Δευτέρα 29 Μαΐου 2017

ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΘΡΥΛΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

“Πάψετε το Χερουβικό, κι ας χαμηλώσουν τ’ Άγια γιατί είναι θέλημα Θεού, η Πόλη να τουρκέψη”.
 “Η Δέσποινα ταράχτηκε και δάκρυσαν οι εικόνες”.
 “Σώπασε, κυρά Δέσποινα, μην κλαις και μη δακρύζης, πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα’ ναι”.
29 Μαΐου 1453: Η ΠΟΛΙΣ ΕΑΛΩ! 

Η χιλιόχρονη αυτοκρατορία έπεσε. 
Ο θρύλος λέει ότι "ήτανε θέλημα Θεού". 
Από τότε το φρόνημα των Ελλήνων το κρατάνε ζωντανό ακριβώς αυτοί οι θρύλοι για την επανάκτησή της. 
"Κάποτε η Αγιά Σοφιά θα λειτουργηθεί ξανά από τους χριστιανούς" 
λέει η παράδοση και ο μαρμαρωμένος βασιλιάς θα ξυπνήσει..."
Πάλι με χρόνια με καιρούς..."

Μύθοι και θρύλοι από την Άλωση της Πόλης
Παραδοσιακοί και θαυμαστοί θρύλοι, αναπτύχθηκαν γύρω από την άλωση της Πόλης, για να θρέψουν τις ελπίδες και το θάρρος του εθνους επί αιώνες.
 “Πάλι με Χρόνους και καιρούς”

Όταν έπεσε η Κωνσταντινούπολη στους Τούρκους, ένα πουλί ανέλαβε να πάει ένα γραπτό μήνυμα στην Τραπεζούντα στην Χριστιανική Αυτοκρατορία του Ποντου για την Άλωση της Πόλης. 
Μόλις έφτασε εκεί πήγε κατευθείαν στη Μητρόπολη που λειτουργούσε ο Πατριάρχης και άφησε το χαρτί με το μήνυμα πάνω στην Άγια Τράπεζα. Κανείς δεν τολμούσε να πάει να διαβάσει το μήνυμα. Τότε πήγε ένα παλλικάρι, γιός μιας χήρας, και διάβασε το άσχημο μαντάτο “Πάρθεν η Πόλη, Πάρθεν η Ρωμανία”.

Το εκκλησίασμα και ο Πατριάρχης άρχισαν τον θρήνο, αλλά ο νέος τους απάντησε.

“Κι αν η Πόλη έπεσε, κι αν πάρθεν η Ρωμανία, πάλι με χρόνους και καιρούς, πάλι δικά μας θα’ ναι”.

Ο μαρμαρωμένος βασιλιάς.
Ο λαοφιλέστερος θρύλος έχει να κάνει με το τελευταίο αυτοκράτορα που μαρμάρωσε μέσα στο ναό της Αγίας Σοφίας.
Η παράδοση πέρασε από στόμα σε στόμα αμέσως μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης.

Όταν η Πόλη πέρασε στα χέρια των Τούρκων, ο λαός δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ένα τέτοιο κτίσμα έχει περιέλθει σε μουσουλμανικά χέρια. 
Διέδωσαν λοιπόν ότι ο βασιλιάς κρύφτηκε πίσω από μία κολόνα του ναού της Αγίας Σοφίας, χάθηκε μέσα στους διαδρόμους και παρέμεινε κρυμμένος εκεί.

Οι ώρες αναμονής τον “μαρμάρωσαν”. 
Είναι γεγονός ότι κανείς δεν βρήκε το πτώμα του τελευταίου υπερασπιστή, του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου. 
Χάθηκε και πίστεψαν ότι Άγγελος Κυρίου το έκρυψε και το μαρμάρωσε. 
Κάποτε θα έρθει η ώρα που πνοή Θεού θα του δώσει δύναμη και ζωή ξανά και όλα θα ξαναγίνουν από την αρχή. 
Η Πόλη θα είναι και πάλι ελεύθερη.

Στην πόρτα της Αγια-Σοφιάς, που σφράγισε / ενός αγγέλου χέρι, / διπλοσφαγμένος έπεσ' ο Δικέφαλος / απ' τ' άπιστο μαχαίρι.

Ο παπάς της Αγίας Σοφίας
Ένας άλλος θρύλος ιδιαίτερα αγαπητός είναι ο θρύλος του παπά της Αγίας Σοφίας. 
Η παράδοση λέει ότι την ώρα που οι Τούρκοι έμπαιναν στην εκκλησία, ο παπάς διέκοψε τη λειτουργία και κρύφτηκε πίσω από το ιερό. 
Σε εκείνο το σημείο που κρύφτηκε ενώ υπήρχε μία πόρτα, “ως δια μαγείας” η πόρτα έγινε τοίχος τον οποίο κανείς και ποτέ δεν κατάφερε να σπάσει από τότε. Ούτε οι Τούρκοι, ούτε οι Έλληνες μάστορες τους οποίους έφερναν για αυτό το σκοπό δεν μπόρεσαν να γκρεμίσουν τον τοίχο. 
Ο θρύλος καταλήγει ότι όταν η Αγία Σοφία ξαναγίνει ελληνική εκκλησία, 
τότε ο παπάς θα βγει από το ιερό και θα ολοκληρώσει την ημιτελή λειτουργία του.

Η κρύπτη της Αγίας Σοφίας
Eνα «μυστικό» δωμάτιο στην Aγία Σοφία της Kωνσταντινούπολης αποκαλύπτεται τώρα ως «θυρανοίξια» του κρυφού ιερού όπου είχε καταφύγει στις 29 Mαΐου 1453 ο βυζαντινός ιερέας για να συνεχίσει τη θεία λειτουργία που είχε διακοπεί στον κύριο Nαό της Aγίας Σοφίας.
H ανακάλυψη οφείλεται στον καθηγητή του Πανεπιστημίου της Bιέννης Πολυχρόνης Eνεπεκίδης. 
Tο ξεχασμένο δωμάτιο εντοπίστηκε όταν η νέα διευθύντρια του Mουσείου της Aγίας Σοφίας Zαλέ Nτεντέογλου ρώτησε αν υπάρχει χώρος που να μην έχει ανοιχτεί και διέταξε να παραβιάσουν την κλειδαριά του συγκεκριμένου χώρου, αφού δεν υπήρχε κλειδί της πόρτας. 
Aποκαλύφθηκε τότε πως το δωμάτιο που δεν είχε ανοιχτεί από το 1968, υπήρξε εργαστήρι του Γκάσπαρο Φοσάτι (1809 – 1883), ο οποίος ακολουθώντας την εντολή του Σουλτάνου, αναστήλωσε πλήρως το μνημείο στη διάρκεια της περιόδου 1847 – 1849. H έρευνα του καθηγητή Πολυχρόνη Eνεπεκίδη καταδεικνύει ότι ο Φοσάτι είχε απλώς μετατρέψει επιδέξια σε γραφείο του την κρύπτη που του είχαν υποδείξει οι Eλληνες φίλοι του στην Πόλη.
H κρύπτη, μία από τις πολλές του μεγάλου ναού, ήταν το κρυφό εκείνο ιερό όπου συνεχίστηκε από τον ιερέα η διακοπείσα ιεροτελεστία, και όταν τελείωσε έκλεισε η πόρτα της κρύπτης και θα άνοιγε, κατά την παράδοση, όταν και πάλι Eλληνες θα ήταν οι ιερείς και το εκκλησίασμα.

Η Αγία Τράπεζα.
Η Αγία Τράπεζα ήταν κατασκευασμένη από χρυσό. 
Από πάνω της κρέμονταν 30 στέμματα των αυτοκρατόρων, ανάμεσα τους και αυτό του Μ. Κωνσταντίνου. 
Και λέγεται ότι αυτό γινόταν για να θυμίζουν στους χριστιανούς την προδοσία του Ιούδα. 
Τα τριάκοντα αργύρια.

Σύμφωνα με την παράδοση πριν ο Μωάμεθ ο Β΄ καταλάβει την Κωνσταντινούπολη, ο αυτοκράτορας Κων/νος διέταξε να μεταφέρουν την αγία τράπεζα και όλα τα κειμήλια της Αγίας Σοφίας μακριά από την πόλη για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων. 
Τρία καράβια Ενετικά λοιπόν ξεκίνησαν από την πόλη γεμάτα με όλα αυτά τα κειμήλια, όπως λέει και ο θρύλος, αλλά το τρίτο από αυτά που μετέφερε την αγία τράπεζα βυθίστηκε στα νερά του Βοσπόρου στην περιοχή του Μαρμαρά.

Η περιοχή του Μαρμαρά
Από τότε μέχρι σήμερα στο σημείο εκείνο που είναι βυθισμένη η αγία τράπεζα τα νερά της θάλασσας είναι πάντοτε ήρεμα και γαλήνια, ασχέτως με τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν στην γύρω περιοχή. 
Το φαινόμενο μαρτυρούν και σύγχρονοι Τούρκοι επιστήμονες, που έχουν κάνει κατά καιρούς απόπειρες να ανακαλύψουν που οφείλεται αυτό το περίεργο φαινόμενο, αλλά λόγω της λασπώδους σύστασης του βυθού, επέστησαν άκαρπες.
Στο βιβλίο του Δωροθέου Μονεμβασίας με τίτλο “Βίβλος Χρονική” (1781) διαβάζουμε:
” Οι Ενετοί την υπερθαύμαστον και εξάκουστον Αγίαν Τράπεζαν της Αγίας Σοφίας, την πολύτιμον και ωραιότατην, έβγαλαν από τον Ναό και έβαλαν εις το καράβι, και καθώς έκαναν άρμενα και επήγαιναν προς Βενετία, ω, του θαύματος! Πλησίον της νήσου του Μαρμαρά άνοιξε το καράβι και έπεσεν εις την θάλασσαν η Αγία Τράπεζα κξαι εβούλησε και είναι εκεί ως σήμερον, και τούτο είναι φανερόν και το μαρτυρούν οι πάντες, διότι όλον το μέρος εκείνο, όταν κάμνει φουρτούνα, η θάλασσα όλη κάμνει κύματα φοβερά, εις δε τον τόπο όπου είναι η Αγία Τράπεζα είναι γαλήνη και δεν ταράσσεται η θάλασσα. 
Και υπαγαίνουν τινές εκεί με περάματα, και λαμβάνουν από την θάλασσαν εκείνην, όπου είναι η Αγία Τράπεζα, και μυρίζει θαυμασιώματα μυρωδίαν, από το άγιον μύρον όπου έχει και των άλλων αρωμάτων “
Ο πατέρας της Ελληνικής λαογραφίας, Νικόλαος Πολίτης, γράφει για το περιστατικό:
“ Την ημέρα που πάρθηκεν η Πόλη έβαλαν σ’ ένα καράβι την Αγία Τράπεζα, να την πάνε στην Φραγκιά, για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων. Εκεί όμως στην θάλασσα του Μαρμαρά, άνοιξε το καράβι και η Αγία Τράπεζα εβούλιαξε στον πάτο. 
Στο μέρος εκείνο η θάλασσα είναι λάδι, όση θαλασσοταραχή και αν είναι γύρω. Και το γνωρίζουν το μέρος αυτό από τη γ΄λήνη που είναι πάντα εκεί και από την ευωδία που βγαίνει. 
Πολλοί μάλιστα αξιώθηκαν να την ιδούν στα βάθη της θάλασσας.”

Τρία καρά – κρουσταλλένια μου, τρία καρά – τρία καράβια φεύγουνι,

που μέσα που την Πόλι, κλαίει καρδιά μας, κλαίει κι αναστενάζει.

το’ να φορτώνει του Σταυρό, κι τ’ άλλο του Βαγγέλιου

του τρίτου του καλύτερου, την Άγια Τράπεζά μας,

μη μας την πάρουν τα σκυλιά, κι μας τη μαγαρίσουν

Η Παναγιά αναστέναξι, κι δάκρυσαν οι ‘κόνις………

Η Αγία Τράπεζα της Αγίας Σοφίας αναπαύεται στο βυθό της θάλασσας, πάνω στην άμμο και στα κοχύλια. 
Το σημείο όπου βούλιαξε το καράβι το ξέρουν καλά οι ναυτικοί και εύκολα το βρίσκουν. 
Πραγματικά, ακόμα κι όταν η πιο άγρια τρικυμία, φουσκώνει ολόγυρα τα κύματα και κάνει τη θάλασσα να μουγκρίζει, εκεί είναι γαλήνη και ησυχία.

Από τη λεία και λαμπρή επιφάνεια του νερού ανεβαίνουν γλυκές ευωδιές και αντίλαλος από αγγελικές ψαλμωδίες. 
Πολλοί άξιοι δύτες που μαζεύουν κοράλλια ή ψαρεύουν σφουγγάρια, προσπάθησαν να κατέβουν και να δουν το ναυαγισμένο καράβι.

Κανείς δεν τα κατάφερε. 
Η θάλασσα, πολύ βαθιά σ αυτό το μέρος, φυλάει την Αγία Τράπεζα και τα λείψανα των Αγίων από κάθε βέβηλο μάτι.

Όταν όμως θα ξαναπάρουμε την Πόλη, η Αγία Τράπεζα, που μένει στην άμμο του βυθού, θ ανέβει στην επιφάνεια όπως ανεβαίνει ο δύτης. 
Θ αρμενίσει μόνη της κατά το Βυζάντιο και θα την πάρουμε από κει που θ αράξει. 
Θα την ξαναφέρουμε στην Αγία Σοφία και με χαρούμενους ύμνους, θα την αφιερώσουμε πάλι στη Σοφία του Θεού.

Τότε, μέσα στη Βασιλική που έχτισε ο μεγάλος Ιουστινιανός, θα λάμψουν πάλι τα μωσαϊκά, οι εικόνες των Αγίων, τα λόγια του Ευαγγελίου, και ο σταυρός θα ξαναφανεί πάνω από το μαρμάρινο τραπέζι που ξέπλυναν τα κύματα.
“ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΠΟΥ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕ ΝΑ ΚΥΛΑΕΙ“
Οι περισσότεροι τοπικοί θρύλοι για την άλωση της Κωνσταντινούπολης μοιάζουν σε ένα σημείο: όλοι δείχνουν ότι ο χρόνος σταμάτησε με την κατάληψη της ιερής πόλης της Ορθοδοξίας από τους άπιστους Τούρκους και ότι η τάξη στον κόσμο θα επανέλθει με την ανακατάληψη της Βασιλεύουσας από τους Έλληνες. 
Έτσι, και στην Ήπειρο υπάρχει μιααντίστοιχη λαϊκή δοξασία.
Συγκεκριμένα, ένα πουλί φέρνει την αναγγελία της πτώσης της Πόλης σε μια ομάδα βοσκών που εκείνη τη στιγμή ποτίζουν τα κοπάδια τους σε ένα ποτάμι,
Ο θρύλος λέει ότι στο άκουσμα της φοβερής είδησης τα νερά του ποταμίου σταμάτησαν να κυλάνε, αφού και το φυσικό στοιχείο θεώρησε ότι η πτώση της Κωνσταντινούπολης ήταν κάτι το ανήκουστο. 
Το ποτάμι θα συνεχίσει και πάλι να κυλάει, μόλις απελευθερωθεί η Πόλη, συνεχίζει ο λαϊκός θρύλος…
“ΤΑ ΨΑΡΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΓΕΡΟΥ“
Κάποιος καλόγερος είχε ψαρέψει σε ένα ποτάμι ψάρια και τα τηγάνιζε κοντά στην όχθη του ποταμού. 
Τη στιγμή εκείνη ακούστηκε από ένα πουλί το μήνυμα της πτώσης της Κωνσταντινούπολης στους Τούρκους. 
Ο καλόγερος σάστισε και αμέσως τα μισοτηγανισμένα ψάρια πήδησαν από το τηγάνι και ξαναβρέθηκαν στο ποτάμι. 
Εκεί ζουν αιώνια μέχρι τη στιγμή της απελευθέρωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, οπότε και θα ξαναβγούν για να συνεχιστεί το τηγάνισμα τους.
“Ο Πύργος της Βασιλοπούλας”
Στα κάστρα του Διδυμότειχου ένας κυκλικός πύργος, ο ψηλότερος ονομάζεται “πύργος της βασιλοπούλας”. 
Η παράδοση λέει πως κάποτε ο βασιλιάς διασκέδαζε κυνηγώντας και στη θέση του άφησε την κόρη του.
Όταν τον ειδοποίησαν ότι έρχονται οι Τούρκοι είχε τόση εμπιστοσύνη στην οχυρότητα του κάστρου ώστε είπε: “αν σηκωθεί από τη χύτρα ο κόκορας και λαλήσει, θα πιστέψω ότι κυριεύτηκε η πόλη.”
Οι Τούρκοι όμως χρησιμοποίησαν δόλο και έδειξαν το χρυσοκέντητο μαντήλι του βασιλιά στην κόρη του. 
Αυτή μόλις το είδε, τους παρέδωσε το κλειδί του κάστρου κι έγινε αιτία της άλωσης.
Όταν κατάλαβε πως την ξεγέλασαν, δεν άντεξε την ντροπή και αυτοκτόνησε πέφτοντας από τον πύργο.
Από τότε ο πύργος λέγεται της βασιλοπούλας.
“0I ΚΡΗΤΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ”
Έναν από τους πύργους των τειχών της Πόλης τον υπεράσπιζαν τρία αδέρφια, άρχοντες Κρητικοί που πολεμούσαν με το μέρος των Βενετών (η Κρήτη τότε ήταν κάτω από την κυριαρχία των Βενετών).
 Μετά την πτώση της πόλης τα τρία αδέρφια και οι άντρες τους εξακολουθούσαν να πολεμούν και παρά τις λυσσώδεις προσπάθειες τους οι Τούρκοι δεν είχαν κατορθώσει να καταλάβουν τον πύργο.
 Για το περιστατικό αυτό ενημερώθηκε ο Σουλτάνος και εντυπωσιάστηκε από την παλικαριά τους.
 Αποφάσισε, λοιπόν, να τους επιτρέψει να φύγουν με ασφάλεια από τον πύργο και να πάρουν ένα καράβι με τους άντρες τους και να γυρίσουν στην Κρήτη. Πραγματικά η πρόταση του έγινε δεκτή με τη σκέψη ότι έπρεπε να μείνουν ζωντανοί για να πολεμήσουν να ξαναπάρουν τη Βασιλεύουσα πίσω από τους απίστους.
 Έτσι οι Κρητικοί επιβιβάστηκαν στο πλοίο τους και ξεκίνησαν για το νησί τους. Το πλοίο δεν έφτασε ποτέ στην Κρήτη και ο θρύλος λέει ότι περιπλανιούνται αιώνια στο πέλαγος μέχρι τη στιγμή που θα ξεκινήσει η μάχη για την ανακατάληψη της Πόλης από τους Έλληνες.
 Τότε το πλοίο των Κρητικών θα τους ξαναφέρει στην Κωνσταντινούπολη για να πάρουν και αυτοί μέρος στη μάχη και να ολοκληρώσουν την αποστολή τους και το ελληνικό έθνος να ξανακερδίσει την Πόλη.
Αναρτήθηκε από Αthanasios Chatziathanasiou
στο BLOG Βυζαντινα Ιστορικά.

Τα αίτια της πτώσεως της Κωνσταντινουπόλεως, κατά τον Ιωσήφ τον Βρυέννιον .
















