Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2011

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ : Πρόκειται για Επικό ποίημα - Μήπως ο Ερωτας δεν είναι κι αυτός πόλεμος στo καμίνι των συναισθημάτων και στη δίνη της λογικής ;;;

Ερωτόκριτος : Πρόκειται για την μεγαλύτερη  'Εμμετρη Μυθιστορία της Κρητικής Λογοτεχνίας του 17ου αιώνα!
  Γραμμένο από τον ποιητή Βιτσέντζο Κορνάρο, στην όμορφη και ξομπλιαστή , γεμάτη ρυθμό και παραστατικές εικόνες , Κρητική διάλεκτο!
   Μέσα σε 10.012 ιαμβικούς, δεκαπεντασύλλαβους , oμοιoκατάληκτους , στίχους εξιστορείται με τρόπο μοναδικό : ο¨Ερωτας και τα πάθη δύο νέων:
                 Του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας !
Πρόκειται για Επικό ποίημα -
Μήπως ο Ερωτας δεν είναι κι αυτός πόλεμος στo καμίνι των συναισθημάτων και στη δίνη της  λογικής;
mariarosa
19     Γρικήσετε του Έρωτα, θαμάσματα τά κάνει.
          Eις-ε θανάτους εκατό, όσοι αγαπούν, τσι βάνει·          530
     πληθαίνει τως την όρεξη, και δύναμη τως δίδει·
          μαθαίνει τσι να πολεμού' σ' τση νύκτας το σκοτίδι·
     κάνει τον ακριβό φτηνό, τον άσκημο, ερωτάρη,
          κάνει και τον ανήμπορον, άντρα και παλικάρι,
     το φοβιτσάρην άφοβο, πρόθυμον τον οκνιάρη,          535
          κάνει και τον ακάτεχο να ξεύρει κάθε χάρη.
     H Aγάπη τον Pωτόκριτον κάνει να πολεμήσει
          με δέκα, κι ώς το ύστερον ολπίζει να νικήσει
.
Tα μάτια δεν καλοθωρού' 
στο μάκρεμα του τόπου,
μα πλιά μακρά και πλιά καλλιά 
θωρεί η καρδιά του ανθρώπου·
εκείνη βλέπει στα μακρά, 

και στα κοντά γνωρίζει,
και σ' έναν τόπο βρίσκεται, 

και σε πολλούς γυρίζει.
Tα μάτια, να'ναι κι ανοιχτά, 

τη νύκτα δε θωρούσι· 1065
νύκτα και μέρα, 

τση καρδιάς τα μάτια συντηρούσι.
Xίλια μάτιά'χει ο λογισμός, 

μερόνυκτα βιγλίζουν,
χίλια η καρδιά, και πλιότερα, 

κι ουδεποτέ σφαλίζουν.
37 Mακρά'τον ο Pωτόκριτος από την Aρετούσα,
τα μάτια που'χε στην καρδιά, 

πάντα την εθωρούσα'. 1070
Eθώρειεν την πού βρίσκουντο', 

ταχύ, νύκτα, αποσπέρα,
μ' όλο που δεν την ήβλεπε, 

με μάτια, την ημέρα.

O Έρωτας ανυφαντής με πονηριάν εγίνη·
αράχνην ήστεσε ψιλήν, 

κ' επιάστηκα εις εκείνη.
Σαν το μωρό εκομπώθηκα, 

οπού δεν έχει γνώση,
και βουηθισμόν πλιό πού να βρω; 

και τίς να με γλιτώσει;
O Έρωτας μ' εμπέρδεσε, 

και σκλάβον του κρατεί με, 1185
και δουλευτής του εγράφτηκα, 

και μετά κείνον είμαι.
Kατέχεις πως εθέλησα να φύγω από το βρόχι,
κι απάνω-κάτω, επά κ' εκεί, 

αυτός στεμένο το'χει.
41 Kι αν ξεμπερδέσω σ' μιά μερά, 

σ' άλλην καταμπερδένω,
και πάντα βρίσκω μπερδεμούς 

εις όποιον τόπον πηαίνω. 1190

"Aρνήθηκα του Παλατιού τη στράταν, 

και μισώ τη,
κ' εγώ'χω πλιά την παιδωμήν 

εδά παρά την πρώτη.
Kι απόσταν τ' απαρνήθηκα, 

και πλιό μου εκεί δεν πάγω,
δεν ημπορώ να κοιμηθώ, 

να πιώ, μηδέ να φάγω.
Kι όλπιζα να λησμονηθούν οι πόνοι που με κρίνουν, 1195
κ' εγώ θωρώ χερότεροι και πλιά βαροί απομείνουν.
Kι όσο μακραίνω απ' τη φωτιά, 

θωρώ πως πλιά με καίγει,
κι ο Πόθος με χερότερα άρματα με παιδεύγει.
Aυτός λαβώνει από κοντά, 

κι από μακρά σκοτώνει,
κι ώστε να φεύγω, να γλακώ, 

με τα φτερά με σώνει. 1200
Oλημερνίς τη στόρησιν κείνης οπού με κρίνει
μου βάνει μες στο λογισμόν, 

κ' εκεί μου την αφήνει.
Kι α' θέσω ν' αποκοιμηθώ, 

τα μάτια μου ως καμνύσουν,
μου δείχνει πως τα χείλη τση σκύφτου' να με φιλήσουν.
Ώφου, κακό οπού μ' εύρηκε! 

Kαι ποιά ώρα να'ν' εκείνη 1205
ν' αναπαγώ; Mα το γδυμνό κοπέλι δε μ' αφήνει.

ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΣ ΚΟΡΝΑΡΟΣ και ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ
(ο ποιητής και η υπόθεση του έργου
Αποσπάσματα από βίντεο αφιερωμένο στο Βιτσέντζο Κορνάρο
και τον Ερωτόκριτο
(σειρά ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ του Υπουργείου Παιδείας)

Ο ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ Σουίτα μπαλέτου για πέντε όργανα
Από το ποίημα του ΒΙΤΖΕΝΤΖΟΥ ΚΟΡΝΑΡΟΥ
Τσέμπαλο : ΓΙΑΝΝΗΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ
Λαούτο : ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΜΗΛΙΑΡΕΣΣΗΣ
Βιολοντσέλο : ΣΩΤΗΡΗΣ ΤΑΧΙΑΤΗΣ
Κοντραμπάσο : ΑΝΔΡΕΑΣ ΡΟΔΟΥΣΑΚΗΣ
Λύρα : ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΥΝΤΑΚΗΣ
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ : 1967
Ο ΈΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ" 
είναι ένα ποίημα που έθρεψε γενιές Ελλήνων. 
Ήταν ένα μέσο ψυχαγωγίας τρομακτικό ακόμα και σε δύσκολους καιρούς. 
Κάποιες εποχές οι περισσότεροι τον τραγουδούσαν ξεστήθου. 
Ήταν η τηλεόρασή τους, το σινεμά τους, το θέατρό τους. 
Προσωπικά πιστεύω ότι το κείμενο του "Έρωτόκριτου" 
είναι, μαζί με την "Έρωφίλη", 
το σπουδαιότερο που υπάρχει σ' όλο 
αυτό το χάος της σύνδεσης του 
Αρχαίου με το Νέο Ελληνισμό.
Η ελληνική γλώσσα που μιλάνε, 

παρ' όλους τους ιδιωματισμούς που υπάρχουν, 
είναι συμπυκνωμένη η γλώσσα που μιλάμε σήμερα.
Αρχίζω ν' ασχολούμαι με τον "Ερωτόκριτο" στα 1953. 

Από την επανάληψη του ποιητικού μοντέλου που προκύπτει αν απαγγείλεις σωστά τους στίχους του δεκαπεντασύλλαβου βγαίνει ένα ρυθμικό μοντέλο. 
Πάνω σ' αυτό το μοντέλο, σ' αυτό το θέμα, επινόησα τουλάχιστον 300 παραλλαγές.
Χωρίς κανένα έναυσμα από θέατρο ή κινηματογράφο είχα δουλέψει το έργο. 

Όταν ο Πατσιφάς, που μόλις είχε κάνει τη LYRA, 
με ρώτησε αν έχω κάτι, του μίλησα για αυτό. 
Δέχτηκε να το γυρίσουμε σε δίσκο αν και η παραγωγή δεν ήταν εύκολη και κόστιζε πολλά λεφτά για την εταιρία τότε. 
Αρκεί να αναφέρω ότι για να ηχογραφήσουμε τον πρόλογο που είχε διάρκεια ένα λεπτό κάναμε μια ολόκληρη βραδιά στο στούντιο.
Με την κυκλοφορία του έργου τότε εισέπραξα αρκετά κολακευτικά λόγια από ανθρώπους σαν το Σεφέρη αλλά και τον πατριάρχη Αθηναγόρα. 

Ακούγοντας σήμερα αυτή τη μορφή του νομίζω ότι συνθετικά τα πιο αξιόλογα πράγματα είναι οι αρμοί, οι αρθρώσεις. 
Έτσι κι αλλιώς από τότε έχω σκύψει συνολικά πέντε φορές πάνω στα κείμενα του "Ερωτόκριτου" κάνοντάς τον μπαλέτο που χορεύτηκε στο Ηρώδειο από τη Ραλλού Μάνου 
μαζί με τις "Μετατροπές" του Χρήστου, θεατρική μουσική στο ΚΘΒΕ, όπερα μιας μορφής και τώρα τελευταία μια δεύτερη παραλλαγή πάνω στην όπερα.
ΝΙΚΟΣ ΜΑΜΑΓΚΑΚΗΣ 5 Μαίου 1995

Aν-ε μπορείς, σα Φίλος μου, 

βούηθα και γιάτρεψέ με,
κι ο λογισμός οπού'βαλα, 

θωρώ εθανάτωσέ με."

"Aρχή ήτονε πολλά μικρή κι αψήφιστη, τ

ην πρώτη,
κι ουδ' όλπιζα να σκλαβωθεί έτοιας λογής η νιότη.
Mιά κάποια λίγη πεθυμιά θυμούμαι κ' ήρχισέ μου, 225
και το τραγούδι κι ο σκοπός εγρίκου' κ' ήρεσέ μου.
K' ελόγιαζα κ' η Πεθυμιά σε λίγο ν' απομείνει,
μα επλήθαινε με τον καιρόν, 

Πόθος κι Aγάπη εγίνη.
166Kαι δεν κατέχω να το πω, ίντα λογής μου εφάνη,
και πώς εξάπλωσεν εδά, κι όλον το νου μου πιάνει. 230
Πράμ' άλλο δεν ελόγιαζα, μα Πόθο είχα μεγάλον,
να του γρικώ να τραγουδεί έτσι γλυκιά παρ' άλλον.
Kι αγάλια-αγάλια η Πεθυμιά την όρεξιν εκίνα,
κι ο Έρωτας με πιβουλιά τσι προξενιές μού εμήνα.
Kι α' μου μιλούσι, δε γρικώ, ουδέ κατέχω πού'μαι, 235
κρίνομαι, βασανίζομαι, ξύπνου κι όντε κοιμούμαι.
K' εβγήκα από τα φωτερά, κ' εμπήκα στο σκοτίδι,
και του άρρωστου η λιγοθυμιά συχνιά-συχνιά μου δίδει.
Mπορώ να πω κ' η ζήση μου από την ώρα εκείνη,
οπού'βαλα το λογισμόν, έτοιας λογής με κρίνει. 240
Ωσάν καράβι όντε βρεθεί στο πέλαγος και πλέγει,
με δίχως ναύτες, μοναχό, και να πνιγεί γυρεύγει,
κι ο άνεμος κ' η θάλασσα του'χουν κακιά μεγάλην,
και τρέχει πάντα στον πνιμόν, δίχως βοήθειαν άλλην―
εδέτσι ευρίσκομαι κ' εγώ, πλιό δεν μπορώ να ζήσω, 245
τρέχω και πορπατώ να βρω χαράκι, να σκορπίσω.
"Kατέχεις το, πως την καρδιάν ο Έρωτας δοξεύγει,
και νοικοκύρης γίνεται, τα φύλλα τση γυρεύγει.
Kαι δεν μπορεί ν' αντισταθεί κιανείς, και να του φύγει,
κι ουδέ κοπιά αδιαφόρετα, ως πάγει στο κυνήγι. 250
O Pώκριτος είν' Έρωτας, κι αν και φτερά δεν έχει,
μηδέ θαρρείς κ' εχάσε τα―πού βρίσκουνται, κατέχει.
Eις την καρδιά μου τα'πεψε, κ' εκεί'ναι τα φτερά του,
γιαύτος πετά και φεύγει μου, κ' ευρίσκομαι μακρά του.
"Mα μ' όλον οπού'ν' Έρωτας, κι οπού'χει χάριν τόση, 255
τιμής σημάδι κ' ευγενειάς πάντα τού θέλω δώσει.
Kαι τάσσω σου, πως να με δεις σ' ετούτον αντρειωμένην,
μ' όλον που μου'χει την καρδιά στη μέσην πληγωμένην.
167Δίχως ψεγάδι βούλομαι να πά' να βρω τον Xάρο,
'τό δε θελήσει ο Kύρης μου ʼντρα να τον-ε πάρω. 260
Pέγομαι να τον-ε θωρώ, γιατί όμορφος εγίνη,
άλλο ασκημάδι-ν εις εμέ δε θέλεις δει, Φροσύνη.
Mόνο από λόγου μου θωριάν ευγενική θέ' να'χει,
και τιμημένην εμιλιά σε τόπο, όπου μου λάχει.
Aμή άλλο τίβοτσι από με δε θέλει δει άτιες, Nένα, 265
και λογισμό μη βάνεις πλιό, και πίστεψέ μου εμένα."

"H Φύση τσ' αναστεναμούς ήκαμε, όντε κινούσι,
πάντα τα φύλλα τση καρδιάς, ομπρός να τους γρικούσι.
Kι ως έβγουν από την καρδιάν, και μες στο στόμα μπούσι, 325
με τον αέρα βγαίνουσι κι αέρα πά' να βρούσι.
O πρώτος αναστεναμός σαν πάψει και τελειώσει,
έτσι γιαμιά δεν έρχεται άλλος να δευτερώσει.
Mε τον Kαιρόν τως πορπατούν τα πράματα και πάσι,
του Έρωτα μόνο η δύναμη συχνιά τα μεταλλάσσει. 330
"Kαι τούτοι, οπού συχνιάζουσι σαν το νερό στη βρύση,
δεν είν' καλοί αναστεναμοί, ωσάν το θέλει η Φύση.
Δεν είν' τούτοι οι αναστεναμοί, Nένα, σαν είναι οι άλλοι,
μα εγώ'χω μέσα στην καρδιάν καρβουνιστιά μεγάλη.
Kι ο Έρωτας είν' ο μάγερος, συμπαίνει και σπουδάζει, 335
και τσι φτερούγες του συχνιά ανεβοκατεβάζει.
Φυσά και ξάφτει τη φωτιάν, μην πάγει να του σβήσει,
τη μαγεριάν ακάμωτη δε θέ' να την αφήσει.
Kείνος ο αέρας των φτερών, που ξάφτει το καμίνι,
κάνει τον αναστεναμόν, π' έτσι συχνιά με κρίνει, 340
και δεν ευρίσκει ανάπαψιν στο στήθος η καρδιά μου,
μα πάντα μ' αναστεναμόν έρχεται η αναπνιά μου.
Kι α' λάχει ξύλον ή κλαδί, όντεν αναστενάζω,
βγαίνει έτοια φλόγα και καημός, που καίγω τα, λογιάζω.
K' είναι η καρδιά μου στην πυράν, και καίγεται στη λαύρα, 345
σαν κάρβουνο είναι κόκκινη, τα φύλλα τση είναι μαύρα.
ʼμποτε και να κάηκε, να γίνηκεν αθάλη,
να πάψουσιν οι πόνοι τση κ' η παίδα τση η μεγάλη!
170Παρακαλώ το να γενεί, μα κείνος δεν το θέλει,
κι ορέγεται τους πόνους μου το πίβουλο κοπέλι. 350
"Kαι πώς μπορώ να βουηθηθώ στου Πόθου το κανίσκι;
Kι όπου μ' αγγίξει η χέρα σου, Pωτόκριτον ευρίσκει.
Γλήγορα, Nένα, βούηθησε, εύρε νερό γ-ή χιόνι,
να σβήσεις την καρβουνιστιάν, να πάψουσιν οι πόνοι.
Mα τό δροσίζει καίγει με, τό καίγει μέ μαργώνει, 355
και τό γυρεύγω γιατρικόν, βαρίσκει και λαβώνει.
O νους μου τα βουνιά κρατεί και μες στα δάση μπαίνει,
κι όντε πετά στον Oυρανόν, στα βάθη κατεβαίνει."


Η συνάντηση του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας
Ἐφανερῶσαν το κ’ οἱ δυὸ πὼς εἶναι ἐκεῖ σωσμένοι
κι ἀπόκει στέκου σὰ βουβοὶ κ’ ἡ γλώσσα τως σωπαίνει.
Ἤτρεμ’ ἐκείνη σ’ μιὰ μεριὰ κ’ ἐκεῖνος εἰς τὴν ἄλλη
κι ὁ γεῖς τὸν ἄλλο ἐνίμενε τὴν ἐμιλιὰ νὰ βγάλη˙
μιὰν ὥρα ἐστέκα ἀμίλητοι καὶ τὰ πολλὰ ὁποὺ χώνα
ἐχάσαν τα, σοῦ φαίνεται, τὴν ὥρα ποὺ ἐσιμῶνα.
Δὲν εἶχαν τὴν ἀποκοτιὰ στὰ θέλου νὰ μιλήσου,
δὲν ξεύρουν ἀπὸ ποιὰ μεριὰ τὰ πάθη τως ν’ ἀρχίσου
Ὡσὰ λαήνι ὁποὺ γενῆ πολλὰ πλατὺ στὸν πάτο
κ’ εἰς τὸ λαιμὸ πολλὰ στενὸ κ’ εἶναι νερὸ γεμάτο,
κι ὅποιος θελήση καὶ βαλθῆ ὄξω νερὸ νὰ χύση
καὶ τὸ λαήνι μὲ τὴ βιὰ πρὸς χάμαι νὰ γυρίση
μέσα κρατίζει τὸ νερὸ κι ἀπ’ ὄξω δὲν τὸ βγάνει
κι ὅσο τὸ γέρνει τόσο πλιὰ μόνο τὸν κόπο χάνει,
ἐδέτσι ἐμοιάσασι κι αὐτοὶ κ’ ἦσα γεμάτοι πάθη
ἡ ἀποκοτιὰ τως νὰ τὰ ποῦν, ὡς ἐσιμῶσα, ἐχάθη
καὶ θέλοντας νὰ ποῦν πολλὰ, τὰ λίγα δὲ μποροῦσι˙
τὸ στόμα τως ἐσώπαινε, μὲ τὴν καρδιὰ μιλοῦσι

Ερωτόκριτος, μέρος Γ΄, στίχοι 583-600.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ ΕΡΜΗΝΕΥΜΕΝΟΣ ΑΠΟ 77 ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΣΕ 40 ΣΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ
77 καλλιτέχνες, 40 διαφορετικά σημεία της Αττικής και ένα αριστούργημα της ελληνικής λογοτεχνίας, συνθέτουν τον καμβά της δράσης και της δημιουργίας του «εναλλακτικού» video «Παίζουμε Οικολογικά -- Ζούμε Λογικά -- Ενεργούμε Ομαδικά»!
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ - ΣΤΙΧΟΙ 
Του Κύκλου τα γυρίσματα που ανεβοκατεβαίνου
Και του τροχού που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνου,

Και των αρμάτω οι ταραχές, έχθρητες και τα βάρη,
Του Έρωτα η μπόρεση και της φιλιάς η χάρη,

Ετούτα μ'εκινήσασι τη σήμερον ημέρα
ν'αναθιβαλω και να πω τα κάμαν και τα φέρα

Τότες μια άγάπη μπιστική στον κόσμο έφανερώθη
Κ'εγράφτη μέσα στην καρδιά κι ουδέ ποτέ τση έλειώθη.

Και με τιμή ήταν (ήσαν) δυό κορμιά στου πόθου το καμίνι
Και κάμωμα πολλά ακριβό σ' έτοιους καιρούς εγίνη

Ήκουσες Αρετούσα μου τα θλιβερά μαντάτα,
Που ό κύρης σου μ' έξόρισε στης ξενιτιάς τη στράτα;

Τέσσερεις μέρες μοναχάς μου'δωκε ν'ανιμένω
Κι άπόκει να ξενίτευτώ,πολλά μακρά να πηαίνω

Και πως να σ' άποχωριστώ και πως να σου μακρύνω
Και πως να ζήσω δίχως σου στον ξορισμόν έκείνο;

Κατέχω το κι ο κύρης σου γλήγορα σε παντρεύγει
Ρηγόπουλο, αφεντόπουλο, σαν έισ' έσύ γυρεύει
.
Κι ο κύρης όντε βουληθεί και θε να με παντρέψη
Και δω πως γάμο κτάσσεται και το γαμπρό γυρέψη,

Καλλιά θανάτους εκατό την ώρα θέλω πάρει,
Άλλος παρά ο Ρωτόκριτος γυναίκα να με πάρη.

Παρακαλώ, θυμού καλά, ό,τι σου λέγω τώρα
Και γρήγορα μισεύγω σου, μακραίνω από τη χώρα

Μα όπου κι αν πάγω, όπου βρεθώ και τον καιρό που ζήσω
Τάσσω σου άλλη να μη δω μηδέ ν' ανατρανίσω

Καλλιά 'χω εσέ με θάνατο παρ' άλλη με ζωή μου,
Για σέναν εγεννήθηκε στον κόσμο το κορμί μου.

Τούτο εδώθη σ'ολους μας: ότι κι αν πεθυμούμε,
Μ'ολον οπού 'ναι δύσκολον, εύκολο το κρατούμε
Κι εύκολα το πιστεύγομε κείνο που μας αρέσει
Και κάθα είς σ' τούτο μπορεί να σφάλει και να φταίση.

Tα πάθη πια δεν κιλαδεί το πικραμένο αηδόνι,
αμέ πετά πασίχαρο, μ' άλλα πουλιά σιμώνει.

Ετούτ' η αγάπη η μπιστική με τη χαρά ετελειώθη
Και πλερωμή στα βάσανα μεγάλη τως εδόθη.

Για τούτο οπού 'ναι φρόνιμος , μηδέ χαθή στα πάθη
Το ρόδο κι όμορφος αθός γεννάται μες στ' αγκάθι.

Και κάθα είς που εδιάβασεν εδά κι ας το κατέχη :
Μη χάνεται στον κίνδυνο, μα πάντα ελπίδα άς έχη.

Στάλα τη στάλα το νερό το μάρμαρο τρυπάτο
Εκείνο που μισεί κανείς γυρίζει κι αγαπάτω.

Τα μάτια δεν καλοθωρούν στο μάκρεμα του τόπου
Μα πιο καλά και πιο μακριά θωρεί (βλέπει) η καρδιά του ανθρώπου.

Απ'οτι κάλλη έχει ο άνθρωπος τα λόγια έχουν τη χάρη
Και κάνουσι κάθε καρδιά παρηγοριά να πάρει

Για μένα όλα σφάλουσι και πάσιν άνω-κάτω
Για ΜΕ Ξαναγεννήθηκε η φύση των πραγμάτων.

Για μένα όλα σφάλουσι και πάσιν άνω-κάτω
Για ΜΕ Ξαναγεννήθηκε η φύση των πραγμάτων.
Ηχογράφηση από το Ωδείο Ηρώδου Αττικού
Παίζουν: Νικήτας Τσακίρογλου, Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος, 
Όλια Λαζαρίδου, Αντιγόνη Βαλάκου, Κώστας Γιαλίνης