Τετάρτη 1 Απριλίου 2015

Μ᾿ ἀπάντησες στὸ δρόμο σου, Ποιητή. Ἤμουν τὸ πρωτολούλουδο τοῦ Ἀπρίλη. Ἡ δίψα τῆς ἀγάπης ποὺ ζητεῖ σοῦ φλόγιζε τὴ σκέψη καὶ τὰ χείλη.Μαρία Πολυδούρη γεννήθηκε σαν σήμερα 1 Απριλίου το 1902 και πέθανε 29 Απριλίου 1930 έζησε μονάχα την άνοιξη της σύντομης ζωής της ...

Μαρία Πολυδούρη (Καλαμάτα, 1 Απριλίου 1902 - Αθήνα, 29 Απριλίου 1930) 
η ποιήτρια που έζησε μονάχα την άνοιξη της σύντομης ζωής της ...
πέθανε από φυματίωση στα 28 της χρόνια ...
ίσως γι ΄αυτό "προφητικά " θα έλεγε κανείς ,
για την άνοιξη έπλασε , και σε αυτήν αναφέρονται τα περισσότερα από τα ποιήματά της Ελληνίδα ποιήτριας , της νεορομαντικής σχολής ...
Μαρία Πολυδούρη -“1η Απριλίου 1902 - 
Να η μέρα μου! 
Η ημέρα που ήρθα στον κόσμο μέσα σ’ ένα σπιτάκι όμορφο, γεμάτο φως ημέρα που άκουσα τα πρώτα κελαηδήματα των πουλιών, είδα τα πρώτα ρόδα του έαρος.
Επέρασαν από τότε είκοσι χρόνια και θα μπορούσα να πιστέψω ότι μόλις τα δέκα έχω περάσει. 
Και όμως πόσες στιγμές, ημέρες, μήνες, χρόνια λύπης και απελπισίας, στεναγμών και δακρύων βρίσκονται μέσα σ’ αυτήν την ζωή των 20 ετών. 
Κι’ ακόμα πόσες φορές είμαι πολύ-πολύ περισσότερο από 20 ετών με τις νευρικές χειρονομίες μου, τις ρυτίδες του μετώπου μου, την μελαγχολική σιωπή μου!
Ο μήνας που μου έδωκε την ζωή και ο μήνας που όταν μπει μου παίρνει κάθε ίχνος ζωής! 
Μια μελαγχολία χωρίς όρια με πνίγει, μια πλήξη τρομερή με παραλύει, μια νευρικότης με πεθαίνει. 
Απρίλιε… Απρίλιε πόσο ευχάριστα μου 
ψάλλεις τη δυστυχία μου, 
μου θυμίζεις ότι μου λείπει… 
με απελπίζεις”.
ΑΝΟΙΞΗ
Φούντωσε ἡ Ἄνοιξη καὶ δῶ σὲ κάθε δέντρου κλῶνο.
Τὰ πάρκα λουλουδίσανε καὶ κεῖνα.
Μὰ δὲ μοῦ λέει ἡ γιορτερὴ χαρά τους, παρὰ μόνο
πὼς λείπω μακριὰ ᾿πό σέν᾿ Ἀθήνα.

Ἔρχεται ἀκάλεστη, βουβή, μέσ᾿ στοῦ ἡλίου τὸ θάμπος

βροχούλα ποὺ κανεὶς δὲν ὑποπτέφτη
καὶ νοιώθω, ἡ νοσταλγία σου καθὼς μ᾿ ἀνάφτει, σάμπως
ξεχωριστὰ γιὰ μένανε νὰ πέφτη.
Παρίσι. Ἄνοιξη 1927
Μαρία Πολυδούρη- από τη συλλογή ΞΕΦΑΝΤΩΜΑ

[ΟΙ ΠΑΠΑΡΟΥΝΕΣ ΑΝΘΙΣΑΝ ΞΑΝΑ...]
Οἱ παπαροῦνες ἄνθισαν ξανά. Στὰ ἴδια μέρη
τὶς ἔκοψα γεμίζοντας, ὡς τότε, τὴν ἀγκάλη.
Μονάχα τώρα θλιβερὸ κι᾿ ἂν ἔστηνα καρτέρι
δὲ σ᾿ εἶδα ξάφνου πλάι μου νὰ προσπερνᾶς καὶ πάλι.

Τὸ Δάσος σιγαλότατο στὸ λαῦρο μεσημέρι,
τὶς λεῦκες τὶς γλυκόλογες μὲ τὰ γιγάντια κάλλη,
μ᾿ ἀπ᾿ ὅλα τὸ σπιτάκι σου - καημὸ ποὺ μοὔχει φέρει,
τὰ βρῆκα δίχως σένανε καὶ δίχως ἐλπίδα ἄλλη

Νὰ σὲ ξαναβρῶ - θἄσωνα νὰ καρτεράω χρόνια.

Κ᾿ ἔκλαψα. Μὰ θυμήθηκα στερνὰ ποὺ ξεκινοῦσες
μὲ συνοδεία μουσικὴ τὰ δέντρα καὶ τ᾿ ἀηδόνια

Μὲ τὴ ματιὰ νοσταλγικιὰ στὰ γύρω ποὺ σκορποῦσες

καὶ στὴν καρδιά μου σ᾿ ἔκλεισα, μὲ σὲ νὰ χαιρετήσω
ὅλα ποὺ μ᾿ ἔκανες ἐσὺ νὰ ἰδῶ καὶ ν᾿ ἀγαπήσω.
[ΤΙ ΘΕΛΕΙ ΤΟΥΤΗ Η ΑΝΟΙΞΗ...]
Τί θέλει τούτη ἡ Ἄνοιξη...
Σαλεύουν
ἀόρατα, πανάλαφρα
τῶν δέντρων τὰ κλαδιά.
Τί θέλει ἡ μυρωδιὰ
ποὺ μᾶς χτυπᾶ ἁπαλότατα
μὲ ἀμυγδαλιᾶς ἀνθόκλωνο
τὴν καρδιά...

-Μία νέα περνᾶ ζυγίζοντας

στὰ δάχτυλα
ἕνα κορμί, φτερό.
Κι᾿ ὅπως σιεῖ ρυθμικὰ
μία κατάλευκη ὀμπρέλλα,
εἶναι πουλί.

Ἕνας νέος ἀράθυμος

συλλογιέται γλυκά,
σὰ νὰ πέρασε πλάι του
πεταλούδα μυρόβολη
τὸ φιλί.

-Τρέμει κάτι τὸ ἀδύναμο

κι᾿ ὅλο μένει
σὰν κουτσό... κοντοφτέρουγο...
Λυπημένη
τὴ ματιά μας ρουφᾶ
τὸ ἀνοιξιάτικο ἀπόγευμα
καὶ χλωμαίνει.
Ξαφνικά, κάποιο σκίρτημα
στὴ γαλήνη
καὶ σὰ λυγμὸς παράφορος.
Ἕνα πιάνο ξεσπᾶ
τὸ δικό μας ἐναντίωμα
μὲ κλειστὸ στόμα.

Τί θέλει πάλιν ἡ Ἄνοιξη...

Τί νὰ μᾶς φέρει ἀκόμα...
Μαρία Πολυδούρη
από τη συλλογή , ΗΧΩ ΣΤΟ ΧΑΟΣ.
[ΚΑΛΕ ΜΟΥ Η ΑΝΟΙΞΗ ΕΦΤΑΣΕ...]
Καλέ μου, ἡ Ἄνοιξη ἔφτασε. Τὰ βράδια μὲ πλανᾶ
πῶς παίζει στὸ παράθυρο τὴ φωτεινή της σάρπα.
Μὰ τὰ μεσάνυχτα γροικῶ ποὺ φευγαλέα περνᾶ
τὸ θλιβερὸ τραγούδι σου στὴ νυμφική τους ἅρπα.

Καλέ μου, ὅλα γυρεύουνε γλυκὰ νὰ μὲ κοιμίσουν

καὶ νὰ μοῦ ποῦν πὼς ἔσβησες γιὰ πάντα ἀπὸ τὴ γῆ.
Μὰ ὅλα, χωρὶς νὰ θέλουνε, σένα θὰ μοῦ θυμίζουν
κι᾿ ἀνίδεα θὰ μοῦ κάνουνε τὴ νοσταλγία πληγή.

Καλέ μου, πῶς ἀπόσβησε παντοτινὰ ἡ ματιά σου

ἀπὸ τὸν Ἥλιο ποὺ ἄλλοτε μ᾿ ἀγάπη μοὖχες δείξει;
Πῶς ἔγινε ἔτσι, νὰ βρεθῶ τόσο πολὺ μακριά σου
κι᾿ ὁ ἥλιος σου ἐχθρὸς νὰ μοῦ γενῆ, σκοτάδι νὰ μὲ πνίξη;

Πρὶν ἀπὸ σένα πέθαναν ὅσα μοὖχες ταμένα

κ᾿ ὕστερα χάθηκες καὶ σὺ μαζί τους, τὸ πιὸ ὡραῖο.
Ἕνας κυκλώνας γύρω μου τὰ πάντα ἔχει θαμμένα
καὶ μ᾿ ἔχει ἀφήσει ζωντανὴ μόνον γιὰ νὰ σὲ κλαίω.
από τη συλλογή - ΗΧΩ ΣΤΟ ΧΑΟΣ.
Το 1921 μετατέθηκε στη Νομαρχία Αθηνών και παράλληλα εγγράφηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Στην υπηρεσία της εργαζόταν και ο ομότεχνός της Κώστας Καρυωτάκης. Γνωρίστηκαν και μεταξύ τους αναπτύχθηκε ένας σφοδρός έρωτας,
που μπορεί να κράτησε λίγο,
αλλά επηρέασε καθοριστικά τη ζωή και το έργο της.

Συναντήθηκαν για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 1922.
Η Μαρία ήταν τότε 20 ετών, ενώ ο Καρυωτάκης 26.

Εκείνη είχε δημοσιεύσει κάποια πρωτόλεια ποιήματα, 

ενώ εκείνος είχε εκδόσει δύο ποιητικές συλλογές, 
τον "Πόνο των ανθρώπων και των πραμάτων" (1919) 
και τα "Νηπενθή" (1921) και είχε ήδη κερδίσει
την εκτίμηση κάποιων κριτικών και ομότεχνών του.

Το καλοκαίρι του 1922 ο Καρυωτάκης ανακάλυψε
ότι έπασχε από σύφιλη, μία νόσο που τότε ήταν ανίατη
και αποτελούσε κοινωνικό στίγμα.

Ενημέρωσε αμέσως την αγαπημένη του Μαρία
και της ζήτησε να χωρίσουν.

Εκείνη του πρότεινε να παντρευτούν
χωρίς να κάνουν παιδιά, όμως εκείνος
ήταν πολύ περήφανος για να δεχτεί τη θυσία της. 

Η Μαρία αμφέβαλε για την ειλικρίνειά του
και θεώρησε ότι η ασθένειά του ήταν πρόσχημα
του εραστή της για να την εγκαταλείψει.

Ποτέ της όμως δεν κατάφερε να ξεπεράσει
τον έρωτά της για αυτόν ...

Τα περισσότερα ποιήματά της αναφέρονται
σε αυτόν τον ανεκπλήρωτο έρωτά της με τον Καρυωτάκη.

Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ
Μ᾿ ἀπάντησες στὸ δρόμο σου, Ποιητή.
Ἤμουν τὸ πρωτολούλουδο τοῦ Ἀπρίλη.
Ἡ δίψα τῆς ἀγάπης ποὺ ζητεῖ
σοῦ φλόγιζε τὴ σκέψη καὶ τὰ χείλη.

Ἤμουν τὸ πρωτολούλουδο.

Κλειστὴ τότε ἡ πηγὴ τῶν
στοχασμῶν μου, ἐμίλει
μόνο ἡ καρδιά μου ἀθώα καὶ λατρευτή,
ὅταν τὸ πρῶτο βλέμμα μου εἶχες στείλει.

Μὲ τὸν καιρό, τὸν πόθο σου σ᾿ ἐμὲ

νὰ φανερώσης σίμωσες. Ὠιμέ,
εἴμασταν μιᾶς γενιᾶς παιδιά. 
Ἡ καρδιά μας
Ἀγάπαε μὲ τὸ πάθος ποὺ ζητᾶ
νὰ πάρη, τὸ αἰσθανθήκαμε φρικτὰ
καὶ πήραμεν ἀλλοῦθε τὴ ματιά μας.
Μαρία Πολυδούρη
από τη συλλογή , ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ.
Μαρία Πολυδούρη
Μουσική: Μιλτιάδης Σελιτσανιώτης
Νατάσα Μποφίλιου & Ελεωνόρα Ζουγανέλη
Καμιάν από τις πίκρες μου δε γνώρισες
τις πίκρες μου τις άσωστες τις μαύρες
και στων ματιών μου μεσ’ στο φεγγοβόλημα
τα δάκρυα μου στεγνωμένα τα `βρες


Εσύ μονάχα το γλυκό χαμόγελο
καμάρωσες στα χείλη μου απλωμένο
και έχεις μεσ’στων ματιών μου το ξαστέρωμα
τον πόθο σου τρελά καθρεφτισμένο

Με γνώρισες να γέρνω στην αγάπη σου
σαν πεταλούδα στ’ άλυκο λουλούδι
και να σκορπίζω όσο η καρδιά μου δίνονταν
μεθυστικό το ερωτικό τραγούδι

Γνώρισες τῆς χαρᾶς μου τὸ ἄγριο ξέσπασμα
στὸν ἀνοιξιάτικον ἀγρὸ ποὺ εὐώδα
λαχτάρας κύμα ἐγίνονταν ἡ ἀγκάλη μου
τὰ νιάτα σου νὰ σφίγγη καὶ τὰ ρόδα.

Ἐσὺ ποτὲ κρυφὰ δὲν ἀκολούθησες
τὸ βῆμα μου σὰν φεύγω ἀπὸ κοντά σου
κι᾿ ὅμως καὶ μὲ τὴ σκέψη σου μοῦ δόθηκες
καὶ μὲ τὴ φλόγα ἀκόμα τοῦ ἔρωτά σου.

Μὰ ποιὸς τὸ ξέρει ἄν, μία στιγμὴ βρισκόσουνα
κάπου ποὺ νὰ μὲ βλέπεις ὅταν γέρνω
καὶ σκύβω μαζωχτὴ κάτω ἀπὸ τἄγριο
χτύπημα, τὶς στριγγὲς φωνὲς ποὺ σέρνω

ἂν ἄκουες, καὶ στοῦ πόνου τὸ ξεχείλισμα
τὸ δόσιμο στὸ ξέψυχο μεθύσι,
τὰ δάκρυα, ὤ, θὰ μ᾿ ἀρνιόσουν ὅλα ἂν τἄβλεπες.
Κι᾿ ὅμως μου λὲς πὼς μ᾿ ἔχεις ἀγαπήσει.)

Μαρία Πολυδούρη
Μουσική: Δημήτρης Μαραμής
Κωνσταντίνος Κληρονόμος
Ω, μη με βλέπετε που κλαίω!
Δεν έχω θλίψη στην ψυχή μου.
Ό,τι είχα στη ζωή μου ωραίο
χάθηκε κ’ είμαι μοναχή μου.

Είν’ η ζωή μου χωρίς χάρη, 
χωρίς χαρά και χωρίς λύπη.
Κι αν τη ματιά δε μου ’χουν πάρει, 
ο λογισμός μου πάντα λείπει.

Με τις σκιές μαζί γυρίζω.
Η μοναξιά πλατιά με ζωνει.
Τους τόπους πια δεν τους γνωρίζω.
Νιώθω πυκνό να πέφτει χιόνι.

Τίποτ’ εδώ δε με πλανεύει.
Τίποτ’ εκεί δε μ’ οδηγάει.
Η σκέψη μου όλο και στενεύει, 
ενώ η καρδιά μου όλο λυγάει.

Ω, μη με βλέπετε που κλαίω!
Κάποια παλιά συνήθεια θα ’ναι.
Τα μυστικά μου όλα σας λέω, 
τώρα που πια δε με μεθάνε.

Μαρία Πολυδούρη
Μουσική-Ερμηνεία Κατερίνα Παπαδοπούλου
Κοντά σου δεν αχούν άγρια οι άνεμοι
Κοντά σου είναι η γαλήνη και το φως
Στου νου μας τη χρυσόβεργη ανέμη
ο ρόδινος τυλιέται στοχασμός

Κοντά σου η σιγαλιά σαν γέλιο μοιάζει
Που αντιφεγγίζουν μάτια τρυφερά,
κι αν κάποτε μιλάμε, αναφτεριάζει
πλάι μας κάπου η άνεργη χαρά

Κοντά σου η θλίψη ανθίζει σαν λουλούδι
κι ανύποπτα περνά μες στη ζωή
Κοντά σου όλα γλυκά κι όλα σαν χνούδι,
σα χάδι, σαν δροσούλα σαν πνοή

ΣΕΜΝΟΤΗΣ
Τὴν ὀμορφιὰ ποὺ κλείνω μέσα μου
κανεὶς δὲν θέλω νὰ τὴ νοιώσῃ.

Δὲ θὰ μποροῦσε νὰ τὴ σίμωνε

χωρὶς γι᾿ αὐτὸ νὰ τὴ πληγώσῃ.

Ἔχω ἕνα κρίνο, κρίνο ὁλάνοιχτο

χωρὶς καμμιὰ σκιὰ στὴν ὄψη.

Καμμιὰ ἡδονὴ δὲν ἐπεθύμησε

νὰ τὸ φιλήση, νὰ τὸ κόψη.

Ἔχω ἕνα ρόδο ποὺ ζυγιάζεται

πάνω στὴν ἴδια του τὴ φλόγα
κ᾿ εἶναι σὰ νἄγινε ὁλοκαύτωμα
καὶ νὰ σιωποῦσε καὶ νὰ εὐλόγα.

Μία μαργαρίτα ποὖνε ἀμφίβολη
μ᾿ ὅλο τὸ ναὶ ποὺ λέει ἡ καρδιά της.
Μόνον ἀφήνει νὰ λικνίζεται
παθητικὰ τὴν ὀμορφιά της.

Κι᾿ ἄλλα λουλούδια ποὖνε σύμβολα

κι᾿ ἄλλα μονάχα ποὺ μεθοῦνε,
μὰ τόσο εἶνε ὅλα λεπτοκάμωτα,
φανταστικὰ μόνον ἀνθοῦνε.

Τὴν ὀμορφιὰ ποὺ κλείνω μέσα μου

κανεὶς ποτὲ δὲ θὰ τὴ νοιώση.
Κι᾿ ἂν τὴν πληγώση θἆναι ἀνίδεος
κι᾿ οὔτε γι᾿ αὐτὸ θὰ μετανοιώση.
από τη συλλογή , ΟΙ ΤΡΙΛΛΙΕΣ ΠΟΥ ΣΒΗΝΟΥΝ
ΓΙΑΤΙ Μ᾿ ΑΓΑΠΗΣΕΣ
Δὲν τραγουδῶ παρὰ γιατὶ μ᾿ ἀγάπησες
στὰ περασμένα χρόνια.

