Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2019

ΑΙΜΑ ΚΑΙ ΘΡΗΝΟΣ ΣΤΑ ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ μια Μαύρη Δευτέρα πριν 76 χρόνια στις 13 του Δεκέμβρη 1943, όταν οι ναζί αφάνιζαν μία ολόκληρη πόλη και ο χρόνος σταμάτησε στις 14:34, όταν συντελέστηκε μία από τις μεγαλύτερες θηριωδίες στον ελληνικό χώρο κατά τη διάρκεια του Β’ παγκοσμίου Πολέμου. Οι Γερμανοί πυρπολούν τα Καλάβρυτα και εκτελούν όλους τους άνδρες πάνω από 14 χρόνων.


Το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων μέσα από πραγματικές αφηγήσεις ανθρώπων που τότε ήταν παιδιά,

βασισμένο στο βιβλίο 
«Το ημερολόγιο της εκτέλεσης. Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 1943», 
του Δημοτικού Μουσείου Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος.
[Επιμέλεια: Χρήστος Φωτεινόπουλος, 2012]
Πριν τον πόλεμο
Το 1940 ήμουν παιδί. Ζούσα στα Καλάβρυτα. 
Πριν τον πόλεμο, τα Καλάβρυτα θυμάμαι ήταν μια μικρή επαρχιακή κοινωνία, κυρίως αγροτική και κτηνοτροφική. 
Με τις δημόσιες υπηρεσίες της, τα σχολεία της, τις βιοτεχνίες της, τις γιορτές και τα πανηγύρια της, αλλά και τη Φιλαρμονική της. 
 (κρατάει ένα ποτήρι με βανίλια) Κάθε Κυριακή απόγευμα καθόμασταν με τους γονείς μου και τ’ αδέλφια μου στο καφενείο και τρώγαμε υποβρύχιο, δηλαδή ένα κουταλάκι βανίλια μέσα σε ένα ποτήρι νερό. 
Μετά κατά το βραδάκι τα παιδιά της Φιλαρμονικής, 
που την επανδρώναμε εμείς οι μαθητές του Σχολείου, ψυχαγωγούσαμε τον κόσμο. 
Ανεβασμένοι σε μια εξέδρα στην πλατεία παίζαμε διάφορους σκοπούς. 
Νιώθαμε ευτυχισμένοι. Μέχρι που… 
Κι όμως όλα ήταν αλήθεια. 
Οι Γερμανοί ήθελαν εκδίκηση. 
«Επιχείρηση Καλάβρυτα» το λέγανε. 
Έψαχναν από τη μια να βρουν και να ελευθερώσουν τους αιχμαλώτους της «μάχης της Κερπινής»
και από την άλλη να εξουδετερώσουν τους αντάρτες. 
Η «Επιχείρηση Καλάβρυτα»: Η αρχή του τέλους… 
 Κυκλοφορούσαν φήμες ότι έρχονταν οι Γερμανοί στα Καλάβρυτα από παντού. 
Όλοι φοβόντουσαν πιθανά αντίποινα. 
Ακούγαμε ότι σκότωσαν κόσμο στους Ρογούς, στην Κερπινή, στη Ζαχλωρού, ότι έκαψαν το Μέγα Σπήλαιο, ότι σκότωσαν τους καλόγερους. 
Όλα τα μαθαίναμε, αλλά δεν μπορούσαμε να τα πιστέψουμε, δε χώραγε ο νους μας τέτοια καταστροφή. 
6.000 περίπου υπολογίζονταν οι αντάρτες. 
Αρχηγός τους ο καπετάν Μίχος
Είχανε και βοήθεια από συγγενείς και φίλους που ζούσαν στην περιοχή. 
Οι Γερμανοί το ήξεραν αυτό. 
Έπρεπε λοιπόν με κάποιο τρόπο να σταματήσουν την Αντίσταση και να τρομοκρατήσουν τους κατοίκους. 
Η είσοδος στα Καλάβρυτα: ημέρες τρόμου 
 Η είσοδος των Γερμανών έγινε με τεθωρακισμένα την 
Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου του 1943


ΡΟΥΣΣΕΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΚΗ - ΑΦΙΣΣΑ ΓΙΑ ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΤΩΝ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ 

Συγκέντρωσαν όλους τους κατοίκους στην κεντρική πλατεία, 
όπου ο επικεφαλής αξιωματικός είπε ότι ήλθαν 
για να καταδιώξουν τους αντάρτες. 
Απαγόρευσαν την κυκλοφορία πολιτών στους δρόμους απειλώντας ότι θα πυροβολούν όποιον κυκλοφορεί 
και άρχισαν να πυρπολούν τα σπίτια όσων είχαν αντάρτες. 
Από τις πρώτες μέρες που ήρθαν στην πόλη, έκαιγαν και λεηλατούσαν σπίτια και μαγαζιά παίρνοντας τρόφιμα.
Το Σάββατο 11 Δεκεμβρίου το πρωί, θυμάμαι οι Γερμανοί βρήκαν τους τρεις αιχμαλώτους στρατιώτες τους από τη μάχη της Κερπινής σκοτωμένους και θαμμένους στο νεκροταφείο. 
Δεν ξέρω πώς το πληροφορήθηκαν. 
Τους ξέθαψαν, τους έκαναν νεκροψία. 

Εμένα ο πατέρας μου ήταν επιπλοποιός και τον φώναξαν να φτιάξει τα φέρετρα.
Γυρίζοντας στο σπίτι κατάχλωμος και φανερά στεναχωρημένος 
είπε στη μητέρα μου:
«Αυτή τη φορά οι Γερμανοί έχουν 
εξαγριωθεί πάρα πολύ και θα μας σκοτώσουν. 
Θα μας σκοτώσουν!» 

Το προσκλητήριο του θανάτου και ο αποχωρισμός  
Τη Δευτέρα το πρωί της 13ης Δεκεμβρίου του 1943 
ακούσαμε τις καμπάνες που ήχησαν βάναυσα μέσα στο κρύο και ομιχλώδες πρωινό. 
Μας είπαν να συγκεντρωθούμε όλοι ανεξαιρέτως στην πλατεία με τροφή μιας ημέρας και κρατώντας από μια κουβέρτα. 
Στην πλατεία υπήρχαν Γερμανοί και μας έστειλαν κάτω, προς το σχολείο. 
Στη μια αίθουσα είχαν στοιβάξει τα γυναικόπαιδα και στην άλλη όλους τους άντρες που ήταν πάνω από δεκατεσσάρων ετών. 
Γερμανοί στρατιώτες σπρώχνουν κατοίκους που κρατούν μια κουβέρτα και λίγο ψωμί και από τη δεξιά πλευρά στέλνουν τους άντρες από την αριστερή τα γυναικόπαιδα. 
Κορίτσια μπορούν να κρατούν μωρά τυλιγμένα στην αγκαλιά τους. Κλάματα. Γερμανός με βίτσα τους λέει: 
«Εσύ από εκεί» 
Μια μάνα φωνάζει:
 «Αλέκο, Αλέκο! Σταμάτα να σου δώσω λίγο ψωμί και το παλτό του πατέρα σου».
 Ένας Γερμανός ρωτά ένα αγόρι 
«Πόσο είσαι;» 
Αυτό δείχνει με τα δάχτυλα του 14 και το σπρώχνει στις γυναίκες. Γυναίκες προσεύχονται.
Το τι επικρατούσε μέσα δεν περιγράφεται. στριγκλιές, σκουζμάρια. Φωνές, κλάματα, προσευχές, ψαλμωδίες. 
Φόβος και τρόμος. Απελπισία και απόγνωση. 
Από τα πανύψηλα παράθυρα δε βλέπαμε έξω. 
Για αυτό κάθε λίγο, κάποιος ανέβαινε στην ανθρώπινη «σκαλωσιά» για να δει από το παράθυρο τι γινόταν.
 Έτσι μάθαμε ότι οι Γερμανοί αγγάρεψαν μερικούς άνδρες Καλαβρυτινούς για να κουβαλήσουν τη λεία τους από την Εθνική Τράπεζα.
Ξαφνικά ακούστηκε μια φωνή. 
«Οι άντρες βγήτε έξω». 
Στα πρόσωπά μας ζωγραφίστηκε η απορία. 
Που τους πάνε; 
Δεν πέρασε πολύ ώρα και είπαν μερικοί ότι έπεσε φωτοβολίδα. 
Εγώ δεν είδα, αλλά άκουσα ωστόσο πυροβολισμούς.
Ο γιος της Ντάνου που κοίταζε έξω από το παράθυρο σε μια στιγμή είπε: 
«Μαμά κοίταξε, καίγεται το σπίτι». 
«Δεν πειράζει αγάπη μου» του είπε,
 «θα το ξαναφτιάξουμε». 
 Καίγανε το ένα σπίτι μετά το άλλο.
 Ένας γέροντας πάνω από χρόνων είχε ανέβει στο παράθυρο και φώναζε: 
«Τώρα καίγεται του Καλδίρη το σπίτι. 
Τώρα καίγεται του Βαλιμίτη. Τώρα του Τσαρούχα.» 
Εμείς ακούγαμε και τρέμαμε. 
Ολόκληρη η πόλη είχε πάρει φωτιά. 
Είχε λαμπαδιάσει. 
Ώσπου έβαλαν φωτιά στο σχολείο να μας κάψουν.
 Ξαφνικά όσοι ήμασταν μέσα στο σχολείο νιώσαμε να πυρώνονται τα πόδια μας. Η ώρα ήταν 2.30. 
«Καιγόμαστε. Καιγόμαστε. Φωτιά!» 

ΡΟΥΣΣΕΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΚΗ- ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ 13-12-1943 


Σκούζαμε και φωνάζαμε. Τι οδυρμός. 
Οι μανάδες μας χτυπούσαν τις πόρτες, άνοιγαν τα παράθυρα και πετούσαν τα παιδιά τους έξω, όπως η μητέρα μου τον αδερφό μου κι εμένα. 
Καταφέραμε και βγήκαμε άλλος από τα παράθυρα, 
άλλος από τις πόρτες. 
Από εκεί βγήκαμε έξω στο προαύλιο και στην πλατεία 
και σκούζαμε: «Που είναι οι άντρες;». 
Η μια φώναζε «Γιώργηηηηηηηηη», 
η άλλη «Κίτσοοοοοο», η άλλη «Χρήστοοοοοο». 
Φωτιά, καπνοί… κι ο ήλιος από ψηλά λες κι έσταζε αίμα….
Η εκτέλεση 
Άνδρες με μια κουβέρτα στο χέρι και λίγο ψωμί προχωράνε σε σειρά. Γερμανοί τους προστάζουν να είναι σωστοί. 
Τους καθίζουν κάτω να φάνε λίγο ψωμάκι. 
Κάποια στιγμή τους σηκώνει όρθιους. 
Ο Πάνος Γεωργαντάς φώναξε δυνατά: 
«Των πολλών ο θάνατος, ουκ έστι θάνατος!» 
Αρχίζουν οι πυροβολισμοί και πέφτουν κάτω.
14 (αγόρι).
 Ήμασταν 700 περίπου. 
Εγώ ήμουν ένας από τους δεκατρείς που σώθηκαν. 
Μόλις άρχισαν τα πολυβόλα να μας βαράνε έπεσα κάτω μπρούμυτα και δεν με βρήκε η σφαίρα. 
Περίμενα να σταματήσουν οι πυροβολισμοί. 
Δεν κουνιόμουνα μέχρι να φύγουν. 
Κάποια στιγμή ανασήκωσα δειλά – δειλά το κεφάλι μου και είδα τους Γερμανούς να φεύγουν. 
Σηκώθηκα. Τι να δω! 
Στρώμα τα πτώματα. 
Ξεκίνησα για το λαγκάδι για να πλυθώ. 
Πάταγα πάνω στα πτώματα. 
Δεν κοίταζα κάτω για να μη βλέπω που πατάω. 
Ο απεγκλωβισμός και η περιπλάνηση 
Εμείς οι γυναίκες με τα παιδιά που καταφέραμε να βγούμε από το Σχολείο που καιγόταν είδαμε Γερμανούς να κατεβαίνουν από ένα μονοπατάκι πίσω από το γυμναστήριο και να κατευθύνονται τραγουδώντας προς τις γραμμές. 
Στη συνέχεια ακούσαμε την κυρά Βασίλω να φωνάζει: 
«Ελάτε απάνω, κουρούνες, σκοτώσανε τους ανθρώπους μας στου Καπή τη ράχη!»
H «Ράχη του Καπή», όπου εκτελέστηκαν 800 Καλαβρυτινοί
 Η αναζήτηση και η φριχτή ανακάλυψη 
Μόλις φτάσαμε στη λάκα του Καπή είδαμε εκείνο το κακό. Προχωρούσαμε πάνω στο Γολγοθά
Πατάγαμε αίματα, όλη η πλαγιά κατακόκκινη. 
Το αίμα έφτανε μέχρι το γόνατο. 
Πώς θα αναγνώριζαμε τους δικούς μας;

Άλλες γυρεύαμε τους άντρες μας, άλλες τους γιους μας, 
άλλες τους πατεράδες και τα αδέλφια μας. 
Κι έβλεπες ένα βουβό πράμα. 
Γυναίκες να ψάχνουνε με μάτια θαμπωμένα, με πρόσωπα παγωμένα. Καθόλου κλάματα. Μόνο μια βουβαμάρα.
Τον πατέρα μου, τον Δημήτρη και τον αδελφό μου τον Νίκο τους βρήκαμε αγκαλιασμένους. 
Στη συνέχεια εγώ κι η αδελφή μου τους πήραμε σούρνοντας πάνω σε μια κουβέρτα και τους κατεβάσαμε στο νεκροταφείο. 
 Ήμασταν όλο γυναίκες και κουβαλούσαμε με όποιο τρόπο μπορούσαμε τους νεκρούς μπροστά στο κοιμητήριο. 
Η μια γυναίκα βοηθούσε την άλλη κι όλες μαζί φυλάγαμε τους σκοτωμένους να μη τους φάνε τα σκυλιά και τους ληστέψουν οι κλέφτες. 
Χτυπούσαμε και τενεκέδες για να μην τους φάνε τα όρνια.
Πώς να τους θάβαμε; 
Άλλοι πάλευαν με ξύλα, άλλοι με τα χέρια, άλλοι με φτυάρι. 
Εγώ έσκαβα με ένα σκαλιστήρι που είχε η μάνα μου στον κήπο. Σκάβαμε και μετά τους σκεπάζαμε με χώματα και πέτρες. 
Άφτιαχτοι κι αδιάβαστοι πήγαν στον άλλο κόσμο.
Η μεταφορά των νεκρών
Άντρες κείτονται νεκροί. 
Γυναίκες αλαφιασμένες ανηφορίζουν στον τόπο της εκτέλεσης. Βρίσκουν νεκρά τα αγαπημένα πρόσωπα των δικών τους. Γονατίζουν και οδύρονται σιωπηλά. 
Μια γυναίκα μονολογεί: 
«Αχ, Φέρτε μου κι ένα κουτσό, φέρτε μου ένα κουλό παιδί, 
να έχω ένα παιδί έστω και κουτσό!».
 Κάποιες τραβούν τους νεκρούς προς το κοιμητήριο.
Αναζητώντας καταφύγιο – Η πρώτη βοήθεια 
Στην πόλη των Καλαβρύτων δεν υπήρχε τίποτε όρθιο. 
Η πόλη είχε καεί εξολοκλήρου. 
Είχαν μείνει ένα δυο χαμόσπιτα τα οποία δεν ήταν δυνατόν να στεγάσουν κανένα μέσα στον σκληρό χειμώνα του Καλαβρυτινού Δεκέμβρη. 
Νηστικοί και κοκαλιασμένοι από την παγωνιά, άλλοι μέναμε σε μισοκαμένες χαμοκέλες, άλλοι στο δρόμο, άλλοι σε σπηλιές.
Λίγες μέρες αργότερα μετά την καταστροφή ήρθαν από τον Ερυθρό Σταυρό και φέρανε τρόφιμα, ρούχα και φάρμακα. 
Διοργανώθηκε κι ένα συσσίτιο για μας τα παιδιά και πηγαίναμε. 
Είχαμε ένα κουτάλι στην τσέπη και περιμέναμε πότε θα έρθει η ώρα να μας μοιράσουν το φαγητό. 
Τα Καλάβρυτα προσπαθούν να επιβιώσουν 
Εφτά χρόνια μετά τη μεγάλη καταστροφή και την απελευθέρωση οι πληγές της πόλης μας δεν είχαν κλείσει ακόμη. 
Η χαρακτηριστικότερη εικόνα που αντικρίζαμε καθημερινά, πέρα από τα χαλάσματα ήταν, οι μαυροφορεμένες και χαροκαμένες γυναίκες.
 Όλοι αναρωτιόμασταν: 
«Γιατί έπρεπε να γίνουν όλα αυτά;» 
Δεν είχαμε διαβάσει Γκαίτε, δε γνωρίζαμε τραγούδια τους, ταινίες. Ούτε καν ξέραμε που πέφτει η πατρίδα τους…. 
Τώρα σε αυτή την ηλικία δε μου μένει άλλο παρά να φωνάξω με όση φωνή έχω: 
«Σταματήστε τους πολέμους. Ποτέ πια πόλεμος!» 
(φοράει μαύρο μαντίλι) Γεννήθηκα στα Καλάβρυτα το πρωί της 13ης Δεκεμβρίου του 1943 την ημέρα της ομαδικής εκτέλεσης 696 άμαχων ανδρών και αγοριών. 
Η μέρα των γενεθλίων είναι για κάθε παιδί ημέρα χαράς. 
Για μένα ήταν και είναι ημέρα θλίψης και πένθους…
Ο πατέρας μου μόλις γεννήθηκα με είδε, με φίλησε και μετά από λίγες ώρες τον εκτέλεσαν και ξεψύχησε… 
Δε βρίσκω λόγια να περιγράψω τα συναισθήματά μου από τότε που άρχισα να νιώθω τον εαυτό μου… 
Ποιοι παράφρονες ήταν αυτοί που διέπραξαν τόσο αποτρόπαια εγκλήματα και με ποιο δικαίωμα στέρησαν σε μένα και σε όλα τα παιδιά των Καλαβρύτων ό,τι πιο πολύτιμο υπάρχει για κάθε παιδί, το γονιό του;
Στη Ράχη του Καππή δεσπόζουν πλέον ένας πέτρινος σταυρός και το γλυπτό της Πονεμένης Μάνας,
αιώνια σύμβολα μαρτυρίου εξακολουθούν να στέλνουν μηνύματα
ειρήνης και συναδέλφωσης των λαών του κόσμου.
Πρόκειται για ένα από μεγαλύτερα εγκλήματα της Ναζιστικής Γερμανίας κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. 
Στις 13 Δεκεμβρίου του 1943 δυνάμεις της "Βέρμαχτσκότωσαν 
σχεδόν όλους τους άρρενες κατοίκους των Καλαβρύτων...

Το τελευταίο ιδίως έτος της Κατοχής είχαν αυξηθεί δραματικά οι ακρότητες των κατακτητών, καθώς η κυριαρχία τους βρισκόταν υπό διαρκή αμφισβήτηση από την ελληνική αντίσταση και οι δυνάμεις τους δεν επαρκούσαν για να ελέγχουν τη χώρα. 
Η τύχη των Καλαβρύτων φαίνεται να προδιαγράφτηκε μετά την ήττα των Γερμανών από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ στη Μάχη της Κερπινής (20 Οκτωβρίου 1943), κατά την οποία σκοτώθηκαν δεκάδες Γερμανοί στρατιώτες και αιχμαλωτίστηκαν 78.

Τότε τέθηκε σε εφαρμογή από το γερμανικό στρατηγείο η 
«Επιχείρηση Καλάβρυτα» («Unternehmen Kalavryta»), 
με αντικειμενικό στόχο την περικύκλωση των ανταρτών στην ορεινή περιοχή των Καλαβρύτων και την εξόντωσή τους. 
Την εκτέλεση της αποστολής ανέλαβαν μονάδες της 117ης Μεραρχίας Κυνηγών, που έδρευε στην Πελοπόννησο και είχε επικεφαλής τον υποστράτηγο Καρλ φον Λε Ζουίρ (1898-1954). 

Ο υποστράτηγος Καρλ φον Λε Ζουίρ

Ο γερμανός στρατηγός με τις αριστοκρατικές ρίζες, έχοντας πληροφορηθεί την εκτέλεση των 78 γερμανών αιχμαλώτων από τους αντάρτες, διέταξε τους άνδρες του να μην διστάσουν να λάβουν τα πιο σκληρά αντίποινα εναντίον του άμαχου πληθυσμού της περιοχής. 
Ήταν, άλλωστε, πρακτική των αρχών κατοχής να εκτελούν για κάθε σκοτωμένο γερμανό στρατιωτικό πολλαπλάσιους έλληνες αμάχους. 
Η «Επιχείρηση Καλάβρυτα» ξεκίνησε στις 4 Δεκεμβρίου, όταν οι γερμανικές δυνάμεις άρχισαν να συρρέουν στην ευρύτερη περιοχή των Καλαβρύτων από την Πάτρα, το Αίγιο, τον Πύργο και την Τρίπολη
Στο διάβα τους έκαιγαν χωριά και μοναστήρια 
(Μέγα Σπήλαιο και Αγία Λαύρα
και σκότωναν άοπλους πολίτες και μοναχούς. 
Στις 9 Δεκεμβρίου έφθασαν στα Καλάβρυτα, δημιουργώντας ένα ασφυκτικό κλοιό γύρω από την πόλη. 
Καθησύχασαν τους κατοίκους, διαβεβαιώνοντας ότι στόχος τους ήταν αποκλειστικά η εξόντωση των ανταρτών και μάλιστα ζήτησαν από όσους την είχαν εγκαταλείψει να επιστρέψουν άφοβα πίσω στα Καλάβρυτα. 
Για να τους πείσουν ακόμη περισσότερο προχώρησαν στην πυρπόληση σπιτιών, που ανήκαν σε αντάρτες, και αναζήτησαν την τύχη των γερμανών τραυματιών της μάχης της Κερπινής.
 Έξαφνα, όμως, το πρωί της Δευτέρας 13 Δεκεμβρίου συγκέντρωσαν όλο τον πληθυσμό στην κεντρική πλατεία και οδήγησαν τον άρρενα πληθυσμό άνω των 13 ετών σε μια επικλινή τοποθεσία, που ονομαζόταν «Ράχη του Καπή»
ενώ τα γυναικόπαιδα τα κλείδωσαν στο σχολείο. 
Στη ράχη του Καπή εκτυλίχθηκε τις πρώτες μεταμεσημβρινές ώρες η τραγωδία, που οδήγησε σχεδόν όλο τον άρρενα πληθυσμό των Καλαβρύτων στο θάνατο. 
Με ριπές πολυβόλων οι Γερμανοί εκτέλεσαν τους συγκεντρωμένους, γύρω στους 800 ανθρώπους. 
Μόνο 13 Καλαβρυτινοί διασώθηκαν και αυτοί επειδή είχαν καλυφθεί από τα πτώματα των συμπολιτών τους και οι Γερμανοί τους θεώρησαν νεκρούς. 
Το σήμα για την εκτέλεση έδωσε με φωτοβολίδα από το κέντρο των Καλαβρύτων ο ταγματάρχης Χανς Εμπερσμπέργκερ και επικεφαλής του εκτελεστικού αποσπάσματος ήταν ο υπολοχαγός Βίλιμπαντ Ακαμπχούμπερ
Το έγκλημα ολοκληρώθηκε με την πυρπόληση όλων σχεδόν των σπιτιών των Καλαβρύτων.
 Όσον αφορά την τύχη των γυναικόπαιδων, αυτά σώθηκαν χάρη στον ανθρωπισμό ενός Αυστριακού στρατιώτη, στον οποίο είχε ανατεθεί η φύλαξή τους. 
Αυτός άφησε ελεύθερη την είσοδο του σχολείου και διευκόλυνε την απομάκρυνσή τους.
 Όμως, το πλήρωσε με τη ζωή του, αφού καταδικάσθηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε. 
Συνολικά, κατά τη διάρκεια της «Επιχείρησης Καλάβρυτα»
οι Γερμανοί σκότωσαν 1.101 άτομα, κατέστρεψαν και λεηλάτησαν πάνω από 1.000 σπίτια, κατάσχεσαν 2.000 αιγοπρόβατα και απέσπασαν 260.000.000 δραχμές. 
Κανείς από τους υπευθύνους του Ολοκαυτώματος των Καλαβρύτων δεν λογοδότησε στη Δικαιοσύνη. 
Ο στρατηγός Λε Ζουίρ πέθανε αιχμάλωτος των Σοβιετικών το 1954, ο Εμπερσμπέργκερ σκοτώθηκε στο Ανατολικό Μέτωπο 
και ο Ακαμπχούμπερ πέθανε στην Αυστρία το 1972
σε ηλικία 67 ετών. 
Μόνο ο κατοχικός στρατιωτικός διοικητής της Ελλάδας, στρατηγός Χέλμουτ Φέλμι (1885-1965), καταδικάσθηκε το 1948
σε κάθειρξη 15 ετών από το Δικαστήριο της Νυρεμβέργης 
για όλα τα εγκλήματα πολέμου του ΓΡάιχ στην Ελλάδα, 
αλλά μετά από τρία χρόνια αφέθηκε ελεύθερος. 
Στις 18 Απριλίου του 2000, ο τότε Πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, Γιοχάνες Ράου (1931-2006), επισκέφτηκε τα Καλάβρυτα και εξέφρασε τη βαθιά θλίψη του για την τραγωδία. 
Εντούτοις, δεν ανέλαβε την ευθύνη εξ ονόματος του γερμανικού κράτους και δεν αναφέρθηκε στο ζήτημα των αποζημιώσεων.
πηγή: Sansimera.gr



