανθυπολοχαγός ή ο ομαδάρχης που στεκόταν πίσω μου μου έδωσε διαταγή να πυροβολήσω τους Έλληνες. Αρνήθηκα. Ανάμεσα στους Έλληνες βρίσκονταν γυναίκες και παιδιά. Νομίζω πως μία από τις γυναίκες κρατούσε ένα μωρό στην αγκαλιά. Το θεωρούσα έγκλημα. Αυτή η μέρα ανήκει στις χειρότερες αναμνήσεις που έχω απ’ όλο τον πόλεμο. Ο ανθυπολοχαγός ή ομαδάρχης είχε στηθεί πίσω μου και απειλούσε να με πυροβολήσει σε περίπτωση που αρνιόμουν να εκτελέσω την διαταγή του [...] Ίσως να με απείλησε και με στρατοδικείο. Τότε άρχισα να πυροβολώ προς τη μεριά των Ελλήνων. Προσπάθησαν να κρυφτούν πίσω από κάτι τελάρα. Θυμάμαι ακόμα τα πάνω τελάρα να πέφτουν στο χώμα».


Στην ερώτηση πως αισθάνθηκε μετά τη σφαγή, ο Τσήγκλερ έκανε μια χειρονομία, μιμούμενος την κίνηση του θεριστή.

«Είναι σαν να κόβεις χόρτα. Γίνεται πολύ γρήγορα. Μετά ησυχία. Καμιά κραυγή, καμιά αναστάτωση. Μετά ησυχάζεις».

Όττο Γκόλντμαν, στρατιώτης, 18 χρονών, Αυστριακός.

«Αμέσως αφότου κατεβήκαμε από τα φορτηγά συγκεντρωθήκαμε και κάποιος αξιωματικός μας έδωσε τη διαταγή πως κανένας Έλληνας δεν έπρεπε να εγκαταλείψει το χωριό ζωντανός. Ο αξιωματικός μας είπε χαρακτηριστικά "να θερίσουμε τους πάντες"».

Καρλ Ντεφρέγκερ, δεκανέας.

«(ο υπολοχαγός Ραίζερ μας είπε) Δεν επιτρέπεται να ζήσει κανείς, όλοι πρέπει να εξοντωθούν.

Από την πλευρά των κατοίκων δεν υπήρξε καμιά αντίσταση. Ούτε ένας πυροβολισμός δεν έπεσε προς το μέρος μας, και δεν είχαμε τραυματίες.

Θυμάμαι ακόμη ακριβώς ότι προσπάθησα να σώσω τέσσερα παιδάκια, περίπου 3- 5 ετών. Τα έκρυψα κάτω από μια κουβέρτα. Δεν ξέρω αν ανακαλύφθηκαν αργότερα και εκτελέστηκαν».


Γιόζεφ Ρηντλ, στρατιώτης.

«Οι κάτοικοι που προσπαθούσαν να διαφύγουν εκτελούνταν. Το ίδιο ίσχυε και για όσους κρύβονταν μέσα στα σπίτια. Ρίχναμε χειροβομβίδες μέσα στα σπίτια και μετά πυροβολούσαμε με καραμπίνες και αυτόματα όπλα μέσα από τις κλειδαμπαρωμένες πόρτες. Η επίθεση κράτησε αρκετές ώρες. Πολλά πτώματα κάηκαν μέσα στα σπίτια και η δυσοσμία ήταν αφόρητη».

Άουγκουστ Ζάιτνερ, στρατιώτης.

«Κάτι που μ’ έκανε πραγματικά να αηδιάσω ήταν πως ορισμένοι από τους στρατιώτες του 12ου Λόχου ασελγούσαν πάνω στα πτώματα. Είδα ο ίδιος στρατιώτες να χώνουν μπουκάλια μπίρας στα αιδοία νεκρών γυναικών. Νομίζω πως είδα και πτώματα με βγαλμένα μάτια. Στην ερώτηση αν αληθεύει πως βρέφη κάηκαν με το να τους τοποθετηθεί στο στόμα βαμβάκι ποτισμένο με βενζίνη, το οποίο μετά και άναψαν, μπορώ μόνο να απαντήσω ότι είδα πράγματι παιδιά (πτώματα) τα οποία έφεραν στο πρόσωπο γύρω από την περιοχή του στόματος φρικτά εγκαύματα. Μετά το άγριο ντουφεκίδι έπεσε μεγάλη ησυχία. Οι περισσότεροι συνάδελφοι ήταν πολύ βαρύθυμοι. Σχεδόν κανείς δεν συμφωνούσε με την επιχείρηση. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι στον 12ο Λόχο ανήκαν και σαδιστές που, όπως ανέφερα ήδη, συμπεριφέρθηκαν σαν άγρια ζώα. Είδα με τα ίδια μου τα μάτια στρατιώτες να κάνουν αστεία και να σπάνε πλάκα με τα πτώματα. Οι περισσότεροι όμως ήταν σοκαρισμένοι και μελαγχολικοί. Όλοι είχαν τύψεις, με μερικές μόνο εξαιρέσεις. Τελικά όμως κατασταλάξαμε στην άποψη πως εκτελούσαμε διαταγές. Μετά το τέλος της επιχείρησης έγινε μεθοκόπι στο στρατόπεδο. Στο χωριό είχαν λαφυραγωγηθεί τρόφιμα και κρασί. Αυτό το κρασί το ήπιανε μέχρι τον πάτο, και μερικοί συνάδελφοι ήρθαν στο κέφι».