Από τον Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ.κ. Ιερόθεο

Η πτώση της Κωνσταντινουπόλεως την 29η Μαΐου του 1453 ήταν το αποκορύφωμα της φθίνουσας δόξας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, του λεγομένου Βυζαντίου. 
Γύρω από τα αίτια της πτώσης αυτής εγράφησαν πολλά, τα οποία παρουσιάζουν την κατάσταση στην οποία βρισκόταν τότε η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία-Βυζάντιο, αφού είχε χαθή όλη η Μικρά Ασία, η Ανατολική Θράκη και είχε μείνει μόνον η Κωνσταντινούπολη και τα περίχωρά της. 
Οι κατά καιρούς εχθροί είχαν προξενήσει μεγάλη ζημία, με αποκορύφωμα και τελειωτικό κτύπημα την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους, κατά την Δ Σταυροφορία την 13η Απριλίου του έτους 1204. 
Η μετά από λίγα χρόνια (1261) ανακατάληψή της και ελευθέρωσή της δεν προσέφερε ουσιαστικά πράγματα, διότι ήδη η Πόλη είχε καταστραφή και λεηλατηθή ολοσχερώς.
Πέρα από τα πολιτικά και κοινωνικά αίτια που συνετέλεσαν στην πτώση της Κωνσταντινουπόλεως πρέπει να σημειωθούν ιδιαιτέρως τα πνευματικά αίτια στα οποία συνήθως δεν δίνουμε μεγάλη σημασία.
Άλλωστε κατά την ορθόδοξη θεολογία ο Θεός διευθύνει τον κόσμο με τις άκτιστες ενεργειές Του, και η προσωπική Του επέμβαση εκδηλώνεται με την ευδοκία Του, την μακροθυμία Του, την παραχώρηση των ποικίλων πειρασμών κλπ. 
Σε αυτά τα πνευματικά αίτια αναφέρεται ο μοναχός Ιωσήφ Βρυέννιος, διδάσκαλος του γένους και ομολογητής της πίστεως, που έζησε στις τελευταίες στιγμές της ζωής της Βασιλεύουσας και άκουγε τον ρόγχο του θανάτου της.
Ο Ιωσήφ Βρυέννιος, διδάσκαλος του αγίου Μάρκου του Ευγενικού, σύμφωνα με μελέτη του αειμνήστου Καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών Νικολάου Τωμαδάκη, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη περί το 1350 μ.Χ., εκάρη μοναχός στην Μονή Στουδίου, υπήρξε ασκητής με πατερικό φρόνημα, ανεδείχθηκε μεγάλος λόγιος και διδάσκαλος του γένους, τον οποίον συμβουλεύονταν οι Αυτοκράτορες και οι Πατριάρχες, και αποστελλόταν από τον Αυτοκράτορα σε διάφορες κρίσιμες αποστολές, όπως την Κύπρο και την Κρήτη, ομιλούσε κατά τις επίσημες ημέρες στο Παλάτι, συμμετείχε στις προετοιμασίες για την συζήτηση των Ορθοδόξων με τους Λατίνους, για την «ένωση των Εκκλησιών» και κοιμήθηκε περί το 1431, περίπου είκοσι δύο (22) χρόνια πριν την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως. 
Όπως γράφει ο Αρχιμ. Ειρηναίος Δεληδήμος, στην εισαγωγή των έργων του που εξεδόθησαν από τον εκδοτικό οίκο Βασιλείου Ρηγόπουλου, «ο Ιωσήφ Βρυέννιος κατά τα έτη 1401-1431 ανεγνωρίζετο ως ο κορυφαίος λόγιος εν Κωνσταντινουπόλει».
Ο Ιωσήφ Βρυέννιος την Μ. Παρασκευή (14 Απριλίου) του έτους 1419, τριανταπέντε περίπου χρόνια πριν την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, εξεφώνησε ένα λόγο στο Παλάτι «επί παρουσία βασιλέων, και των εν τέλει, και συνελεύσει των εξαιρέτων του γένους ημών, και της βασιλίδος ταύτης των πόλεων», όπως χαρακτηριστικά γράφεται στην επικεφαλίδα.
Όπως λέγει σε άλλα κείμενά του, στην Κωνσταντινούπολη την εποχή εκείνη ζούσαν περίπου 70.000 κάτοικοι και μάλιστα ο ίδιος έκανε έκκληση στους Κωνσταντινουπολίτας, χωρίς να υπάρχη ανταπόκριση, να συντελέσουν στην ανοικοδόμηση των τειχών της, εν όψει του μεγάλου κινδύνου.
 Όμως οι κάτοικοι, ιδιαιτέρως οι πλούσιοι, ασχολούμενοι με την αύξηση των ατομικών τους εσόδων, αδιαφορούσαν, με αποτέλεσμα η πόλη να ομοιάζη, όπως λέγει, με «σεσαθρωμένον» πλοίον που ήταν έτοιμο να βυθισθή.
Στον λόγο του αυτόν που αναφερόμαστε, ο διακεκριμένος αυτός λόγιος μοναχός, ομιλώντας μπροστά στους επισήμους άρχοντες της Κωνσταντινουπόλεως, εξέθεσε ανάγλυφα και παραστατικά τα πνευματικά αίτια της επερχομένης πτώσεως της Βασιλευούσης. 
Και είναι σημαντική αυτή η μαρτυρία γιατί προέρχεται από έναν λόγιο μοναχό και ασκητή, με ήθος, παιδεία και πατερικό φρόνημα, τον οποίον σέβονταν οι πάντες την εποχή εκείνη και ο οποίος έζησε στα χρόνια εκείνα που οι κάτοικοι έβλεπαν τον επερχόμενο όλεθρο.
Το περιεχόμενο του λόγου αυτού αναλύεται στην επικεφαλίδα: «δια το πωλείσθαι καθ' εκάστην το του Χριστού σώμα και αίμα παρά των ούτω λεγομένων πνευματικών, και αγοράζεσθαι παρ' ημών, οίμοι! το ημέτερον γένος αφανισμώ παραδίδοται και Ισμαηλίταις περιπίπτει». 
Δηλαδή, το γένος αφανίζεται και πέφτει στους Ισμαηλίτες - Μωαμεθανούς, διότι πωλείται το σώμα και το αίμα του Χριστού από τους λεγομένους πνευματικούς και αγοράζεται από τους Χριστιανούς.
Στην αρχή του λόγου του ο Ιωσήφ Βρυέννιος εκφράζει την οδύνη του, αφού το γένος περιστοιχίζεται από δεινά, τα οποία, όπως λέγει, «δάκνει μου την καρδίαν, συγχεί τον νουν και οδυνά την ψυχήν». Κάνει λόγο για την «ολόσωμον πληγήν» και την «νόσον καθολικήν». Το γένος έχει περιπέσει σε ποικίλα πάθη και αμαρτίες. 
Όλοι οι Χριστιανοί έγιναν «υπερήφανοι, αλαζόνες, φιλάργυροι, φίλαυτοι, αχάριστοι, απειθείς, λιποτάκται, ανόσιοι, αμετανόητοι, αδιάλλακτοι».
 Έγιναν οι άρχοντες κοινωνοί ανόμων, οι υπεύθυνοι άρπαγες, οι κριτές δωρολήπτες, οι μεσίτες ψευδείς, οι νεώτεροι ακόλαστοι, οι γηράσαντες μεθυσμένοι, οι αστοί εμπαίκτες, οι χωρικοί άλαλοι, «και οι πάντες αχρείοι». 
Συγχρόνως με την γενική κατάπτωση των ανθρώπων χάθηκε «ευλαβής από της γης, εξέλιπε στοχαστής, ουχ εύρηται φρόνιμος». 
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον επέπεσαν εκ δυσμών και εξ ανατολών διάφοροι εχθροί και λυμαίνονται την αυτοκρατορία.
Στην συνέχεια αναφέρεται στο μεγαλύτερο αμάρτημα που έγινε στην ιστορία, δηλαδή την προδοσία του Ιούδα, η οποία συνίσταται στο «πωληθήναι τιμής και αγορασθήναι τον Κύριον», δηλαδή ο Ιούδας επώλησε τον Κύριο, τον Οποίον αγόρασαν οι Εβραίοι. 
Αυτό το ανοσιούργημα, όπως λέγει, γίνεται στις ημέρες μας, αφού οι πολλοί από τους λεγομένους πνευματικούς πωλούν τον Κύριο και «αγοράζει δε πας ο έχων αργύριον και βουλόμενος».
Προφανώς πρόκειται για το ότι οι λεγόμενοι πνευματικοί χορηγούσαν άφεση αμαρτιών με την λήψη χρημάτων. Αλλά και πολλοί από τους ιερείς ασελγούν εν επιγνώσει, αφού και αυτοί διακατέχονται από αυτά τα πάθη και προσέρχονται να λειτουργούν στην σεβασμία Τράπεζα αναιδώς. 
Αναφέρεται διεξοδικώς στην κατάπτωση της Εκκλησίας, αφού οι ποιμένες έχουν απομακρυνθή από την διδασκαλία και τα όρια που είχαν θέσει οι Πατέρες. 
Αλλά και οι μοναχοί έχουν χάσει τον προορισμό τους και ασχολούνται με άλλα ζητήματα, αφού υπάρχουν μοναχοί «και τρία και πέντε, και επτά έχοντες αδελφάτα εκ διαφόρων αυτοίς αφεθέντα προσώπων».
Ο όρος «αδελφάτο» σημαίνει «επιτροπεία διευθύνουσα αγαθοεργόν κατάστημα» (Δημητράκου) που ανήκει στους Δήμους. 
Με γενική έννοια αδελφάτο είναι «σύλλογος, σωματείο με ιδιαίτερα στενούς δεσμούς μεταξύ των μελών του» η ακόμη «επιτροπή με διαχειριστικά καθήκοντα σε φιλανθρωπικά ιδρύματα, ναούς, νοσοκομεία» (Μπαμπινιώτης). 
Στην περίπτωση αυτή με τον όρο αδελφάτα μάλλον εννοούνται μερίδια της Μονής που παραλαμβάνουν και κατέχουν και οι εκτός της Μονής ζώντες μοναχοί που τα εκμεταλλεύονται, οπότε ένας τέτοιος μοναχός μάλλον πρέπει να καλήται «ληστής» και η ενέργεια αυτή «τόκος εστι, και τόκου χείρον, ιεροκαπηλία λεγόμενον», διότι κρατεί τα αδελφάτα των πτωχευόντων μοναστηρίων ενέχυρα για τόκο. 
Πρόκειται για αλλοίωση του μοναχισμού, ο οποίος έχασε την ησυχαστική παράδοση και μεταβλήθηκε σε υλική εκμετάλλευση των μοναστηριών.
Και αφού κάνει μεγάλη ανάλυση αυτής της καταστάσεως που παρατηρείται στους άρχοντες και τον λαό, τους Κληρικούς και τους μοναχούς, τους αστούς και τους χωρικούς, καταλήγει στον υπέροχο αυτόν και σημαντικό του λόγο σε μια ανακεφαλαίωση, στην οποία δίνει τις κατάλληλες συμβουλές για να αποφύγουν το κακό, το οποίο βλέπει καθαρά να έρχεται.
Λέγει ότι βλέποντας πριν σαράντα χρόνια να ερημώνωνται οι πόλεις, να αφανίζωνται οι χώρες, να καίγωνται οι Εκκλησίες, να βεβηλώνωνται τα άγια και να δίδωνται τα ιερά σκεύη στα σκυλιά και «παν το ημέτερον γένος, δουλεία παραδιδόμενον και μαχαίρα», προσευχόταν στον Θεό να του αποκαλύψη για το που οφείλεται αυτή η εγκατάλειψη του λαού και «η τοσαύτη του Θεού αγανάκτησις καθ ?μ?ν». 
Και μετά από πολλές προσευχές βρήκε ποιό είναι το αίτιο και θέλει να το αποκαλύψη, την ημέρα αυτή, ενώπιον των Βασιλέων και των αρχόντων και όλου του λαού, γιατί φοβάται, μήπως τιμωρηθή αν σιωπήση. 
Και η αιτία της οργής του Θεού και της δικαίας Του αγανακτήσεως κατά των Ρωμαίων είναι «το πωλείσθαι καθ' εκάστην το του Χριστού σώμα και αίμα, παρά των λεγομένων πνευματικών και αγοράζεσθαι προς υμών των χριστιανών».
Διαμαρτύρεται για το γεγονός αυτό και επικαλείται ως μάρτυρες τον χορό των αγίων και των αγγέλων. 
Ζητά από τους άρχοντες τον Κλήρο και τον λαό να μετανοήσουν και να επιστρέψουν στον Θεό για να γίνη «η του γένους ανάκλησις» και να είναι μαζί τους ο Θεός, γιατί διαφορετικά θα πάθουν χειρότερα από εκείνα που έπαθεν η παλαιά Ιερουσαλήμ, που κυριεύθηκε από τους εχθρούς. 
Σαφώς εδώ αναφέρεται στην πτώση της Κωνσταντινουπόλεως, της νέας Ιερουσαλήμ. 
Ζητά από τους κατοίκους να μετανοήσουν, γιατί αν δεν γίνη αυτό, η καταστροφή θα είναι τόσο μεγάλη που όλα τα έθνη και οι μέλλουσες γενεές θα λένε σε παρόμοιες περιπτώσεις: «μη πάθοιμεν α οι Ρωμαίοι πεπόνθασιν». 
Εδώ πρέπει να παρατηρηθή ότι παραμονές της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως και της Αυτοκρατορίας οι κάτοικοί της δεν λέγονταν Βυζαντινοί -που ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε αργότερα από τους Φράγκους- αλλά Ρωμαίοι.
Δεν αρκείται, όμως, ο Ιωσήφ Βρυέννιος σε γενικές προτροπές για μετάνοια, αλλά την συγκεκριμενοποιεί και με αυτόν τον τρόπο αναλύει στην πραγματικότητα τι θα πη να πωλούν το σώμα και το αίμα του Χριστού, δηλαδή αναφέρεται στην ανάξια μετάληψη του σώματος και του αίματος του Χριστού, την τέλεση διαφόρων αμαρτιών από Κληρικούς, μοναχούς και λαϊκούς, τις οποίες δεν εξομολογούνται και την προδοσία της πίστεως. 
Με αυτούς τους τρόπους γίνεται ασέβεια στο Σώμα του Χριστού, την Εκκλησία.
Δίνει τέσσερεις συμβουλές και κατευθύνσεις μετανοίας.
Η πρώτη είναι οι πνευματικοί να μη λαμβάνουν χρήματα από τους εξομολογουμένους.
Η δεύτερη συμβουλή είναι να μη κρατούν οι Ιερείς ενέχυρα για τόκους, να μη λαμβάνη κάποιος μοναχός η μονάστρια τόκους, ούτε οι εκτός της Μονής να κρατούν αδελφάτα πάνω από δύο ο καθένας και μετά παρέλευση δέκα χρόνων, και να μη κοινωνή κανείς των αχράντων μυστηρίων από εκείνους που είναι τελώνες και άδικοι, αν δεν αποκαταστήση και επιστρέψη το αδίκημα. 
Η τρίτη συμβουλή είναι να μη κοινωνή κανείς από του σώματος και του αίματος του Χριστού, «της αμαρτίας έτι ενεργουμένης» -αν δεν έχη μετανοήσει και δεν ελευθερώθηκε από την αμαρτία- εκτός και εάν μετά την εξομολόγηση είναι βαριά ασθενής προς θάνατον. Και η τέταρτη συμβουλή είναι «μηδείς ιερέων τοις δυσσεβούσιν ιερεύσι συλλειτουργή (εννοεί τους λατίνους και λατινόφρονας) μηδέ τις των κοσμικών αυτούς εκδική».
Και επειδή μερικοί ισχυρίζονταν ότι πριν αποθάνη κανείς θα έπρεπε να κοινωνήση χωρίς τις αναγκαίες προϋποθέσεις, ο Ιωσήφ Βρυέννιος λέγει ότι κανένας δεν πήγε στην Κόλαση, επειδή δεν πρόλαβε να κοινωνήση των Αχράντων Μυστηρίων, την τελευταία στιγμή -εννοείται αφού ζούσε σε μετάνοια μέσα στην Εκκλησία- αλλά μύριοι κολάσθηκαν «δια το αναξίως μεταλαβείν». 
Γι' αυτό συνιστά στους Χριστιανούς να εξομολογούνται και να τηρούν τον χρόνο αποχής από την θεία Κοινωνία που θα επιβληθή από τον πνευματικό για την θεραπεία κάθε αμαρτήματος. 
Επίσης, μετά βεβαιότητος λέγει: «κρείσσων γαρ η αποχή τούτου μετ' ευλαβείας και φόβου, ήπερ η μετάληψις μετά τόλμης και αναξιότητος, πίστευσον».
Είναι σημαντικός αυτός ο λόγος του μεγάλου διδασκάλου του γένους μας πριν την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως που δείχνει ποιά είναι τα πνευματικά αίτια της πτώσεως της Βασιλευούσης των πόλεων και ποιά πρέπει να είναι η αληθινή ζωή των Κληρικών και Χριστιανών που θέλουν να είναι και να λέγωνται ορθόδοξοι Χριστιανοί.
Τα διάφορα δεινά έχουν κυρίως και προ παντός πνευματικά αίτια, έστω κι αν δεν θέλουμε να τα εντοπίζουμε. 
Δεν πρέπει να παραμένουμε μόνον σε πολιτικούς, κοινωνικούς και οικονομικούς παράγοντες, αλλά θα πρέπη να βλέπουμε και την πνευματική διάσταση του θέματος, αφού ο Θεός διευθύνει την ιστορία.
 Άλλωστε η χιλιόχρονη Ρωμαϊκή - Βυζαντινή Αυτοκρατορία διατηρήθηκε τόσα χρόνια, γιατί βίωνε την ορθόδοξη πίστη, αφού το πρότυπό της, κατά βάση, ήταν ο αγιασμός και η συμμετοχή στην δόξα του Θεού.
Επίσης, από τον προφητικό και πατερικό αυτόν λόγο του Ιωσήφ Βρυεννίου φαίνεται ότι πρέπει να μάθουμε «πως δει εν οίκω Θεού αναστρέφεσθαι ήτις εστιν εκκλησία Θεού ζώντος, στύλος και έδραιωμα της αληθείας» (Α' Τιμ. γ , 15).
Αυτό αναφέρεται στον κατάλληλο τρόπο προσελεύσεως στα άγια Μυστήρια, στην προσπάθεια να τηρούμε τις εντολές του Χριστού στην καθημερινή μας ζωή, και στον αγώνα να διατηρούμε ανόθευτη την ορθόδοξη πίστη.
Αυτοί οι λόγοι του Ιωσήφ Βρυεννίου αναφέρονται και σε μας, αφού τόσο στην εθνική, όσο και στην οικογενειακή και προσωπική μας ζωή, πρέπει να στηριζόμαστε σε πνευματικά θεμέλια. 
Τα χωρία «μακάριος ο λαός ου εστι βοηθός Κύριος ο Θεός αυτού» και «μακάριοι πάντες οι φοβούμενοι τον Κύριον» έχουν πνευματική εφαρμογή και συνιστούν τον λεγόμενο πνευματικό νόμο. 
Εάν ζούμε απρεπώς, τότε ο Θεός προς παιδαγωγία και από αγάπη επιτρέπει διάφορα δεινά για να μετανοήσουμε.
Ο προφητικός λόγος του διδασκάλου του γένους μας Ιωσήφ Βρυεννίου είναι επίκαιρος.
Πηγή: Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον
..............................

Κωνσταντινούπολη, 29 Μαΐου 1453.
Πλάνα από την ταινία Άλωση. Εκπληκτικά γραφικά.
Στο οπτικοακουστικό λεύκωμα "1453: Η άλωση της Πόλης" καταγράφεται σε μορφή τόσο βιβλίου όσο και ντοκιμαντέρ όλο το τραγικό κεφάλαιο της ιστορίας που κλείνει με την πτώση της Βασιλεύουσας. 
Με την ποιότητα που χαρακτηρίζει το National Geographic κατανοούμε πλήρως τα συμβάντα που δεν είναι τόσο γνωστά όσο θα έπρεπε


Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ ( 1/2 )

Ἐπιμέλεια –παρουσίαση τῆς Ρ/Φ ἐκπομπῆς Ἀλέξανδρος Τρομπούκης Ὑπτγος ἐ.α.

Μετατροπή Ρ/Φ ἐκπομπῆς σέ βίντεο ΕΝΩΜΕΝΗ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ.

H 29η Μαΐου 1453 ὑπῆρξε ἡ ἀποφράς ἡμέρα τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ἤ Ρωμανίας (Βυζάντιο). Μιά θλιβερή ἡμέρα τοῦ ἑλληνισμοῦ. Ὁ Ἀλέξανδρος Τρομπούκης Ὑπτγος ἐ.α. μᾶς ἀναπτύσσει τό θέμα τῆς ΑΛΩΣΗΣ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ.

Τό θέμα αὐτό θά παρουσιασθεῖ σέ δύο ἐκπομπές. Ἡ πρώτη ἐκπομπή εἶναι ἀφιερωμένη στά πρό τῆς πολιορκίας γεγονότα, στήν ὀχύρωση τῆς Πόλης, στίς δυνάμεις τῶν ἀντιπάλων κλπ.

Μιά ἐκπομπή ἀπό τά ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ τοῦ Ρ/Φ σταθμοῦ τῆς Ἱερᾶς Μητρόπολης Βεροίας – Ναούσης καί Καμπανίας « ΠΑΥΛΕΙΟΣ ΛΟΓΟΣ» (26/5/2005)

Β. Ραφαηλίδη – Η άλωση της Πόλης


Την 29η Μαΐου 1453 οι Τούρκοι μπαίνουν στην Κωνσταντινούπολη χωρίς μεγάλο κόπο, αν και η αντίσταση που προβάλλει ο τελευταίος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος είναι όντως ηρωική, πράγμα που δικαιολογεί τους περί αυτόν θρύλους. 
Όμως, ξεχνούμε να πούμε πως αυτοί που τον βοηθούν να αποκρούσει τις πρώτες επιθέσεις είναι κυρίως Ιταλοί, και ειδικότερα Γενουάτες, ο ρόλος των οποίων υποτιμάται σκόπιμα προκειμένου να τονιστεί ο κλασικός ηρωισμός των Ελλήνων, δηλαδή των χριστιανών, να εξηγούμαστε.

Το μπέρδεμα έχει γίνει προ πολλού. 

Το δόγμα πας χριστιανός, Έλλην, πας μη χριστιανός, Τούρκος είναι μια ανιστόρητη πραγματικότητα, που συνεχίζει να μας ταλανίζει.
 Όμως, ο ελληνισμός και η ορθοδοξία δεν είναι έννοιες ταυτόσημες. 
Η ορθοδοξία είναι πάρα πολύ ευρύτερη έννοια. 
Υπάρχουν πολλά εκατομμύρια ορθοδόξων στον κόσμο και μόνο δέκα εκατομμύρια Ελλήνων.

Ας δούμε, λοιπόν, την τελευταία πράξη του δράματος που έμελλε να αποκόψει την Ελλάδα και τα Βαλκάνια απ’ την Ευρώπη και να την αφήσει έξω απ’ το μεγάλο πανηγύρι της Αναγέννησης, που αρχίζει σε λίγο. 
Η άλωση της Πόλης είναι απ’ τα πιο μεγάλα και σημαντικά γεγονότα της παγκόσμιας ιστορίας. 
Διότι η τουρκική κατοχή που θα διαρκέσει τέσσερις αιώνες, θα απομακρύνει πολιτιστικά την Ελλάδα και τα Βαλκάνια απ’ την Ευρώπη κατά τέσσερις αιώνες και αργότερα θα δημιουργήσει το «βαλκανικό ζήτημα» που είναι μέρος του ευρύτερου «ανατολικού ζητήματος». 
Οι υπό τουρκική κατοχή περιοχές δεν είχαν την ευκαιρία να αναπτύξουν αβίαστα και απρόσκοπτα την εθνική τους συνείδηση, και αντ’ αυτής προέκυψε μια θρησκευτική συνείδηση που προτάθηκε σαν εθνική, διότι η θρησκεία ήταν ο μόνος συνεκτικός δεσμός για τους υπόδουλους.

Στην Ευρώπη, παρά τις αλλεπάλληλες προσπάθειες του πάπα να εγκαταστήσει θεοκρατικό κράτος, η θρησκεία παρέμεινε τελικά πρόβλημα συνείδησης, δηλαδή μια καθαρά προσωπική υπόθεση. 
Δεν είναι ο καθολικισμός αυτός που κάνει σήμερα Ιταλούς τους Ιταλούς, Ισπανούς τους Ισπανούς, Πολωνούς τους Πολωνούς, Ιρλανδούς τους Ιρλανδούς, για να περιοριστούμε μόνο στις τέσσερις περισσότερο καθολικές χώρες της Ευρώπης. 
Στην Ελλάδα όμως, η θρησκεία έγινε το πρώτο και κυρίαρχο εθνολογικό γνώρισμα, εξαιτίας του τεράστιου ρόλου που έπαιξε η ορθοδοξία στη διατήρηση της συνοχής ενός υποταγμένου στον καταχτητή λαού. 
Κάτι τέτοιο δεν θα ήταν δυνατό να συμβεί αν την Ελλάδα δεν την καταχτούσαν οι Τούρκοι. 
Γι αυτό, οι παπάδες και οι παπαδίζοντες χαίρονται που μας καταχτήσαν οι Τούρκοι και όχι οι Φράγκοι.

Επιμείναμε, λοιπόν, στα σχετικά με τους γείτονες Τούρκους, διότι αυτή η γειτονία θα αποδειχτεί καταστροφική για τον ελληνισμό. 
Όχι γιατί ο γείτονας, όπως κάθε γείτονας, δημιουργεί προβλήματα, αλλά διότι μας απόκοψε απ’ την Ευρώπη και τον πολιτισμό της με συνέπεια σήμερα να τρέχουμε και να μη σώνουμε.

Ο Μουράτ Β’, ο πατέρας του Μωάμεθ Β’ του Πορθητή συνεχίζει την παράδοση των καταχτήσεων των προκατόχων του. 
Νικάει τους Βλάχους (Ρουμάνους τους λέμε σήμερα) άλλη μια φορά, νικάει τους Σέρβους άλλη μια φορά, νικάει τους Βούλγαρους άλλη μια φορά, και τα Βαλκάνια γίνονται τουρκικά πριν απ’ την άλωση της Πόλης. 
Η Θεσσαλονίκη και τα Ιωάννινα είναι οι πρώτες μεγάλες ελληνικές πόλεις στις οποίες εγκαθίστανται οι Τούρκοι πριν απ’ την άλωση της Πόλης.

Ο Μουράτ είπε να καταχτήσει και την Ουγγαρία, αλλά το μετάνιωσε. 

Έπεφτε λίγο μακριά η χώρα αυτή, και γι’ αυτό το 1444 υπόγραψε συνθήκη δεκαετούς ειρήνης και φιλίας με τον Ούγγρο μονάρχη. 
Ο οποίος, όμως, γνωρίζοντας τι σημαίνει για τους Τούρκους ειρήνη και φιλία, με το ένα χέρι υπογράφει τη συνθήκη με τους Τούρκους και με το άλλο τη συμμαχία με άλλους λαούς της Ευρώπης κατά των Τούρκων. 
Ούγγροι, Ρουμάνοι, Πολωνοί, αλλά και ο καρδινάλιος Σεζαρίνι, ως εκπρόσωπος του Πάπα, περνούν τον Δούναβη και φτάνουν στη Βάρνα, για να συναντήσουν τους Βυζαντινούς και να δώσουν όλοι οι χριστιανοί μαζί τη μεγάλη μάχη κατά των Τούρκων. 
Αλλά οι Βυζαντινοί δεν παν στο ραντεβού και οι σύμμαχοι παθαίνουν πανωλεθρία στη μάχη της Βάρνας την 10η Νοεμβρίου 1444. 
Μας χωρίζουν μόνο 9 χρόνια απ’ την άλωση.

Έχοντας εξασφαλισμένα τα νώτα τους, οι Τούρκοι αποφασίζουν να ξεκαθαρίσουν την κατάσταση στην Ελλάδα και την Αλβανία, πριν τακτοποιήσουν οριστικά τα πράγματα στην Κωνσταντινούπολη.
 Κι έτσι, το 1446 καταλαμβάνουν την Κόρινθο και την Πάτρα, επτά χρόνια πριν καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη. 
Τον Μυστρά, το δεύτερο σε σημασία πολιτικό και πολιτιστικό κέντρο των Βυζαντινών αυτή την εποχή, θα τον αφήσουν για το 1460. 
Θα πέσει στα χέρια των Τούρκων εφτά χρόνια μετά την Κωνσταντινούπολη. 
Προς το παρόν, τους Τούρκους δεν τους πολυενδιαφέρει ο νότος.
Έχουν στραμμένη την προσοχή τους στα κυρίως ειπείν Βαλκάνια, διότι στοχεύουν την Ευρώπη. 
Μ’ άλλα λόγια, παραπήραν φόρα. 
Ισως γιατί δεν έχουν πληροφορηθεί πως η Ευρώπη ετοιμάζεται να μπει στην Αναγέννηση, που θα ήταν απολύτως αδύνατη αν οι Τούρκοι προχωρούσαν και πιο πέρα απ’ τα Βαλκάνια.

Είναι αυτή την εποχή, λίγο πριν απ’ την άλωση της Πόλης, που ο Γεώργιος Καστριώτης, γνωστός ως Σκεντέρμπεης, αρχίζει στην Αλβανία μια καταπληχτική αντίσταση κατά των Τούρκων, και τους λιανίζει. 
Οι Τούρκοι τα χάνουν και τα μπερδεύουν. 
Το κακό τους ήρθε από κει που δεν το περίμεναν, απ’ την Αλβανία. 
Κι έτσι, ο Σκεντέρμπεης θα γίνει ο μεγάλος εθνικός ήρωας των Αλβανών, αν και Έλληνας απ’ τη μεριά του πατέρα του και Σέρβος απ’ τη μεριά της μητέρας του. Πιο έξυπνοι οι Αλβανοί από μας, δε διστάζουν να χρίουν εθνικούς ήρωες όποιους κάνουν καλό στο έθνος τους, αδιαφορώντας για την «καθαρότητα» του αίματος.

Οι Ούγγροι ξαναεπιτίθενται στους Τούρκους στο Κοσσυφοπέδιο, και άλλη μια φορά ηττώνται εκεί κατά κράτος την 17η Οκτωβρίου 1448. 
Απέχουμε 5 χρόνια απ’ την άλωση, και ο Μουράτ λίγο μετά τη μάχη παραδίδει το θρόνο στο γιο του Μεχμέτ Β’ (Μωάμεθ Β’). 
Όμως του τον παίρνει πίσω. 
Αλλά του τον ξαναδίνει. 
Και ξανά τον ξαναπαίρνει πίσω. 
Και ξανά του τον ξαναδίνει. 
Τον έχει τρελάνει το γιο του, τον μετ’ ολίγον Μωάμεθ τον Πορθητή (της Πόλης). Τρέμει μην τα θαλασσώσει, και στη διαθήκη του είναι κατηγορηματικός: 
Να μη δει προκοπή ο γιος αν δεν καταλάβει την Κωνσταντινούπολη, ένα πραγματικά απόρθητο φρούριο. 
Που όποιος καταφέρει και το εκπορθήσει, παίρνει αυτομάτως τον τίτλο του Πορθητή.

Στην αυλή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου ζει αυτόν τον καιρό ο Τούρκος πρίγκιπας Ορχάν. 
Είναι, ας πούμε υπότροφος, και στην πραγματικότητα εξόριστος. 
Ο Μωάμεθ τον φοβάται σαν επικίνδυνο διεκδικητή του θρόνου, και πληρώνει «δίδακτρα» στους Βυζαντινούς για να του μάθουν γράμματα, δηλαδή να μην τον αφήσουν να φύγει απ’ την Πόλη.
Αλλά οι Τούρκοι δεν πλήρωναν τα «δίδακτρα» και ο αυτοκράτορας θυμώνει. 
Και βρίσκει την ευκαιρία να τα ζητήσει όταν ο Μωάμεθ πάει στη Μικρά Ασία για να καταστείλει μια απ’ τις συνηθισμένες στάσεις των Τούρκων φυλάρχων και των γενιτσάρων, που κάθε τρεις και πέντε ζητούν αύξηση μισθού.

Και τότε ο Μωάμεθ παίρνει τη μεγάλη απόφαση. 

Το 1451 θα αρχίσει να χτίζει ένα κολοσσιαίο φρούριο στην ευρωπαϊκή μεριά του Βοσπόρου, πολύ κοντά στην Κωνσταντινούπολη. 
Οι Βυζαντινοί κάνουν ό,τι μπορούν για να παρεμποδίσουν τους μαστόρους, αλλά δεν καταφέρνουν σχεδόν τίποτα.
Οι πεινασμένοι κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής ψάχνουν για δουλειά και αδιαφορούν πλήρως για το γεγονός πως υπηρετούν τα σχέδια των Τούρκων για την άλωση της Πόλης.

Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ξέρει καλά τι σημαίνει ένα τέτοιο φρούριο κάτω απ’ τη μύτη του και προτείνει να δίνει στο σουλτάνο ετήσιο φόρο αν δεν το χτίσει. Και για πρώτη φορά οι Τούρκοι λεν όχι στο μπαχτσίσι, το κλασικό τουρκικό εθνικό σπορ, που το κληρονομήσαμε και μεις.

Αυτό ήταν. 
Αυτή η αντίσταση στον πειρασμό του χρήματος θα γίνει η αιτία της πτώσης της Πόλης. 
Οι Τούρκοι θα χτίσουν το τρομερό φρούριο πληρώνοντας τρομερά ποσά τόσο για την κατασκευή, όσο και για τον εξοπλισμό του. 
Η θεμελίωση γίνεται το 1451 και η ξεθεμελίωση της Βασιλεύουσας Πόλης σε δυο χρόνια, όσο δηλαδή χρειάζεται για να κατασκευαστεί το φρούριο.

Τον Αύγουστο του 1452 τα κολοσσιαία κανόνια του φρουρίου ελέγχουν το Βόσπορο και επιβάλλουν φορολογία σε κάθε πλοίο που περνάει, ώστε να βγουν τα έξοδα κατασκευής και εξοπλισμού του φρουρίου.
 Ένας Ούγγρος τεχνικός, που υπηρετούσε τους Βυζαντινούς πριν τον προσλάβει ο Μωάμεθ με καλύτερο μισθό, φτιάχνει 12 κανόνια, ικανά να ανοίξουν ρωγμές στα τείχη της Πόλης. 
Το μεγαλύτερο απ’ αυτά, για να μετακινηθεί απ’ τη θέση του και ν’ αλλάξει τη γωνία βολής, χρειαζόταν τη μυϊκή δύναμη 50 βοδιών και 2.000 ανδρών.

Κι αφού τα κανόνια έκαναν την παρθενική τους βολή στις αρχές Αυγούστου 1452, στο τέλος του μήνα ο Μωάμεθ εμφανίζεται επικεφαλής 50.000 στρατιωτών κάτω απ’ τα τείχη της Κωνσταντινούπολης για να κάνει μια πρώτη επίδειξη ισχύος και για να εκφράσει την ευαρέσκειά του στους τεχνίτες. 
Μετά, επιστρέφει στο ορμητήριό του στην Αδριανούπολη, και κάθε τόσο κάνει εκδρομές μέχρι τα τείχη της Βασιλεύουσας για να δει πώς παν οι δουλειές.

Παν πολύ καλά, αλλά η πολιορκία αποκλείεται να είναι πλήρης, αν δε βρεθεί τρόπος να ζωθεί η Πόλη και απ’ την πλευρά του Κεράτιου κόλπου, απ’ όπου οι πολιορκημένοι, κουτσά στραβά, ανεφοδιάζονται σε τρόφιμα. 
Πρέπει, λοιπόν, τα τουρκικά πλοία να περάσουν στον Κεράτιο, πράγμα απολύτως αδύνατο γιατί μια κολοσσιαία αλυσίδα βυθισμένη στο νερό λειτουργεί σαν αδιαπέραστος φράχτης.

Θα μου πείτε, θα μπορούσαν να τη βομβαρδίσουν. 
Μην το πείτε όμως γιατί τα κανόνια αυτής της εποχής ουδεμία σχέση έχουν με τα σημερινά. 
Δεν εκτοξεύουν εκρηγνυόμενα βλήματα, αλλά συμπαγείς σιδερένιες μπάλες, τα περίφημα «τόπια». 
Ο βομβαρδισμός είναι κάτι σαν πετροπόλεμος μεταξύ γιγάντων, στον οποίο οι αντιμαχόμενοι αντί για πέτρες πετούν σίδερο. 
Συνεπώς, ένα τόπι που πέφτει στο νερό χάνει μέρος της δύναμής του, δηλαδή του βάρους του, εξαιτίας της άνωσης. 
Άλλωστε, άλλο να βομβαρδίζεις τείχη κι άλλο μια βυθισμένη αλυσίδα. 
Άλλο πόλεμος στον Κεράτιο κόλπο, κι άλλο αμερικάνικο κόλπο στον Περσικό κόλπο. 
Πολύ θα ήθελε ο Μωάμεθ να έχει μερικά ελικόπτερα Απάτσι, αλλά γεννήθηκε πολύ νωρίς για να μπορέσει να πάρει αμερικανική βοήθεια. 
Άσε που η Αμερική δεν είχε ανακαλυφτεί ακόμα. 
Πάντως, αν υπήρχαν Αμερικανοί τότε, μην αμφιβάλλετε πως θα τον βοηθούσαν να καταλάβει την Πόλη, διατηρώντας σταθερή τη στρατιωτική βοήθεια στη Βυζαντινή και την Οθωμανική Αυτοκρατορία στο περίφημο εφτά προς δέκα.

Ελλείψει Αμερικανών και ΝΑΤΟ ο Μωάμεθ θα έπρεπε να τα βολέψει μόνος του, όπως μπορούσε καλύτερα. 
Και μπόρεσε, ο μπαγάσας. 
Μπόρεσε να εφαρμόσει το μεγαλύτερο στρατήγημα και να κάνει τον σπουδαιότερο άθλο σ’ ολόκληρη τη στρατιωτική ιστορία, όλων των εποχών. Προσέξτε καλά, θα σας χρειαστεί όταν οι Τούρκοι πολιορκήσουν την Αθήνα με άλλα μέσα, την εποχή που θα είναι συνεταίροι μας στην ΕΟΚ. 
Προσέξτε καλά και πέστε μου αν είναι δυνατό να έχει αποτέλεσμα ο προσωπικός ηρωισμός μπροστά σε ιδιοφυή στρατηγήματα σαν αυτό που εφάρμοσε ο Πορθητής για να εκπορθήσει την Πόλη. 
Δε λέω, να πάρουμε την Πόλη, άλλωστε είναι η πατρίδα των προγόνων μου και πολύ θα ήθελα να την πάρουμε, αλλά όχι με επίθεση κατά μέτωπο. 
Οι ήρωες δε φτουρούν πια. 
Το καταλάβατε ελπίζω παρακολουθώντας στην τηλεόραση το σόου στον Περσικό κόλπο.

Λοιπόν, στις αρχές Απριλίου 1453 ο Μωάμεθ Β’ ο Πορθητής εμφανίζεται προ των τειχών της Κωνσταντινούπολης με 260.000 στρατό, χώρια τα στίφη των πεινασμένων πάσης εθνικότητας, που περιμένουν να μπουν στην Πόλη για πλιάτσικο. 
Σε λίγο καταφτάνει και ο τουρκικός στόλος από 420 πλοία, υπό την ναυτική διοίκηση ενός Βούλγαρου ειδικού στον θαλάσσιο πόλεμο. 
Στρατιωτικός σύμβουλος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, απ’ την άλλη μεριά, είναι ο Γενουάτης Ιουστινιανός. 
Που λέει στον Παλαιολόγο να μη φοβάται τα πλοία, δεν είναι δυνατό να περάσουν στον Κεράτιο.

Έλα όμως που 80 πλοία παρακάμπτουν το εμπόδιο της αλυσίδας, διά ξηράς! 
Τα έβαλαν πάνω σε ρόδες και τα τσούλησαν απ’ την άλλη μεριά. 
Οι μελετητές της παγκόσμιας στρατιωτικής ιστορίας ακόμα τρίβουν τα μάτια τους. Ούτε ένα ούτε δύο, ογδόντα τεράστια πολεμικά πλοία έγιναν καροτσάκι. 
Και οι δικοί μας οι χαχόλοι να μιλούν για Κερκόπορτες, για προδότες και άλλα τέτοια φαιδρά. 
Για το μεγαλοφυές στρατήγημα του Πορθητή, σχεδόν τσιμουδιά. 
Να πώς γράφεται η επίσημη ελληνική ιστορία. 
Υποτιμώντας σταθερά τον εχθρό.

Κάπου ένα μήνα κράτησε όλο κι όλο η κυρίως πολιορκία, που όμως είχε προπαρασκευαστεί με κάθε επιμέλεια. 
Και την 29η Μαίου 1453 η Κωνσταντινούπολη γίνεται τουρκική. 
Και παραμένει τουρκική. 
Απέχουμε μόνο 39 χρόνια απ’ την ανακάλυψη της Αμερικής το 1492 και την αρχή της Αναγέννησης που σημαδεύει τούτη η πιο σημαδιακή χρονιά της ανθρώπινης ιστορίας. 
Με την άλωση της Πόλης, οι Τούρκοι ετοιμάζονται με την άνεσή τους να γίνουν Ευρωπαίοι. 
Ας ευχηθούμε να πράξουμε και μεις ομοίως. 
Πάντως, οι Φράγκοι που δεν μας κατάχτησαν τότε, μας καταχτούν τώρα διά της ΕΟΚ. 
Πόσο ωφέλησε την Ελλάδα αυτή η μακραίωνη καθυστέρηση;

Aπό το βιβλίο του Β.Ραφαηλίδη 
«Oι λαοί των Βαλκανίων»
Το Κούρσεμα της Πόλης
ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

     Σαν πατήθηκε πειά η πόρτα του Ρωμανού και σκοτώθηκε ο βασιλιάς, οι Τούρκοι γιουργιάρανε μέσα στην Πόλη σαν τ' αγριεμένο ξεροπόταμο που κατεβαίνει στενεμένο ανάμεσα στ' αψηλά βράχια, ύστερ' από νεροποντή. 
Δε μπαίνανε εκατό-εκατό, μηδέ διακόσιοι, μα χιλιάδα απάνω στη χιλιάδα. 
Τέτοια ήτανε η μανία τους μη δεν προφτάξουνε να κουρσέψουνε, που απ' το στρίμωγμα λαβωνόντανε συναμεταξύ τους και πολλοί σκάσανε ποδοπατημένοι απ' τους δικούς τους. 
Και σα μπαίνανε μέσα στο κάστρο, σκορπίζανε άλλος εδώ, άλλος εκεί, κοπάδια-κοπάδια, σφάζοντας όποιον βρίσκανε μπροστά τους, είτε γυναίκα, είτε παιδί, είτε άντρα.
Το μεγάλο μακελειό βάσταξε απ' την ανατολή του ηλίου ίσαμε το μεσημέρι. 
Πολλοί χριστιανοί κρυφτήκανε μέσα σε λαγούμια και σε σπηλιές κ' ύστερα τους βρήκανε και τους σκλαβώσανε.
Φτάνοντας οι Τούρκοι στην πλατεία, ανεβήκανε στον πύργο και κατεβάσανε τη βυζαντινή σημαία και τη σημαία τ' άγιου Μάρκου και ισάρανε στον τόπο τους το σαντάρδο του σουλτάνου. 

Τα κάστρα από τη μιαν άκρη ίσαμε την άλλη πέσανε στα χέρια του Τούρκου. 
Μονάχα οι Κρητικοί, που βρισκόντανε μέσα στους πύργους του Λέοντα και του Βασιλείου, βαστήξανε τον πόλεμο ίσαμε το μεσημέρι. 
Ο σουλτάν Μεμέτης σαν τάκουσε θαύμασε την παλληκαριά τους και τους άφησε να φύγουνε στην πατρίδα τους, παίρνοντας μαζί τους ό,τι είχανε απάνω τους.
Όπως είπα πρωτύτερα, πολύς κόσμος έτρεξε στη θάλασσα να γλυτώση, μα έπεσε μαζεμένος στα καράβια και πολλά βουλιάξανε και πνιγήκανε πολύς λαός. 
Οι πορτιέρηδες, βλέποντας τον κόσμο που ωρμούσε από τις πόρτες, θυμηθήκανε ένα παλιό ρητό πώλεγε πως η πόλη θα ξαναπαιρνότανε απ' τα χέρια των Τούρκων αν γυρίζανε πίσω οι Χριστιανοί, κλειδώσανε τις πόρτες και ρίξανε τα κλειδιά έξω απ' το κάστρο. Τότε δα φούντωσε η σφαγή, που δε μπορεί να τη χωρέση το μυαλό του άνθρωπου.
Όσοι γλυτώσανε χάσανε τα φρένα τους και τρέχανε να κλειστούνε στην Άγια-Σοφιά. 
Κείνη την ώρα ήτανε πώχαν' η μάννα το παιδί και το παιδί τη μάννα. 
Θεέ μεγαλοδύναμε, απάνω σ' αυτούς τους συμφοριασμένους έπεσε όλη η οργή σου! 
Μερμήγκια αμέτρητη πλημμύρισε την εκκλησιά, απάνω, κάτω, στο νάρθηκα, στ' άγιο βήμα, σε κάθε μεριά. 
Σφαλίξανε τις πόρτες και παρακαλούσανε με μεγάλες φωνές το Θεό να τους λυπηθή. 
Οι κουμπέδες κ' οι θεόρατες καμάρες αντιβουίζανε και ρίχνανε πιο πολλή τρομάρα στις καρδιές των κοριτσιών• τα μικρά παιδάκια ξεψυχούσανε απ' το φόβο τους. 
Σε λίγο φτάξανε οι Τούρκοι και πιάσανε να βαράνε με τους μπαλτάδες τις πόρτες. 
Το κοπάδι, που ήτανε μαντρισμένο μέσα βέλαζε λυπητερά σε κάθε τσεκουριά.

Ποια γλώσσα μπορεί να πη τι γίνηκε σαν μπήκανε μέσα οι Τούρκοι, βαστώντας στα χέρια τους άλλοι ματωμένα μαχαίρια μια οργυιά μάκρος, άλλοι πελέκια ακονισμένα, άλλοι κοντάρια, π' αστράφτανε οι σουβλερές μύτες τους. 
Η εκκλησιά πιτσιλίστηκε απ' τα αίματα σε δυό μπόγια ύψος, πώλεγες πως ήτανε χασάπικο.
Όσοι απομείνανε ζωντανοί είχανε τρελλαθή. 
Οι Τούρκοι δένανε τους άντρες με σκοινιά, τις γυναίκες με τις ζώνες τους. Έβλεπες αφεντάδες δεμένους πιστάγκωνα μαζί με τους υπηρέτες, κυράδες με τις δούλες, παπάδες με γρηές, δεσποτάδες, παλληκάρια βουτημένα στο αίμα. 
Ο ένας μπροστά στον άλλον βιάζανε τις γυναίκες, ανάμεσα σε κουφάρια και σε λαβωμένους που μουγκρίζανε. 
Άλλοι πάλι από κείνα τ' αγρίμια ξεγυμνώνανε την εκκλησιά. 
Μέσα σε μια ώρα απομείνανε μονάχα οι τοίχοι.
 Δεν αφήσανε μηδέ καντήλι, μηδέ δισκοπότηρο, μηδέ βαγγέλιο, μηδέ εικόνα, μηδέ ρούχα, τίποτα! 
Πως περνά η ακρίδα από 'να καταπράσινο περιβόλι κ' ύστερα, σαν κάνη φτερά, αφήνει χώμα μοναχό, έτσι απόμεινε κ' η Άγια-Σοφιά ξεγυμνωμένη.
Το μαχαίρι κ' η φωτιά βάσταξε τρία μερόνυχτα, όπως είχε ταμένο στους στρατιώτες του ο σουλτάνος. 
Η απέραντη Κωνσταντινούπολη αντιλαλούσε μέρα νύχτα. 
Τι αίμα και τι δάκρυα χυθήκανε! 
Χιλιάδες καρδιές χτυπούσανε, τέτοια συμφορά δε μπορεί να τη συλλογισθή άνθρωπος.
 Άλλοι σφαζόντανε πριν πάνε στα σπίτια τους, άλλοι καταφέρνανε να φτάξουνε στα δικά τους μα δε βρίσκανε τα παιδιά τους και τις γυναίκες τους. Αντρόγυνα χωριζόντουσαν, ο ένας Τούρκος έσερνε τον άντρα κι' ο άλλος τη γυναίκα. 
Τα παιδιά τα ξεκολλούσανε απ' το λαιμό της μάννας, τα κορίτσια τα σέρνανε απ' τα μαλλιά μέσα στο δρόμο. Πεινασμένα σκυλιά πίνανε το αίμα π' άχνιζε μέσα στα χαντάκια. 
Πειό πολλά ήτανε τα κομμένα κεφάλια, που κειτόντανε στο χώμα, παρά οι πέτρες της γης. Φρόνιμες νοικοκυράδες, που δεν τις είχε δη ο ήλιος, ατιμαζόντανε γυμνές μέσα στις πλατείες. 
Παπάδες περπατούσανε βιαστικά, φορτωμένοι με βαρειά σεντούκια, που τους τάχανε φορτωμένα οι ζεμπέκηδες και τους δέρνανε σαν γαϊδούρια και τους τραβούσανε με το καπίστρι πούχανε περασμένο στο λαιμό τους. 
«Και ην ιδείν ορμαθούς εξερχόμενους απείρους ώσπερ αγέλας».

Στα καράβια δεν είχε απομείνει μηδέ ένας Τούρκος, γιατί ριχτήκανε στο πλιάτσικο. 

Με μεγάλη μανία γυρεύανε να βρούνε τα γυναικεία μοναστήρια, τα πατούσανε και κουβαλούσανε τις καλογρηές μέσα στα καράβια κ' εκεί ο διάβολος πειά μπορεί να πη το τι γίνηκε. 
Πολλές γυναίκες, για να ξεφύγουνε την ατιμία, πέσανε και πνιγήκανε στη θάλασσα και στα πηγάδια.
Οι Τούρκοι είχανε τούτη τη συνήθεια, άμα μπαίνανε μέσα σ' ένα σπίτι για να κουρσέψουνε, στήνανε μια σημαία απάνω στα κεραμίδια. 

