Ο πιτσιρικάς με τον τενεκέ στο χέρι περπατούσε τοίχο τοίχο, είχε το κεφάλι σκυμμένο και σταματούσε κάθε τόσο για να καλύπτεται πίσω από τους ηλεκτρικούς στύλους. Οι σφαίρες σφύριζαν πάνω από το κεφάλι του, αλλά αυτός δεν σκόπευε να εγκαταλείψει το σχέδιό του. Δεν θα ήταν πάνω από δώδεκα χρόνων, αδύνατος, με χέρια σαν καλάμια και πυκνά μαύρα μαλλιά.
Διέσχισε τη Βασιλίσσης Σοφίας σαν αστραπή και έφτασε στη Ριζάρειο Σχολή, δίπλα ακριβώς από μια πηγή που ανέβλυζε νερό, πόσιμο είχαν πει στη γειτονιά. Γέμισε τον τενεκέ με όσο νερό μπορούσε να σηκώσει και πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Λίγο πριν φτάσει στη λεωφόρο, οι ριπές από τα πυροβόλα και οι εκρήξεις από τους όλμους τον έκαναν να πέσει κάτω για να γλιτώσει. Σύρθηκε μέχρι τις ράγες ενός ακινητοποιημένου τραμ, ανάμεσα στον όγκο από τα παλιοσίδερα ένιωθε πιο ασφαλής. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να μην τρυπήσει ο τενεκές, να μην πάει χαμένος ο κόπος του.
Πρώτος τον είδε εκεί ο Έρικ, οδηγούσε το Φορντ με το σήμα του Ερυθρού Σταυρού, έκανε νόημα στον Αγραφιώτη να πλησιάσει και έστριψε προς το μέρος που είχε βρει καταφύγιο ο πιτσιρικάς. Ο Αγραφιώτης είδε τους στρατιώτες της Ιεράς Ταξιαρχίας να είναι ταμπουρωμένοι στη Ριζάρειο και να πετούν χειροβομβίδες προς τους ελασίτες που βρίσκονταν νότια, στην πλευρά του Παγκρατίου. Μόλις πλησίασαν τον μικρό, ο Νίκος άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού και έτρεξε δίπλα του. «Έμπα μέσα γρήγορα», φώναξε. Ο πιτσιρικάς δίστασε για μια στιγμή, είδε το σήμα του Σταυρού και πείστηκε, χώθηκε στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου. Ο Αγραφιώτης πήρε τον τενεκέ, ήταν ανέπαφος και τον στρίμωξε στα πόδια του, τα παπούτσια του βράχηκαν από το νερό, που πετάχτηκε μόλις ο Έρικ πάτησε απότομα το γκάζι. Το αυτοκίνητό τους χώθηκε προς το Κολωνάκι ανεβαίνοντας την Πλουτάρχου. «Τι γυρεύεις εδώ, βρε μικρέ, δεν βλέπεις ότι θα σκοτωθείς;»
Ο Αγραφιώτης μάλωσε τον πιτσιρικά, αλλά ήταν ανακουφισμένος που είχε προλάβει να τον απομακρύνει πριν δεχτεί καμιά αδέσποτη σφαίρα.
«Διψάγαμε, κύριε, δεν είχαμε ούτε στάλα νερό στο σπίτι να πιούμε. Πήγα στην πηγή για να γεμίσω τον τενεκέ, δεν γινόταν αλλιώς, θα πεθαίναμε όλοι από τη δίψα» |