Φραντς Τόμασιτς, στρατιώτης.
«Οι περισσότεροι (στρατιώτες) ήταν της άποψης ότι η επιχείρηση δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια επιδρομή για πλιάτσικο με την πρόφαση των αντιποίνων [...] Πολλοί είπαν ανοικτά ότι ήταν μεγάλη παλιανθρωπιά να πυροβολούνται ανυπεράσπιστοι πολίτες. Άλλοι πάλι, λίγοι, θεωρούσαν ότι όλοι στο χωριό ήταν εν δυνάμει εχθροί, που υποστήριζαν τους αντάρτες εναντίον μας».

Γιόχαν Χασλάουερ, στρατιώτης, Αυστριακός.

«Έπειτα από δύο ή τρεις ώρες είχαν τελειώσει όλα. Η ζέστη ήταν σχεδόν αφόρητη. Επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Παντού κείτονταν πτώματα. Ορισμένοι δεν είχαν αφήσει ακόμα την τελευταία τους πνοή. Προσπαθούσαν να κινηθούν και βογγούσαν. Δύο ή τρεις υπαξιωματικοί περνούσαν αργά μέσα από το χωριό και έδιναν στους μελλοθάνατους τη χαριστική βολή».

Καρλ Ζαγκμάιστερ, στρατιώτης που οι αξιωματικοί του ανέθεσαν να κάνει ένα γύρο στο χωριό με μουλάρια για να συλλέξει λάφυρα.

«Μπήκα με αργό ρυθμό με τα μουλάρια μέσα στο χωριό. Το τι αντίκρισα τότε ήταν τρομακτικό. Παντού υπήρχαν πτώματα. Μέσα και έξω από τα σπίτια [...] Μπροστά από την εκκλησία βρισκόταν ένας μεγάλος σωρός από πτώματα. Από το λίγο που μπορούσα να διακρίνω ανάμεσα σε αυτό το ανάκατο σύμπλεγμα σωμάτων, κατάλαβα πως τα περισσότερα πτώματα πρέπει να ανήκαν σε γυναικόπαιδα παρά σε άνδρες».

Γιόχαν Έκερ (νοσοκόμος- παρά την αδιαθεσία που επικαλέστηκε, αναγκάστηκε να πάρει μέρος στην επιχείρηση. Ο Έκερ αποκαλούσε τον Ραίζερ «150% ναζί» και του είχε κολλήσει το παρωνύμιο «ο Νέρωνας του 12/98»)

«(Μετά τη σφαγή) ο (υπολοχαγός) Ραίζερ έδωσε οδηγίες για την περίπτωση που [...] μέλη του 12ου Λόχου [δέχονταν ερωτήσεις] σχετικά με την επιχείρηση. Μας είπε ότι θα έπρεπε να δηλώσουμε πως μας επιτέθηκαν αντάρτες, ή ότι αντάρτες στο χωριό άνοιξαν πυρ, κάτι που ήταν βέβαια αναληθές».
Ζίγκβαρντ Γκέλερ, υπολοχαγός, διοικητής του 11ου Λόχου του 98ου Συντάγματος. Σε «επιστολή από το μέτωπο» έγραφε για τους Έλληνες:

«Αυτό που παρατηρεί αμέσως κάποιος όταν πατήσει το πόδι του στο ελληνικό έδαφος είναι πως δεν συναντά σχεδόν πουθενά έναν πραγματικά ωραίο τύπο ανθρώπου που να θυμίζει, ακόμα και κάτω από τη βρόμικη μάσκα ενός φτωχαδιάρη ορεινού αγρότη, εκείνο τον Έλληνα άνθρωπο. Μάταια ψάχνει κανείς έναν απόγονο των ανθρώπων που ήταν κάποτε φορείς ενός υψηλού πολιτισμού. Το μόνο που βρίσκει είναι ένα σπάνιο πολύπλευρο φυλετικό συνονθύλευμα τρισάθλιων τύπων. Μόνο υπολείμματα υπάρχουν από τον πάλαι ποτέ εξέχοντα ελληνικό λαό. Ο ελληνισμός έχει πεθάνει [...] Πίσω του άφησε τους πρώην σκλάβους απ’ όλα τα μέρη της γης που έμειναν γόνιμοι και συνέχισαν να αναπαράγονται έως ότου κατέλαβαν τον τόπο αυτό, χωρίς όμως να διατηρήσουν τον πολιτισμό, τη μόρφωση ή ακόμα και τις εξωτερικές συνθήκες ζωής. Γεννήθηκε ένας άθλιος λαός εμπόρων και διαβόητων απατεώνων».

ΠΗΓΗ: