Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2018

«Μα χαμήλωσε τα μάτια σου, κακομοίρη, κοίταξε στα πόδια σου ένα παιδί που πεθαίνει!» Νίκος Καζαντζάκης. Και δώσε ένα τέλος σε αυτή την τραγωδία που ούτε οι λέξεις πια δεν μπορούν να περιγράψουν.

Της Μαρίας Φράγκου
Οι εικόνες από τη διάσπαρτη με αίμα Συρία συγκλονίζουν. 

Οι σελίδες των εφημερίδων, τα τηλεοπτικά κανάλια, το διαδίκτυο πλημμύρισαν με αίμα. 
Με φωτογραφίες και σκηνές από τη Συρία που αφανίζεται, λες, σιγά σιγά από το χάρτη. 
Τι θα μείνει σε αυτή τη χώρα που βομβαρδίζεται ανηλεώς, που μόνο ερείπια έμειναν να θυμίζουν την άλλοτε κραταιά χώρα της περιοχής; 
Τι θα μείνει στις ψυχές των ανθρώπων που βλέπουν έναν-έναν τους διπλανούς τους να ξεψυχούν; 
Ποια θα είναι και πώς η ζωή των παιδιών, όσων επιζήσουν από τη φρίκη του πολέμου;

Συγκίνηση και θλίψη για αυτά που βλέπεις, οργή και αγανάκτηση για αυτούς που επιτρέπουν το θανατικό, την καταστροφή. 
Και που με τρόπαιο τις ρημαγμένες ψυχές των κατοίκων της Συρίας μοιράζουν και πάλι τον κόσμο, αναλόγως συμφερόντων.

«Μα χαμήλωσε τα μάτια σου, κακομοίρη, 

κοίταξε στα πόδια σου ένα παιδί που πεθαίνει!» 
Τραγικά επίκαιρος ο Νίκος Καζαντζάκης. 
Πέθανε το 1957 και το έργο του «Αναφορά στον Γκρέκο» γραφόταν πολύ πριν. 
Κι όμως, λέξεις, φράσεις, προσαρμόζονται στις μέρες μας, λες και έγραφε για τα μελλούμενα, όσο κι αν δεν είχε υπόψιν του ασφαλώς τα παιδιά της Συρίας. 
Μόνο που «εγώ σε ήθελα να πεινάς, να ’χεις παιδιά και να πεινούν, να κρυώνεις, να κρυώνουν, να θες να δουλέψεις και να μη σου δίνουν δουλειά…» 
Είτε για τη Γούτα της Συρίας το πεις, είτε για τη Γάζα της Παλαιστίνης το πεις, για τα υποσιτισμένα παιδιά της Αφρικής το γράψεις, αντικατοπτρίζεις δυστυχώς μια πραγματικότητα για την οποία εμείς οι αδύνατοι και ανίσχυροι ντρεπόμαστε, αλλά αυτοί που κρατούν τα σχοινιά και διαφεντεύουν τον κόσμο ούτε από ντροπή κοκκινίζουν ούτε από τύψεις υποφέρουν.

Μια ανθρώπινη τραγωδία εκτυλίσσεται τόσο κοντά, αλλά τόσο μακριά μας. 
Και η διεθνής κοινότητα δεν τα βρίσκει ούτε για να αποφασίσει για μιαν εκεχειρία, πόσω μάλλον για τερματισμό του πολέμου.

Κι όσο οι ισχυροί της γης μοιράζουν τα ιμάτια των Σύρων, ένας ολόκληρος λαός ξεκληρίζεται. 
Παιδιά που έμειναν πίσω ζουν τον τρόμο και τη βία, πεθαίνουν από τις βόμβες, τα αέρια, τη δίψα, την πείνα. 
Πεθαίνουν από τον τρόμο που ζουν όταν η αίθουσα του σχολείου τους γκρεμίζεται από τους βομβαρδισμούς, όταν ο πατέρας, η μάνα, ο αδελφός, ο γείτονας πεθαίνει δίπλα τους.
«Μα χαμήλωσε τα μάτια σου, κακομοίρη, κοίταξε στα πόδια σου ένα παιδί που πεθαίνει!» 
Νίκος Καζαντζάκης.
Και δώσε ένα τέλος σε αυτή την τραγωδία που ούτε οι λέξεις πια δεν μπορούν να περιγράψουν.
Από το dialogos
Σᾶς ρωτᾶνε «Γιατί!» 
Ἀπαντῆστε τους!
Ἀνάψτε ἕνα φῶς. 
Ἀπαντῆστε τους!
Νικηφόρος Βρεττάκος
Κοιτώντας τόν κόσμο μας, διεσταλμένα
ἀπ’ τόν τρόμο τά μάτια τῶν παιδιῶν
μεγαλώνουν ὁλοένα καί περισσότερο.
Οἱ λέξεις πού ἔμαθαν ἔγιναν
ὅλες τους μόνο μιά λέξη, ἕνα «Γιατί!»
Τά μάτια τους εἶναι μιά ἀνταπόκριση
πού χωρίς διακοπή μεταδίδεται
σέ ὅλους τούς κοιμώμενους λῆπτες
τ’ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς. Ἀπαντῆστε τους!
Σᾶς ρωτᾶνε «Γιατί!» Ἀπαντῆστε τους!
Ἀνάψτε ἕνα φῶς. Ἀπαντῆστε τους!