Καὶ σὲ ἥλιο, σὲ καλοκαιριοῦ προμάντεμα

καὶ σὲ βροχή, σὲ χιόνια,
δὲν τραγουδῶ παρὰ γιατὶ μ᾿ ἀγάπησες.

Μόνο γιατὶ μὲ κράτησες στὰ χέρια σου

μία νύχτα καὶ μὲ φίλησες στὸ στόμα,
μόνο γι᾿ αὐτὸ εἶμαι ὡραῖα σὰν κρίνο ὁλάνοιχτο
κ᾿ ἔχω ἕνα ρίγος στὴν ψυχή μου ἀκόμα,
μόνο γιατὶ μὲ κράτησες στὰ χέρια σου.

Μόνο γιατὶ τὰ μάτια σου μὲ κύτταξαν

μὲ τὴν ψυχὴ στὸ βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα τὸ ὑπέρτατο
τῆς ὕπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τὰ μάτια σου μὲ κύτταξαν.

Μόνο γιατὶ ὅπως πέρναα μὲ καμάρωσες

καὶ στὴ ματιά σου νὰ περνάη
εἶδα τὴ λυγερὴ σκιά μου, ὡς ὄνειρο
νὰ παίζει, νὰ πονάη,
μόνο γιατὶ ὅπως πέρναα μὲ καμάρωσες.

Γιατὶ δισταχτικὰ σὰ νὰ μὲ φώναξες

καὶ μοῦ ἅπλωσες τὰ χέρια
κ᾿ εἶχες μέσα στὰ μάτια σου τὸ θάμπωμα
- μία ἀγάπη πλέρια,
γιατὶ δισταχτικὰ σὰ νὰ μὲ φώναξες.

Γιατὶ, μόνο γιατὶ σὲ σέναν ἄρεσε

γι᾿ αὐτὸ ἔμεινεν ὡραῖο τὸ πέρασμά μου.
Σὰ νὰ μ᾿ ἀκολουθοῦσες ὅπου πήγαινα,
σὰ νὰ περνοῦσες κάπου ἐκεῖ σιμά μου.

Γιατὶ, μόνο γιατὶ σὲ σέναν ἄρεσε.

Μόνο γιατὶ μ᾿ ἀγάπησες γεννήθηκα,
γι᾿ αὐτὸ ἡ ζωή μου ἐδόθη.
Στὴν ἄχαρη ζωὴ τὴν ἀνεκπλήρωτη
μένα ἡ ζωὴ πληρώθη.

Μόνο γιατὶ μ᾿ ἀγάπησες γεννήθηκα.

Μονάχα γιὰ τὴ διαλεχτὴν ἀγάπη σου
μοῦ χάρισε ἡ αὐγὴ ρόδα στὰ χέρια.

Γιὰ νὰ φωτίσω μία στιγμὴ τὸ δρόμο σου

μοῦ γέμισε τὰ μάτια ἡ νύχτα ἀστέρια,
μονάχα γιὰ τὴ διαλεχτὴν ἀγάπη σου.

Μονάχα γιατὶ τόσο ὡραῖα μ᾿ ἀγάπησες

ἔζησα, νὰ πληθαίνω
τὰ ὀνείρατά σου, ὡραῖε ποὺ βασίλεψες
κ᾿ ἔτσι γλυκὰ πεθαίνω
μονάχα γιατὶ τόσο ὡραῖα μ᾿ ἀγάπησες.
από τη συλλογή , ΟΙ ΤΡΙΛΛΙΕΣ ΠΟΥ ΣΒΗΝΟΥΝ.
ΕΛΑ ΓΛΥΚΕ...
Ἔλα γλυκέ, κι᾿ ἂν φτάνη ἡ νύχτα
καὶ τὸ σκοτάδι δὲ σ᾿ ἀρέση,
ἀστέρινο θαμπὸ στεφάνι
ἡ ἀγάπη μου θὰ σοῦ φορέση.

Στὸ ταραγμένο μέτωπό σου

ἀργὰ τὰ δάχτυλα θὰ σύρω
κι᾿ ὅ,τι εἶνε πάθος στὴν καρδιά σου
θ᾿ ἀνθίση δάκρια καὶ μύρο.

Θὰ σοῦ καρφώσω ἕνα λουλούδι
τ᾿ ὄνειρο πάνω στὴν καρδιά σου,
θὰ πλέξω τὰ ξερὰ τὰ φύλλα
μὲ τὰ κατάχλωρα μαλλιά σου.

Τὸ δέσμιο πόθο μου θ᾿ ἀφήσω,
μία πεταλούδα ναρκωμένη,
κ᾿ ἔτσι στὰ χείλη σου θὰ νοιώσης
κάτι σὰ γύρη νὰ σοῦ μένη.

Ἔλα γλυκὲ κι᾿ ἂς φτάση ἡ νύχτα.
Θὰ φέγγη ἡ νειότη σου μὲ θλίψη
τὸ σκοτεινὸ νὰ ὑφαίνω πέπλο
ποὺ ἡδονικὰ θὰ μὲ καλύψη.
mariarosa
Μια νέα, συγκεντρωτική έκδοση του έργου της επιδιώκει να επιβάλει τη λογοτεχνική αξία μιας ελάσσονος, αλλά διάσημης φωνής της ελληνικής ποίησης
«Το να μπορώ να γράψω είναι η υπέρτατη ευτυχία μου και η μοναδική». 
Αυτή αναγνωρίζει ως απόλυτη χαρά της ζωής της η Μαρία Πολυδούρη σε επιστολή της προς τον αφοσιωμένο φίλο της Βασίλη Γεντέκο τον Οκτώβριο του 1927 από το Παρίσι. 
Είναι 25 ετών και γράφει από παιδί. 
Αγωνιά για την τύχη του μυθιστορήματος που έχει παραδώσει στον εκδότη Γανιάρη προς έκδοση, αντιμετωπίζει προβλήματα επιβίωσης και μαθαίνει ραπτική στη σχολή Pigier, αναζητώντας εφόδια για να εργαστεί στη γαλλική λογοτεχνική μητρόπολη. 
Ζώντας απερίσκεπτα, με πενιχρά μέσα, στον άγριο χειμώνα του Παρισιού, προσβάλλεται από φυματίωση. 
Θα πεθάνει τρία χρόνια αργότερα στην Αθήνα, σε ηλικία 28 ετών, έχοντας εκδώσει στο αναμεταξύ τις ποιητικές συλλογές Τρίλλιες που σβήνουν (1928) και Ηχώ στο χάος (1929). 
Ηταν ξημερώματα της 29ης Απριλίου του 1930, 
ακριβώς όπως προφήτευε στο ποίημά της, 
«Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη»,
στο περιοδικό Εσπερος της Σύρου, 
τον Νοέμβριο του 1922, μόλις λίγους μήνες 
μετά τη λήξη του σύντομου μα έντονου 
ερωτικού δεσμού της με τον συφιλιδικό Κώστα Καρυωτάκη.
Ο βιογραφικός μύθος της Μαρίας Πολυδούρη είναι πολύ ελκυστικός, πολύ ισχυρός και πολύ γνωστός για να τον προσπεράσουμε. 
Μια νέα γυναίκα εκπληκτικής ακτινοβολίας και ομορφιάς, μποέμ και καλλιεργημένη, με σπάνια ευαισθησία και ποιητική ιδιοσυγκρασία, ζει στα νεορομαντικά χρόνια του Μεσοπολέμου όπως γράφει, παραδομένη στον έρωτα και στον θάνατο, εκστατικά, μοιραία, τραγικά. 
Αυτή η ζωή έχει περιβάλει ασφυκτικά με τη δραματική γοητεία της το ποιητικό έργο, το οποίο αξίζει να εκτιμήσουμε εκ νέου, προτείνει η Χριστίνα Ντουνιά, αναπληρώτρια καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, με αφορμή την πρόσφατη νέα έκδοση των Ποιημάτων της Πολυδούρη (Εστία, 2014), την οποία επιμελήθηκε.
Στην έκδοση συγκεντρώνονται για πρώτη φορά τα εκδομένα ποιήματα της Μαρίας Πολυδούρη, ποιήματα ανέκδοτα, ημιτελή και ποιητικές μεταφράσεις της από το Αρχείο της, που απόκειται στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (ΕΛΙΑ), και από το Αρχείο των ανιψιών της Νόρας και Ευγένιου Πολυδούρη, και αθησαύριστα ποιήματά της δημοσιευμένα σε περιοδικά και εφημερίδες. 
Υλικό από ανολοκλήρωτο αυτοβιογραφικό κείμενό της και δύο ανέκδοτες βιογραφίες της συνταγμένες από την αδελφή της Βιργινία αξιοποιείται στις Σημειώσεις που ακολουθούν σε Επίμετρο και συνοδεύονται από μελετήματα για την κριτική πρόσληψη του έργου της Πολυδούρη και τη σημασία της για τον σημερινό αναγνώστη. 
«Οπως ο Καρυωτάκης, έτσι και η Πολυδούρη διαθέτει ένα αναμφισβήτητα προσωπικό ύφος, μια εξεγερμένη συνείδηση, το ποιητικό χάρισμα της εξομολόγησης, μια ισχυρή αυτοσυνειδησία και μια αυθεντική θέαση του κόσμου»
σημειώνει η επιμελήτρια του τόμου, η οποία, έχοντας μελετήσει συστηματικά τον λογοτεχνικό Τύπο του Μεσοπολέμου, 
την ποίηση της εποχής και το έργο του Καρυωτάκη, 
καταλήγει ότι τα στοιχεία αυτά καθιστούν την Πολυδούρη
«την πιο συναρπαστική ποιήτρια του Μεσοπολέμου και μια από τις πιο ενδιαφέρουσες ποιητικές φωνές της ελληνικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα».
Οι ιστορικοί της λογοτεχνίας στάθηκαν πάντως τσιγκούνηδες μαζί της. 
Ελάχιστες γραμμές τής παραχωρούν στις γραμματολογίες τους, συγκαταβατικά και «μάλλον από ανάγκη στοιχειώδους εκπροσώπησης των γυναικών», παρατηρεί η Ντουνιά.