 "ΑΙΜΑ ΚΑΙ ΘΡΗΝΟΣ ΣΤΑ ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ"
Πρόκειται για ένα εξαιρετικό βίντεο - ντοκυμαντέρ
με θέμα την τραγωδία που εκτυλίχθηκε τον Δεκέμβριο του 1943 στο τρίγωνο ΚαλάβρυταΚερπινήΡογοί, με κορύφωση τη μαζική εκτέλεση Καλαβρυτινών από τις ναζιστικές δυνάμεις στη μαρτυρική κωμόπολη στις 13/12/1943
Ο ιστορικός Σπύρος Λουκάτος δίνει το ιστορικό πλαίσιο και καταγράφει λεπτομερώς τα γεγονότα που προηγήθηκαν της μεγάλης σφαγής στα Καλάβρυτα. 
Διασωθέντες από το ολοκαύτωμα των Ρόγων και την καταστροφή των Καλαβρύτων μεταφέρουν τη φρίκη του μεγαλύτερου μαζικού εγκλήματος κατά τη διάρκεια του Β. Παγκοσμίου Πολέμου στην Ελλάδα. 
Σπάνια πλάνα αρχείου συμπληρώνουν την αφήγηση των γεγονότων.
Καλάβρυτα. Οι συγκλονιστικές μαρτυρίες μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα των Ναζίστις 13 του Δεκέμβρη 1943
αφιέρωμα της εξαιρετικής εκπομπής του Χρήστου Βασιλόπουλου 
''Μηχανή του Χρόνου''.

ΠΗΓΕΣ
: