Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2013

12 γυναίκες κάηκαν ζωντανές από ναζί σε ένα βράδυ - η μια έγκυος- Ρέθυμνο 70 χρόνια μετά: Το συγκλονιστικό ντοκιμαντέρ για γερά νεύρα των Κανελλάκη - Παντινάκη


Η φρίκη ζωντάνεψε και πάλι στους κατοίκους της Καλής Συκιάς στα ορεινά του νότου στο Ρέθυμνο, καθώς ξαναθυμήθηκαν μετά από σχεδόν εφτά δεκαετίες, τα ανελέητα γεγονότα που συντελέστηκαν στο χωριό τους από τους ναζιστές και Σουμπερίτες συνεργάτες τους, στις 3 Οκτωβρίου 1943.

Οι αφηγήσεις και οι εικόνες που συγκεντρώθηκαν από τηλεοπτικό συνεργείο, θα αποτελέσουν το θέμα ντοκιμαντέρ ιστορικού περιεχομένου που ετοιμάζουν οι δημοσιογράφοι Γιάννης Κανελλάκης και Μανόλης Παντινάκης, σύμφωνα με το madeincreta.gr.
Ήταν η πρώτη φορά από τότε, που εκδηλώθηκε ενδιαφέρον στην ανάδειξη και προβολή ενός συνταρακτικού γεγονότος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ίσως του μοναδικού στα χρονικά, που γερμανικές στρατιωτικές δυνάμεις σε στενή συνεργασία (δυστυχώς) με Κρητικούς του Σώματος του αιμοσταγούς λοχία Φριτς Σούμπερτ, όρμησαν αποκλειστικά σε γυναίκες και τις πέταξαν και τις έκαψαν ζωντανές στη φωτιά που άναψαν σε σπίτια του χωριού.
Σε αυτή την πρωτοφανή βαρβαρότητα, λαμπάδιασαν και κάηκαν ζωντανές συνολικά δώδεκα γυναίκες, μεταξύ αυτών και μια έγκυος στον όγδοο μήνα της κύησής της από την Καλή Συκιά και το γειτονικό Ροδάκινο και ένας ηλικιωμένος άντρας 80 χρονών…
Το τηλεοπτικό συνεργείο με τον έμπειρο και ικανό εικονολήπτη Νίκο Σαράντο, που και στο παρελθόν είχε εργαστεί σε πολλές αποστολές και ρεπορτάζ μεγάλων τηλεοπτικών καναλιών της Αθήνας, σε ένα ολοήμερο οδοιπορικό συγκέντρωσε πολύτιμο υλικό από δεκάδες επιζώντες του μαρτυρικού γεγονότος γυναίκες και άντρες της Καλής Συκιάς, καθώς και ντοκουμέντα από τα σπίτια-μνημεία που θυσιάστηκαν.
Το κλίμα σε όλη τη διάρκεια των γυρισμάτων ήταν επίπονο και ψυχοφθόρο και οι περισσότεροι ήταν αδύνατο να κρατήσουν τον πόνο τους, παρότι έχουν περάσει τόσες δεκαετίες.

Ανατριχιαστικές ήταν οι μαρτυρίες του Στρατή Πετράκη και του Νίκου Νικητάκη

Χαρακτηριστική ήταν η εικόνα, όταν άρχισε να αφηγείται στο χώρο του μνημείου που είναι γραμμένα τα ονόματα των γυναικών-μαρτύρων, ο Δημήτρης Γρυντάκης που μαζί με τη μητέρα του, έγκυο στον όγδοο μήνα τότε, οδηγούνταν σε καιόμενο σπίτι για να καούν ζωντανοί.
Ο 18 μηνών τότε Γρυντάκης βρέθηκε, ίσως με την παρέμβαση Σουμπερίτη ή Γερμανού, από την αγκαλιά της μάνας του πάνω σε ξερόκλαδα και σώθηκε. Τα μάτια του την είδαν για πρώτη φορά σε φωτογραφία (!) όταν πλησίαζε τα 30 του χρόνια.
Λίγο πριν την αφήγηση της Ελένης Κωστάκη, που έζησε τη φρίκη, στο Γιάννη Κανελλάκη
Σήμερα, ξεπερνώντας την έβδομη δεκαετία της ζωής του, δεν μπόρεσε να κρατηθεί ούτε αυτή τη φορά, αντικρίζοντας πρώτο-πρώτο το όνομά της στην πλάκα των ηρωίδων, ενώ αφηγούνταν στο μνημείο, και μετά βίας χωρίς να στεγνώσουν τα μάτια του, προσπαθούσε να συγκρατήσει τα ξεσπάσματά του. Και κάποιες φορές ήταν αδύνατο…
Το σπίτι του Λεωνίδα Μονιάκη, όπου παίχτηκε μια ακόμα πράξη της τραγωδίας. Σήμερα είναι ακατοίκητο
Τους επόμενους μήνες, θα αρχίσει η επεξεργασία του ντοκιμαντέρ και οι άλλες εργασίες ώστε να λάβει την τελική μορφή για να προβληθεί σε φεστιβάλ της Ελλάδας και του εξωτερικού και σε ελληνικές κινηματογραφικές αίθουσες.
Ανάλογα ντοκιμαντέρ, πρόκειται να πραγματοποιήσουν οι δυο δημοσιογράφοι και σε άλλες περιοχές της Κρήτης, που δέχτηκαν τις γερμανικές ωμότητες και γνώρισαν το πρόσωπο του ναζισμού…

΄Εφυγε σαν σήμερα 3 Οκτωβρίου το 1993 κάπου εκεί από τα ΄Εξάρχεια και την Πατησίων για τον ΟΥΡΑΝΟ ...





Ποίηση: Κατερίνα Γώγου
Μουσική: Κυριάκος Σφέτσας
Ερμηνεία: Κατερίνα Γώγου

Η ζωή μας είναι σουγιαδιές
σε βρώμικα αδιέξοδα
σάπια δόντια ξεθωριασμένα συνθήματα
μπάσσο βεστιάριο
μυρουδιές από κάτουρα αντισηπτικά
και χαλασμένα σπέρματα. Ξεσκισμένες αφίσσες.
Πάνω κάτω. Πάνω κάτω, η Πατησίων.
Η ζωή μας είναι η Πατησίων.

(Το ROL που δε ρυπαίνει τη θάλασσα
κι ο Μητροπάνος μπήκε στη ζωή μας
μας τον έφαγε η Δεξαμενή κι αυτόν
σαν τις ψηλόκωλες.)

Εμείς εκεί.
Μια ζωή λιγούρια ταξιδεύουμε
την ίδια διαδρομή.
Ξεφτίλα μοναξιά απελπισία. Κι ανάποδα.
Εντάξει. Δεν κλαίμε. Μεγαλώσαμε.
Μονάχα όταν βρέχει
βυζαίνουμε κρυφά το δάχτυλό μας. Και καπνίζουμε.
Η ζωή μας είναι
άσκοπα λαχανητά
σε κανονισμένες απεργίες
ρουφιάνους και περιπολικά.
Γι’ αυτό σου λέω.
Την άλλη φορά που θα μας ρίξουνε
να μην την κοπανήσουμε. Να ζυγιαστούμε.
Μην ξεπουλήσουμε φτηνά το τομάρι μας ρε.
Μη. Βρέχει. Δόσμου τσιγάρο.

Κατερίνα Γώγου, 1 Ιούνη 1940- 3 Οκτώβρη 1993
Μνήμη παράλληλων ημερών
«Ελπίζω. Αν δεν ελπίζω εγώ, ποια θα ελπίζει; 
Είμαι μάχιμη. 
Ουαί και αλίμονο αν αυτό δεν είναι ναι στη ζωή…
Γράφω για να μην αυτοκτονήσω…»
…αλλά η Κατερίνα Γώγου σε λίγους μήνες αυτοκτόνησε. 
Πρόσφερε στον εαυτό της μιαν οργισμένη κάθαρση. 
Χωρίς να είναι άοπλη. 
Κι ας έλεγε το αντίθετο… 
Ράγισε τη φωνή της. 
Έπρεπε να μείνει για να προλάβει. 
Γιατί οι ποιητές που δεν φεύγουν πάντα κάτι προλαβαίνουν…
Είναι όμως κι άλλοι που με τη φυγή τους προλαβαίνουν περισσότερα. 
Ίσως ανήκει και σ’ αυτούς. 
Όμως το θάνατο και τα χάπια δεν της τα έδωσε ο εαυτός της αλλά ο ανεκπλήρωτος έρωτας για τη ζωή των άλλων. 
Είχε η ίδια «Έρωτα θανάτου»;
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΩΓΟΥ..., ΑΦΙΕΡΩΜΑ Ή ΜΟΝΟΛΟΓΙΑ
Γιώργος Τσακιράκης 

ΙΔΙΩΝΥΜΟ
1
Κοίτα πώς χάνονται οι δρόμοι
μες τους ανθρώπους…
Τα περίπτερα πώς κρυώνουνε
απ’ τις βρεμένες εφημερίδες
ο ουρανός
πώς τρυπιέται στα καλώδια
και το τέλος της θάλασσας
από το βάρος των πλοίων
πόσο λυπημένες είναι οι ξεχασμένες ομπρέλες
στο τελευταίο δρομολόγιο
και το λάθος εκείνου που κατέβηκε
στην πιο πριν στάση
τα αφημένα ρούχα στο καθαριστήριο
και τη ντροπή σου
ύστερα από δυο χρόνια που βρήκες λεφτά
πώς να τα ζητήσεις
πώς τσούκου τσούκου
αργά μεθοδικά
μας αλλιώνουνε
να καθορίζουμε τη στάση μας στη ζωή
από το στυλ της καρέκλας…
7
Πόσο νωρίς φεύγει το φως απ’ τη ζωή μας αδερφέ μου…
Μέσα απ’ τα αλλεργικά μας βλέφαρα
μπας και την πάρουμε πρέφα
μακραίνει χάνεται…κοίτα έγινε κουκίδα στρίβει γωνία…πάει…
Σκοτεινιάααα!!
Αρνητικά φωτογραφίας κοιτάω και είναι λέει άνθρωποι
κόκκινα φωτιά τα μάτια τους παγιδευμένων λύκων
νύχια δανεικά – πώς τους κατάντησαν έτσι – ξένες μασέλες
βδέλλες κολλάνε στο λαρύγγι μας τραβάνε τα κουμπιά μας
μπας και τη βγάλουμε λιγάκι ακόμα.
Είναι εκείνοι του τραίνου – τους θυμάμαι καλά –
που όταν κανονίσαμε το πρώτο μας όνειρο να πάμε εκδρομή
μας πέταξαν στις τεντωμένες ράγες του ηλεκτρικού
σαν άδεια σακιά σ’ αφύλαχτη διάβαση
για υπερβάλον βάρος.
Όσοι «ζήσαμε» γραμμένο με εισαγωγικά
χιλιάδες κάνες κοντράρουνε πάνω μας
απ’ την ταράτσα του ΟΤΕ
κρύο κρύο και μελό με το μακό μας φανελάκι
κάνουμε τάχα πως έχουμε παλτό
κι ένα -είδες – όλοι μας τόχουμε –
βυσινιό νεύρο κάτω απ’ το μάτι μας βαράει ακόμα.
Πόσο ακριβή είν’ αδερφέ μου η ζωή
πόσο φτηνήνανε τα είδη κουράγιο ρε.
Μερικές φορές – μα δεν το βάζω κάτω –
έρχονται τούμπα τα αντικαταθλιπτικά
και γέρνει η παλάτζα
δεν έχει άλλο μπρος
σκύβω τότε και παίρνω στα δόντια μου
το ματωμένο μου μυαλό και πάω πίσω πίσω
γυρίζω πίσω να σωθώ
κι ύστερα δε βρίσκω το δρόμο
γιατί κι εκεί είναι σκατά – σα να μη τόξερα –
παντού σπασμένες σιδεριές και θραύσματα οβίδας
τρομάζω τα χάνω με το παραμικρό και δεν έχω πού να πάω
μονάχα η πόρτα της ΥΠΕΡΑΓΟΡΑΣ είν’ ανοιχτή
και χώνομαι μέσα
κοιτάω σαν αρπαχτικό πού πάνε τα λεφτά
και την αξία χρήσης.
Ντελίριουμ Τρέμενς το λέν’ αυτοί ΕΓΩ ΘΕΛΩ ΝΑ ΚΛΕΨΩ
Βάζω τότε μπροστά όλα τα στερεοφωνικά να παίζουν μαζεμένα
κάθε μάρκα κι άλλο σκοπό
και τα μεγάφωνα στο φουλ να σπάσουνε τ’ αφτιά τους
…………………………………………………………
-Θ’ ΑΝΟΙΞΕΙ – ο δρόμος το στόμα
τα μάτια η καρδιά και το μυαλό.
Έτσι να κάνουμε θα πέσει η πόρτα.
Κι η μηχανή με το αρχαίο φιλμ. Μη. Μη συνέχεια οι άνθρωποι
μαύρα αρνητικά και μεις ΚΑΜΕΝΟΙ ΗΛΙΟΙ.