Παρασκευή 1 Μαΐου 2015

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ -΄Εκατόν έξι χρόνια (106 ) χρόνια σήμερα από τη γέννηση του ποιητή των προλετάριων και της ρωμιοσύνης ..


ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
Θα 'ναι για πάντα μέσα σ' όλο τον κόσμο
΄Εκατόν έξι χρόνια (106 ) χρόνια σήμερα από τη γέννηση του ποιητή της
επαναστατικής εξύψωσης του λαού .

Tην Πρωτομαγιά του 1909 γεννήθηκε. 
Ημέρα, σύμβολο των μακρόχρονων αγώνων 
και των απροσμέτρητων θυσιών των ταπεινών 
και καταφρονέμων. 
Των προλετάριων όλης της Γης. 
Ο Γιάννης Ρίτσος χαιρόταν που γεννήθηκε την ημέρα της παγκόσμιας εργατιάς και αξιώθηκε να πορευτεί μαζί της. 
Να υμνήσει τους αγώνες. 
Να θρηνήσει τους θυσιασμένους ήρωές της. 
Ο «απαρηγόρητος παρηγορητής του κόσμου», 
ο ποιητής της ζωής και του ανθρώπου 
που ανασαίνει από το σύμπαν και θεώνει τη δύναμη του ανθρώπου, 
ο ταγμένος κομμουνιστής αγωνιστής, 
ο αταλάντευτος ιδεολόγος, ο Γιάννης Ρίτσος είναι εδώ,
 μαζί μας, δίπλα μας κι αυτή την Πρωτομαγιά, για να μας θυμίζει πως «μέσα στη φούχτα της αγάπης/ χωράει το σύμπαν».
«Σκέψου η ζωή να τραβάει το δρόμο της, και συ να λείπεις,
να 'ρχονται οι Ανοιξες με πολλά διάπλατα παράθυρα, και συ να λείπεις...
να λείπεις - δεν είναι τίποτα να λείπεις.
Αν έχεις λείψει για ό,τι πρέπει,
θα 'σαι για πάντα μέσα σ' όλα εκείνα που γι' αυτά έχεις λείψει,
θα 'σαι για πάντα μέσα σ' όλο τον κόσμο».


Είναι δίπλα μας κι ας «λείπει» γιατί με τόλμη και πίστη, με υπερηφάνεια και σθένος διήνυσε τον αιώνα μας παρηγορητικά και δοξαστικά, μιλώντας σε όσους ακούν και σε όσους δεν φοβούνται να ακούσουν. 
Θα είναι για πάντα μέσα σ' όλα εκείνα που γι' αυτά έχει λείψει, θα είναι για πάντα μέσα σ' όλο τον κόσμο, τον οποίο τόσο αγάπησε και άλλο τόσο ο κόσμος τον αγάπησε. 
Θα είναι για πάντα δίπλα μας γιατί με το έργο του απευθύνεται στην ψυχή του λαού και γι' αυτό θα χτυπάει πάντα στην καρδιά της Ρωμιοσύνης.
Μέρα Μαγιού...
Μέρα Μαγιού έγραψε και το υπέρτατου, μοναδικού, αθάνατου κάλλους ποίημά του «Επιτάφιος». 
΄Εργο πανανθρώπινο, διαχρονικό και επίκαιρο, όσο έστω και ένας εργάτης, οποτεδήποτε και οπουδήποτε στην οικουμένη, θα θυσιάζεται από τους εκμεταλλευτές του. ΄Εργο, κορυφαίος «διάδοχος» της αρχαίας τραγωδίας και της μακραίωνης δημοτικής μας ποίησης, θα συναρπάζει με την αλήθεια, το λυρισμό, τη μουσικότητά του, κάθε άνθρωπο, κάθε εποχής.
Ο «Επιτάφιος» του Ρίτσου πέρασε «μέσα στις φλέβες» 
των παλαιότερων γενιών. 
΄Εγινε «κειμήλιο» δικό τους και κληρονομιά της σημερινής και των επερχόμενων γενεών, ώστε να τους «μεταγγίζει» με το μήνυμα και το κάλλος του την «Ανάγκη». 
Την Ανάγκη καταπολέμησης του κακού που επιβάλλει το «παγκοσμιοποιημένο» κεφάλαιο για όλους τους επί Γης εργαζόμενους.
Πρωτομαγιά του '36, οι απεργιακοί αγώνες πολλών εργατικών κλάδων στη Θεσσαλονίκη, που ξεκίνησαν το Μάρτη, κλιμακώνονται την Πρωτομαγιά, με πανεργατική απεργία διαρκείας και παλλαϊκά συλλαλητήρια του λαού της Θεσσαλονίκης, τα οποία συνεχίζονται και τις επόμενες μέρες. Θορυβημένοι από τον παλλαϊκό ξεσηκωμό οι εκμεταλλευτές των εργατών και η κυβέρνηση διατάσσουν τη Χωροφυλακή να στήσει, στις 8 του Μάη, πολυβολεία σ' όλη την πόλη.

Στις 9 του Μάη η Χωροφυλακή χτυπάει στο ψαχνό τους απεργούς. 
Ο πρώτος νεκρός ήταν ο κομμουνιστής αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης. 
Οι σύντροφοί του ξηλώνουν μια πόρτα και τοποθετούν πάνω της τη σορό του νεκρού. 
Η μάνα του Τάσου Τούση, που ήταν στη διαδήλωση, για να προφυλάξει την, επίσης, απεργό κόρη της, βλέπει το νεκρό γιο της, τρέχει, γονατίζει και οδύρεται πάνω από τη σορό του.
Κάποιος περνά και φωτογραφίζει τη συνταρακτική εικόνα. 
Στις 10 του Μάη η φωτογραφία αυτή δημοσιεύεται στον «Ριζοσπάστη».