Ο αστός Κ. Θ. Δημαράς κάνει λόγο για ποίηση «ωχρή» και ο αριστερός Γιάννης Κορδάτος για ποίηση που συγκινεί 
«μονάχα τους λίγους που έχουν ξεμακρύνει από τη δράση και τα ενδιαφέροντα της κοινωνικής ζωής». 
Αλλοι επισημαίνουν τη συγκινητική περίπτωσή της και τη γυναικεία ευαισθησία της αξιολογώντας την ως μια ελάσσονα φωνή που εκφράζει το λογοτεχνικό πνεύμα της «παρακμιακής» ποίησης του Μεσοπολέμου. 
Είναι η «καταραμένη» ποιήτρια που διαθέτει τις προϋποθέσεις του βιώματος αλλά όχι την εκφραστική δεξιοτεχνία ανδρών ομοτέχνων της, του Τέλλου Αγρα ή του Κώστα Ουράνη.
Την αξία της Πολυδούρη θα πρέπει να αναζητήσουμε στην τομή αρκετών κύκλων. 
΄Εναν πρώτο κύκλο ορίζει η πάνδημη δημοφιλία της στην Αθήνα των τελών της δεκαετίας του 1920. 
Οι νεαροί ποιητές της εποχής την ερωτεύονται ο ένας μετά τον άλλον και της συμπαραστέκονται με αφοσίωση. 
Ακόμη κι όσοι δεν την αγαπούν μαγεύονται από την προσωπικότητά της, ο άσημος τότε Γιάννης Ρίτσος, που τη γνωρίζει στο φθισιατρείο «Σωτηρία» όπου νοσηλεύονται και οι δύο, και ο πολύς Αγγελος Σικελιανός, ο οποίος συγκινείται από την περήφανη μορφή της που αναπαύεται σε ένα δωματιάκι τρίτης κατηγορίας του θεραπευτηρίου. 
Ο Κώστας Ουράνης από τις σελίδες του Ελεύθερου Βήματοςαπευθύνει - με δική του πρωτοβουλία - έκκληση για έρανο προκειμένου η άπορη ποιήτρια να μεταφερθεί σε ιδιωτική κλινική και σύντομα όλος ο πνευματικός κόσμος και η αριστοκρατία της Αθήνας, ειδικά μετά την κυκλοφορία των ποιητικών συλλογών της, ανηφορίζει στο «Σωτηρία» σε ένα ιδιότυπο προσκύνημα προς τη μελλοθάνατη ποιήτρια.
΄Εναν άλλον κύκλο συνιστά η σχέση της με τον Καρυωτάκη, τον οποίο γνώρισε όταν υπηρετούσαν και οι δύο ως υπάλληλοι στη Νομαρχία Αττικής το 1922, μια σχέση ερωτική και λογοτεχνική. Τον δεσμό τους διακόπτει πρόωρα ο Καρυωτάκης με το επιχείρημα της αρρώστιας του. 
Η Πολυδούρη δεν πείθεται, του ζητεί να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά, αλλά εκείνος αρνείται μια τέτοια θυσία. 
Διατηρούν μια εύθραυστη φιλία ως το 1924, 
αλλά εκείνη δεν παύει να είναι ερωτευμένη μαζί του ούτε μετά τον θάνατό του το 1928. 
Η ιστορία τους αποτυπώνεται σε μια σειρά έξι σονέτων στις Τρίλλιες που σβήνουν
Το ερωτικό της πάθος για εκείνον διατρέχει όλο το έργο της και ο αυτόχειρ ποιητής γίνεται πηγή έμπνευσης και ερέθισμα ποιητικής δημιουργίας. 
Η σχέση τους αυτή ορίζει και τον ιδιαίτερο διάλογο της Πολυδούρη με το ποιητικό έργο του Καρυωτάκη, του οποίου ακολουθεί το πνεύμα και τους τρόπους χωρίς να το μιμείται, διεκδικώντας έτσι για τον εαυτό της μια ιδιαίτερη θέση στο σύμπαν των ποιητών του λεγόμενου καρυωτακισμού.
Οι κοινωνικές αναζητήσεις της ανήσυχης νεολαίας του Μεσοπολέμου και πιο ειδικά οι διεκδικήσεις των γυναικών συγκροτούν έναν τρίτο ερμηνευτικό κύκλο. 
Κόρη μιας καλλιεργημένης γυναίκας με προοδευτικές ιδέες, η Πολυδούρη ενδιαφέρεται για τα ζητήματα ισότητας των φύλων και σε ηλικία 17 ετών, όπως παραδίδει η αδελφή της Βιργινία στη βιογραφία της, στέλνει συγχαρητήριο τηλεγράφημα στον βενιζελικό βουλευτή Α. Τυπάλδο Μπασιά, 
ο οποίος προωθεί με πρόταση νόμου την ισοπολιτεία των γυναικών. 
Φίλη της Μυρτιώτισσας - στην οποία κληροδότησε το αρχείο της -, της Γαλάτειας Καζαντζάκη, της διευθύντριας του περιοδικού Ελληνίς Αθηνάς Γαϊτάνου-Γιαννιού, 
συνεργάζεται με γυναικεία περιοδικά και γνωρίζεται με τις φεμινίστριες λογίες της εποχής που δίνουν έμφαση στο στοχαστικό πνεύμα της. 
Καθώς η νεότερη έρευνα επανεκτιμά τον γυναικείο λογοτεχνικό λόγο των τελευταίων δεκαετιών του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού, η επίδραση της Πολυδούρη στις λογοτέχνιδες της εποχής πρέπει και αυτή να επαναπροσδιοριστεί.
«Εξω από γεωμετρίες» ή τραγούδι μύησης
΄Ενας τελευταίος κύκλος είναι εκείνος 

που ορίζει την ποιητική εξέλιξη της Πολυδούρη: 
από τα σωζόμενα ποιήματα της χαμένης εφηβικής συλλογής «Μαργαρίτες» ως τα ώριμα πολύστιχα 
ποιήματα από την Ηχώ στο χάος όπου ξαναπιάνει το νήμα της σύνδεσης με το πνεύμα της σολωμικής παράδοσης
σε ιδιότυπους δεκαπεντασύλλαβους.
Είναι η ποίησή της μια εξομολογητική ποίηση 

αυτοβιογραφικού χαρακτήρα και υψηλής 
λυρικής θερμοκρασίας που παρέμεινε 
όμως «έξω από γεωμετρίες» κατά τον Τέλλο Αγρα, είναι μια ποίηση «λίγων τέλειων ποιημάτων» 
και εκθαμβωτικών στίχων 
που δεν πρόλαβε να ανθήσει, 
κατά τον Ανδρέα Καραντώνη 
ή ένα τραγούδι μύησης που δίνει
νόημα στη ζωή και την οδηγεί στην
 «απόκοσμη κορφή» κατά τον Κοσμά Πολίτη;

Στα ερωτήματα, με αφορμή την παρούσα

έκδοση και εν αναμονή του τόμου 
στον οποίο θα συγκεντρωθούν 
και τα πεζά της Πολυδούρη - 
όπου και η τολμηρή και αφηγηματικά 
πρωτοποριακή, κατά την Ντουνιά, νουβέλα της -
καλείται να απαντήσει η κριτική. 
Το αναγνωστικό κοινό έχει ήδη τοποθετηθεί, 
όπως προκύπτει από το αδιάλειπτο 
ενδιαφέρον για την ποίηση της Πολυδούρη 
που κυκλοφορεί σε διάφορες εκδόσεις, 
από τις μελοποιήσεις ποιημάτων της 
και από τις λογοτεχνικές αξιοποιήσεις 
του βιογραφικού μύθου της. 
Μας λείπει όμως ακόμη μια βιβλιογραφία 
που θα αποτυπώσει με ενάργεια τις 
κατευθύνσεις της κριτικής και την 
εκδοτική απήχηση της Πολυδούρη.
Στο μεταξύ, προετοιμάζοντας το έδαφος για μια επαναξιολόγηση του έργου της, ο παρών τόμος ισορροπεί ανάμεσα στη φιλολογική στόχευση και στο χρηστικό αποτέλεσμα, ανοίγοντας τη γνωστή και την άγνωστη ποίηση της Μαρίας Πολυδούρη στο ευρύ κοινό, σε αντιδιαστολή με πολλές πρόσφατες και παλαιότερες εκδόσεις λογοτεχνικών ευρισκομένων όπου ο ερευνητικός μόχθος απαξιώνεται σε εσωστρεφείς και ομφαλοσκοπικές φιλολογικές εκδόσεις
ΠΗΓΗ: