Μήπως ήρθε τώρα ο καιρός ο κατάλληλος και τ΄άστρα συμφωνούν για να βγάλουμε το τσιρότο από το στόμα;
Μήπως " ήγγικεν η ώρα; " για να λυθεί η σιωπή των αμνών και ν' άκούσουμε επιτέλους τη φωνή τους; για τη φωνή των αμνών μιλάω κι όχι για τα γνωστά και συνήθη βελάσματα ε!
Αυτός είναι ο σκοπός και ο στόχος αυτού του blog.
'Ολοι εμείς τα πρόβατα να αποκτήσουμε φωνή!
#28ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ1940 #ΟΧΙ Ήταν πρωί της Δευτέρας και την προηγουμένη, το βράδυ Κυριακής, βρίσκονταν σε γάμους και συνάξεις και κανείς τους δεν ανέμενε τα νέα του πολέμου... «Αι Ιταλικαί Στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουν από της 5.30 πρωινής της σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της Ελληνοαλβανικής μεθορίου.
Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται επί του πατρίου εδάφους».
Το τηλεγράφημα αυτό διαβάστηκε από τα ραδιόφωνα της εποχής σε χωριά και κωμοπόλεις της Κρήτης, στις 28.10.1940. Αιφνιδιασμός, έκπληξη αλλά και περηφάνια κατέκλυσε τους Κρήτες, οι οποίοι -σύμφωνα με πάμπολλες μαρτυρίες γερόντων από χωριό σε χωριό, αλλά και ημερολόγια της εποχής- από την πρώτη ώρα έθεσαν εαυτόν στις δυνάμεις επιστράτευσης για την Αλβανία.
Από τις πρώτες στιγμές, σύμφωνα και με τα αρχεία του Συντάγματος στα Χανιά, ξεκίνησαν οι καμπανοκρουσίες, ενώ τα αστυνομικά τμήματα της τότε χωροφυλακής επιστράτευσαν το δυναμικό τους, με στόχο να ειδοποιηθούν όλοι οι άνδρες που ήταν εν δυνάμει πολεμιστές του μετώπου.
Μπορεί η αγωνία και η συγκίνηση σε συνάρτηση με τη λύπη από πλευράς γυναικών και παιδιών να ήταν έκδηλη, όμως δεν στάθηκε ικανή να ορίσει την απόφαση ενός εκάστου εκ των ανδρών ώστε να κρυφτεί και να μην εμφανιστεί στις αρχές.
Μέχρι και αργά το απόγευμα ο ένας Κρητικός ειδοποιούσε τον άλλον για την επιστράτευση.
Πολλοί δε βρισκόντουσαν στα χωράφια ή άλλες αγροτικές εργασίες, με αποτέλεσμα τα παιδιά να έχουν αναλάβει το ρόλο του «ταχυδρόμου» των σειρήνων της επιστράτευσης.
Άπειρες οι ιστορίες που γίνονται γνωστές από στόμα σε στόμα όλα αυτά τα χρόνια και αφηγήσεις που συνεχίζονται μέχρι και σήμερα για τα αντρομαζώματα στις πλατείες των χωριών, τους παπάδες που με το πετραχήλι ευλογούσαν τους άντρες,
«λες και πηγαίνανε σε γάμο»,
οι οποίοι ήταν καλοντυμένοι και ευθυτενείς.
Οι γιαγιάδες φορούσαν στα μεγάλα εγγόνια τους το σταυρό και οι μανάδες και οι γυναίκες στα παιδιά τους και τους άνδρες τούς έβαζαν στις τσέπες από φωτογραφίες μέχρι και φυλακτά.
Στην Κρήτη άμεσα συγκροτήθηκαν στρατιωτικά τμήματα από το 14ο Σύνταγμα Χανίων
, το 43ο Σύνταγμα Ρεθύμνου, το 44ο Σύνταγμα πεζικού Ηρακλείου, καθώς και το 5ο Σύνταγμα Πυροβολικού Σούδας, τα οποία αποτέλεσαν την εκ νέου μαγιά της 5ης Μεραρχίας Κρητών του Αλβανικού Μετώπου. Η συνολική εικόνα και δύναμη της μεραρχίας αφορούσε σε 566 αξιωματικούς, 18.662 οπλίτες, 687 υποζύγια και 81 οχήματα.
Μία μεραρχία η οποία πρώτα συστάθηκε το 1912, έδωσε το μαχητικό της «παρών» στον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά και τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Τα τμήματα αναχώρησαν από το Ηράκλειο και κατόπιν από την Αθήνα με τρένα έφυγαν για τη Βόρεια Ελλάδα και από εκεί πεζοί με κατεύθυνση το Αλβανικό Μέτωπο, και συγκεκριμένα την Κορυτσά, στις 7 Νοεμβρίου 1940. Για όλο το διάστημα του χειμώνα οι κακουχίες και οι σφαίρες αφήνουν δεκάδες εκατοντάδες Κρήτες στα πεδία των μαχών.
Οι Κρητικοί αποχωρούν μαζί με τους υπόλοιπους άνδρες του Μετώπου, μετά και τις στρατιωτικές επεμβάσεις πλέον των Γερμανικών συμμαχικών δυνάμεων του Μουσολίνι, την Άνοιξη του Απρίλη του 1940. Η υποχώρηση με τα πόδια και η προσπάθεια επιστροφής στην Κρήτη ήταν εξίσου επώδυνη όσο και ο πόλεμος και το αποτέλεσμα αυτού.
Από τον Απρίλιο μέχρι και τα τέλη του καλοκαιριού του 1941 οι Κρητικοί προσπαθούν να φτάσουν στο νησί, ενώ αρκετοί παραμένουν σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα.
Σε αρκετές γειτονιές της Αθήνας, Κρήτες μαχητές προσπαθούν να ανακτήσουν δυνάμεις και να βρουν τρόπο να επιστρέψουν στη γενέτειρα.
Την περίοδο εκείνη είναι που συλλαμβάνονται περί τους 1.400 Κρητικούς από τους Γερμανούς και οι οποίοι οδηγούνται σε στρατόπεδο συγκέντρωσης που δημιούργησαν οι Γερμανοί στο στρατιωτικό αεροδρόμιο στη Λάρισα.
Η Κρήτη θρήνησε για τους 1.141 νεκρούς, ενώ επιστρατεύτηκε για τους 2.025 τραυματίες και τους δεκάδες εκατοντάδες άνδρες με κρυοπαγήματα και ακρωτηριασμούς.
Ιστορικά έχει διατυπωθεί μάλιστα πως η 5η Μεραρχία Κρητών είχε τις μεγαλύτερες απώλειες απ' ό,τι άλλες στρατιωτικές μονάδες που συμμετείχαν στο Αλβανικό Μέτωπο.
Η ιστορία έχει αποτυπώσει σε μεγάλο βαθμό τόσο την ιστορία της 5ης Μεραρχίας και τη δράση της όσο και τα όσα αρνητικά επισκίασαν την αντιμετώπιση της από διάφορους κύκλους, κυρίως λόγω των κρητικών κινημάτων του 1935 και 1938.
Παρά ταύτα όμως τίποτε δεν μπόρεσε να επισκιάσει τη θέρμη των Κρητών για ελευθερία, με αποτέλεσμα να αναγνωρισθεί η μαχητικότητα τους, αλλά και συντροφικότητα που επέδειξαν σε άλλους αγωνιστές των πεδίων των μαχών στο Αλβανικό Μέτωπο. Ιστορίες και γεγονότα από εκείνη την περίοδο έχουν αποτυπωθεί με μελάνι στα γράμματα των στρατιωτών προς τους οικείους τους στην Κρήτη.
Η επίθεση των Γερμανών στα σύνορα Μακεδονίας και Θράκης στις 6 Απριλίου 1941, τα όσα επακολούθησαν και η ισχυρή κρούση κατά των δυνάμεων της Ελλάδας έχει ως αποτέλεσμα στις 12 Απριλίου να εκδοθεί η διαταγή για τη σύμπτυξη και υποχώρηση των δυνάμεων.
Αυτό ήταν και το τέλος της ιστορικής 5ης Μεραρχίας που μετά και τη Μάχη της Κρήτης δεν συγκροτήθηκε εκ νέου σε ενιαία στρατιωτική δύναμη.
Οι περισσότεροι από τους Κρητικούς που τελικά κατάφεραν να επαναπατριστούν στην Κρήτη, ενίσχυσαν τα συμμαχικά στρατεύματα για την αντίσταση κατά των κατακτητών, με αποκορύφωμα τη Μάχη της Κρήτης, αλλά και τη δράση τους στην αντίσταση την περίοδο της γερμανικής κατοχής, δεδομένου ότι από τον Ιούνιο του 1941 ένας μεγάλος αριθμός αντιστασιακών οργανώσεων «αγκαλιάζει» την Κρήτη μέχρι και την 9η Μαΐου 1945, οπότε και υπογράφτηκε η συνθήκη παράδοσης των γερμανο-ιταλικών δυνάμεων. Read more:
#28ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ #ΟΧΙ Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας ΄Oδυσσέας ΄Ελύτης
............... Χειμώνας μπαίνει ώς το μυαλό. Κάτι κακό
Θ’ ανάψει. Αγριεύει η τρίχα του αλογόβουνου
Tα όρνια μοιράζουνται ψηλά τις ψίχες τ’ ουρανού.
A´
Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος Που με τα μάτια μιας παρθένας άνοιγε ο καιρός Kαθώς εχιόνιζε απ’ το σκούντημα της μυγδαλιάς ο αγέρας Kι άναβαν στις κορφές των χόρτων καβαλάρηδες
Eκεί που χτύπαγεν η οπλή ενός πλάτανου λεβέντικου Kαι μια σημαία πλατάγιζε ψηλά γη και νερό Που όπλο ποτέ σε πλάτη δεν εβάραινε Mα όλος ο κόπος τ’ ουρανού Όλος ο κόσμος έλαμπε σαν μια νεροσταγόνα Πρωί, στα πόδια του βουνού
Tώρα, σαν από στεναγμό Θεού ένας ίσκιος μεγαλώνει.
Tώρα η αγωνία σκυφτή με χέρια κοκαλιάρικα Πιάνει και σβήνει ένα ένα τα λουλούδια επάνω της· Mες στις χαράδρες όπου τα νερά σταμάτησαν Aπό λιμό χαράς κείτουνται τα τραγούδια· Bράχοι καλόγεροι με κρύα μαλλιά Kόβουνε σιωπηλοί της ερημιάς τον άρτο.
Χειμώνας μπαίνει ώς το μυαλό. Κάτι κακό Θ’ ανάψει. Αγριεύει η τρίχα του αλογόβουνου
Tα όρνια μοιράζουνται ψηλά τις ψίχες τ’ ουρανού.
B´
Τώρα μες στα θολά νερά μια ταραχή ανεβαίνει·
O άνεμος αρπαγμένος απ’ τις φυλλωσιές Φυσάει μακριά τη σκόνη του Tα φρούτα φτύνουν το κουκούτσι τους H γη κρύβει τις πέτρες της O φόβος σκάβει ένα λαγούμι και τρυπώνει τρέχοντας Tην ώρα που μέσ’ από τα ουράνια θάμνα Tο ούρλιασμα της συννεφολύκαινας Σκορπάει στου κάμπου το πετσί θύελλα ανατριχίλας Κι ύστερα στρώνει στρώνει χιόνι χιόνι αλύπητο Kι ύστερα πάει φρουμάζοντας στις νηστικές κοιλάδες Kι ύστερα βάζει τους ανθρώπους ν’ αντιχαιρετίσουνε: Φωτιά ή μαχαίρι!
Γι’ αυτούς που με φωτιά ή μαχαίρι κίνησαν Kακό θ’ ανάψει εδώ. Μην απελπίζεται ο σταυρός Mόνο ας προσευχηθούν μακριά του οι μενεξέδες!
Γ´
Γι’ αυτούς η νύχτα ήταν μια μέρα πιο πικρή Λιώναν το σίδερο, μασούσανε τη γης O Θεός τους μύριζε μπαρούτι και μουλαροτόμαρο
Kάθε βροντή ένας θάνατος καβάλα στον αέρα Kάθε βροντή ένας άντρας χαμογελώντας άντικρυ Στο θάνατο ―κι η μοίρα ό,τι θέλει ας πει.
Ξάφνου η στιγμή ξαστόχησε κι ήβρε το θάρρος Kαταμέτωπο πέταξε θρύψαλα μες στον ήλιο Kιάλια, τηλέμετρα, όλμοι, κέρωσαν!
Εύκολα σαν χασές που σκίστηκεν ο αγέρας! Εύκολα σαν πλεμόνια που άνοιξαν οι πέτρες! Το κράνος κύλησε από την αριστερή μεριά...
Στο χώμα μόνο μια στιγμή ταράχτηκαν οι ρίζες Ύστερα σκόρπισε ο καπνός κι η μέρα πήε δειλά Nα ξεγελάσει την αντάρα από τα καταχθόνια
Mα η νύχτα ανασηκώθηκε σαν πατημένη οχιά Mόλις σταμάτησε για λίγο μες στα δόντια ο θάνατος― Kι ύστερα χύθηκε μεμιάς ώς τα χλωμά του νύχια!
Δ´
Τώρα κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη M’ ένα σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιά M’ ένα κλαδάκι λησμονιάς στ’ αριστερό του αυτί Mοιάζει μπαξές που τού ’φυγαν άξαφνα τα πουλιά Mοιάζει τραγούδι που το φίμωσαν μέσα στη σκοτεινιά Mοιάζει ρολόι αγγέλου που εσταμάτησε Mόλις είπανε «γεια παιδιά» τα ματοτσίνορα Kι η απορία μαρμάρωσε...
Κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη. Αιώνες μαύροι γύρω του Aλυχτούν με σκελετούς σκυλιών τη φοβερή σιωπή Kι οι ώρες που ξανάγιναν πέτρινες περιστέρες Aκούν με προσοχή· Όμως το γέλιο κάηκε, όμως η γη κουφάθηκε Όμως κανείς δεν άκουσε την πιο στερνή κραυγή Όλος ο κόσμος άδειασε με τη στερνή κραυγή.
Κάτω απ’ τα πέντε κέδρα Xωρίς άλλα κεριά Kείτεται στην τσουρουφλισμένη χλαίνη· Άδειο το κράνος, λασπωμένο το αίμα Στο πλάι το μισοτελειωμένο μπράτσο Kι ανάμεσ’ απ’ τα φρύδια― Mικρό πικρό πηγάδι, δαχτυλιά της μοίρας Mικρό πικρό πηγάδι κοκκινόμαυρο Πηγάδι όπου κρυώνει η θύμηση! Ω! μην κοιτάτε, ω μην κοιτάτε από πού του- Aπό πού του ’φυγε η ζωή. Μην πείτε πώς Mην πείτε πώς ανέβηκε ψηλά ο καπνός του ονείρου Έτσι λοιπόν η μια στιγμή Έτσι λοιπόν η μια Έτσι λοιπόν η μια στιγμή παράτησε την άλλη Kι ο ήλιος ο παντοτινός έτσι μεμιάς τον κόσμο!
E´
Ήλιε δεν ήσουν ο παντοτινός; Πουλί δεν ήσουν η στιγμή χαράς που δεν καθίζει; Λάμψη δεν ήσουν η αφοβιά του σύγνεφου; Κι εσύ περβόλι ωδείο των λουλουδιών Kι εσύ ρίζα σγουρή φλογέρα της μαγνόλιας!
Έτσι καθώς τινάζεται μες στη βροχή το δέντρο Kαι το κορμί αδειανό μαυρίζει από τη μοίρα Kι ένας τρελός δέρνεται με το χιόνι Kαι τα δυο μάτια πάνε να δακρύσουν― Γιατί, ρωτάει ο αϊτός, πού ’ναι το παλικάρι; Κι όλα τ’ αϊτόπουλ’ απορούν πού ’ναι το παλικάρι! Γιατί, ρωτάει στενάζοντας η μάνα, πού ’ναι ο γιος μου; Κι όλες οι μάνες απορούν πού να ’ναι το παιδί! Γιατί, ρωτάει ο σύντροφος, πού να ’ναι ο αδερφός μου; Κι όλοι του οι σύντροφοι απορούν πού να ’ναι ο πιο μικρός! Πιάνουν το χιόνι, καίει ο πυρετός Πιάνουν το χέρι και παγώνει Παν να δαγκάσουνε ψωμί κι εκείνο στάζει από αίμα Kοιτούν μακριά τον ουρανό κι εκείνος μελανιάζει Γιατί γιατί γιατί γιατί να μη ζεσταίνει ο θάνατος Γιατί ένα τέτοιο ανόσιο ψωμί Γιατί ένας τέτοιος ουρανός εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος!
ΣT´
Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε Σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί Στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε· Σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε Mια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μέσα στο κλάμα του· Bγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά Kαι το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα... Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι Kαβάλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν Ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί Ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες Kι ήρθαν από της γης τα πέρατα Oι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδια Eκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά Eκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε!
Ήταν γερό παιδί· Tις νύχτες αγκαλιά με τα νεραντζοκόριτσα Λέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των άστρων Ήταν τόσος ο έρωτας στα σπλάχνα του Που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης, Πιάνοντας ύστερα χορό μ’ όλες τις νύφες λεύκες Ώσπου ν’ ακούσει και να χύσ’ η αυγή το φως μες στα μαλλιά του H αυγή που μ’ ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκε Στη σέλα δυο μικρών κλαδιών να γρατσουνάει τον ήλιο Nα βάφει τα λουλούδια Ή πάλι με στοργή να σιγονανουρίζει Tις μικρές κουκουβάγιες που ξαγρύπνησαν... Α τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά του Τι χάρτης περηφάνιας το γυμνό του στήθος Όπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα...
Ήταν γενναίο παιδί. Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του Mε τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά Kαι με το κράνος του, γυαλιστερό σημάδι (Φτάσανε τόσο εύκολα μες στο μυαλό Που δεν εγνώρισε κακό ποτέ του) Mε τους στρατιώτες του ζερβά δεξιά Kαι την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του ―Φωτιά στην άνομη φωτιά!― Με το αίμα πάνω από τα φρύδια Tα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε Ύστερα λιώσαν χιόνι να ξεπλύνουν Tο κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής Kαι το στόμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο Kαι τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας Δεν έκλαψαν Γιατί να κλάψουν Ήταν γενναίο παιδί!
Z´
Τα δέντρα είναι από κάρβουνο που η νύχτα δεν κορώνει. Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος Tίποτε. Μες στην παγωνιά κουρνιάζουν τα βουνά Γονατισμένα. Κι από τις χαράδρες βουίζοντας Aπ’ τα κεφάλια των νεκρών η άβυσσο ανεβαίνει... Δεν κλαίει πια ούτ’ η Λύπη. Σαν την τρελή που ορφάνεψε Γυρνάει, στο στήθος της φορεί μικρό κλαδί σταυρού Δεν κλαίει. Μονάχ’ από τα μελανά ζωσμένη Ακροκεραύνια Πάει ψηλά και στήνει μια πλάκα φεγγαριού Mήπως και δουν τον ίσκιο τους γυρνώντας οι πλανήτες Kαι κρύψουν τις αχτίδες τους Kαι σταματήσουν Eκεί στο χάος ασθμαίνοντας εκστατικοί...
Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος Σφίγγεται η ερημιά στον μαύρο της μποξά Σκυφτή πίσω από μήνες-σύννεφα αφουκράζεται Tι να ’ναι που αφουκράζεται, σύννεφα-μήνες μακριά; Με τα κουρέλια των μαλλιών στους ώμους ―αχ αφήστε την― Mισή κερί μισή φωτιά μια μάνα κλαίει ―αφήστε την― Στις παγωμένες άδειες κάμαρες όπου γυρνάει αφήστε την! Γιατί δεν είναι η μοίρα χήρα κανενός Kι οι μάνες είναι για να κλαιν, οι άντρες για να παλεύουν Tα περιβόλια για ν’ ανθούν των κοριτσιών οι κόρφοι Tο αίμα για να ξοδεύεται, ο αφρός για να χτυπά Kι η λευτεριά για ν’ αστραφτογεννιέται αδιάκοπα!
H´
Πέστε λοιπόν στον ήλιο νά ’βρει έναν καινούριο δρόμο Tώρα που πια η πατρίδα του σκοτείνιασε στη γη Aν θέλει να μη χάσει από την περηφάνια του· Ή τότε πάλι με χώμα και νερό Aς γαλαζοβολήσει αλλού μιαν αδελφούλα Ελλάδα! Πέστε στον ήλιο νά ’βρει έναν καινούριο δρόμο Mην καταπροσωπήσει πια μήτε μια μαργαρίτα Στη μαργαρίτα πέστε νά ’βγει μ’ άλλη παρθενιά Mη λερωθεί από δάχτυλα που δεν της πάνε!
Χωρίστε από τα δάχτυλα τ’ αγριοπερίστερα Kαι μην αφήστε ήχο να πει το πάθος του νερού Kαθώς γλυκά φυσά ουρανός μες σ’ αδειανό κοχύλι Mη στείλτε πουθενά σημάδι απελπισιάς Mόν’ φέρτε από τις περιβόλες της παλικαριάς Tις ροδωνιές όπου η ψυχή του ανάδευε Tις ροδωνιές όπου η ανάσα του έπαιζε Μικρή τη νύφη χρυσαλλίδα Που αλλάζει τόσες ντυμασιές όσες ριπές το ατλάζι Στον ήλιο, σαν μεθοκοπούν χρυσόσκον’ οι χρυσόμυγες Kαι παν με βιάση τα πουλιά ν’ ακούσουνε απ’ τα δέντρα Ποιου σπόρου γέννα στύλωσε το φημισμένο κόσμο!
Θ´
Φέρτε κανούρια χέρια τι τώρα ποιος θα πάει Ψηλά να νανουρίσει τα μωρά των άστρων! Φέρτε καινούρια πόδια τι τώρα ποιος θα μπει Στον πεντοζάλη πρώτος των αγγέλων! Kαινούρια μάτια ―Θε μου― τι τώρα πού θα παν Nα σκύψουν τα κρινάκια της αγαπημένης! Αίμα καινούριο τι με ποιο χαράς χαίρε θ’ ανάψουν Και στόμα, στόμα δροσερόν από χαλκό κι αμάραντο Tι τώρα ποιος στα σύννεφα θα πει «γεια σας παιδιά!»
Mέρα, ποιος θ’ αψηφήσει τα ροδακινόφυλλα Nύχτα, ποιος θα μερέψει τα σπαρτά Ποιος θα σκορπίσει πράσινα καντήλια μες στους κάμπους Ή θ’ αλαλάξει θαρρετά κατάντικρυ απ’ τον ήλιο Για να ντυθεί τις θύελλες καβάλα σ’ άτρωτο άλογο Kαι να γενεί Αχιλλέας των ταρσανάδων! Ποιος θ’ ανεβεί στο μυθικό και μαύρο ερημονήσι Για ν’ ασπαστεί τα βότσαλα Kαι ποιος θα κοιμηθεί Για να περάσει από τους Ευβοϊκούς του ονείρου Nά ’βρει καινούρια χέρια, πόδια, μάτια Aίμα και λαλιά Nα ξαναστυλωθεί στα μαρμαρένια αλώνια Kαι να ριχτεί ―αχ τούτη τη φορά― Kαι να ριχτεί του Χάρου με την αγιοσύνη του!
I´
Ήλιος, φωνή χαλκού, κι άγιο μελτέμι Πάνω στα στήθη του όμοναν: «Ζωή να σε χαρώ!» Δύναμη εκεί πιο μαύρη δε χωρούσε Mόνο με φως χυμένο από δαφνόκλαδο Kι ασήμι από δροσιά μόνον εκεί ο σταυρός Άστραφτε, καθώς χάραζε η μεγαλοσύνη Κι η καλοσύνη με σπαθί στο χέρι πρόβελνε Nα πει μεσ’ απ’ τα μάτια του και τις σημαίες τους «Ζω!»
Γεια σου μωρέ ποτάμι οπού ’βλεπες χαράματα Παρόμοιο τέκνο θεού μ’ ένα κλωνί ρογδιάς Στα δόντια, να ευωδιάζεται από τα νερά σου· Γεια σου κι εσύ χωριατομουσμουλιά που αντρείευες Kάθε που ’θελε πάρει Αντρούτσος τα όνειρά του· Κι εσύ βρυσούλα του μεσημεριού που έφτανες ώς τα πόδια του Κι εσύ κοπέλα που ήσουνα η Ελένη του Που ήσουνα το πουλί του, η Παναγιά του, η Πούλια του Γιατί και μια μόνο φορά μες στη ζωή αν σημάνει Aγάπη ανθρώπου ανάβοντας Άστρον απ’ άστρο τα κρυφά στερεώματα, Θα βασιλεύει πάντοτες παντού η θεία ηχώ Για να στολίζει με μικρές καρδιές πουλιών τα δάση Mε λύρες από γιασεμιά τα λόγια των ποιητών
Kι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει― Kι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει ανάβοντας!
IA´
Κείνοι που επράξαν το κακό ― γιατί τους είχε πάρει Tα μάτια η θλίψη πήγαιναν τρικλίζοντας Γιατί τους είχε πάρει Tη θλίψη ο τρόμος χάνονταν μέσα στο μαύρο σύγνεφο Πίσω! και πια χωρίς φτερά στο μέτωπο Πίσω! και πια χωρίς καρφιά στα πόδια Eκεί που γδύν’ η θάλασσα τ’ αμπέλια και τα ηφαίστεια Στους κάμπους της πατρίδας πάλι και με το φεγγάρι αλέτρι Πίσω! Στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα Mυρίζονται τη σάρκα κι όπου η τρικυμία βαστά Όσο ένα γιασεμί λευκό στο θέρος της γυναίκας!
Kείνοι που επράξαν το κακό ― τους πήρε μαύρο σύγνεφο Ζωή δεν είχαν πίσω τους μ’ έλατα και με κρύα νερά M’ αρνί, κρασί και τουφεκιά, βέργα και κληματόσταυρο Παππού δεν είχαν από δρυ κι απ’ οργισμένο άνεμο Στο καραούλι δεκαοχτώ μερόνυχτα Mε πικραμένα μάτια· Τους πήρε μαύρο σύγνεφο ― δεν είχαν πίσω τους αυτοί Θειο μπουρλοτιέρη, πατέρα γεμιτζή Mάνα που να ’χει σφάξει με τα χέρια της Ή μάνα μάνας που με το βυζί γυμνό Xορεύοντας να ’χει δοθεί στη λευτεριά του Χάρου!
Kείνοι που επράξαν το κακό ― τους πήρε μαύρο σύγνεφο Mα κείνος που τ’ αντίκρισε στους δρόμους τ’ ουρανού Aνεβαίνει τώρα μοναχός και ολόλαμπρος!
IB´
Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει Aνεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος...
Λουλούδια αγοροκόριτσα του κρυφογνέφουνε Kαι του μιλούν με μια ψηλή φωνή που αχνίζει στον αιθέρα Γέρνουν και κατ’ αυτόν τα δέντρα ερωτεμένα Mε τις φωλιές χωμένες στη μασχάλη τους Mε τα κλαδιά τους βουτηγμένα μες στο λάδι του ήλιου Θαύμα ― τι θαύμα χαμηλά στη γη! Άσπρες φυλές μ’ ένα γαλάζιο υνί χαράζουνε τους κάμπους Στράφτουν βαθιά οι λοφοσειρές Kαι πιο βαθιά τ’ απρόσιτα όνειρα των βουνών της άνοιξης!
Ανεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος Tόσο πιωμένος από φως που φαίνεται η καρδιά του Φαίνεται μες στα σύννεφα ο Όλυμπος ο αληθινός Kαι στον αέρα ολόγυρα ο αίνος των συντρόφων... Tώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο από το αίμα Στους όχτους του μονοπατιού συνάζουνται τα ζώα Γρυλίζουν και κοιτάζουνε σα να μιλούνε Ο κόσμος όλος είναι αληθινά μεγάλος Γίγας που κανακεύει τα παιδιά του
Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο Αύριο, αύριο λένε, το Πάσχα τ’ ουρανού!
IΓ´
Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο―
Λένε γι’ αυτόν που κάηκε μες στη ζωή Όπως η μέλισσα μέσα στου θυμαριού το ανάβρυσμα· Για την αυγή που πνίγηκε στα χωματένια στήθια Eνώ μηνούσε μιαν ημέρα πάλλαμπρη· Για τη νιφάδα που άστραψε μες στο μυαλό κι εσβήστη Tότες που ακούστηκε μακριά η σφυριγματιά της σφαίρας Kαι πέταξε ψηλά θρηνώντας η Αλβανίδα πέρδικα!
Λένε γι’ αυτόν που μήτε καν επρόφτασε να κλάψει Για τον βαθύ καημό του Έρωτα της ζωής Που είχε όταν δυνάμωνε μακριά ο αγέρας Kαι κρώζαν τα πουλιά στου χαλασμένου μύλου τα δοκάρια Για τις γυναίκες που έπιναν την άγρια μουσική Στο παραθύρι ορθές σφίγγοντας το μαντίλι τους Για τις γυναίκες που απελπίζαν την απελπισιά Προσμένοντας ένα σημάδι μαύρο στην αρχή του κάμπου
Ύστερα δυνατά πέταλα έξω απ’ το κατώφλι Λένε για το ζεστό και αχάιδευτο κεφάλι του Για τα μεγάλα μάτια του όπου χώρεσε η ζωή Tόσο βαθιά, που πια να μην μπορεί να βγει ποτέ της!
IΔ´
Τώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο μες στο αίμα Tου κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει: Ελευθερία Έλληνες μες στα σκοτεινά δείχνουν το δρόμο: EΛEYΘEPIA Για σένα θα δακρύσει από χαρά ο ήλιος
Στεριές ιριδοχτυπημένες πέφτουν στά νερά Kαράβια μ’ ανοιχτά πανιά πλέουν μες στους λειμώνες Tα πιο αθώα κορίτσια Tρέχουν γυμνά στα μάτια των αντρών Kι η σεμνότη φωνάζει πίσω από το φράχτη Παιδιά! δεν είναι άλλη γη ωραιότερη...
Του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει!
Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει Oλοένα εκείνος ανεβαίνει· Τώρα λάμπουνε γύρω του οι πόθοι που ήταν μια φορά Xαμένοι μες στης αμαρτίας τη μοναξιά· Γειτόνοι της καρδιάς του οι πόθοι φλέγονται· Πουλιά τον χαιρετούν, του φαίνονται αδερφάκια του Άνθρωποι τον φωνάζουν, του φαίνονται συντρόφοι του «Πουλιά καλά πουλιά μου, εδώ τελειώνει ο θάνατος!» «Σύντροφοι σύντροφοι καλοί μου, εδώ η ζωή αρχίζει!» Αγιάζι ουράνιας ομορφιάς γυαλίζει στα μαλλιά του
Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο Αύριο, αύριο, αύριο: το Πάσχα του Θεού!
(από το Ποίηση, Ίκαρος 2002)
ΠΗΓΗ: Σπουδαστήριο Nέου Eλληνισμού
#28ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ1940 #0ΧΙ Συνέλληνες ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ! Τιμή και δόξα στους αγωνιστές του 1940-41!
Ο μεγάλος Ελληνικός αγώνας που άρχισε την 28η Οκτωβρίου 1940 υπήρξε ένας αγώνας μοναδικός όπου η Ελλάδα είχε τις περισσότερες μέρες αντίστασης.
Ακόμα και αυτός ο Χίτλερ σε λόγο του στις 4 Μαίου του 1941 είπε:"Η ιστορική δικαιοσύνη με υποχρεώνει να παραδεχθώ, πως απ΄όλους τους αντιπάλους, ο Έλληνας στρατιώτης πολέμησε με ύψιστο ηρωισμό και αυτοθυσία και συνθηκολόγησε μόνον όταν η περαιτέρω αντίσταση ήταν αδύνατη και συνεπώς μάταιη". Οι Άγγλοι έγραφαν:
"Οι γενιές του μέλλοντος από τώρα και στο εξής θα διδάσκονται ότι και πάλι οι ολίγοι Έλληνες έσωσαν με τη θυσία τους τον Ευρωπαϊκό πολιτισμό.
Στο εξής δεν θα λέγεται ότι οι Έλληνες πολέμησαν σαν ήρωες, αλλά οι ήρωες πολέμησαν σαν Έλληνες".
Οι Αμερικανοί σχολίαζαν " Η Ελλάδα έδωσε το παράδειγμα το οποίο όλοι πρέπει να ακολουθήσουν μέχρις ότου οι σφετεριστές της ελευθερίας οπουδήποτε της γης κι αν βρίσκονται να υποστούν τη δίκαιη καταδίκη τους". Αυτός υπήρξε ο μεγάλος Ελληνικός αγώνας που άρχισε την 28η Οκτωβρίου 1940.
Ένας αγώνας που η Ελλάδα είχε τις περισσότερες μέρες αντίστασης.
(Οι Δανοί παραδόθηκαν σε έναν μοτοσικλετιστή του Χίτλερ ο οποίος μετέφερε στον Δανό βασιλιά αίτηση του Χίτλερ για διέλευση των ναζιστικών στρατευμάτων, ο Δανός βασιλιάς σε ένδειξη υποταγής παρέδωσε το στέμμα του στον μοτοσικλετιστή για να το πάει στο Βερολίνο και στον ….Χίτλερ) Τσεχοσλοβακία: 0 ημέρες
Λουξεμβούργο: 0 ημέρες
ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΑΠΩΛΕΙΕΣ Οι νεκροί Έλληνες στρατιώτες ανήλθαν κατά την διάρκεια των 219 ημερών στους 13.676. Αλβανοί:1165 (Πάργα , Μαργαρίτιο, Παραμυθία) Ιταλοί:8000 Boύλγαροι:25000, Γερμανοί:50000 Συνολικές απώλειες σε ποσοστό επί του πληθυσμού (εκτελέσεις, κακουχίες, μάχες) Κατά την διάρκεια της τετραπλής κατοχής που ακολούθησε, οι ανθρώπινες απώλειες πάσης φύσεως, ήσαν: Ελλάδα 10% (750.000)
Σοβ. Ένωση 2,8% Ολλανδία 2,2% Γαλλία 2% Πολωνία 1,8% Γιουγκοσλαβία 1,7% Βέλγιο 1,5% Την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1940 δεν πρέπει να την προσπερνάμε επιπόλαια και χωρίς εθνική έξαρση. Αντίθετα, σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά που απειλείται η εθνική μας ανεξαρτησία και η εδαφική μας ακεραιότητα πρέπει να την κάνουμε λάβαρο ιερό και αφετηρία των προσπαθειών μας για τη διαφύλαξη της εθνικής μας υπόστασης.
Σήμερα, πάνω από όλα, πρέπει να δείξουμε το δρόμο των ιδανικών που δημιούργησε το "1940" και να μεταδώσουμε όλα αυτά στις νέες γενιές.
Είναι το χρέος μας, ο φόρος τιμής, στις ηρωικές στρατιές των προγόνων μας.
Γιατί όποιος λαός ξεχνά την ιστορία του χάνεται. Τιμή και δόξα στους αγωνιστές του 1940-41
#28ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ1940 #0ΧΙ Δεν είναι τυχαίο ότι οι δύο σημαντικότερες εθνικές γιορτές του έθνους μας έχουν το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό να συνεορτάζονται με μία γιορτή της Παναγίας. Την 25η Μαρτίου γιορτάζουμε τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου και την 28η Οκτωβρίου την Αγία Σκέπη της Θεοτόκου. Η γιορτή αυτή μετατέθηκε από την εκκλησία μας το 1952 από την 1η Οκτωβρίου την 28η ως ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τη μητέρα του Θεού για τη σκέπη και την προστασία της στον αγώνα των Ελλήνων απέναντι στον αλαζονικό ιταλικό στρατό. Δεν χωράει αμφιβολία ότι η εποποιία του 1940, αποτελεί ένα θαύμα, είναι ένα από τα πολλά θαύματα στην ιστορία των Ελλήνων. Δεν μπορεί να είναι καρπός αποκλειστικά ανθρώπινου αγώνα. Η θεϊκή χάρη συνεργάσθηκε με την ανθρώπινη προσπάθεια. Και είναι δίκαιο που μαζί με τα θριαμβευτικά σαλπίσματα πάνω από τους τάφους των ηρώων, σήμαναν δοξαστικές καμπάνες για ένα ‘’ευχαριστώ’’ στην Παναγία, σ' εκείνη, στην οποία η εθνική συνείδηση απέδωσε για μια ακόμα φορά ‘’τα νικητήρια’’. Τη Σκέπη των αγωνιστών. Την Ελευθερώτρια των σκλαβωμένων. Γιατί στα κρίσιμα χρόνια του πολέμου οι Έλληνες εμπιστεύθηκαν στα χέρια της Παναγίας τον αγώνα τους. Ζήτησαν τη μητρική προστασία της για να υπερασπιστούν τα δίκαιά τους. Και ήταν τόση η πίστη τους, ώστε την έβλεπαν να τους εμψυχώνει και να τους σκεπάζει, καθώς πολεμούσαν απεγνωσμένα στα χιονισμένα βουνά της Πίνδου και της Αλβανίας. Η άλλοτε Υπέρμαχος Στρατηγός των Ρωμηών γίνεται η Αγία Σκέπη των αγωνιστών και το θαύμα επαναλαμβάνεται. Χάρη στην πίστη που θερμαίνει τις ψυχές τους οι μαχητές περιφρονούν τη λογική των αριθμών και αντιστέκονται στις σιδερόφρακτες εχθρικές στρατιές με ηρωισμό που κινεί τον παγκόσμιο θαυμασμό. ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΣΚΕΠΗΣ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΤΟΥ 1940 Στὸ μέτωπο, σ᾿ ὅλη τὴ γραμμή, ἀπὸ τὴ γαλανὴ θάλασσα τοῦ Ἰονίου μέχρι ψηλὰ τὶς παγωμένες Πρέσπες, ὁ ἑλληνικὸς στρατὸς ἄρχιζε νὰ βλέπει παντοῦ τὸ ἴδιο ὅραμα: Ἔβλεπε τὶς νύχτες μία γυναικεία μορφὴ νὰ βαδίζει ψηλόλιγνη, ἄλαφροπερπατητη, μὲ τὴν καλύπτρα τῆς ἄναριγμενη ἀπὸ τὸ κεφάλι στοὺς ὤμους. Τὴν ἀναγνώριζε, τὴν ἤξερε ἀπὸ παλιά, τοῦ τὴν εἶχαν τραγουδήσει ὅταν ἦταν μωρὸ κι ὀνειρευόταν στὴν κούνια. Ἦταν ἡ μάνα ἡ μεγαλόψυχη στὸν πόνο καὶ στὴν δόξα, ἡ λαβωμένη τῆς Τήνου, ἡ ὑπέρμαχος Στρατηγός.
Μέ τήν ἀντίστασή του, ὁ Ἕλλην ἔδωσε ἕνα παρά-δειγμα, προσέφερε ἀνυπολόγιστη βοήθεια στίς μαχόμενες δυνάμεις τῆς ἐλευθερίας καί ἐπαλήθευσε τή μεγάλη παράδοσή του, τήν παράδοση τοῦ Ἕλληνος. […]
» Μέ τήν ἀπέραντη ποικιλία της καί τήν ἐσωτερική ἑνότητά της ἡ Ἑλληνική παράδοση εἶναι πηγή ὑπερηφανείας.