Την ίδια μέρα, ο Γιάννης Ρίτσος βλέπει στο «Ρ» τη φωτογραφία και συγκλονίζεται. 
Η καρδιά του φλέγεται και τα φυματικά πνευμόνια του αιμορραγούν, αλλά η πένα του άγρυπνη ένα μερόνυχτο, σταλάζει στο χαρτί, λέξη τη λέξη, με δεκατέσσερα ποιήματα, το θρήνο της μάνας του δολοφονημένου εργάτη.
Στις 11 Μάη ο ποιητής -συνεργάτης του «Ρ» από το 1932- στέλνει με τον σύντροφό του Ευθύφρονα Ηλιάδη, τρία από τα δεκατέσσερα θρηνικά ποιήματά του. Στις 12 Μάη ο «Ρ» δημοσιεύει τα τρία ποιήματα, με γενικό τίτλο «Μοιρολόι».
Τα τρία δημοσιευμένα ποιήματα και η συνέχιση της αιματοχυσίας των εργατών στη Θεσσαλονίκη συνταράσσουν τους αναγνώστες του «Ρ». 
Στο μεταξύ, ο Ρίτσος στέλνει στο «Ρ» και τα άλλα έντεκα ποιήματά του. 
Λίγες μέρες αργότερα, ο «Ρ» ανακοινώνει ότι στις 29 Μάη στο περιοδικό της ΟΚΝΕ, «Νεολαία», θα δημοσιευτεί ένα ακόμη ποίημα από το «Μοιρολόι»,
 ενώ στις 23 και 25 Μάη αναγγέλλει ότι «σε λίγες μέρες» από τις εκδόσεις του «Ρ» θα κυκλοφορήσει βιβλίο με τα δεκατέσσερα ποιήματα του Ρίτσου, με τίτλο «Επιτάφιος». 
Στις 8/6/1936, μαζί με άλλες εκδόσεις του «Ρ», κυκλοφορεί σε 10.000 αντίτυπα και ο «Επιτάφιος» - (Τραγούδια για το μακελειό της Θεσσαλονίκης). 
Το εξώφυλλο του βιβλίου εικονογραφήθηκε με ξυλογραφία του χαράκτη Λυδάκη.
Σε ελάχιστο διάστημα από το «Λαϊκό Βιβλιοπωλείο» πουλήθηκαν 9.750 αντίτυπα του «Επιταφίου». 

Λόγω της μεγάλης ζήτησης, ο «Ρ» ετοίμαζε και δεύτερη έκδοση του βιβλίου. 
Δεν πρόλαβε, όμως. 
Τα όργανα της μεταξικής δικτατορίας, κατέσπευσαν και άρπαξαν από το «Λαϊκό Βιβλιοπωλείο» τα 250 απούλητα αντίτυπα. 
Τα απούλητα αντίτυπα και όσα αντίτυπα εντοπίστηκαν σε σπίτια διωκόμενων κομμουνιστών, μαζί με άλλα βιβλία που απαγόρευσε η μεταξική δικτατορία, κάηκαν από τα όργανά της μπροστά στους Στύλους του Ολυμπίου Διός.
Ούτε όμως η πυρά, ούτε οι μακρόχρονες, απάνθρωπες διώξεις των κομμουνιστών, των αγωνιστών της ελληνικής εργατιάς από ντόπιους και ξένους φασίστες - κατακτητές και «συμμάχους» - μπόρεσαν να εξαφανίσουν αυτόν τον αριστουργηματικό θρήνο και αίνο μαζί για τους αγώνες και τις θυσίες της εργατιάς. 

Οπως τραγουδά και ο ποιητής διά στόματος της μάνας του Τάσου Τούση:
«Γλυκέ μου εσύ δε χάθηκες, 
μέσα στις φλέβες μου είσαι.
Γιε μου στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε.

Δες, πλάγι μας περνούν πολλοί, περνούν καβαλαραίοι,

όλοι στητοί και δυνατοί και σαν κ' εσένα ωραίοι.

Ανάμεσά τους, γιόκα μου, θωρώ σε αναστημένο,

στο θώρι τους το θώρι σου μυριοζωγραφισμένο.

Κι ακολουθάς και συ νεκρός κι ο κόμπος του λυγμού μας

δένεται κόμπος του σκοινιού για το λαιμό του οχτρού μας».

Εγερτήρια άσματα

Με το έργο του, ο Γιάννης Ρίτσος προσέδωσε ποιητικότητα στην καθημερινότητά μας και ανέδειξε σε 

«ήρωα» το λόγο που εμπνέει και εμπνέεται από τους ήρωες. 
Ο βάρδος των λαϊκών αγώνων, στα ποιήματά του κατέγραψε σαν χρονικό, τις ηρωικές στιγμές, που με τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη μετουσιώθηκαν σε εγερτήρια άσματα, σε ύμνους ηρώων και ελεγεία. 
Και οι δύο κατάφεραν να συνδέσουν το έργο τους με τις κορυφαίες και «αιμάτινες» στιγμές της ελληνικής ιστορίας.
Και να, αδερφέ μου που μάθαμε να κουβεντιάζουμε ήσυχα, ήσυχα κι απλά. 

Καταλαβαινόμαστε τώρα δε χρειάζονται περισσότερα.
Κι αύριο λέω θα γίνουμε ακόμα πιο απλοί. 
Θα βρούμε αυτά τα λόγια που παίρνουνε το ίδιο βάρος σ' όλες τις καρδιές, σ' όλα τα χείλη, έτσι να λέμε πια τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη.
Κι έτσι που να χαμογελάνε οι άλλοι και να λένε: 

«Τέτοια ποιήματα σου φτιάχνω εκατό την ώρα». 
Αυτό θέλουμε κι εμείς. 
Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε, αδελφέ μου, απ' τον κόσμο. 
Εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο.
Η ποίηση για τον Ρίτσο ήταν «απέραντη σαν τη ζωή, ένα διαρκές γίγνεσθαι. 
Στο χώρο της δεν υπάρχουν όρια, δεν υπάρχουν απαγορεύσεις. 
Σε μια ομιλία του ο Ελιάρ είχε πει ότι, ενώ παλιότερα πίστευε πως υπάρχουν λέξεις απαγορευμένες για την ποίηση, αργότερα πείστηκε πως δεν ίσχυε κάτι τέτοιο. 
Μέσα και πάνω στις λέξεις του ποιητή αποτυπώνονται πολιτιστικές μνήμες αιώνων, αποθησαυρίζεται η παγκόσμια ιστορία. 
Το ποίημα ξεπηδάει από μιαν ανάγκη ν' αποδοθεί η σιωπή, από μιαν εντολή της ανθρώπινης προϊστορίας, ιστορίας και μεθιστορίας. 
Μια εντολή που δίνεται στον ποιητή άθελά του κι εκφράζεται μέσα απ' αυτόν. 
Γράφοντας ποίηση κάνει, χωρίς να το ξέρει, μια μάχη, σώμα με σώμα, με το θάνατο. 
Κι όταν λέμε θάνατο δεν εννοούμε μόνο το φυσικό, αλλά και όλες τις μορφές κοινωνικού θανάτου. 
Η καταπίεση, η σκλαβιά, οι επιθυμίες που δεν εκπληρώνονται, 
όλα αυτά είναι μια καθημερινή εκτέλεση, ένας θάνατος. 
Κι όσο θα υπάρχει ο θάνατος, θα υπάρχει και η αντίσταση στο θάνατο. 
Μια αναμέτρηση μ' αυτήν τη μορφή του θανάτου είναι η πολιτική ποίηση 
(ή τουλάχιστον η δική μου πολιτική ποίηση) 
μια μάχη για να φτάσουμε στο "αταξικό γαλάζιο"»(Γιάννης Ρίτσος, συνέντευξη στο περιοδικό
 «Η λέξη», τεύχος 182).



Στρατευμένη ταξικά ποίηση
«Η ποίηση πρέπει να 'ναι
ένας οδηγός μάχης κι ευτυχίας
ένα όπλο στα χέρια του λαϊκού αγωνιστή
μία σημαία στα χέρια της ελευθερίας...»

(«Οι γειτονιές του κόσμου», Μακρόνησος, Αϊ-Στράτης, 1949-1951)
Με αυτούς τους λίγους στίχους ο μεγάλος μας ποιητής, αγωνιστής, σύντροφος, συνόψισε κάτι που δεν διατύπωσε απλά στα ποιήματά του, αλλά έπραξε σε όλη του τη ζωή. 

Η τέχνη του Γιάννη Ρίτσου αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα τέχνης που εμπνέεται από τα υψηλότερα ιδανικά, εκείνα της πάλης για μια κοινωνία απαλλαγμένη από την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, για το σοσιαλισμό - κομμουνισμό. 

Στους στίχους του χάραξε το καινούριο που γεννιέται στην κοινωνική εξέλιξη, αποτύπωσε την αισιοδοξία που πηγάζει από τη βαθιά γνώση των νομοτελειών της κοινωνίας και της ιστορίας.

Η ιδεολογική και κομματικά προσανατολισμένη ποίηση του Γιάννη Ρίτσου ενόχλησε τόσο που δεν «παραμέρισαν», όπως προέτρεψε ο Παλαμάς, για να «περάσει ο ποιητής». 
Ο Γιάννης Ρίτσος, όμως, «πέρασε» παρεμποδιζόμενος. 
Και «πέρασε», εκεί κυρίως που απευθυνόταν, στην ψυχή του λαού: 
«Ο κόσμος, σου λέω, είναι όμορφος / Ο,τι κι αν πεις, ό,τι κι αν κάνεις / όμορφος / Το μέλλον είναι σίγουρο / αδελφέ μου./ Ο,τι κι αν γίνει - σίγουρο./ Δεν υπάρχουν πια αποσιωπητικά / στη φωνή ή στη σιωπή μας. / Ομορφος. Μπορείς να κάνεις πίσω / τους τροχούς του ήλιου;».

Το έργο του συνδέθηκε με το εργατικό και λαϊκό κίνημα της χώρας μας σε όλες σχεδόν τις ιστορικές περιόδους. 

Η ριζοσπαστική διαμαρτυρία του αταλάντευτου κομμουνιστή, του διεθνιστή ποιητή της Ρωμιοσύνης και της παγκόσμιας ειρήνης, τον καταξίωσε παντοτινό ποιητή της επαναστατικής εξύψωσης του ανθρώπου. 
Μακρόνησος 1949

Ο Γιάννης Ρίτσος, συντάχθηκε με το κομμουνιστικό κίνημα στην εξαιρετικά δύσκολη δεκαετία του '30, αφού πριν, στα σανατόρια απ' τα οποία πέρασε, σπούδασε τις μαρξιστικές ιδέες και συμπορεύτηκε με τους επαναστατημένους της εποχής. 

Εξεγειρόταν σε όλη του τη ζωή κατά της αδικίας, με το γόνιμο τρόπο του ανυπότακτου. 
Ηταν εναντίον της εξουσίας, όσο κι αν του στοίχισε αυτό. 
Πιστός στην κομμουνιστική ιδεολογία του και ασυμβίβαστος, 
αρνούνταν ό,τι καταστρέφει και υποβαθμίζει τη ζωή 
και υπηρετούσε ό,τι την έκανε να αξίζει.


«ΚΚΕ / τρία γράμματα - / χαραγμένα στους τοίχους των φυλακών/ μέσα στις νύχτες της παρανομίας/ χαραγμένα στις μάντρες των εργοστασίων/ σταθερά δυνατά πάνω από το θάνατο, / εκεί που τρέμει η ρίζα της ανθρώπινης ανάσας, / εκεί που ρέει στους δρόμους σαν ποτάμι ο ουρανός, / πρωί με τα πουλιά, με τις σημαίες, με τα φύλλα/ πρωί με την τίμια κραυγή.

ΚΚΕ / τρία κόκκινα γράμματα - / πολύ πονέσαμε, σύντροφοι, / πολύ ξαγρυπνήσαμε/ πολύ μακριά κοιτάξαμε/ από κανέναν δεν το δανειστήκαμε το κόκκινο. / - δικό μας αίμα/ τρία κόκκινα γράμματα/ σεμνή υπογραφή του λαού μας/ στις λεωφόρους του μέλλοντος - / ο δρόμος φεύγει γρήγορα/ η Ιστορία δε γυρίζει πίσω...».
Κέρδισε την αγάπη των λαών

«Με επηρέασαν τα πάντα. (...) 

Γιατί, όπως κάθε καλλιτέχνης, έτσι κι εγώ, είχα μια τεράστια αδηφαγία. 
Ο ποιητής είναι ένας τρομερός δέκτης, τρομερά ευαίσθητος, που απορροφά δυνάμεις από παντού και το θεωρεί κάτι πολύ δικό του... 
Εγώ, άξαφνα, χρωστώ ευγνωμοσύνη σε όλους εσάς, χρωστώ ευγνωμοσύνη κάποτε ακόμα και στους αντιπάλους μου, στους εχθρούς μου, που με το να με εξορίσουν, με το να με φυλακίσουν, έζησα πάρα πολλά πράγματα, που δεν μπορούσα να διανοηθώ, που δεν μπορούσε να συλλάβει η φαντασία μου.» 
(Από την κουβέντα με δημοσιογράφους του «Ριζοσπάστη» προς τιμήν του 12ου Συνεδρίου του ΚΚΕ).


Η διεθνής ακτινοβολία του Γ. Ρίτσου είναι μεγάλη.

 Ο Ρίτσος αποτελεί -μαζί με τον Καβάφη, τον Σεφέρη και τον Ελύτη- έναν από τους πιο πολυμεταφρασμένους Ελληνες ποιητές. 
΄Εργα του έχουν μεταφραστεί σε πάνω από 20 γλώσσες. 
΄Εχει ακόμα αποσπάσει δεκάδες διεθνή βραβεία με κορυφαίο το βραβείο Λένιν (1977).
Ενδεικτική της μεγάλης διεθνούς ακτινοβολίας του είναι η στάση που κράτησαν απέναντί του μεγάλοι καλλιτέχνες αγωνιστές της εποχής.

Οταν μετά τον εμφύλιο ο Ρίτσος βρισκόταν εξόριστος και κινδύνευε η υγεία του κινητοποιήθηκαν ο Νερούδα, ο Αραγκόν, ο Πικάσο προκειμένου να σωθεί ο ποιητής.
Οι ίδιοι γίγαντες της παγκόσμιας ποίησης λένε για τον Ρίτσο:

 «...Πάνε πάνω από είκοσι χρόνια, ωστόσο, που μου φέραν στίχους μεταφρασμένους απ' τα ελληνικά, ενός ποιητή που γι' αυτόν δεν ήξερα τίποτα, να διορθώσω τα γαλλικά τους», λέει ο Αραγκόν... 
«Αξαφνα ένιωσα ένα σφίξιμο στο λαρύγγι... 
Στην αρχή δεν το ήξερα πως ήταν ο πιο μεγάλος απ' τους ζώντες ποιητές της εποχής αυτής που είναι η δική μας. 
Ορκίζομαι πως δεν το ήξερα. 
Το έμαθα σταδιακά, από το ένα ποίημα στο άλλο». 
Αργότερα, όταν στα 1972 ο Νερούδα παίρνει το βραβείο Νόμπελ,
 δηλώνει: 
«Υπάρχει ένας άλλος ποιητής, 
που αξίζει πολύ περισσότερο από μένα αυτήν την τιμή, 
ο Γιάννης Ρίτσος»...
Η μεγαλύτερη τιμή όμως για τον ποιητή ήταν η αγάπη των λαών όλου του κόσμου. 

Η αγάπη όσων αγωνίζονται για την ειρήνη και το δίκιο των φτωχών, για το σοσιαλισμό.
Σοφία ΑΔΑΜΙΔΟΥ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

Στην ποίησή του χώρεσε το σύμπαν

Ο «απαρηγόρητος παρηγορητής του κόσμου», ο «διχασμένος και διπλός», όπως ο ίδιος λέει, ο ποιητής της ζωής και του ανθρώπου που ανασαίνει από το σύμπαν και θεώνει τη δύναμη του ανθρώπου, είναι εδώ μαζί μας, πάντα δίπλα μας, για να μας θυμίζει πως «μέσα στη φούχτα της αγάπης/ χωράει το σύμπαν». 
Αμετανόητα άνθρωπος και αθεράπευτα θνητός, με τόλμη και πίστη, με υπερηφάνεια και σθένος διήνυσε τον αιώνα μας παρηγορητικά και δοξαστικά, μιλώντας σε όσους ακούν και σε όσους δε φοβούνται να ακούσουν.

Την Τρίτη, ανήμερα Πρωτομαγιάς συμπληρώνονται

 98(σήμερα 106) χρόνια από τη γέννησή του. 
Και θα γιορτάσουμε μαζί τα γενέθλιά του.
Γιατί έρχεται σήμερα, με δύο ανέκδοτα ποιήματα, 
να μας συγκινήσει και να μας εκπλήξει με το μέγεθος, 
ποσοτικό και ποιοτικό, του έργου του, 
που άφησε για να μας ζεσταίνει ακόμη κι όταν θα έχει φύγει. 
Τα ποιήματα αυτά είναι από τη συλλογή με τίτλο
 «΄Εφυγαν» που γράφτηκε το 1979 - 1980 
και θα συμπεριληφθεί στον τόμο ποιημάτων του 
που θα κυκλοφορήσει προσεχώς από τις εκδόσεις «Κέδρος».
Θησαυρός μνήμης και αισιοδοξίας

Η ποίηση του Ρίτσου μνημειώνει με τον πιο 

σφαιρικό και ανάγλυφο τρόπο τη νεοελληνική πραγματικότητα. 
Είναι διαχρονική και κρύβει θησαυρούς που πρέπει να τους ανακαλύψουμε. 
Η μεγάλη δημοτικότητα του Ρίτσου δεν ήταν άσχετη με την ιδεολογική του τοποθέτηση, όπως δεν ήταν άσχετη και η «γκετοποίησή» του στην ψυχροπολεμική περίοδο και όχι μόνον.
Από εκεί και πέρα όμως, ίσως θα έπρεπε να αναρωτηθούμε ποιοι, πώς και γιατί θέλησαν να αφήσουν στο σκοτάδι αυτό το βάθος του έργου. 

Δεν έλειψαν, βέβαια, οι παθιασμένοι πιστοί του, δεν έλειψαν οι στοχαστικές μελέτες όσο ζούσε ο ποιητής.
΄Ενας από τους πολλούς πιστούς του έργου του Γιάννη Ρίτσου είναι και ο Θάνος Μικρούτσικος, ο οποίος πριν λίγα χρόνια επιμελήθηκε και κυκλοφόρησε ένα συγκλονιστικό ηχητικό ντοκουμέντο, από το οποίο αναβλύζει η ομορφιά της ποίησης του Γ. Ρίτσου, το ήθος του και η αγάπη του στον άνθρωπο. 

Πρόκειται για το CD με τίτλο «Γιάννης Ρίτσος. Του απείρου εραστής».
Ο Θάνος Μικρούτσικος δηλώνει λάτρης «της ποίησης, της στάσης και του ήθους» του ποιητή.
«Θαυμάζω απεριόριστα τον Γιάννη Ρίτσο και για το έργο του και για τη ζωή του», λέει.
«Τον θεωρώ υπόδειγμα καλλιτέχνη όχι μόνο στον ελληνικό χώρο, αλλά και στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Και με έχει ταράξει το γεγονός ότι ο μέγιστος αυτός ποιητής, που μαζί με τον Καβάφη - κατά την ταπεινή μου άποψη - είναι οι δυο μεγαλύτεροι ΄Ελληνες ποιητές του 20ού αιώνα, ήταν κυριολεκτικά θαμμένος επί 27 χρόνια από το σύστημα που κατέτασσε τις αξίες στην Ελλάδα. 
Είναι πρωτογενής φυσιογνωμία και λίγες πρωτογενείς φυσιογνωμίες μπορούμε να βρούμε παγκοσμίως, στην ποίηση στον 20ό αιώνα. 
Εγώ, για λόγους συναισθηματικούς, ξεκίνησα με τις "Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα" μια εκπληκτική συλλογή που τα ποιήματά της τα είχα μάθει επί χούντας. Μπορεί να είναι γνωστή περισσότερο η "Καντάτα για τη Μακρόνησο", όμως έχω δουλέψει πάνω σε πολλά έργα του Γ. Ρίτσου. Είχα την τύχη, από την πρώτη σχεδόν στιγμή, να δημιουργήσω μια σπουδαία και σοβαρή σχέση μαζί του. 
Επί της ουσίας, με καθοδήγησε. 
Με βοήθησε εκείνη την εποχή να επιλύσω προβλήματα που φαινόνταν άλυτα για ένα νέο καλλιτέχνη, που από τη μια ήταν βαθύτατα αριστερός και από την άλλη βαθύτατα πρωτοποριακός.
Ο Ρίτσος μού έδειξε το δρόμο. 
Τον θεωρώ δάσκαλό μου».
...για να σμίξουμε τον κόσμο

Ο Χρήστος Λεοντής, μετά από δέκα περίπου χρόνια 

γνωριμίας και θαυμασμού του έργου του Γιάννη Ρίτσου, 
ένιωσε την ανάγκη, ένιωσε έτοιμος να μελοποιήσει ποίησή του. 
«Ηρθε η ώρα» -θυμάται - «με τα γεγονότα της Νομικής Σχολής το 1973, 
όπου ήμουν έτοιμος και οργισμένος. 
Στράφηκα αμέσως στον Ρίτσο και το "Καπνισμένο τσουκάλι"
ΗΤΑΝ μακρύς ο δρόμος ως εδώ.
Πολύ μακρύς, αδελφέ μου.
Οι χειροπέδες βάραιναν τα χέρια.
Τα βράδια που ο μικρός γλόμπος κουνούσε το κεφάλι του
λέγοντας «πέρασε η ώρα»
εμείς διαβάζαμε την ιστορία του κόσμου σε μικρά ονόματα
σε κάποιες χρονολογίες σκαλισμένες με το νύχι
στους τοίχους των φυλακών σε κάτι παιδιάστικα σχέδια των μελλοθανάτων
— μια καρδιά, ένα τόξο, ένα καράβι πού σκιζε σίγουρα το χρόνο,
σε κάποιους στίχους που έμειναν στη μέση για να τους τελειώσουμε σε κάποιους στίχους που τελειώσαν για να μην τελειώσουμε.
Είταν μακρύς ο δρόμος ως εδώ — δύσκολος δρόμος.
Τώρα είναι δικός σου αυτός ο δρόμος.
Τον κρατάςόπως κρατάς το χέρι του φίλου σου
και μετράς το σφυγμό του 7πάνου σε τούτο το σημάδι
που άφησαν οι χειροπέδες.
Κανονικός σφυγμός.
Σίγουρο χέρι.Κανονικός σφυγμός.
Σίγουρος δρόμος.
ΔΙΠΛΑ σου αυτός ο ανάπηρος πριν κοιμηθεί
βγάζει το πό-δι του τ' αφήνει στη γωνιά
ένα κούφιο ξύλινο πόδι πρέπει να το γεμίσεις
όπως γεμίζεις τη γλάστρα με χώμα
να φυτέψεις λουλούδια
όπως γεμίζει το σκοτάδι με αστέρια
όπως γεμίζει λίγο-λίγο η φτώχεια στοχασμό κι αγάπη.
Τόχουμε απόφαση, μια μέρα όλοι οι άνθρωποι νάχουνε δυο πόδια
ένα χαρούμενο γεφύρι από μάτια σε μάτια από καρδιά σε καρδιά.
Γι' αυτό όπου καθήσεις ανάμεσα στα τσουβάλια του καταστρώματος
φεύγοντας για την εξορία πίσω απ' τα σίδερα
του τμήματος μεταγωγών κοντά στο θάνατο
που δε λέει «αύριο»ανάμεσα σε χιλιάδες δεκανίκια
από πικρά σακατεμένα χρό-νια,
εσύ λες «αύριο» και κάθεσαι ήσυχος και βέβαιος
όπως κάθεται ένας δίκαιος άνθρωπος αντίκρυ στους ανθρώ-πους.
8/ΑΥΤΑ τα κόκκινα σημάδια στους τοίχους μπορεί νάναι κι από αίμα
— όλο το κόκκινο στις μέρες μας είναι αίμα —
μπορεί νάναι κι απ' το λιόγερμα που χτυπάει στον απέναντι τοίχο.
Κάθε δείλι τα πράγματα κοκκινίζουν πριν σβήσουνκι ο θάνατος είναι πιο κοντά.
Έξω απ' τα κάγκελα είναι οι φωνές των παιδιών και το σφύριγμα του τραίνου.
Τότε τα κελλιά γίνονται πιο στενά
και πρέπει να σκεφτείς το φως σ' έναν κάμπο με στάχυα
και το ψωμί στο τραπέζι των φτωχών
και τις μητέρες να χαμογελάνε στα παράθυρα
για να βρεις λίγο χώρο ν' απλώσεις τα πόδια σου.
Κείνες τις ώρες σφίγγεις το χέρι του συντρόφου σου,
γίνεται μια σιωπή γεμάτη δέντρα
το τσιγάρο κομμένο στη μέση γυρίζει από στόμα σε στόμα
όπως ένα φανάρι που ψάχνει το δάσος
— βρίσκουμε τη φλέβα πού φτάνει στην καρδιά της άνοιξης.
Χαμογελάμε.
ΧΑΜΟΓΕΛΑΜΕ κατά μέσα.
Αυτό το χαμόγελο το κρύ-βουμε τώρα.
Παράνομο χαμόγελο ...........
ΈΝΑ τσουκάλι λοιπόν.
Τίποτ' άλλο.
Πήλινο, μαυρισμένο τσουκάλι,
βράζοντας, βράζοντας και τραγουδώντας,
βράζοντας πάνω στου ήλιου τη φωτιά
και τραγουδώντας.
Στρατόπεδο Συγκέντρωσης Πολιτικών Κρατουμένων
ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΙ ΛΗΜΝΟΥ, Δεκέμβριος 1948 - Φεβρουάριος 1949 Μουσική: Χρήστος ΛεοντήςΠρώτη εκτέλεση: Νίκος Ξυλούρης
Αφού έγραψα μερικά τραγούδια σε μια μαγνητοταινία, 
πήγα να τον συναντήσω για να τα ακούσει. 
Φαίνεται του άρεσε, γιατί μια μέρα όπως ακούγαμε ξένους ραδιοφωνικούς σταθμούς τα άκουσα να παίζονται, πριν ακόμη εκδοθούν, όπου μάλιστα τραγουδούσα εγώ. 
Στην περίοδο αυτή, λοιπόν, είχα συχνή επαφή και συζητούσαμε για όλα τα ζητήματα. 
Για μουσική, για τον Μπαχ, το ρόλο του τραγουδιού, για τον κοινωνικό ρόλο όλων των Τεχνών. 
Είχα εντυπωσιαστεί που έγραφε κάθε μέρα. 
Τον ρώτησα κάποια μέρα. 
Γράφετε κάθε μέρα; Βεβαίως, μου είπε. 
Ρωτάς τον υπάλληλο της τράπεζας αν θέλει να μην πάει μια μέρα στη δουλειά του.
΄Ομως πηγαίνει.
 Ετσι κι εγώ γράφω κάθε μέρα. 
Η παρότρυνσή του ήταν δουλειά, δουλειά, δουλειά. 
Κάτι το οποίο με επηρέασε βαθύτατα, γιατί μου έγινε πεποίθηση ότι το ταλέντο δεν είναι αρκετό αν δε συνοδεύεται από σκληρή δουλειά. 
Το άλλο στοιχείο που έμαθα από τον Ρίτσο είναι ο κοινωνικός ρόλος της Τέχνης. 
Γιατί χρειάζεται η Τέχνη; 
Για να κάνουμε φιγούρα, για να ξεχωρίζουμε από τους άλλους; Οχι. 
Είναι μια ανάγκη εσωτερική, ένας κώδικας επικοινωνίας. 
Η Τέχνη μπορεί να κάνει τον άνθρωπο να ονειρευτεί, να σκεφτεί, ακόμη και να δράσει, επηρεασμένος από όλα αυτά τα μηνύματα που μπαίνουν μέσα στην ψυχή του. 
Ο Ρίτσος είναι από τις προσωπικότητες εκείνες που το πέρασμά τους μπολιάζει τον κοινωνικό χώρο σε παγκόσμιο επίπεδο.
 Αν έχουν την τύχη να μεταφραστούν, όπως είχε ο Ρίτσος».

Ο Γιάννης Ρίτσος, όμως, δεν υπήρξε μόνο μεγάλος ποιητής της «Ρωμιοσύνης» και της «Σονάτας του σεληνόφωτος», αλλά και θεατρικός συγγραφέας. 
Ο Γιάννης Ρίτσος άρχισε να γράφει θεατρικά έργα από πολύ νωρίς.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, παρουσιάστηκε από το Θέατρο του Βουνού στην Κοζάνη, το μονόπρακτό του
«Η Αθήνα στ' άρματα». 
Το έργο αυτό το έγραψε ξανά ως τρίπρακτο με τον τίτλο «Μάνα», ενώ το 1958 του δίνει την οριστική μορφή με τίτλο «Πέρα από τον ίσκιο των κυπαρισσιών»
Πριν μερικά χρόνια, ο Κώστας Νίτσος επιμελήθηκε μια έκδοση, η οποία περιλαμβάνει, σε τέσσερις τόμους, όλα τα αμιγώς θεατρικά έργα του ποιητή. 
Γιατί είναι γνωστό ότι το θεατρικό έργο του Γιάννη Ρίτσου είναι ενσωματωμένο μέσα από δραματικούς μονολόγους και σε ποιητικές του συλλογές, όπως στην «Ισμήνη», στην «Ελένη»
στον «Φιλοκτήτη» και σε χορικά του, όπως στις «Μαντατοφόρες». 
Τα αμιγώς θεατρικά του έργα είναι τα: «Μια γυναίκα πλάι στη θάλασσα», «Πέρα από τον ίσκιο των κυπαρισσιών», 
«Τα ραβδιά των τυφλών» και «Ο λόφος με το σιντριβάνι».
Το θεατρικό έργο του Γιάννη Ρίτσου άρχισε να παίζεται εκτός Ελλάδος από τη δεκαετία του 1950, στη Ρουμανία, στη Γαλλία, στην Ιταλία, ενώ στη Ρωσία είναι από τους πιο πολυπαιγμένους θεατρικούς συγγραφείς μετά τους αρχαίους τραγικούς μας, ενώ από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 άρχισε να παίζεται και στην Ελλάδα σε κρατικές σκηνές και σκηνές του Ελεύθερου Θεάτρου.
Ανοιχτοί λογαριασμοί
«Η "Τέταρτη Διάσταση" - λέει ο Βασίλης Παπαβασιλείου - «είναι μια ξεχωριστή επικράτεια μέσα στο έργο του Γιάννη Ρίτσου. 

Στους θεατρικούς αυτούς μονολόγους, ο ποιητής εκμεταλλεύεται το μέγεθος των αρχαίων ονομάτων για να μιλήσει για τη δύναμη των ανώνυμων ηρώων και των ανώνυμων πραγμάτων. 
Δηλαδή, να μιλήσει για τη διαχρονική ανθρώπινη κατάσταση. 
Είναι νομίζω σημείο αιχμής της ποιητικής δημιουργίας του Ρίτσου.
Ερχεται μετά τον Εμφύλιο, την ώρα που ο τόπος μας έχει βιώσει ως ιστορικό γεγονός την τραγωδία, έρχεται να μας μιλήσει εξ αφορμής των ηρώων, οι οποίοι έγιναν θύματα για την παντοτινή δύναμη και την ανάγκη του ανθρώπου για μόνιμη ομορφιά. 
Είναι ένας ύμνος σ' αυτό το μικρό και αιώνιο και καθημερινό, στο χαρτί που κυλάει στο πεζοδρόμιο και δεν του δίνει κανείς σημασία, σε ένα τραγούδι που λέει μια γυναίκα, στον κρότο που κάνουν οι τροχοί της άμαξας, στον ήχο της μουσικής. 
Η "Τέταρτη", όπως και όλος ο Ρίτσος, είναι μια υπόθεση ανοιχτή ακόμα, με την οποία έχουμε ανοιχτούς λογαριασμούς και θα έχουμε ανοιχτούς λογαριασμούς, γιατί ο ποιητής αυτός ήταν ένας από τους λίγους εκείνους, οι οποίοι αντιλήφθηκαν τη λειτουργία τους σαν ανταπόδοση του δώρου της ζωής προς τους ανθρώπους. 
Δε νομίζω ότι υπάρχει άλλη περίπτωση Ελληνα ποιητή, ποιητή γενικότερα, κι έχουμε μεγάλους ποιητές, που να καταφάσκει έτσι προς την αιωνιότητα και τη δύναμη των "μικρών" ανθρώπων, των "μικρών" πραγμάτων και γι' αυτό θα του είμαστε ες αεί ευγνώμονες».
΄Ενα έργο τεράστιο, λοιπόν, που συμφωνούν οι περισσότεροι ότι πρέπει να ξαναδιαβαστεί και με το οποίο υπάρχουν ανοιχτοί λογαριασμοί.
«Και δεν είναι μεγάλο απλώς σε έκταση» - λέει η ΄Ερη Ρίτσου.

«Είναι και πολυποίκιλο. 
Εχει πολλά θέματα. 
Πέρα από το επικαιρικό κομμάτι που είναι αυτό που γνωρίζουμε καλύτερα, ή από τα γραπτά που λέμε εντός εισαγωγικών στρατευμένα, αν και όλη του η ποίηση είναι στρατευμένη, αλλά πέρα από τα ξεκάθαρα στρατευμένα, που, μέσα από τη μουσική του Θεοδωράκη, γίνανε γνωστά στον ευρύ κόσμο, υπάρχουν πάρα πολλά κομμάτια της ποίησής του που τώρα διαβάζονται ξανά και μελετιούνται. 
Παρά το ότι ένα μεγάλο κομμάτι καταστράφηκε στα Δεκεμβριανά -- όταν φύγανε από την Αθήνα είχε αφήσει το αρχείο του στη φύλαξη κάποιου ανθρώπου, ο οποίος πάνω στον πανικό του τα έκαψε. 
Οσα θεωρούσε δευτερεύοντα τα άφησε στο υπόγειο του σπιτιού που έμενε. 
Οσα θεωρούσε σημαντικά τα έδωσε σε κείνον τον άνθρωπο. 
Αυτά που είχε στο υπόγειο τα βρήκε άθικτα. 
Τα σημαντικά, που δεν ήταν μόνο τα ποιήματά του, τα πεζά του, ήταν η αλληλογραφία του με τον Παλαμά, τον Σικελιανό, την Πολυδούρη, φωτογραφίες της οικογένειάς του. 
Ηταν ένα μεγάλο σοκ που δεν το ξεπέρασε ποτέ. 
Επίσης, στη διάρκεια της δικτατορίας, ο ίδιος κατέστρεψε έναν πολύ μεγάλο αριθμό ποιημάτων. 
Γιατί έχοντας πληροφορηθεί ότι έχει καρκίνο και ότι έχει έξι μήνες ζωής, κι επειδή ήταν τελειομανής και όλα του τα ποιήματα τα δούλευε δύο, τρεις και τέσσερις φορές και επειδή έβλεπε ότι δεν είχε το χρόνο να τα επεξεργαστεί, δεν ήθελε να αφήσει πίσω του τίποτε για το οποίο δεν ήταν απολύτως σίγουρος ότι είχε τη μορφή που ήθελε. 
Πέρα απ' όλα αυτά που καταστράφηκαν, υπάρχουν γύρω στις 8.000 σελίδες ποιήματα. 
Υπάρχει η δυνατότητα να διαβαστεί ξανά και ξανά και να επανεκτιμηθεί. Γιατί λόγω της πολιτικής του ένταξης, βρέθηκε στη μέση καταστάσεων ακραίων. 
Από τη μια κάποιοι διάλεγαν να αγνοήσουν όλο το έργο του και να σταθούν μόνο στα "επικαιρικά" ποιήματα, λέγοντας "σιγά, δεν έγινε και τίποτε". 
Από την άλλη, από την πλευρά μας, σταθήκαμε σ' αυτά γιατί οι συνθήκες ήταν τέτοιες που τα χρειαζόμασταν και αφέθηκε στην άκρη όλο το υπόλοιπο έργο του Ρίτσου το φιλοσοφικό, το υπαρξιακό. 
Κάποια στιγμή πιστεύω ότι θα αρχίσουν να μας απασχολούν».
«Να με θυμόσαστε - είπε.
Χιλιάδες χιλιόμετρα περπάτησα/ χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, πάνω σε πέτρες κι αγκάθια,/ για να σας φέρω ψωμί και νερό και τριαντάφυλλα. 

Την ομορφιά/ ποτές μου δεν την πρόδωσα. 
Ολο το βιος μου το μοίρασα δίκαια./
Μερτικό εγώ δεν κράτησα. Πάμπτωχος. 
Μ' ένα κρινάκι του αγρού/
 τις πιο άγριες νύχτες μας φώτισα. 
Να με θυμάστε» (ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ)
Σοφία ΑΔΑΜΙΔΟΥ

Πρωτομαγιά 1944: Η εκτέλεση στο σκοπευτήριο Καισαριανής 71 χρόνια από την εκτέλεση των πατριωτών από τους ναζί .

Μνημείο στο σκοπευτήριο της Καισαριανής.

΄Εβδομήντα ένα χρόνια συμπληρώνονται φέτος από την πιο αιματοβαμμένη Πρωτομαγιά που γνώρισε η Ελλάδα.
Στην κατεχόμενη Αθήνα, 200 κομμουνιστές αιχμάλωτοι, πρώην πολιτικοί κρατούμενοι, εκτελέστηκαν στην Καισαριανή από τους ναζί ως αντίποινα για το θάνατο ενός γερμανού στρατηγού και τριών συνοδών του αξιωματικών στους
Μολάους της Λακωνίας, στις 27 Απριλίου του 1944.
Στην πλειοψηφία τους -περίπου170- ήταν πρώην κρατούμενοι επί δικτατορίας Μεταξά στην Ακροναυπλία που οι αρχές τους παρέδωσαν με πρωτόκολλο παράδσης στους Iταλούς κατακτητές μετά την πτώση του μετώπου. 
Mετά την συνθηκολόγηση των Ιταλών, το Σεπτέμβριο του 1943, 
οι Γερμανοί τους μετέφεραν στο Xαϊδάρι. 
Oι υπόλοιποι ήταν εξόριστοι από την Aνάφη.
H διαταγή για τις εκτελέσεις δημοσιεύτηκε στον κατοχικό Τύπο στις 30 Απριλίου του 1944:
«Την 27ην Απριλίου 1944 κομμουνιστικαί συμμορίαι παρά τους Μολάους κατόπιν μιας εξ ενέδρας επιθέσεως εδολοφόνησαν ανάνδρως έναν Γερμανόν Στρατηγόν και τρεις συνοδούς του. 
Πολλοί Γερμανοί στρατιώται ετραυματίστησαν. 
Ως αντίποινα διατάχτηκε:
1. Ο τυφεκισμός 200 κομμουνιστών την 1.5.1944.
2. Ο τυφεκισμός όλων των ανδρών τους οποίους θα συναντήσουν τα γερμανικά στρατεύματα επί της οδού Μολάοι προς Σπάρτην έξωθεν των χωρίων.
Υπό την εντύπωσιν κακουργήματος τούτου Έλληνες εθελονταί εφόνευσαν αυτοβούλως 100 άλλους κομμουνιστάς.
Ο Στρατιωτικός Διοικητής Ελλάδος».
Το πρωί της 1ης Μαΐου στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου, μετά το προσκλητήριο άρχισε η εκφώνηση του καταλόγου των μελλοθανάτων που συντάχτηκε στο ειδικό γραφείο της οδού Μέρλιν όπου συστεγάζονταν τα Ες-Ες με την Ειδική Ασφάλεια.
Δέκα φορτηγά χρειάστηκαν για να μεταφέρουν τους «200» από το Χαϊδάρι, όπου κρατούνταν, στην Καισαριανή.
Και ο δρόμος γέμισε σημειώματα, στη μάνα, στον πατέρα, στα αδέλφια, στους αγαπημένους, στους συναγωνιστές, παρακαταθήκη για αυτούς που έμεναν πίσω να συνεχίσουν την πάλη για την ελευθερία.
«Καλύτερα να πεθάνει κανείς στον αγώνα για τη λευτεριά παρά να ζει σκλάβος» έγραψε στην πορεία του προς το θάνατο ο Νίκος Μαριακάκης, γεωπόνος από τα Χανιά.
Ο Ν.Μαριακάκης πριν την εκτέλεση:
«Καλύτερα να πεθάνει κανείς στον αγώνα για τη λευτεριά παρά να ζει σκλάβος»

Αξέχαστο το «όχι» του Ναπολέοντα Σουκατζίδη στην προσφορά των ναζί να του χαρίσουν τη ζωή, επειδή γνώριζε πέντε γλώσσες και τους ήταν χρήσιμος ως διερμηνέας. 

Είπε ότι θα δεχόταν να ζήσει μόνο εάν δεν πήγαινε άλλος στο εκτελεστικό απόσπασμα στη θέση του.
«Όταν ο άνθρωπος δίνει τη ζωή του για ανώτερα ιδανικά, δεν πεθαίνει ποτές» έγραψε ο Μήτσος Ρεμπούτσικας.
Ανά είκοσι άτομα γινόταν οι εκτελέσεις και όσοι έζησαν από κοντά εκείνες τις στιγμές θυμούνται ότι το χώμα δεν προλάβαινε να ρουφήξει το αίμα. 

Πλήθος κόσμου έτρεξε να δει εάν βρισκόταν κάποιος δικός τους στα φορτηγά που επέστρεφαν γεμάτα πτώματα.
Την ημέρα εκείνη γράφτηκε μία από τις πλέον αιματοβαμμένες σελίδες της αντίστασης κατά του κατακτητή στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Newsroom ΔΟΛ

"Μπλόκο"

Δεν είχε φέξει ακόμα, όταν εβούιξε τριγύρω: "Προσοχή, προσοχή! Όλοι οι άντρες κρυφτείτε!". 
Δεν πρόλαβαν. 
Μέσα στο μισοσκόταδο δεν εξεχώριζες καλά. "Μπλόκος!" φώναζαν, "μπλόκος! 
Μας κυκλώσανε παντού!". 
Βγαίνανε οι γυναίκες, τις λόγχιζαν μπρος στο κατώφλι τους. 
Αποσπούσανε τα παιδιά από τους πατεράδες. 
Τους άντρες, τους εσέρνανε απ' τα πόδια κι απ' τα μαλλιά.
Μέσα στο μισοσκόταδο ξεχώριζες ένα βογγητό, δεν έβλεπες το πρόσωπο. 
Ξημερωθήκανε οι άντρες όλοι γονατιστοί. 
Ώσπου έσκασε ο ήλιος, ήρθε τότε κι η μάσκα. 
Ένα πανί κατάμαυρο της σκέπαζε την κεφαλή, φαίνονταν μόνο μάτια, κι έδειχνε με το δάχτυλο. [...] 
Έδειχνε με το δάχτυλο η μάσκα και προχωρούσε. 
Στήσανε πολυβόλα, και τους εγάζωσε η ριπή. Εσβάρνιζε το αίμα. 
Tους άλλους που απομείνανε, τους βάλανε στη μέση, και μαζί με τον ήλιο που εβάδιζε στον ουρανό, τραβούσαν προς τη δύση. 
Δεν τους ξανάδε κανείς, επέρασαν πολλά σύνορα, εχάθηκαν στην Ευρώπη, μέσα στα στρατόπεδα. 
Τρέχανε πίσω οι μάνες, και κανά δυο που γλίτωσαν, τρέχανε να κρυφτούνε σε φούστες και σε πιθάρια, 
να μην τους ξαναβρούν.
(Μ. Αξιώτη, Εικοστός Αιώνας, Aθήνα, Κέδρος, 1982, σ. 123-124)
Τώρα πια ο θάνατος περιφερόταν στους δρόμους με κίτρινη μάσκα, τον νιώθαν οι άνθρωποι πίσω από τα βήματά τους και δε γύριζαν να τον κοιτάξουν ο φόβος σήμαινε ενοχή. 

Είχανε φτάσει οι εχτροί σ' αυτό το σημείο, να μη μπορούν να σταθούν παρά μόνο σκοτώνοντας. 
Την πρωτομαγιά 1944 πήραν διακόσους από το στρατόπεδο του Χαϊδαριού και τους σκοτώσαν αράδα στο σκοπευτήριο της Καισαριανής. 
Φορτώσαν τα πτώματα, ζεστά σε καμιόνια και τα περάσαν μέσα από το συνοικισμό, τρέχαν ποτάμι τα αίματα όθε περνούσαν, κι ο κόσμος έκλεινε τα παράθυρα δε βαστούσε να βλέπει. 
Μερικοί σκοτωμένοι δεν είχαν καλά καλά ξεψυχήσει.
(Α. Πανσέληνος, Τότε που ζούσαμε, Αθήνα, Κέδρος 1984, σ. 383)

Το μπλόκο της Καισαριανής


Ποιον, ε, να κλάψω πρώτον, ε
Ποιον να τραγουδήσω πρώτον, ε
στο μπλόκο στη Καισαριανή
που γίνηκε μια Κυριακή
Που γίνηκε μια Κυριακή
πρωί με τη δροσούλα
Γιώργη με τη γλυκιά φωνή
με τις φαρδιές τις πλάτες
πες μου την ύστερη στιγμή
τι βρήκες και τραγούδησες
και τάραξες την γειτονιά
ως πέρα στο Παγκράτι
Ποιον, ε, να κλάψω πρώτον, ε
Ποιον να τραγουδήσω πρώτον, ε
στο μπλόκο στη Καισαριανή
που γίνηκε μια Κυριακή
Λευτέρη, με τα γαλανά
τα μάτια και την ομορφιά
τους στίχους που μπογιάτιζες
πες μου την ύστερη στιγμή
τι βρήκες και ζωγράφισες
και το κοιτάν στη γειτονιά
και κλαίνε στο Παγκράτι
Ποιον, ε, να κλάψω πρώτον, ε...
Γιάννη καλέ, Νίκο αδελφέ
Δημήτρη καροτσέρη
π' άφησες έρημο τ' άλογο
να τριγυρνά στους δρόμους
και το κοιτάν στην γειτονιά
και κλαίνε στο Παγκράτι
Ποιον, ε, να κλάψω πρώτον, ε...