Οι άλλοι Τούρκοι, βλέποντας τούτη τη σημαία, δε μπαίνανε ποτέ μέσα, μα τραβούσανε πάρα πέρα, ναβρούνε άλλο σπίτι λεύτερο.
 Ίσαμε διακόσες χιλιάδες τέτοια κουρέλια σαλεύανε απάνω στην Πόλη, γιατί οι Τούρκοι βάζανε πολλές παντιέρες στο ίδιο σπίτι για να κάνουνε πανηγύρι.
Όλη τη μέρα σφάζανε. 
Τόσο μουσκεμένη ήτανε η γης, πώλεγες πως έβρεξε αίμα, κι' όπου έβρισκε χαντάκι το αίμα έτρεχε σα νάτανε βροχονέρι. 
Τα κουφάρια τα ρίχνανε στο μπουγάζι του Βοσπόρου, και το ρέμα τα κατρακυλούσε σα νάτανε πεπόνια, Χριστιανοί-Τούρκοι ανακατεμένοι.
Ο σουλτάνος δε μπήκε μέσα στην Πόλη με το στρατό, παρά απόμεινε στο στρατόπεδο. 

Κατά το μεσημέρι οι πασάδες του πήγανε τα κλειδιά, σημάδι πως ήτανε πειά δική του η Κωνσταντινούπολη. Τότε καβαλλίκεψε και μπήκε με τη συνοδεία του μέσα στο κάστρο και τράβηξε ίσια στην Αγιά-Σοφιά.
 Δε μπήκε μέσα στην εκκλησιά με τάλογο, παρά ξεπέζεψε και μπαίνοντας μέσα θαύμασε πολλήν ώρα και περιεργάσθηκε το χτίριο.
 Ύστερα φώναξε έναν χότζα και τούπε ν' ανεβή απάνω στον άμβωνα και να φωνάξη την προσευχή τους 
«Αλλάχου εκπέρ, Αλλάχου εκπέρ, Μουχαμετούλ ρεσούλ Ουλλάχ.» 
Σαν τελείωσε ο χότζας, ανέβηκε ο ίδιος στην Άγια Τράπεζα και το ξανάπε.

Την ώρα πώβγαινε έξω, είδε έναν Τούρκο που τσάκιζε τα μάρμαρα. 

Ο Μεμέτης τον βάρεσε με το καμουτσί λέγοντας του: «Κιοπέκ, σας άφησα το θησαυρό και τους ανθρώπους, μα τα χτίρια είνε δικά μου!»
Από κει τράβηξε με τους πασάδες και ρώτηξε για το βασιλιά της Πόλης, ζη ή πέθανε. 

Και σαν τούπανε πως σκοτώθηκε, πρόσταξε και πλύνανε πολλά κεφάλια στο μέρος που χάθηκε, για να τον γνωρίσουνε, μα δε μπορέσανε μέσα σε τέτοιο πλήθος. 
Σε λίγο όμως βρέθηκε το κορμί του και το γνωρίσανε απ' τα κόκκινα ποδήματά του με τους κεντημένους αητούς. 
Κόψανε το κεφάλι και το βάλανε σε μια πλατεία κοντά στ' άγαλμα του Γιουστινιανού και κει στάθηκε ίσαμε το βράδυ. 
Ύστερα το μπαλσαμώσανε και τώστειλε ο σουλτάνος στην ανατολή από χώρα σε χώρα, για να δη ο κόσμος τη νίκη του. 
Το σώμα το πήρανε οι Χριστιανοί και το θάψανε.

Τα πλιάτσικα κ' οι σκλάβοι, άλλα στοιβαχθήκανε στις τέντες, άλλα φορτωθήκανε στα καράβια και τραβήξανε να τα πουλήσουνε, όπως έστερξε ο σουλτάνος. 

Κάθε Τούρκος ήτανε φορτωμένος. 
Τι μαλάματα, τι ασήμια, τι χαλκώματα, τι ρούχα μεταξωτά, τι βιβλία! 
Καράβια ολάκερα γεμίσανε καλόγερους και καλογρηές. 
Έβλεπες ζεϊμπέκια ψειριασμένα νάνε ντυμένα με ρούχα δεσποτικά, άλλοι φοράγανε χρυσά πετραχήλια, άλλοι κορώνες και καλυμμαύχια στο κεφάλι. 
Σκυλιά δεμένα με ζώνες κεντημένες, επιγονάτια και φελόνια για σαγή στ' άλογα. 
Μέσα στους ασημένιους δίσκους βάζανε ντομάτες και κρέατα, πίνανε κρασί μέσα στα δισκοπότηρα. Φορτώσανε στις καρότσες βιβλία, που δεν είχανε μετρημό και τα σκορπίσανε σ' ανατολή και δύση. 
Για ένα γρόσι πουλιόντανε ο Αριστοτέλης, ο Πλάτωνας κ' οι άλλοι ξακουσμένοι σοφοί της αρχαιότητας, γραμμένοι σε πετσί, με χρυσοκοντυλιές και με χρυσά δεσίματα. 
Τα εικονίσματα τα σκίζανε με το τσεκούρι και βράζανε κρέας μέσα στα καζάνια.

Τη δεύτερη μέρα, δηλαδή στις 30 Μαγιού, ξαναμπήκε στην Πόλη ο σουλτάνος, με πολλή παράταξη, κι' αφού τριγύρισε σε διάφορα μέρη, πήγε και στο παλάτι.

 Και βλέποντας το έρημο είπε έναν στίχο κάποιου Πέρση ποιητή για την ματαιότητα του κόσμου.
Ήτανε πειά πεθαμένη και θαμμένη η ξακουσμένη Κωνσταντινούπολη, η Θεοσκέπαστη, η Νέα Σιών, η Εφτάλοφη, το καμάρι της Ανατολής, πώβρισκε άνθρωπος και του πουλιού τα γάλα. Πούχε το κάστρο με τους τρακόσους πύργους, τα παζάρια, τα αρτοπρατεία, τα χαλκοπρατεία, τα αργυροπωλεία, τα βλατοπωλεία, τα κηροπωλεία, τα λουτρά, τα συντριβάνια, τις βρύσες, τις δεκαεννιά στέρνες, τα Ιπποδρόμια, τα παλάτια, τις τρακόσες εκκλησιές και τα διακόσια μοναστήρια, τ' αμέτρητα τ' αγάλματα κι' ό,τι μπορεί να βάλη ο νους τ' ανθρώπου.

«Τη δεύτερη δε από της ημέρας εκείνης, εισελθών ο Μεχμέτης, περιόδευσε την πόλιν και ην η πάσα άοικος, ούτε άνθρωπος, ούτε κτήνος, ούτε όρνεον κραυγάζον ή λαλούν εντός.»
Κοντά στο παλάτι ετοιμάσανε ένα μεγάλο τραπέζι για το σουλτάνο, κι' αφού έφαγε, ήπιε πολύ κρασί και μέθυσε. 
Τότε πρόσταξε να του πάνε το ναύαρχο Νοταρά με τα παιδιά του και να τους αποκεφαλίσουνε. 
Πρώτα σφάξανε τα παιδιά μπροστά στο συμφοριασμένον τον πατέρα, πώλεγε ολοένα 
«δίκαιος ει, Κύριε!», κ' ύστερα τον ίδιον.
 Δεν περάσανε λίγες μέρες και πρόσταξε να κόψουνε και το Χαλίλ πασά, που τον υπωπτευότανε πως είχε προδώσει τα μυστικά του στους γραικούς.

Το τέλος της Πόλης φαίνεται ακόμα πειό λυπητερό άμα συλλογισθή κανένας πως χαλάσθηκε το μήνα Μάη, τις μέρες που μοσκοβολούσανε οι πασκαλιές κ' οι τριανταφυλλιές. 
Ανήμερα που σκλαβώθηκε η Πόλη ήτανε της Αγίας Θεοδοσίας, που τη γιορτάζανε πάντα οι Πολίτες στις 29 Μαγιού με μεγάλη δόξα στην εκκλησιά της, που γίνηκε ύστερα τζαμί. 
Μ' όλη την αγωνία που περνούσανε, οι γυναίκες την είχανε στολισμένη, κατά τα συνηθισμένα, με στεφάνια και με περιπλοκάδες από τριαντάφυλλα. 
Την ώρα, που μπήκανε μέσα οι Τούρκοι, ψέλνανε ακόμα οι ψαλτάδες. 
Τους περάσανε όλους απ' το μαχαίρι, κι' από τότε βαστά η ονομασία «Γκιούλ Τζαμί», δηλαδή «Το Τζαμί με τα τριαντάφυλλα», και μ' αυτό τόνομα στέκει ως τα σήμερα. 
Μέσα σ' αυτή την εκκλησιά λένε πως υπάρχει κ' ένα μνημόρι, οπώχει απάνω στην πλάκα τούρκικα γράμματα, που λένε 
«Εδώ κείτεται ένας μαθητής του Χριστού» και πως αυτός είνε ο τάφος του βασιλιά Παλαιολόγου.

Τους Γενοβέζους του Γαλατά ο σουλτάνος δεν τους πείραξε, γιατί σταθήκανε φίλοι του στον πόλεμο, τους χάρισε μάλιστα και προνόμια. 
Το φιρμάνι που τους έδωσε αρχίξει με τούτα τα λόγια: «Εγώ ο μέγας αυθέντης και μέγας Αμηράς σουλτάνος ο Μεχμέτ Μπέης, ο υιός του μεγάλου αυθέντου Αμηρά Σουλτάνου του Μουράτ Μπέη. 
Ομνύω εις τον Θεόν του ουρανού και της γης και εις τον μέγαν ημών προφήτην Μωάμεθ, και εις τα επτά μουσάφια όπού έχομεν και ομολογούμεν, και εις τας ρκδ' (124) χιλιάδας προφήτας του Θεού και προς τας ψυχάς του πάππου μου και του πατρός μου, και προς εμαυτόν και προς τα παιδιά μου, και στο σπαθί οπού ξώννομαι...».ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
Από το βιβλίο :
ΤΟ ΠΑΡΣΙΜΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΚΡΙΤΑΣ