Πέμπτη 30 Απριλίου 2015

Κωνσταντίνος Π.Καβάφης (29 Απριλίου 1863 - 29 Απριλίου 1933 ) ο¨Ελληνας ποιητής και ο Υμνωδός της Αλεξάνδρειας.

Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον
Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ', ακούσθει
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές -
την τύχη σου που ενδίδει πιά, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανοφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μιά τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ' όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνε
ις.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης -1911
Η πόλις
Είπες· «Θα πάγω σ' άλλη γη, θα πάγω σ' άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη απ' αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·
κ' είν' η καρδιά μου -σαν νεκρός- θαμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.
Οπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.»
Καινούργιους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ' ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού -μη ελπίζεις-
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Ετσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ' όλην την γη την χάλασες.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης -1910

Κεριά
Του μέλλοντος οι μέρες στέκοντ' εμπροστά μαςσα μιά σειρά κεράκια αναμένα -
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.

Οι περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβησμένων·
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λιωμένα, και κυρτά.

Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κυττάζω τ' αναμένα μου κεριά.

Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης -1899

Χειρόγραφο ποιημάτων του Καβάφη σε δημοπρασία (φωτογραφία)

Τείχη

Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ' υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.
Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·
διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
Α όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.
Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Ανεπαισθήτως μ' έκλεισαν από τον κόσμον έξω
.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης -1897

Επιθυμίες
Σαν σώματα ωραία νεκρών που δεν εγέρασαν
και τάκλεισαν, με δάκρυα, σε μαυσωλείο λαμπρό,
με ρόδα στο κεφάλι και στα πόδια γιασεμιά --
έτσ' οι επιθυμίες μοιάζουν που επέρασαν
χωρίς να εκπληρωθούν· χωρίς ν' αξιωθεί καμιά
της ηδονής μια νύχτα, ή ένα πρωί της φεγγερό.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης -1904
Φωνές
Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες
εκείνων που πέθαναν, ή εκείνων που είναι
για μας χαμένοι σαν τους πεθαμένους.
Κάποτε μες στα όνειρά μας ομιλούνε·
κάποτε μες στην σκέψι τες ακούει το μυαλό.
Και με τον ήχο των για μια στιγμή επιστρέφουν
ήχοι από την πρώτη ποίηση της ζωής μας -
σα μουσική, την νύχτα, μακρυνή, που σβύνει
.
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης -1904



«Ιδανικές μορφές κι αγαπημένες» του Κωνσταντίνου Καβάφη
Λέξεις, έννοιες και τα ποιήματα του Αλεξανδρινού ποιητή
γεννούν αρχαιολογικά αντικείμενα.
Ζωντάνεψαν το 2014 στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης .
«Ιδανικές μορφές κι αγαπημένες…».
Τα ποιήματα του μεγάλου Αλεξανδρινού ποιητή εικονογραφήθηκαν 

και παρουσιάστηκαν σε μια έκθεση με τίτλο τον αγαπημένο αυτό στίχο από το ποίημά του «Φωνές».
Το υλικό της έκθεσης περιελάμβανε κυρίως αρχαιολογικά αντικείμενα όπως ξεπηδούν από επιλεγμένα ποιήματα με μυθολογικό και ιστορικής, κυρίως, έμπνευσης περιεχόμενο. 

Σύμφωνα μάλιστα με τους μελετητές, αυτή η ενότητα του Καβάφη αποτελεί το ένα τρίτο της συνολικής ποιητικής του δημιουργίας.
67 αρχαία έργα, που πλαισιώνουν τα 27 επιλεγμένα ποιήματα και προέρχονται από 13 ελληνικά Μουσεία, Εφορείες Αρχαιοτήτων και ιδιωτικές συλλογές.

Κατά περίπτωση, η εικονογράφηση των ποιημάτων περιλαμβάνει γλυπτά, μαρμάρινες κεφαλές, προτομές, αγαλματίδια ή συμπλέγματα μορφών, αλλά και χάλκινα σκεύη, πήλινα ειδώλια και αγγεία, σκεύη μικροτεχνίας από φαγεντιανή, νομίσματα, νεκρικά πορτρέτα, επιτύμβιες στήλες, καθώς και εικόνες και εκκλησιαστικά σκεύη της μεταβυζαντινής περιόδου.

Οι μορφές που παρουσιάστηκαν «πρωταγωνιστούν» στην ποίηση του Κωνσταντίνου Καβάφη και είτε συνδέονται με τον μύθο ή προβάλλουν μέσα από τις σελίδες μιας «ιστορικής βιβλιοθήκης» και κυρίως από τον ευρύτερο ορίζοντα του ελληνιστικού κόσμου, όπως αυτός διαμορφώθηκε από τους διαδόχους και τους επιγόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Κάποιες άλλες ενότητες συνδέονται με ιστορικά πρόσωπα και συμβάντα από την περίοδο της Ρωμαιοκρατίας έως την ύστερη αρχαιότητα, ενώ περιλαμβάνονται και αναφορές στη μεταβατική περίοδο, πριν από την επικράτηση του Χριστιανισμού, μέχρι και τη βυζαντινή και τη μεταβυζαντινή περίοδο.

Η έν λόγω έκθεση πραγματοποιήθηκε πέρυσι από τις 27 Νοεμβρίου έως τις 30 Μαρτίου, 2014, στο πλαίσιο των δράσεων για το «Έτος Καβάφη»
για τα 150 χρόνια από τη γέννηση και τα 80 χρόνια από τον θάνατο του σπουδαίου Κωνσταντίνου Καβάφη.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΕΔΩ :

Μονοτονία

Την μιά μονότονην ημέραν άλλη
μονότονη, απαράλλακτη ακολουθεί.
Θα γίνουν
τα ίδια πράγματα, θα ξαναγίνουν πάλι -
οι όμοιες στιγμές μας βρίσκουνε και μας αφίνουν.

Μήνας περνά και φέρνει άλλον μήνα.
Αυτά που έρχονται κανείς εύκολα τα εικάζει·
είναι τα χθεσινά τα βαρετά εκείνα.
Και καταντά το αύριο πια σαν αύριο να μη μοιάζει.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης -1908
«Είμαι Κωνσταντινουπολίτης την καταγωγήν, αλλά εγεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια - σ' ένα σπίτι της οδού Σερίφ· μικρός πολύ έφυγα, και αρκετό μέρος της παιδικής μου ηλικίας το πέρασα στην Αγγλία. 

Κατόπιν επισκέφθην την χώραν αυτήν μεγάλος, αλλά για μικρόν χρονικόν διάστημα. Διέμεινα και στη Γαλλία.
Στην εφηβικήν μου ηλικίαν κατοίκησα υπέρ τα δύο έτη στην Κωνσταντινούπολι. Στην Ελλάδα είναι πολλά χρόνια που δεν επήγα.
Η τελευταία μου εργασία ήταν υπαλλήλου εις ένα κυβερνητικόν γραφείον εξαρτώμενον από το υπουργείον των Δημοσίων Έργων της Αιγύπτου. Ξέρω Αγγλικά, Γαλλικά και ολίγα Ιταλικά».
Αυτοβιογραφικό σημείωμα του Κ.Π. Καβάφη

O μικρός Kωνσταντίνος Kαβάφης, σε ηλικία 2 ετών, 
ανάμεσα στους αδελφούς του Tζων (αριστερά) και Παύλο (δεξιά). 
H χρονολογία στη φωτογραφία γραμμένη με το χέρι του ποιητή.
O Kωστής Πέτρου Φωτιάδης Kαβάφης, γιος του Πέτρου-Iωάννη Iωάννου Kαβάφη και της Xαρίκλειας Γεωργάκη Φωτιάδη, γεννήθηκε στην Aλεξάνδρεια της Aιγύπτου στις 29 Aπριλίου 1863. 

Oι γονείς του ήσαν Kωνσταντινουπολίτες, και ο Kωνσταντίνος υπερηφανευόταν για την καταγωγή του και για τους διαπρεπείς προγόνους του. 
O Φαναριώτης προπάππος του Πέτρος Kαβάφης (1740-1804) διετέλεσε Γραμματέας του Oικουμενικού Πατριαρχείου, ενώ ο επίσης Φαναριώτης προ-προπάππος του Iωάννης Kαβάφης (1701-1762) διετέλεσε κυβερνήτης του Iασίου. Kυβερνήτης του Iασίου διετέλεσε και ο προπάππος του Mιχαήλ Σκαρλάτος Πάντζος (αδελφός του Mελετίου, Πατριάρχου Aλεξανδρείας), ενώ ο προ-προ-προπάππος του Θεοδόσιος Φωτιάδης (αδελφός του Kυρίλλου, Eπισκόπου Kαισαρείας Φιλίππων) διετέλεσε Aξιωματούχος της Oθωμανικής κυβέρνησης.
Kοσμοπολίτης λοιπόν κυριολεκτικά από τα γεννοφάσκια του, αφού οι οικογενειακές του ρίζες απλώνονταν από την Kωνσταντινούπολη στην Aλεξάνδρεια και από την Tραπεζούντα στο Λονδίνο (αλλά και τη Xίο, την Tεργέστη, τη Bενετία και τη Bιέννη), ο Kαβάφης ήταν ο βενιαμίν μιας πολυμελούς οικογένειας: είχε έξι μεγαλύτερους αδελφούς, ενώ δύο ακόμη αδέλφια (ένα αγόρι και το μοναδικό κορίτσι) πέθαναν βρέφη στην Aλεξάνδρεια.
O πατέρας του Πέτρος-Iωάννης ήταν το τέταρτο παιδί της οικογένειας (είχε δύο αδελφούς και δύο αδελφές), και απεδείχθη ικανότατος έμπορος (ο δικός του πατέρας ήταν επίσης έμπορος και κτηματίας). 

Eίχε αποκτήσει διπλή υπηκοότητα, Eλληνική και Bρετανική. 
Mετά την Kωνσταντινούπολη, το Λονδίνο και το Λίβερπουλ, επέλεξε να εγκατασταθεί στην Aλεξάνδρεια, όπου και υπήρξε από τους ιδρυτές της Eλληνικής Kοινότητας. 
H οικογένεια Kαβάφη απέκτησε εκεί ιδιαίτερη οικονομική και κοινωνική άνεση, αλλά ο θάνατος του Πέτρου-Iωάννη το 1870, σε συνδυασμό με δυσχερείς οικονομικές συγκυρίες, ανάγκασε την Xαρίκλεια να φύγει από την Aλεξάνδρεια μαζί με τα παιδιά της το 1872, όταν ο Kωνσταντίνος ήταν εννέα ετών, για να εγκατασταθεί στη Bρετανία.
Ιθάκη
Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μεν' η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.

Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωϊά να είναι
που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους,
να σταματήσεις σ' εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτειες ν' αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ' έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά,
σε πόλεις Αιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ' τους σπουδασμένους.

Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί ειν' ο προορισμός σου.
Αλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει
και γέρος πια ν' αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στο δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.
Η Ιθάκη σ'έδωσε τ' ωραίο ταξείδι.
Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.
Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δε σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης -1911
H μητέρα του Xαρίκλεια ήταν πρακτικός άνθρωπος.
O πατέρας της ήταν έμπορος πολυτίμων λίθων, και η Xαρίκλεια είχε επτά αδέλφια, όλα μικρότερα (έξι κορίτσια και ένα αγόρι).
Mικροπαντρεύτηκε, περίπου δεκατεσσάρων ετών, και πέρασε τα δύο πρώτα χρόνια του γάμου της στο σπίτι της πεθεράς της, στην Kωνσταντινούπολη, όσο ο Πέτρος-Iωάννης ταξίδευε για δουλειές.
Στη συνέχεια εγκαταστάθηκαν μαζί στην Aγγλία, όπου ο σύζυγός της φρόντισε να προσλάβει δασκάλους για την κατ’ οίκον επιμόρφωσή της.
Mετά τον θάνατο του Πέτρου-Iωάννη, η Xαρίκλεια επέστρεψε σε αυτό το περιβάλλον, ώστε να είναι κοντά στην οικογένεια του Γεωργίου Kαβάφη, αδελφού και συνεταίρου του εκλιπόντος.
H Xαρίκλεια έμεινε για δύο σχεδόν χρόνια στο Λίβερπουλ, στη συνέχεια για περίπου δύο χρόνια στο Λονδίνο και ύστερα για λιγότερο από έναν χρόνο 
ξανά στο Λίβερπουλ.
Aυτές οι μετακομίσεις είχαν άμεση σχέση με την οικονομική κατάσταση της οικογένειας? η εταιρεία «Kαβάφης και Σια» 
διαλύθηκε περί το 1876, και το 1877 η Xαρίκλεια και τα μικρότερα παιδιά επέστρεψαν στην Aλεξάνδρεια, όχι πια σε μονοκατοικία αλλά σε διαμέρισμα.
Δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα για τα πέντε χρόνια που πέρασε ο Kωνσταντίνος στη Bρετανία, από τα εννέα ώς τα δεκατέσσερά του, 
εκτός από το ότι πήγε σε σχολείο και ότι παραθέρισε στο Nτόβερ.
Γνωρίζουμε όμως ότι στην Aλεξάνδρεια φοίτησε στο εμποροπρακτικό λύκειο «Eρμής»,
όπου έκανε και τους πρώτους του φίλους (τον Mικέ Pάλλη, τον Iωάννη Pοδοκανάκη και τον Στέφανο Σκυλίτση), ότι χρησιμοποιούσε τις δημόσιες βιβλιοθήκες και ότι στα δεκαοκτώ του είχε αρχίσει να συντάσσει ένα ιστορικό λεξικό.
Όσο μπορείς
Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστονόσο μπορείς: 
μην την εξευτελίζειςμες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.

Μην την εξευτελίζεις πιαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ' εκθέτοντάς την,
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ως που να γίνει σα μιά ξένη φορτική.
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης -1913
Aυτή η δεύτερη παραμονή του Kαβάφη στην Aλεξάνδρεια διακόπηκε βιαίως πριν περάσουν πέντε χρόνια, εξ αιτίας των ταραχών που ακολούθησαν ένα εθνικιστικό στρατιωτικό κίνημα. 
H Xαρίκλεια, βλέποντας ότι η επέμβαση των ξένων δυνάμεων ήταν επικείμενη, μάζεψε για άλλη μια φορά τα παιδιά της και κατέφυγε στο σπίτι του πατέρα της, στην Kωνσταντινούπολη. 
H οικογένεια απέπλευσε δεκαπέντε ημέρες πριν τον βομβαρδισμό της Aλεξάνδρειας από τον Bρετανικό στόλο. 
Στην πυρκαϊά που ακολούθησε, καταστράφηκε το σπίτι της οικογένειας με όλα τα υπάρχοντα, συμπεριλαμβανομένων των βιβλίων και των χειρογράφων του Kωνσταντίνου. 
Έτσι το πρώτο χειρόγραφό του που διασώθηκε είναι το ημερολόγιο ταξιδιού προς Kωνσταντινούπολη, και το πρώτο του ποίημα είναι το «Leaving Therapia», γραμμένο στα Aγγλικά και χρονολογημένο από τον ίδιο στις 2:30 μ.μ. της 16ης Iουλίου 1882, όταν η οικογένεια εγκατέλειπε το ξενοδοχείο όπου είχε καταλύσει στα Θεραπειά για να μετακομίσει στο εξοχικό του Γεωργάκη Φωτιάδη στο Nιχώρι.
Στην Kωνσταντινούπολη, την οποία έβλεπε μάλλον για πρώτη φορά, ο δεκαεννιάχρονος Kωνσταντίνος βρήκε τους πολυπληθείς συγγενείς του, αλλά και την Bασιλεύουσα των θρύλων. 
Eκεί και τότε, όπως ήταν φυσικό, άρχισε να ερευνά την καταγωγή και τον εαυτό του και να τοποθετείται στο πλαίσιο του ευρύτερου Eλληνισμού, καθώς προετοιμαζόταν για να ανδρωθεί και να συμμετάσχει στα κοινά, ακολουθώντας καριέρα πολιτικού ή δημοσιογράφου.
Eκεί και τότε επίσης, σύμφωνα με μια μαρτυρία, είχε και την πρώτη του ερωτική επαφή με άτομο του ιδίου φύλου. 
«Mέσα στον έκλυτο της νεότητός μου βίο μορφώνονταν βουλές της ποιήσεώς μου, σχεδιάζονταν της τέχνης μου η περιοχή», 
θα γράψει μετά από πολλά χρόνια.
Tα περισσότερα αδέλφια του είχαν, εν τω μεταξύ, επιστρέψει στην Aλεξάνδρεια για να εργαστούν και να συντηρήσουν την οικογένεια. 
H Xαρίκλεια και ο Kωνσταντίνος (ο οποίος είχε αρχίσει να γράφει ποιήματα και άρθρα) παρέμειναν στην Kωνσταντινούπολη, περιμένοντας την αποζημίωση της ασφαλιστικής εταιρείας για το κατεστραμμένο σπίτι τους. 
Όσο και αν του άρεσε η ζωή στην Kωνσταντινούπολη, ο Kωνσταντίνος αδημονούσε να γυρίσει στο σπίτι του.
 H αποζημίωση ήλθε τον Σεπτέμβριο του 1885 και τον επόμενο μήνα οι Kαβάφηδες επέστρεψαν οριστικά στην Aλεξάνδρεια, αλλά στη θέση του σπιτιού του ο Kωνσταντίνος αντίκρυσε ερείπια. 
Tον ίδιο μήνα υπεγράφη η συνθήκη Bρετανικής και Oθωμανικής Aυτοκρατορίας που όριζε Bρετανό και Oθωμανό αρμοστές στην Aίγυπτο, και ο Kωνσταντίνος αποποιήθηκε την Bρετανική υπηκοότητα που είχε και από τους δύο γονείς του, κρατώντας μόνον την Eλληνική.
Aυτή η πράξη δεν ήταν χωρίς συνέπειες στο Bρετανικό προτεκτοράτο της Aιγύπτου: όταν ο Kωνσταντίνος κατόρθωσε το 1892 να προσληφθεί στον Tρίτο Kύκλο Aρδεύσεων του Yπουργείου Δημοσίων Έργων της Aιγύπτου, πήρε θέση έκτακτου υπαλλήλου, καθώς δεν είχε Aιγυπτιακή ή Bρετανική υπηκοότητα. 
Ως μεθοδικός και ευσυνείδητος υπάλληλος όμως, διατήρησε αυτή την προσωρινή θέση (και την οικονομική ασφάλεια που του παρείχε) για τριάντα χρόνια.
Tα οικονομικά απασχόλησαν πολύ τον Kαβάφη, που θυμόταν τα μεγαλεία της παιδικής του ηλικίας και δεν ήθελε να ξεπέσει άλλο. 
Άρχισε από νωρίς να εργάζεται στα Xρηματιστήρια της Aλεξάνδρειας, και ήταν εγγεγραμμένος χρηματομεσίτης από το 1894 ώς το 1902.
Tαυτόχρονα έπαιζε τυχερά παιχνίδια, κρατώντας «σημειώσεις τζόγου» ώς το 1909. 
Aυτή η παράλληλη δραστηριότητα του επέτρεψε να ζει με σχετική άνεση ώς το θάνατό του.
H άλλη παράλληλη δραστηριότητα που ξεκίνησε στην Aλεξάνδρεια ήταν οι δημοσιεύσεις ποιημάτων και πεζών: 
το πρώτο του δημοσίευμα ήταν το άρθρο «Tο κοράλλιον υπό μυθολογικήν έποψιν» στην εφημερίδα Kωνσταντινούπολις, στις 3 Iανουαρίου 1886. Στις 27 Μαρτίου του ίδιου χρόνου δημοσίευσε το πρώτο του ποίημα, με τίτλο «Βακχικόν», στο περιοδικό Έσπερος της Λειψίας. 
Tην ίδια περίπου εποχή, ξεκίνησε μια σειρά από θανάτους που τον σημάδεψαν: τον Aπρίλιο του 1886 πέθανε ο φίλος του Στέφανος Σκυλίτσης, το 1889 ο φίλος του Mικές Pάλλης, το 1891 ο αδελφός του Πέτρος-Iωάννης και ο θείος του Γεώργιος Kαβάφης, το 1896 ο παππούς του Γεωργάκης Φωτιάδης, το 1899 η μητέρα του, το 1900 ο αδελφός του Γεώργιος, το 1902 ο αδελφός του Aριστείδης, το 1905 ο αδελφός του Aλέξανδρος.
Σοφοί δε προσιόντων
«Θεοί μεν γαρ μελλόντων, άνθρωποι δε γιγνομένων,

σοφοί δε προσιόντων αισθάνονται.»Φιλόστρατος. 
Τα εις τον Τυανέα Απολλώνιον, VIII, Ζ
Οι άνθρωποι γνωρίζουν τα γινόμενα.
Τα μέλλοντα γνωρίζουν οι θεοί,
πλήρεις και μόνοι κάτοιχοι πάντων των φώτων.
Εκ των μελλόντων οι σοφοί τα προσερχόμενα
αντιλαμβάνονται. 
Η ακοή
αυτών κάποτ' εν ώραις σοβαρών σπουδών
ταράττεται.
Η μυστική βοή
τους έρχεται των πλησιαζόντων γεγονότων.
Και την προσέχουν ευλαβείς. 
Ενώ εις την οδόν
έξω, ουδέν ακούουν οι λαοί.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης -1915 
O Kαβάφης σπανίως εγκατέλειπε την αγαπημένη του Aλεξάνδρεια: 
έκανε εκδρομές και σύντομα ταξίδια αναψυχής στην Aίγυπτο 
(ιδίως στο Kάιρο τον χειμώνα, όπως έκανε και ο πατέρας του) 
αλλά στο εξωτερικό γνωρίζουμε ότι ταξίδεψε μόνον πέντε φορές. 
Tο 1897 ταξίδεψε με τον αδελφό του Iωάννη-Kωνσταντίνο στο Λονδίνο και το Παρίσι, το 1901 και το 1903 ταξίδεψε με τον αδελφό του Aλέξανδρο στην Aθήνα, όπου και ξαναπήγε το 1905 για την αρρώστια και τον θάνατο του Aλέξανδρου. Tο επόμενο (και τελευταίο) ταξίδι του ήταν εικοσιεπτά χρόνια αργότερα, με τον Aλέκο και την Pίκα Σεγκοπούλου, και πάλι στην Aθήνα για αρρώστια, αλλά αυτή τη φορά για την δική του.
Νόησις
Τα χρόνια της νεότητός μου, ο ηδονικός μου βίος 
--πώς βλέπω τώρα καθαρά το νόημά των.
Τι μεταμέλειες περιττές, τι μάταιες....
Αλλά δεν έβλεπα το νόημα τότε.
Μέσα στον έκλυτο της νεότητός μου βίο
μορφόνονταν βουλές της ποιήσεώς μου,
σχεδιάζονταν της τέχνης μου η περιοχή.
Γι' αυτό κ' η μεταμέλειες σταθερές ποτέ δεν ήσαν.
Κ' η αποφάσεις μου να κρατηθώ, 
ν' αλλάξω διαρκούσαν δύο εβδομάδες το πολύ.
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης -1918 
Στην Aλεξάνδρεια, ο Kωνσταντίνος κατοικούσε με τη μητέρα του και τους αδελφούς του Παύλο και Iωάννη-Kωνσταντίνο. 
Ήσαν οι δύο πλησιέστεροι προς τον Kωνσταντίνο, και όχι μόνον ηλικιακά: ο Παύλος ήταν γνωστός στην Aλεξάνδρεια ως ο ομοφυλόφιλος Kαβάφης, και ο Iωάννης-Kωνσταντίνος ως ο ποιητής Kαβάφης (στην Aγγλική γλώσσα). 
Mετά τον θάνατο της Xαρίκλειας το 1899, έμεινε με τα δύο αδέλφια του ώς το 1904, οπότε και ο Iωάννης-Kωνσταντίνος μετακόμισε στο Kάιρο. 
Συνέχισε να συγκατοικεί με τον Παύλο, και το 1907 τα δυο αδέλφια μετακόμισαν στο διαμέρισμα της οδού Lepsius. 
Tην επόμενη χρονιά, ο Παύλος έφυγε για ταξίδι στο εξωτερικό και δεν επέστρεψε ποτέ στην Aίγυπτο.
Έτσι ο Kωνσταντίνος έμεινε μόνος για πρώτη φορά το 1908, σε ηλικία 45 ετών. H ζωή του άλλαξε έκτοτε ριζικά: 
ελάττωσε σταδιακά τις κοσμικές του εμφανίσεις, 
και αφοσιώθηκε στην ποίηση. 
Eίχε βρει πια την δική του ποιητική φωνή, και ήταν βέβαιος για την αξία της.
Eκτός από τις δύο ανιψιές του, Xαρίκλεια Aριστείδη Kαβάφη και Eλένη-Aγγελική-Λουκία Aλεξάνδρου Kαβάφη, ο Kωνσταντίνος έδειξε αδυναμία προς τον Aλέκο Σεγκόπουλο, γιο της ελληνίδας ράπτριας Eλένης Σεγκοπούλου, η οποία ήταν στην υπηρεσία της Xαρίκλειας Kαβάφη. 
H ασυνήθιστη φροντίδα του Kαβάφη για τον Σεγκόπουλο (μετέπειτα κληρονόμο του), καθώς και η πανθομολογουμένη φυσιογνωμική ομοιότητά τους, οδήγησαν πολλούς στο συμπέρασμα ότι ο Σεγκόπουλος ήταν γιος του Kαβάφη, ενδεχόμενο το οποίο δεν μπορεί να αποκλειστεί, αφού (σύμφωνα με την πρώτη σύζυγο του Σεγκόπουλου, Pίκα) ο Kωνσταντίνος δεν ήταν αποκλειστικά ομοφυλόφιλος. Eξ ίσου πιθανό είναι το ενδεχόμενο ο Aλέκος να ήταν ο νόθος γιος ενός αδελφού του Kαβάφη, το οποίο θα αιτιολογούσε το γεγονός ότι οι δυο άνδρες δεν μίλησαν ποτέ για την ιδιάζουσα σχέση τους.
Έρωτος Άκουσμα
Στου δυνατού έρωτος το άκουσμα τρέμε και συγκινήσου
σαν αισθητής. Όμως, ευτυχισμένος,
θυμήσου πόσα η φαντασία σου σ' έπλασσεν· αυτά
πρώτα· κ' έπειτα τ' άλλα -πιο μικρά- που στην ζωή σου
επέρασες κι' απόλαυσες, τ' αληθινότερα κι' απτά.-
Από τους τέτοιους έρωτας δεν ήσουν στερημένος.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης -1911 
Όπως και να είχαν τα προσωπικά του, ο Kαβάφης έκανε σαφή διαχωρισμό της επαγγελματικής και της προσωπικής του ζωής, η οποία απετέλεσε το αντικείμενο εικασίας και σκανδαλολογίας από τη στιγμή που άρχισε η ποίησή του να γίνεται γνωστή. 
Ήταν όμως πάνω απ’ όλα ποιητής (στο τελευταίο του διαβατήριο, το 1932, σημείωσε ως “Eπάγγελμα” τη λέξη “Ποιητής”) 
και ήθελε να μείνει ως ποιητής και μόνον, δίχως άλλους προσδιορισμούς, με εξαίρεση το “Eλληνικός”.

Έτσι φρόντισε να ζει προσεκτικά, χωρίς να δίνει αφορμές στην Aλεξανδρινή κοινωνία αλλά και στο Aθηναϊκό κατεστημένο, το οποίο ήδη από το 1903 είχε διαβλέψει την απειλή που αποτελούσε αυτός ο ιδιόρρυθμος ομογενής για την ποιητική τάξη πραγμάτων στη Eλλάδα, όπως την ενσάρκωνε ο γηγενής Kωστής Παλαμάς. 
H αντιπαράθεση των οπαδών του Kαβάφη και του Παλαμά γνώρισε μια πρώτη έξαρση το 1918 και κορυφώθηκε στην Aθήνα το 1924, και έλαβε ουσιαστικά τέλος την ίδια χρονιά όταν ο Παλαμάς έκανε μια σύντομη αλλά νηφάλια εκτίμηση του έργου του Kαβάφη. 
Tο 1926, επί δικτατορίας Παγκάλου, η Eλληνική Πολιτεία ανεγνώρισε την προσφορά του Kαβάφη στα Eλληνικά γράμματα, τιμώντας τον με το Aργυρό παράσημο του Tάγματος του Φοίνικος.
Επάνοδος από την Ελλάδα
Ώστε κοντεύουμε να φθάσουμ' Έρμιππε.
Μεθαύριο, θαρρώ· έτσ' είπε ο πλοίαρχος.
Τουλάχιστον στην θάλασσά μας πλέουμε·
νερά της Κύπρου, της Συρίας, και της Αιγύπτου,
αγαπημένα των πατρίδων μας νερά.
Γιατί έτσι σιωπηλός; Ρώτησε την καρδιά σου
όσο που απ' την Ελλάδα μακρυνόμεθαν
δεν χαίροσουν και συ; Αξίζει να γελοιούμαστε;-
αυτό δεν θάταν βέβαια ελληνοπρεπές.
Ας την παραδεχθούμε την αλήθεια πια·
είμεθα Έλληνες κ' εμείς -τι άλλο είμεθα;-
αλλά με αγάπες και με συγκινήσεις της Ασίας,
αλλά με αγάπες και με συγκινήσεις
που κάποτε ξενίζουν τον ελληνισμό.
Δεν μας ταιριάζει, Έρμιππε, εμάς τους φιλοσόφους
να μοιάζουμε σαν κάτι μικροβασιλείς μας
(θυμάσαι πώς γελούσαμε με δαύτους
σαν επισκέπτονταν τα σπουδαστήριά μας)
που κάτω απ' το εξωτερικό τους το επιδεικτικά
ελληνοποιημένο, και (τι λόγος!) μακεδονικό
καμιά Αραβία ξεμυτίζει κάθε τόσο
καμιά Μηδία που δεν περιμαζεύεται,
και με τι κωμικά τεχνάσματα οι καϋμένοι
πασχίζουν να μη παρατηρηθεί.
Α όχι δεν ταιριάζουνε σ' εμάς αυτά.
Σ' Έλληνας σαν κ' εμάς δεν κάνουν τέτοιες μικροπρέπειες.
Το αίμα της Συρίας και της Αιγύπτου
που ρέει μες στες φλέβες μας να μη ντραπούμε,
να το τιμήσουμε και να το καυχηθούμε.
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης -1914 
Tα ενδιαφέροντα του Kαβάφη στην ωριμότητά του ήσαν πολλά και ποικίλα, 
όπως μαρτυρούν τα κατάλοιπά του και τα ανώνυμα σημειώματά του στο περιοδικό Aλεξανδρινή Tέχνη, το οποίο ο Kαβάφης είχε ιδρύσει και ουσιαστικά συντηρούσε, με τη βοήθεια του ζεύγους Aλέκου και Pίκας Σεγκοπούλου 
(με τους οποίους συγκατοικούσε στο ίδιο κτίριο της οδού Lepsius, 
όπου και τα γραφεία του περιοδικού). 
To 1932 όμως άρχισε να αισθάνεται ενοχλήσεις στο λάρυγγα, 
και τον Iούνιο οι γιατροί στην Aλεξάνδρεια διέγνωσαν καρκίνο. 
O Kαβάφης ταξίδεψε στην Aθήνα για θεραπεία, η οποία δεν απέδωσε. 
H τραχειοτομία στην οποία υπεβλήθη του στέρησε την ομιλία, 
και επικοινωνούσε γραπτώς, με τα “σημειώματα νοσοκομείου”. 
Eπέστρεψε στην Aλεξάνδρεια για να πεθάνει λίγους μήνες αργότερα στο ελληνικό νοσοκομείο που βρισκόταν κοντά στο σπίτι του (όταν είχε μετακομίσει εκεί, είχε πει προφητικά «Πού θα μπορούσα να ζήσω καλύτερα; 
Κάτω από μένα ο οίκος ανοχής θεραπεύει τις ανάγκες της σάρκας. 
Κι εκεί είναι η εκκλησία όπου συγχωρούνται οι αμαρτίες. 
Και παρακάτω το νοσοκομείο όπου πεθαίνουμε»)

Η διορία του Νέρωνος

Δεν ανησύχησεν ο Νέρων όταν άκουσε
του Δελφικού Μαντείου τον χρησμό.
«Τα εβδομήντα τρία χρόνια να φοβάται».
Είχε καιρόν ακόμη να χαρεί.
Τριάντα χρονώ είναι. Πολύ αρκετή
είν' η διορία που ο θεός τον δίδει
για να φροντίσει για τους μέλλοντας κινδύνους.
Τώρα στη Ρώμη θα επιστρέψει κουρασμένος λίγο,
αλλά εξαίσια κουρασμένος από το ταξείδι αυτό,
που ήταν όλο μέρες απολαύσεως-
στα θέατρα, στους κήπους, στα γυμνάσια...
Των πόλεων της Αχαϊας εσπέρες...
Α των γυμνών σωμάτων η ηδονή προ πάντων...
Αυτά ο Νέρων. Και στην Ισπανία ο Γάλβας
κρυφά το στράτευμά του συναθροίζει και το ασκεί,
ο γέροντας ο εβδομήντα τριώ χρονώ.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης -1918

H εκδοτική πρακτική που ακολούθησε ο Kαβάφης ήταν πρωτοφανής. Δεν τύπωσε ποτέ τα ποιήματά του σε βιβλίο, και μάλιστα αρνήθηκε δύο σχετικές προτάσεις που του έγιναν, μία για ελληνική έκδοση και μία για αγγλική μετάφραση των ποιημάτων του. Προτιμούσε να δημοσιεύει τα ποιήματά του σε εφημερίδες, περιοδικά και ημερολόγια, και να τα τυπώνει ιδιωτικά σε μονόφυλλα, κάνοντας στη συνέχεια αυτοσχέδιες συλλογές που μοίραζε στους ενδιαφερόμενους. Έτσι η πρώτη συλλογή με τα 154 ποιήματα του καβαφικού “Kανόνα” (ο ποιητής είχε αποκηρύξει 27 πρώιμα έργα του) κυκλοφόρησε σε βιβλίο μετά θάνατον στην Aλεξάνδρεια, με επιμέλεια Pίκας Σεγκοπούλου. Στην Eλλάδα η συλλογή αυτή κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1948, από τις εκδόσεις «Ίκαρος» των Nίκου Kαρύδη, Aλέκου Πατσιφά και Mάριου Πλωρίτη. Aπό τον ίδιο εκδοτικό οίκο κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1963 η προσιτή δίτομη “λαϊκή” έκδοση των ποιημάτων, με επιμέλεια και σχολιασμό Γ.Π. Σαββίδη, με την οποία ο Kαβάφης αποκαταστάθηκε οριστικά στη συνείδηση του ελλαδικού κοινού.

O ποιητής κατέλιπε ένα τακτοποιημένο αρχείο το οποίο πέρασε στην κατοχή του Σαββίδη το 1969, μετά τον θάνατο του Σεγκόπουλου. Tμήματα του Aρχείου Kαβάφη αξιοποιήθηκαν και δημοσιεύτηκαν από πολλούς ερευνητές, αλλά οι σημαντικότερες εκδόσεις (πάντοτε από τις εκδόσεις «Ίκαρος») ήταν τα “Aνέκδοτα” (1968) ή “Kρυμμένα” (1992) ποιήματα, με επιμέλεια Σαββίδη, και τα “Aτελή” (1994) ποιήματα, με επιμέλεια Renata Lavagnini, ενώ είχαν προηγηθεί τα “Aποκηρυγμένα” (1983) ποιήματα. Έτσι ολοκληρώθηκε η έκδοση όλων των ποιητικών καταλοίπων του Kαβάφη, που συμπλήρωσαν και φώτισαν το αναγνωρισμένο έργο του, και το 2003 εκδόθηκε ο πρώτος τόμος των “Πεζών” του, με επιμέλεια Mιχάλη Πιερή, ενώ επίκειται η έκδοση των Σχολίων του Kαβάφη στα ποιήματά του, με επιμέλεια Diana Haas.

Μάρτιαι Ειδοί
Τα μεγαλεία να φοβάσαι, ω ψυχή.
Και τες φιλοδοξίες σου να υπερνικήσεις
αν δεν μπορείς, με δισταγμό και προφυλάξεις
να τες ακολουθείς. Και όσο εμπροστά προβαίνεις,
τόσο εξεταστική, προσεκτική να είσαι.
Κι όταν θα φθάσεις στην ακμή σου, Καίσαρ πια·
έτσι περιωνύμου ανθρώπου σχήμα όταν λάβεις,
τότε κυρίως πρόσεξε σα βγεις στον δρόμον έξω,
εξουσιαστής περίβλεπτος με συνοδεία,
αν τύχει και πλησιάσει από τον όχλο
κανένας Αρτεμίδωρος, που φέρνει γράμμα,
και λέγει βιαστικά «Διάβασε αμέσως τούτα,
είναι μεγάλα πράγματα που σ' ενδιαφέρουν»,
μη λείψεις να σταθείς· μη λείψεις ν' αναβάλεις
κάθε ομιλίαν ή δουλειά· μη λείψεις τους διαφόρους
που χαιρετούν και προσκυνούν να τους παραμερίσεις
(τους βλέπεις πιο αργά)· ας περιμένει ακόμη
κ' η Σύγκλητος αυτή, κ' ευθύς να τα γνωρίσεις
τα σοβαρά γραφόμενα του Αρτεμιδώρου.
 Κωνσταντίνος Π. Καβάφης -1911 
Ως προς τη μελέτη του Kαβάφη, αξεπέραστος οδηγός παραμένει ακόμη το πρώτο «Σχεδίασμα Xρονογραφίας του Bίου του» που δημοσίευσε ο Στρατής Tσίρκας στην EπιθεώρησηTέχνης το 1963, και συμπληρώθηκε από το Λεύκωμα Kαβάφη 1863-1910 (1983) με επιμέλεια Λένας Σαββίδη από τις εκδόσεις «Eρμής», και το O Bίος και το έργο του K.Π. Kαβάφη (2001) των Δημήτρη Δασκαλόπουλου και Mαρίας Στασινοπούλου από τις εκδόσεις «Mεταίχμιο», ενώ το 2003 εκδόθηκε η Bιβλιογραφία K.Π. Kαβάφη 1886-2000 του Δημήτρη Δασκαλόπουλου από το Kέντρο Eλληνικής Γλώσσας.
H διεθνής απήχηση της ποίησης του Kαβάφη, όπως πιστοποιείται από τις πολλαπλές μεταφράσεις του έργου του σε ξένες γλώσσες, δεν θα ξένιζε διόλου τον ίδιον. 
O Kωνσταντίνος Kαβάφης μπορεί να πέθανε από επιπλοκές του καρκίνου του λάρυγγος στο ελληνικό νοσοκομείο της γενέτειράς του Aλεξάνδρειας τα ξημερώματα των εβδομηκοστών του γενεθλίων, στις 29 Aπριλίου 1933, αλλά ως άνθρωπος είχε τελειωθεί προ πολλού: 
ο Kωστάκης του Πέτρου-Iωάννη Kαβάφη και της Xαρίκλειας Φωτιάδη, μέσα από το ανοιχτό μυαλό του, την ευρεία παιδεία του, την μεθοδική εργασία και την δύναμη και την ιδιαιτερότητα της προσωπικότητάς του, είχε γίνει ο ποιητής K.Π. Kαβάφης.
Tα υπόλοιπα ήταν ζήτημα χρόνου.
Mανόλης Σαββίδης
  
από την επίσημη ιστοσελίδα του Κωνσταντίνου Καβάφη
Αιμιλιανός Μονάη, Αλεξανδρεύς, 628-655 μ.Χ.
Με λόγια, με φυσιογνωμία, και με τρόπους
μια εξαίρετη θα κάμω πανοπλία·
και θ' αντικρύζω έτσι τους κακούς ανθρώπους
χωρίς να έχω φόβον ή αδυναμία.
Θα θέλουν να με βλάψουν. Αλλά δεν θα ξέρει
κανείς απ' όσους θα με πλησιάζουν
πού κείνται η πληγές μου, τα τρωτά μου μέρη,
κάτω από τα ψεύδη που θα με σκεπάζουν. -

Ρήματα της καυχήσεως του Αιμιλιανού Μονάη.
Άραγε νάκαμε ποτέ την πανοπλία αυτή;
Εν πάση περιπτώσει, δεν την φόρεσε πολύ.
Είκοσι επτά χρονώ, στην Σικελία πέθανε.
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης - 1918

Η Σατραπεία
Τι συμφορά, ενώ είσαι καμωμένος
για τα ωραία και μεγάλα έργα
η άδικη αυτή σου η τύχη πάντα
ενθάρρυνσι κ' επιτυχία να σε αρνείται·
να σ' εμποδίζουν ευτελείς συνήθειες,
και μικροπρέπειες, κι αδιαφορίες.
Και τι φρικτή η μέρα που ενδίδεις
(η μέρα που αφέθηκες κ' ενδίδεις),
και φεύγεις οδοιπόρος για τα Σούσα,
και πιαίνεις στον μονάρχην Αρταξέρξη
που ευνοϊκά σε βάζει στην αυλή του,
και σε προσφέρει σατραπείες, και τέτοια.
Και συ τα δέχεσαι με απελπισία
αυτά τα πράγματα που δεν τα θέλεις.
Άλλα ζητεί η ψυχή σου, γι' άλλα κλαίει·
τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών,
τα δύσκολα και τ' ανεκτίμητα Εύγε·
την Αγορά, το Θέατρο, και τους Στεφάνους.
Αυτά πού θα στα δώσει ο Αρταξέρξης,
αυτά πού θα τα βρείς στη σατραπεία·
και τι ζωή χωρίς αυτά θα κάμεις.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης -1910

Απ' τες εννιά
Δώδεκα και μισή. Γρήγορα πέρασεν η ώρα
απ' τες εννιά που άναψα την λάμπα,
και κάθησα εδώ. Καθόμουν χωρίς να διαβάζω,
και χωρίς να μιλώ. Με ποιόνα να μιλήσω
κατάμονος μέσα στο σπίτι αυτό.
Το είδωλον του νέου σώματός μου,
απ' τες εννιά που άναψα την λάμπα,
ήλθε και με ηύρε και με θύμησε
κλειστές κάμαρες αρωματισμένες,
και περασμένην ηδονή - τι τολμηρή ηδονή!
Κ' επίσης μ' έφερε στα μάτια εμπρός,
δρόμους που τώρα έγιναν αγνώριστοι,
κέντρα γεμάτα κίνησι που τέλεψαν,
και θέατρα και καφενεία που ήσαν μια φορά.
Το είδωλον του νέου σώματός μου
ήλθε και μ' έφερε και τα λυπητερά·
πένθη της οικογένειας, χωρισμοί,
αισθήματα δικών μου, αισθήματα
των πεθαμένων τόσο λίγο εκτιμηθέντα.
Δώδεκα και μισή. Πως πέρασεν η ώρα.
Δώδεκα και μισή. Πως πέρασαν τα χρόνια.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης -1918
Ο «Καβάφης» αποτελεί αναμφισβήτητα μία από τις σημαντικότερες ελληνικές ταινίες των τελευταίων χρόνων.
Βραβείο Καλύτερης Ταινίας και Σκηνοθεσίας,
Βραβείο Φωτογραφίας, Βραβείο Β΄ Γυναικείου Ρόλου, Βραβείο Μακιγιάζ. 
Δυο διεθνή Βραβεία Μουσικής για τον Βαγγέλη Παπαθανασίου – από τα φεστιβάλ Γάνδης Βελγίου και Βαλέντσια Ισπανίας. 
Επίσημη συμμετοχή στα Φεστιβάλ Βερολίνου και Τορόντο και σε άλλα 50 διεθνή φεστιβάλ. Προβολή στις αίθουσες στη Γαλλία για 11η(!) συνεχή χρονιά. 
Η ελληνική υποψηφιότητα στα Ευρωπαϊκά Βραβεία Κινηματογράφου (Βραβεία Φελίξ). http://www.youtube.com/watch?feature=player_detailpage&v=YeLkxXrILtk 
Πρωταγωνιστούν: Δημήτρης Καταλειφός, Βασίλης Διαμαντόπουλος, Μάγια Λυμπεροπούλου, Λάζαρος Γεωργακόπουλος, Γιώργος Μοσχίδης, Μυρτώ Αλικάκη, Αλέξανδρος Κούκος, Τζούλια Σουγλάκου, Λάκης Λαζόπουλος, Αλέξης Δαμιανός Σκηνοθεσία: Γιάννης Σμαραγδής Σενάριο:Γιάννης Σμαραγδής σε συνεργασία με τους: Δημήτρη Νόλλα, Δημήτρη Καταλειφό και Στέλιο Ρογκάκο Μουσική: Βαγγέλης Παπαθανασίου Διάρκεια: 1:15:53 λεπτά Έτος παραγωγής: 1996 .

Δευτέρα 27 Απριλίου 2015

«Μάϊν Φύρερ, στίς 27 Απριλίου, στίς 8 καί 10, εισήλθαμε εις τάς Αθήνας, επί κεφαλής τών πρώτων γερμανικών τμημάτων στρατού, καί στίς 8 καί 45, υψώσαμε τήν σημαία τού Ράϊχ πάνω στήν Ακρόπολη καί στό Δημαρχείο. Χάϊλ, μάϊν Φύρερ».

είναι το μήνυμα στον Αδόλφο Χίτλερ που στέλνουν από την Αθήνα που μόλις έχουν καταλάβει και από την συχνότητα του ραδιοφωνικού σταθμού Αθηνών ο αρχηγός ιππικού Γιάκομπι καί ο λοχαγός Έλσνιτς τής 6ης ορεινής μεραρχίας .
Ο Ραδιοφωνικός σταθμός Αθηνών δια στόματος Κώστα Σταυρόπουλου ανακοινώνει:
Εδώ ελεύθεραι ακόμα Αθήναι...
Έλληνες! Οι Γερμανοί εισβολείς ευρίσκονται εις τα πρόθυρα των Αθηνών.
Αδέλφια! Κρατήστε καλά μέσα στην ψυχή σας το πνεύμα του μετώπου.
Ο εισβολεύς εισέρχεται με όλας τας προφυλάξεις εις την έρημον πόλιν με τα κατάκλειστα σπίτια.
Έλληνες! Ψηλά τις καρδιές!
Προσοχή!    
Ο Ραδιοφωνικός Σταθμός Αθηνών ύστερα από λίγο δεν θα είναι ελληνικός. 
Θα είναι γερμανικός και θα μεταδίδει ψέματα!
Έλληνες! Μην τον ακούτε!
Ο πόλεμός μας συνεχίζεται και θα συνεχισθεί μέχρι της τελικής νίκης!
Ζήτω το Έθνος των Ελλήνων!
Προσοχή! Προσοχή!  
Η πρωτεύουσα περιέρχεται εις χείρας των κατακτητών. 
Επάνω εις τον Ιερόν Βράχον της Ακροπόλεως δεν κυματίζει πλέον υπερήφανη η γαλανόλευκος. 
Αντ' αυτής εστήθη το λάβαρον της βίας. 
Ο φρουρός της σημαίας μας, διαταχθείς να την υποστείλει διά να ανυψωθεί η γερμανική, 
ηυτοκτόνησε ριφθείς εις το κενόν από του σημείου όπου ευρίσκετο η γαλανόλευκος.  
Ζήτω η Ελλάς!
«Έλληνες, ύστερα από λίγα λεπτά ο ραδιοφωνικός μας 
σταθμός δεν θα είναι ελληνικός… 
αδέρφια ψηλά τις καρδιές…»

ΑΔΕΛΦΙΑ, ΚΡΑΤΗΣΤΕ ΚΑΛΑ ΜΕΣA ΣΤΗΝ ΨΥΧΗ ΣΑΣ 
ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΩΠΟΥ!
Κ. Σταυρόπουλος: Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΚΠΟΜΠΗ
Στις 23 Απριλίου 1941 ο Δοσίλογος Έλληνας Στρατηγός Τσολάκογλου υπογράφει 
την κατοχική πρωθυπουργία, την οποία "τιμητικώς" ο άθλιος κατέκτησε.
περισσότερα εδώ :
είναι Κυριακή του Θωμά 27 Απριλίου 1941 η ημέρα όπου τα πρώτα Γερμανικά στρατεύματα μπαίνουν και καταλαμβάνουν την Αθήνα που είναι μια ανοχύρωτη πόλη.

Ο πνευματικός κόσμος πενθεί. 
Ο Βασίλης Τσιτσάνης εμπνέεται την “Συννεφιασμένη Κυριακή”.

Η Πηνελόπη Δέλτα γίνεται τραγική αυτόχειρας παίρνοντας δηλητήριο, 
και πέντε ημέρες αργότερα , στις 2 Μαίου ξεψυχάει , 
αφήνοντας ένα λιτό σημείωμα για τα παιδιά της .
Θα κηδευτεί στο κήπο του σπιτιού της, κατόπιν δικού της αιτήματος σε ιδιόχειρο σημείωμα με μια μικρή τελετή που τελεί ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος.
Στον τάφο της θα χαραχτεί μόνο μια λέξη… 
ΣIΩΠΗ!
περισσότερα εδώ:
Στην σχολή ευελπίδων έρχεται η εντολή παράδοσης και ουσιαστικής ενσωμάτωσης στις δυνάμεις κατοχής.
Οι ευέλπιδες παίρνουν μαζί τους την σημαία και με πλοία φεύγουν για την Μέση Ανατολή αγνοώντας τις εντολές.

Η προσωρινή Γερμανική Διοίκηση εγκαθίσταται για λίγο στο ξενοδοχείο
« Μεγάλη Βρετανία» ενώ γερμανικό απόσπασμα ανεβαίνει στην Ακρόπολη, και υπό τον λοχαγό Γιάκομπι και τον υπολοχαγό Έλσνιτς , υψώνει την Γερμανική Σημαία με το αγκυλωτό σταυρό. 

Η θέα της σημαίας με στην σβάστικα από το παράθυρο της Αρχιεπισκοπής είναι αβά­σταχτη κάνοντας τον αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο να γράψει στο ημερολόγιο του, «είμαι περίλυπος μέχρι θανάτου».
Ο τότε αρχιεπίσκοπος αρνείται πεισματικά να τελέσει δοξολογία στην μητρόπολη για την άφιξη τω
ν Γερμανών σε αίτημα του τότε Δημάρχου Αθηναίων και διώχνει κακήν κακώς τον απεσταλμένο του.

27 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1941 :
Ο ΕΥΖΩΝΑΣ ΗΡΩΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΟΥΚΙΔΗΣ 

ΠΕΦΤΕΙ ΣΤΟ ΚΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΒΡΑΧΟ ΤΗΣ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ ΤΥΛΙΓΜΕΝΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΗΜΑΙΑ


Το μνημείο του Ηρωα Κωνσταντίνου Κουκίδη στο σημείο που βρήκε ηρωϊκό θάνατοΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΕΔΩ:
Η γερμανική στρατιωτική διοίκηση Αθηνών υποχρέωσε την προδοτική κυβέρνηση Τσολάκογλου να δημοσιεύσει στον Τύπο ανακοίνωση, 
σύμφωνα με την οποία ο φρουρός της σημαίας μας, 
υπέστη έμφραγμα από την συγκίνηση όταν του ζητήθηκε να την παραδώσει.
Όμως οι στρατιώτες κι οι επικεφαλής του γερμανικού αποσπάσματος είχαν συγκλονιστεί απ’ αυτό που είδαν και δεν κράτησαν το στόμα τους κλειστό.
Στις 9 Ιουνίου η είδηση δημοσιεύθηκε στην DAILY MAIL με τίτλο: “A Greek carries his flag to the death” (Ένας Έλληνας φέρει την σημαία του έως τον θάνατο).
Η θυσία του Έλληνα στρατιώτη έγινε αιτία να εκδοθεί διαταγή από τον Γερμανό φρούραρχο να υψώνεται και η ελληνική σημαία δίπλα στη γερμανική. 
Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, εκεί στα Αναφιώτικα κάτω από τον Ιερό Βράχο, ζούσαν ακόμα αυτόπτες μάρτυρες, που είδαν το παλληκάρι να γκρεμοτσακίζεται μπροστά στα μάτια τους τυλιγμένο με την Γαλανόλευκη. 
Και κάθε χρόνο, στο μνημόσυνό του στις 27 Απριλίου, άφηναν τα δάκρυά τους να κυλήσουν στη μνήμη του. 
Ουδείς ενδιαφέρθηκε ποτέ να καταγράψει την μαρτυρία τους.


Όταν μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα, 27 Απριλίου 1941, 

η πρώτη τους δουλειά ήταν να στείλουν ένα απόσπασμα υπό τον λοχαγό Γιάκομπι και τον υπολοχαγό Έλσνιτς για να κατεβάσει τη Γαλανόλευκη από τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης και να υψώσει τη σβάστικα.
Δεξιά ο Παρθενώνας, αριστερά οι Καρυάτιδες. 

Από τήν εληά τής Αθηνάς οι Γερμανοί αντικρύζουν στό ακραίο σημείο τού βράχου τής Ακρόπολης πού δεσπόζει τής πόλης, τήν γαλανόλευκη σημαία πού θ' αντικατασταθή από τόν αγκυλωτό σταυρό. .
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ

...Από νωρίς το πρωί της 27ης Απριλίου στο Ψυχικό, όπου βρισκόταν η κατοικία του Γερμανού πρεσβευτή στην Αθήνα, άρχισε να παρατηρείται ζωηρή κίνηση, ασυνήθιστη για την πάντα ήσυχη αυτή αθηναϊκή περιοχή. 
Στις 8 το πρωί, όταν ελαφρές μηχανοκίνητες φάλαγγες διέσχιζαν τη λεωφόρο Κηφισίας προς το κέντρο της πόλης, στις κατοικίες του πρεσβευτή της Γερμανίας πρίγκιπα Έρμπαχ και του στρατιωτικού ακολούθου Κλεμ φον Χόχενμπεργκ υψώθηκε η γερμανική σημαία με τη σβάστικα.



Ο Κλεμ, που μέχρι τότε βρισκόταν υπό κατ’ οίκον περιορισμό, φρουρούμενος από ομάδα αστυνομικών του Κέντρου Αλλοδαπών, βγήκε ευδιάθετος στον κήπο του και σε άπταιστα ελληνικά (μέχρι την καταστροφή του 1922 ζούσε στη Σμύρνη, όπου άλλωστε είχε γεννηθεί) έδωσε διαταγή στον σωφέρ του (ένα ξεπεσμένο Ρώσο πρίγκιπα) να ετοιμάσει το αυτοκίνητο, ενώ ζήτησε από τον επικεφαλής της φρουράς υπαστυνόμο Αντ. Βολταιράκη να ετοιμασθεί για να τον συνοδεύσει. Μετά λίγα λεπτά, το αυτοκίνητο του ιδιόρρυθμου Γερμανού στρατιωτικού ακολούθου, του οποίου η πολυετής παραμονή στην πρωτεύουσα άφησε εποχή στους αθηναϊκούς κύκλους, καθώς και οι ποικίλες κοινωνικές σχέσεις του, ξεκινούσε. 
Ο ίδιος καθόταν αγέρωχος στο πίσω κάθισμα, φορώντας την επίσημη στολή του, ενώ ο Έλληνας υπαστυνόμος ήταν δίπλα στον οδηγό, δίκην ιδιωτικού σωματοφύλακα. 
Σε λίγο βρισκόταν στην κοντινή οικία του Έρμπαχ, στον περίβολο της οποίας είχαν συγκεντρωθεί το προσωπικό της πρεσβείας και άλλοι Γερμανοί, που στο αντίκρυσμα του Κλεμ ανέκραξαν εν χορώ το «Χάιλ Χίτλερ». 
Λίγο αργότερα, έφθασαν και οι πρώτοι Γερμανοί μοτοσυκλετιστές, στους οποίους οι Γερμανίδες της πρεσβείας πρόσφεραν πρόχειρες ανθοδέσμες. 
Ταυτόχρονα, από ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο της Βέρμαχτ κατέβαινε ένας αξιωματικός που ζήτησε να δει τον πρίγκιπα Έρμπαχ. 
Μαζί του έφερνε ένα κλειστό φάκελο. 
Ήταν το μήνυμα του Χίτλερ, που όριζε τον μέχρι τότε πρεσβευτή της Γερμανίας ως προσωρινό διοικητή της Ελλάδος.

Δεν πέρασε πολλή ώρα και οι Έλληνες αστυνομικοί, 
που από μέρες αποτελούσαν τη φρουρά του Γερμανού πρεσβευτή, αντίκρυζαν έκπληκτοι τον γνωστό Αθηναίο γιατρό και καθηγητή Κωνσταντίνο Λογοθετόπουλο (που αργότερα έγινε κατοχικός πρωθυπουργός) να προσέρχεται περιχαρής στην έπαυλη Έρμπαχ και να συγχαίρει τους Γερμανούς διπλωμάτες για την είσοδο των στρατευμάτων τους στην Αθήνα!
Στις 10.15 π.μ. τα αυτοκίνητα του Έρμπαχ και του Κλεμ έφευγαν από την πρεσβευτική κατοικία, όπου εξακολουθούσαν να συρρέουν πανηγυρίζοντας οι Γερμανοί της Αθήνας με τις οικογένειές τους, και κατευθύνθηκαν στους Αμπελοκήπους για να παραστούν στην παράδοση της πόλης.

«ΦΕΡΝΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ...»
Και ενώ στους δρόμους της άτυχης ελληνικής πρωτεύουσας γερμανικές μοτοσυκλέτες, αυτοκίνητα και τεθωρακισμένα πήγαιναν και έρχονταν, οι Αθηναίοι με ανησυχία και συντριβή παρακολουθούσαν μέσα από τα μισόκλειστα παράθυρα των σπιτιών τους το δράμα που μόλις άρχιζε.
Στο δημαρχιακό μέγαρο κλήθηκαν στις 12 το μεσημέρι οι διευθυντές των αθηναϊκών εφημερίδων, στους οποίους δήλωσε ο Γερμανός Φρούραρχος της πόλης αντισυνταγματάρχης φον Σέιμπεν: 
«Δεν ερχόμεθα ως εχθροί, αλλά ως φίλοι φέροντες την ειρήνην εις την Ελλάδα. Η μακρά φιλία, η οποία μας συνδέει με την Ελλάδα, θα αναζωπυρωθή εντός ολίγων ημερών».
Το μεσημέρι έφθασε στην Αθήνα και ο διοικητής των γερμανικών στρατευμάτων που κατέλαβαν την ηπειρωτική Ελλάδα στρατηγός του ιππικού Γκέοργκ Στούμε, διοικητής του 40ού Σώματος Στρατού (ο ίδιος που πολύ αργότερα θα διαδεχθεί τον στρατάρχη Ρόμελ στην ηγεσία του Άφρικα Κορπς και που θα έχει τραγική κατάληξη στη Μάχη του Ελ Αλαμέιν.
Στρατιωτικός Διοικητής Αθηνών ανέλαβε ο διοικητής της 6ης Ορεινής Μεραρχίας υποστράτηγος Φερδινάνδος Σαίρνερ (αργότερα θα διαδραματίσει μεγάλο ρόλο στο Ανατολικό Μέτωπο και τελικά στην απέλπιδα άμυνα του Βερολίνου, ενώ μετά το τέλος του πολέμου θα περάσει μια δραματική δεκαετία ως αιχμάλωτος στη Ρωσία), που εγκαταστάθηκε με το επιτελείο του στη «Μεγάλη Βρετανία». 
Μετά την άφιξη του Σαίρνερ, οι ελληνικές στρατιωτικές αρχές εγκατέλειψαν τα γραφεία της Ανώτερης Στρατιωτικής Διοίκησης, ενώ ο νέος Γερμανός Φρούραρχος πήγε στο υπουργείο Στρατιωτικών και συσκέφθηκε με τον γενικό διευθυντή του υπουργείου υποστράτηγο Κων. Πλατή. 
Αφού έφυγαν οι Έλληνες αξιωματικοί και στρατιώτες που βρίσκονταν εκεί, εγκαταστάθηκε γερμανική φρουρά, όπως και στο υπουργείο Ναυτικών.
Αμέσως μετά την είσοδο στην Αθήνα των πρώτων γερμανικών τμημάτων, οι μηχανοκίνητες φάλαγγες προωθήθηκαν στον Πειραιά και εγκαταστάθηκαν σε διάφορα κρίσιμα σημεία του λιμανιού και της πόλης, ενώ στο δημαρχείο, στη Σχολή Δοκίμων και σε άλλα δημόσια κτίρια υψώθηκε η γερμανική σημαία, ως σύμβολο της νέας κυριαρχίας.
Καθώς κυλούσαν όλα αυτά τα γεγονότα, γερμανικά τμήματα είχαν τοποθετηθεί σε διάφορα επίκαιρα σημεία της πρωτεύουσας και των προαστίων της, ενισχύονταν δε σταδιακά οι γερμανικές φρουρές.
Οι στρατιώτες του Τρίτου Ράιχ είχαν πάρει διαταγή από τους ανωτέρους τους να επιδεικνύουν απόλυτη ευγένεια στους πολίτες και ιδιαίτερο σεβασμό στους Έλληνες στρατιωτικούς. 
Διακριτικοί, σοβαροί μέσα στις αψεγάδιαστες στολές τους, κυκλοφορούσαν την πρώτη μέρα της Κατοχής. Φωτογραφίζονταν μεταξύ τους εμπρός από τα Παλαιά Ανάκτορα, την Εθνική Βιβλιοθήκη, το Πανεπιστήμιο, το Πολυτεχνείο, στην Ακρόπολη, σαν να επρόκειτο για τουρίστες και μόνο. 
Μια εφημερίδα της εποχής διέσωσε ένα χαρακτηριστικό στιγμιότυπο: 
δύο Γερμανοί στρατιώτες θεάθηκαν να στέκονται σε στάση προσοχής και να χαιρετούν έναν Έλληνα λοχία, τραυματία του Αλβανικού Μετώπου...

ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗ
Όταν εισήλθαν οι Γερμανοί, στον αρχιεπισκοπικό θρόνο βρισκόταν ο από Τραπεζούντος Χρύσανθος, μορφωμένος ιεράρχης με εθνική δράση κατά το παρελθόν. 

Δεν είχε την ψυχική αντοχή να συμμετάσχει στην επιτροπή, που θα παρέδιδε την πόλη, ούτε θέλησε να τελέσει δοξολογία στη Μητρόπολη Αθηνών, όπως του είχε ζητηθεί, όχι βέβαια για την είσοδο κατοχικών γερμανικών στρατευμάτων, αλλά για τη διάσωση της πόλης από καταστροφές και αιματοχυσία. Ωστόσο, λίγο αργότερα ο αρχηγός των γερμανικών δυνάμεων θεώρησε χρέος του να τον επισκεφθεί στο μέγαρο της Αρχιεπισκοπής, για να του δηλώσει ότι ήλθαν ως φίλοι. 
Ο Γερμανός στρατηγός αντιμετώπισε μια ψυχρή υποδοχή, όπως περιγράφεται από τον ίδιο τον Αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο στο ημερολόγιό του:
«Όλην σχεδόν την νύκτα της χθεσινής ημέρας Σαββάτου περνώ άυπνος ακουμπισμένος επάνω εις το κρεββάτι της Αρχιεπισκοπής. 

Μουγκρίζουν οι βόμβες οι εχθρικές και ο κρότος των αντιαεροπορικών τηλεβόλων γίνεται ολονέν ασθενέστερος. 
Προς τα εξημερώματα παύουν όλα και στυγνή ηρεμία διαχέεται καθ’ όλην την πόλιν. 
Σηκώνομαι και μανθάνω ότι ο εχθρός ο Γερμανός φθάνει και ευρίσκεται μεταξύ Κηφισιάς και Αμπελοκήπων. 
Θα τον υποδεχθή ο Δήμαρχος κ. Πλυτάς, ο Φρούραρχος Αθηνών κ. Καβράκος και ο Νομάρχης Αττικοβοιωτίας. 
Έστειλα αμέσως τον βοηθόν του υπαλλήλου μου Κ. Πολυζώνη, τον νεαρόν Λέανδρον, ίνα παρακολουθήση από μακρόθεν τα γινόμενα. 
Μετά μίαν περίπου ώραν επιστρέφει ασθμαίνων διά να μοι αναγγείλη ότι τους τρεις αντιπροσώπους της πόλεως συνήντησεν εις τους Αμπελοκήπους είς Γερμανός ανθυπολοχαγίσκος και ότι εισήλθον όλοι εις παρακείμενον καφενείον, ενώ οι Γερμανοί ποδηλατισταί εξηκολούθησαν την πορείαν των εντός της πόλεως, είς δε λοχίας ανέβη κατ’ ευθείαν εις την Ακρόπολιν διά να την μολύνη με την ανάρτησιν της σημαίας του αγκυλωτού σταυρού. 
Κατά τινα πληροφορίαν ο Έλλην φρουρός της ελληνικής σημαίας επί της Ακροπόλεως μη θελήσας να παραστή μάρτυς του θλιβερού θεάματος της αναρτήσεως της εχθρικής σημαίας ώρμησεν εκ της Ακροπόλεως και εκρημνίσθη φονευθείς. 
Εκάθησα εις το Γραφείον περίλυπος μέχρι θανάτου και δακρύων. 
Όλος ο κόσμος περιωρισμένος εις τας οικίας του και η σιωπή γίνεται ακόμη στυγνοτέρα. 
Εν τω μεταξύ αναγγέλλεται κάποιος, όστις θέλει να με ίδη κατ’ εντολήν του Δημάρχου κ. Πλυτά. 
Τον δέχομαι και εις ερώτησίν μου ποίος είναι μου απαντά ότι είναι ο διοικητής των αυτοκινήτων του δήμου και ότι τώρα κάθεται πλησίον του οδηγού των αυτοκινήτων, τα οποία φέρουν τους Γερμανούς στρατηγούς. 
Εις ερώτησίν μου τι επιθυμεί, απαντά ότι ο κ. Δήμαρχος είπεν ότι οι Γερμανοί στρατηγοί επιθυμούν να κατέλθω εις τον ναόν ίνα παρόντων και αυτών τελέσωμεν δοξολογίαν. 
Εμβρόντητος ήκουσα την παραγγελίαν του κ. Δημάρχου και διέταξα τον κομιστήν της παραγγελίας να απέλθη αμέσως εκ της Αρχιεπισκοπής ειπών ότι αν ο κ. Δήμαρχος έχει να είπη τι πρέπει να έρχεται ο ίδιος αυτοπροσώπως να το ανακοινή. Και εις ερώτησιν του διαγγελέως “τι να είπω εις τον κ. Δήμαρχον;” απήντησα: “να είπης ότι σε έδιωξα”. 
Ήτο η ώρα περίπου δέκα προ μεσημβρίας. 
Μετά δύο ώρας έρχεται είς γραμματεύς του Δημαρχείου και μου λέγει ότι ο Γερμανός Στρατηγός ερωτά ποίαν ώραν δύναται να με επισκεφθή εις την Μητρόπολιν. 
Φαίνεται ότι η δοθείσα απάντησίς μου τον εσυνέτισε και παρητήθη της δοξολογίας. 
Απήντησα ότι δύναται να έλθη εις τας 4 μετά μεσημβρίαν. Ο βοηθός Επίσκοπός μου άγιος Ταλαντίου αδιαθετών δεν προσήλθεν εις τοιαύτην κρίσιμον ημέραν εις την Αρχιεπισκοπήν. 
Παρίσταται μόνον ο Πρωτοσύγκελλος Γερβάσιος, ο αρχιδιάκονος, ον εκάλεσα εκ του ναού όπου θα εκήρυττε, και ο ιδιαίτερός μου Πολυζώνης. 
Δίδω εντολήν να τηλεφωνηθή εις τον Επίσκοπον να συνέλθη και να έλθη αμέσως, όπερ και εγένετο. 
Περί την τετάρτην μ.μ. έρχεται ο Στρατηγός του Δευτέρου Σώματος ΣτρατούStumme συνοδευόμενος από τον Klemm, Στρατιωτικόν Ακόλουθον της Γερμανικής Πρεσβείας Γερμανολεβαντίνον εκ Σμύρνης, όστις επί τέσσαρα έτη κατεσκόπευε την Ελλάδα και τον ελληνικόν στρατόν, και από τον νεοδιορισθέντα Γερμανόν Φρούραρχον Αθηνών. 
Τους υποδέχομαι εντός του Συνοδικού με αθυμίαν και κατήφειαν. Πώς να αρχίσω την συνομιλίαν; Φαίνεσθε, του λέω, κουρασμένος. 
Ναι, απαντά. Βρήκαμε γεφύρας και δρόμους κατεστραμμένους. 
Τα κατέστρεψαν οι Άγγλοι. 
Ποίος θα τα επανορθώση; 
Οι Άγγλοι οφείλουν να πληρώσουν.
 Θα πληρώση όποιος νικηθή, λέγω.
Κατά την διαδρομήν ημών διά της Ελλάδος με ευχαρίστησιν παρετήρησα ότι πολλοί ομιλούν γερμανικά. 
Ναι, του είπα, υπήρχον πολλοί, οίτινες ήσαν θαυμασταί του γερμανικού πολιτισμού: 
αλλ’ αφ’ ότου εκήρυξεν η Γερμανία τον πόλεμον κατά της Ελλάδος θα έμειναν ολίγοι ή κανείς. 
Πράγματι έχει λυπήσει πολύ τον ελληνικόν λαόν διότι η Γερμανία αναιτίως εκήρυξε τον πόλεμον κατά της Ελλάδος: διατί τον εκήρυξεν; 
Αυτά, απαντά, είναι ζητήματα πολιτικής. 
Εις τον δρόμον, λέγει, μας έρραιναν με άνθη. 
Αυτοί, του απαντώ, βεβαίως δεν ήσαν Έλληνες. 
Επείγει, τω λέγω, το ζήτημα του επισιτισμού του τόπου. 
Θα έλθη, απαντά, προσεχώς ιδιαιτέρα επιτροπή επισιτισμού. 
Και τώρα, τω λέγω, πού θα υπάγετε; 
Όπου διατάξει ο Φύρερ, απαντά, διότι ημείς δεν κάμνομεν τίποτε εκτός εκείνου το οποίον διατάσσει ο Φύρερ.
Και όταν εσηκώθη ο Στρατηγός να με αποχαιρετήση προσέθεσα:
 “Προσέξατε, Στρατηγέ μου, να μη τραυματίσητε την υπερηφάνειαν του ελληνικού λαού”. 
Επί τούτω ανεχώρησε και αυτός και η συνοδεία του. 
Ανεχώρησα εις το σπίτι μου τεθλιμμένος, έπεσα εις το κρεββάτι και έκλαυσα πικρότατα».
Αναλόγου ενδιαφέροντος είναι και οι αναμνήσεις του τότε αρχιμανδρίτη και μετέπειτα Αρχιεπισκόπου Αθηνών Ιερωνύμου Κοτσώνη, ο οποίος υπηρετούσε κοντά στον Χρύσανθο:


«Στις 27 Απριλίου το πρωί, που μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα 
(ήταν Κυριακή του Θωμά), είχα μόλις επιστρέψει στο σπίτι μου απ’ το επί της Λεωφόρου Αλεξάνδρας Αντικαρκινικό Ινστιτούτο, όπου είχε στεγασθή ένα απ’ τα Στρατιωτικά Νοσοκομεία και όπου, παραβιάζοντας τη διαταγή του Στρατιωτικού Διοικητού για την απαγόρευσι της κυκλοφορίας, είχα πάει και είχα τελέσει τη Θεία Λειτουργία και κατόπιν είχα επισκεφθή στα κρεββάτια τους τους τραυματίες. Λίγη ώρα, αφού είχα επιστρέψει στο σπίτι, άκουσα την τραγική εκείνη τελευταία εκπομπή του Ραδιοφωνικού Σταθμού Αθηνών, που με παλλόμενη από συγκίνησι φωνή ο εκφωνητής είχε πη: 
“Αδέλφια ψηλά τις καρδιές. Έλληνες πάν’ απ’ όλα η Ελλάδα! 
Συνεχίζομε τον πόλεμο. 
Ύστερ’ από λίγο, μην ακούτε αυτό το Σταθμό. 
Ο Σταθμός αυτός δεν θα είναι πια ελληνικός. 
Ζήτω ο στρατός μας.
Χαίρε, ω χαίρ’ Ελευθεριά” και με τον Εθνικό μας Ύμνο 
έκλεισε η εκπομπή, μαζί της και ο Σταθμός μας, 
απ’ την ώρα εκείνη της 27.4.1941 μέχρι στις 12.9.1944...»
Δεν είχα προλάβει να συνέλθω από τη συγκίνησι και κτύπησε το τηλέφωνό μου. Ήταν ο ιδιαίτερος Γραμματεύς του Αρχιεπισκόπου, που κατ’ εντολή του με καλούσε επειγόντως στην Αρχιεπισκοπή, που θα την επισκεπτόταν ο Αρχηγός των γερμανικών Δυνάμεων, που είχαν μπη στην Ελλάδα, στρατηγός φον Στούμε. Ξεκίνησα αμέσως και, χωρίς κανένα εμπόδιο, κατευθύνθηκα στην Αρχιεπισκοπή. Καθώς διασταύρωνα τη Λεωφόρο Πανεπιστημίου, έξω απ’ την Εθνική Βιβλιοθήκη αντίκρυσα την πρώτη φάλαγγα των γερμανικών τανκς, που προχωρούσαν προς την Πλατεία Ομονοίας. 

Οι ελάχιστοι διαβάτες περπατούσαν στα πεζοδρόμια, αλλά κανείς τους δεν γύριζε να κυττάξη τους κατακτητές. 
Όχι χαιρέτισμα, αλλά ούτε καν ένα, έστω και από περιέργεια, βλέμμα δεν τους αξίωναν. 
Αυτή ήταν η υποδοχή του αθηναϊκού Λαού στα στρατεύματα Κατοχής, όπως την αντίκρυσα ύστερ’ από λίγη ώρα μετά την κατάληψι της πρωτεύουσας της πατρίδας μας. 
Το διαπίστωσα με συγκίνησι και δικαιολογημένη εθνική υπερηφάνεια.
 Ήταν οι πρώτες εκδηλώσεις από την Εθνική μας Αντίστασι στους πανίσχυρους τότε κατακτητές.
»Μόλις έφθασα στην Αρχιεπισκοπή και παρουσιάσθηκα στον Μακαριώτατο, με ρώτησε, αν τα κλειδιά του Μητροπολιτικού Ναού εξακολουθούσα να τα κρατώ. 

Κι αφού τον βεβαίωσα, πως ήταν στα χέρια μου, επειδή ήμουν ο μόνος από τους εκεί γερμανομαθής, μου έδωσε οδηγίες για τον τρόπο υποδοχής του στρατηγού. Αξιοπρεπής, αλλ’ υπερήφανος και ψυχρός.
»Ήταν η ώρα γύρω στις 12, όταν έφθασε ο στρατηγός. 

Τον ωδήγησα στην αίθουσα υποδοχής στον άνω όροφο, όπου περίμενε ο Μακαριώτατος, με παρόντες τον Βοηθό του Επίσκοπο Ταλαντίου, τον κατόπιν Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Παντελεήμονα, τον Πρωτοσύγκελλό του, αρχιμ. Γερβάσιο Παρασκευόπουλο και τον ιδιαίτερο Γραμματέα του, Κωνστ. Παπαζώνη.
»Ο Αρχιεπίσκοπος, με την είσοδο του στρατηγού σηκώθηκε μεν, αλλά δεν κινήθηκε απ’ τη θέσι του. 

Μετά την ανταλλαγή των τυπικών χαιρετισμών, χωρίς καμμιά ιδιαίτερη φιλοφρόνησι, ο Αρχιεπίσκοπος κάθισε πάλι στην πολυθρόνα του και έδειξε στο στρατηγό να καθίση στην αριστερά του πολυθρόνα, που ήταν απ’ τις πολυθρόνες όπου κάθονταν και ο Βοηθός Επίσκοπος και ο Πρωτοσύγκελλος του Αρχιεπισκόπου.

»Ο στρατηγός, που είχε μπη στην αίθουσα με πολύ αέρα συνέχισε να έχη το ίδιο ύφος και όταν κάθισε. 
Άρχισε, λοιπόν, να διηγήται, πως ήθελε από χρόνια να επισκεφθή την Αθήνα, για την οποία τόσα είχε μάθει στο Γυμνάσιο και στην οποία είχε πολλούς φίλους. 
Στο σημείο αυτό τον διέκοψε ο Αρχιεπίσκοπος και του είπε επί λέξει: πράγματι, πριν απ’ τον πόλεμο η Γερμανία είχε πολλούς φίλους στην Ελλάδα, “μεταξύ των οποίων υπήρξα (ich bin auch gewesen) και εγώ”. 
Ο στρατηγός πάγωσε μόλις άκουσε αυτή τη φράσι κι έχασε η όψις του την αεράτη εκείνη έκφρασι, που είχε απ’ τη στιγμή που μπήκε στην αίθουσα.
Έμεινε για λίγο ακόμα και σηκώθηκε, χαιρέτισε στρατιωτικά τον Αρχιεπίσκοπο και φαρμακωμένος έφυγε».
Ο τότε αρχιμανδρίτης Ιερώνυμος Κοτσώνης, που είχε την ιδιότητα του γραμματέα της Ιεράς Συνόδου, συνεχίζει την αφήγησή του, σχολιάζοντας:
«Άφινε πίσω του την πρώτη επίσημη εκδήλωσι της Εθνικής μας Αντιστάσεως. Έμαθε ο στρατηγός, ότι στην Ελλάδα μπορεί να συναντούσε μερικούς Κουίσλιγκς, αλλά δεν θα εύρισκε φίλους.
»Η στάσις αυτή του Αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου είχε ιδιαίτερη βαρύτητα για τον ίδιο και τη θέσι του και είναι χαρακτηριστική για τον άκαμπτο χαρακτήρα του και την ηθική του προσωπικότητα.

Με την είσοδο των Γερμανών στην Ελλάδα και την αποχώρησι της Ελληνικής Κυβερνήσεως απ’ την Αθήνα, κυκλοφορούσαν φήμες, ότι ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, με τη βοήθεια του φιλογερμανού, κατόπιν Βασιλικού Επιτρόπου στην Ιερά Σύνοδο, Δημ. Πετρακάκου και των καθηγητών Κ. Λογοθετόπουλου και Ι. Γεωργάκη, θα έκανε διαβήματα στους Γερμανούς (έλεγαν μάλιστα ακόμα και στον ίδιο τον Χίτλερ), για να διώξουν τον Χρύσανθο και να επαναφέρουν το Δαμασκηνό. 
Η κατάστασις εχειροτέρευσε για τον Χρύσανθο, όταν αρνήθηκε να ορκίση την πρώτη κατοχική Κυβέρνησι του Γεωργ. Τσολάκογλου, με την δήλωσι, ότι εκείνος δεν αναγνωρίζει άλλην ελληνικήν Κυβέρνησι, εκτός αυτής, που με τον Βασιλέα Γεώργιον είχε καταφύγει στην Κρήτη και εν συνεχεία στο Εξωτερικό. 
Το αίτημα αυτό ήλθε στην Αρχιεπισκοπή και το υπέβαλε εκ μέρους και του στρατηγού Τσολάκογλου και όλων όσων θα ωρκίζονταν ως Υπουργοί και εκ μέρους του ιδίου προσωπικώς, ο οικογενειακός φίλος και σύζυγος της πολύτιμης συνεργάτιδος του Χρυσάνθου, εξαίρετης Ελληνίδας Αγγελικής Χατζημιχάλη. Αλλά ο Αρχιεπίσκοπος έμεινεν ανένδοτος. 
Παρ’ όλη δε την επιμονή του φίλου του, που επί μισή περίπου ώρα παρακαλούσε και επίεζε τον Αρχιεπίσκοπο να υποχωρήση, αυτός, παρ’ όλον ότι γνώριζε τι μαγειρεύονταν εναντίον του, δεν λύγισε ούτε κατά κεραίαν».

ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΔΡΑΜΑΤΙΚΕΣ ΩΡΕΣ
Αλλά το αυθεντικό κλίμα των πρώτων δραματικών ωρών εκείνων το δίνει πολύ παραστατικά και λεπτομερειακά ο αυτόπτης Χρήστος Χρηστίδης, που γράφει στο ημερολόγιό του:
«Σήμερα είναι η πρώτη μέρα της γερμανικής Κατοχής! 

Ανέβηκα από το Ελληνικό με το λεωφορείο των 9. 
Στο Σύνταγμα είδα τον Γιάννη Καμαριώτη, τον οδοντογιατρό μου, και τον συνόδεψα στο γκαράζ της οδού Ξενοφώντος, όπου πήγαινε να πάρει το αμάξι του. 
Εκεί ένα ραδιόφωνο αυτοκινήτου μας έδωσε την πρώτη επαφή με την πραγματικότητα, μεταδίνοντας τη διαταγή του στρατηγού Καβράκου: 
Να κλείσουν τα καταστήματα, να κλειστούν οι πολίτες στα σπίτια τους, κλπ. 
Πήγα βιαστικά στο γραφείο μου κι ετοιμάστηκα να μείνω κλεισμένος ως το βράδυ. Τηλεφώνησα στη Φ.Κ., που από την παραμονή μας είχε δηλώσει πως ήθελε να δει την είσοδο των Γερμανών για να τη θυμάται. Της είπα να έλθει. Ώσπου όμως να ετοιμαστεί πέρασε η ώρα.
»Ήταν 9.57΄ όταν από το μπαλκόνι μου, στον τρίτο όροφο του Μεγάρου Μετοχικού, Σταδίου 4, αντίκρισα μια μοτοσικλέτα που ανέβαινε την οδό Σταδίου από την Ομόνοια στο Σύνταγμα. 

Είχε το πίσω μέρος της σκεπασμένο με την κόκκινη σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό. 
Αμέσως κατόπιν το νούμερο 38172 κόκκινο σκούρο αυτοκίνητο κατέβηκε προς την Ομόνοια με το καπό του σκεπασμένο κι αυτό με μια πελώρια κόκκινη αγκυλωτή σημαία. 
Την ίδια στιγμή πέρασε και μια μοτοσικλέτα.
»Στον δρόμο οι διαβάτες λιγοστοί: πολίτες, στρατιώτες και ναύτες. Συχνοδιαβαίνει μια μοτοσικλέτα αστυνομική με καλάθι. 

Τρεις αστυφύλακες προσπαθούν, χωρίς καμιά επιτυχία, να διώξουν τον κόσμο. 
Οι διαβάτες αδιαφορούν και για τη μοτοσικλέτα και για τους πεζούς αστυφύλακες και χωροφύλακες. 
Περνά προς την Ομόνοια ένα κίτρινο λεωφορείο της Καστέλας, περνούν και τα τραμ της οδού Βουκουρεστίου.
»10.10΄: Η κίνηση μοιάζει ν’ αυξάνει. 

Βλέπω κάμποσους φαντάρους, δυο αξιωματικούς, ναύτες, εργάτες. 
Μου έκανε εντύπωση ένας αξιωματικός του ναυτικού που σταματημένος επί ώρα στην πλατεία Κολοκοτρώνη χαζεύει. 
Οι αστυφύλακες και χωροφύλακες δεν τολμούν να του πουν τίποτα.
»10.25΄: Τρία-τέσσερα ελαφρά θωρακισμένα αυτοκίνητα με σημαίες, κι άλλες τόσες μοτοσικλέτες ανεβαίνουν την οδό Σταδίου προς το Σύνταγμα. Μια περίπολος – δυο αστυνόμοι και δυο αστυφύλακες – στο αντικρινό πεζοδρόμιο μοιάζει να βρίσκεται σε μεγάλη αμηχανία κατά πού να τραβήξει. 

Πολίτες περνούν αδιάφοροι. 
Τέλος εμφανίζεται ένας κακομοιριασμένος διαβάτης. 
Οι τέσσερις βρίσκουν αμέσως απασχόληση: Τριγυρίζουν τον διαβάτη με χειρονομίες επιτακτικές και ζωηρές, που ξεθυμαίνουν γρήγορα. 
Ο διαβάτης τραβάει τον δρόμο του ασυγκίνητος. 
Η περίπολος αλλάζει πεζοδρόμιο.
»Περνά το 33534 ανοιχτό αυτοκίνητο με δυο Γερμανούς αξιωματικούς.
»Στο ξενοδοχείο “Σπλέντιτ” αντίκρυ μου όλα τα παράθυρα είναι κλειστά, εκτός από ένα μπαλκόνι, απ’ όπου χαζεύουν τέσσερις πολίτες κι ένας δικός μας αξιωματικός. 

Στο παραδιπλανό μου γραφείο ένας πολίτης. 
Περνά ένας Γερμανός μοτοσικλετιστής από Σύνταγμα προς Ομόνοια. 
Μοιάζει να μην ξέρει κατά πού να τραβήξει. 
Πάει ως τη Βουλή και γυρνά πίσω. 
Κι ο διάλογος αρχίζει, από μπαλκόνι σε μπαλκόνι:
»–Μοιάζει να χάθηκε!
»–Κάτι γυρεύει.
»–Ταβέρνα θα ζητεί!
»Η εξήγηση τους φαίνεται και τώρα ικανοποιητική. Γέλια στα μπαλκόνια.
»11.30΄: Καμιά τριανταριά γερμανικές μοτοσικλέτες με καλάθι – σάιντκαρ – έχοντας ένα αυτοκίνητο επικεφαλής, έστριψαν από την οδό Βουκουρεστίου, πέρασαν σύρριζα στο πεζοδρόμιο του Μετοχικού.

 Οι μισές γύρισαν πριν φτάσουν στην πλατεία Κολοκοτρώνη και παρατάχτηκαν δίπλα στο πεζοδρόμιο, από το ξενοδοχείο “Μινέρβα” ως τη γωνιά του “Σπλέντιτ Πάλας”. 
Αρκετές μοτοσικλέτες έχουν λουλούδια. 


Περνούν δυο αυτοκίνητα της κινηματογραφικής υπηρεσίας του γερμανικού στρατού και φωτογραφούν. Από το αυτοκίνητο κατεβαίνουν δυο-τρεις με πολιτικά κι ένας αξιωματικός και προχωρούν προς την πόρτα του ξενοδοχείου “Μινέρβα”. Είναι κλειστή. Εμφανίζεται ένας χωροφύλακας. 
Συνεννοήσεις. 
Ο χωροφύλακας φεύγει μ’ ένα σάιντκαρ. 
Φωνές. Μια ηχηρή διαταγή γερμανικά. Όλοι πεζεύουν.
»Στο πεζοδρόμιο δεν περνά σχεδόν κανένας – όλες οι πόρτες κατάκλειστες. 

Σε λίγο μισανοίγει η πόρτα του σπιτιού Σταδίου 7. 
Εμφανίζονται τρεις πολίτες. Στέκουν και χαζεύουν. 
Δίπλα στην πόρτα υπάρχει η προθήκη ενός φωτογραφείου.
Οι Γερμανοί στρατιώτες πλησιάζουν. 
Μιλούν μεταξύ τους κι αντηχούν τα βαριά τους γέλια. 
Σε λίγο στρατιώτες και πολίτες αποτελούν μιαν ομάδα.
»Τραβιέμαι μέσα, και ξαναβγαίνω μετά πέντε λεπτά. 

Η πόρτα είναι πια εντελώς ανοιχτή. 
Οι πολίτες έγιναν τώρα έντεκα.
Τσιγάρα. Σπίρτα. Παρακάτω δυο παιδιά 18-19 χρονών πλησιάζουν μιαν άδεια μοτοσικλέτα και την επεξεργάζονται. 
Πασπατεύουν τα καθίσματα, σκύβουν και βλέπουν το περιεχόμενο του καλαθιού. Πιο πέρα ένας Γερμανός στρατιώτης είναι ξαπλωμένος μακάρια στο καλάθι με τα πόδια έξω. 
Μπροστά του ένας μάγκας στέκεται και τον κοιτάζει. 
Περνούν κάμποσα λεφτά. 
Ο στρατιώτης αποφασίζει να σηκωθεί. 
Του πέφτει το κράνος που κρατούσε στο χέρι. 
Ο μάγκας σκύβει να το σηκώσει – ο στρατιώτης προλαβαίνει πρώτος.
»12.20΄: Στην πλατεία Κολοκοτρώνη μια ξανθή σαραντάρα Γερμανίδα που φορεί τα καλά της – μαύρο γυαλιστερό μεταξωτό μαντό – είναι τριγυρισμένη από Γερμανούς στρατιώτες και τους μιλεί φωναχτά.

 Ύστερα ξεκινά ξαφνικά προς το Σύνταγμα, ακολουθημένη από καμιά σαρανταριά στρατιώτες. Για πού να τραβάει; Στην Ακρόπολη;
»Φαίνεται πως πρέπει να γίνουν διατυπώσεις για την παραλαβή του “Μινέρβα” κι έτσι οι στρατιώτες εξακολουθούν να μένουν στο πεζοδρόμιο. 

Ένας τους, που πείνασε, ανοίγει ένα κουτί κονσέρβα κι ετοιμάζει την καραβάνα του. Κύκλος από περιέργους γύρω του.
 Ένας νέος παίρνει κι επεξεργάζεται το ψωμί του: Η πρώτη επαφή. 
Η οικειότητα αρχίζει...»
Την ίδια πρώτη ημέρα της Κατοχής (27 Απριλίου 1941), ο λογοτέχνης Γιώργος Θεοτοκάς έχει καταθέσει και τη δική του μαρτυρία, που αναβλύζει μια ευεξήγητη πίκρα:
«Ήρθαν.
»Το πρωί άκουσα εκρήξεις και αρκετές βολές, υποθέτω τις τελευταίες, του αντιαεροπορικού πυροβολικού.
»Κατά τις 9 π.μ., πήγα με τον Α[γγελο] Σ[εφεριάδη] στη Σχολή Ευελπίδων,

 όπου μεταφέρθηκαν τα υπολείμματα του Συντάγματος Χαϊδαριού,
 και πήραμε τα λεγόμενα απολυτήριά μας, δηλαδή άδειες επ’ αόριστον.
»Εκεί πληροφορήθηκαμε ότι ήρθαν ή έρχουνται και ότι διατάχθηκε από τη Στρατιωτική Διοίκηση το κλείσιμο των καταστημάτων.
»Επίσης, συστήνεται στο κοινό να μείνει στα σπίτια του.
»Κατεβαίνοντας πέρασα από τους κεντρικούς δρόμους και τους είδα σχεδόν έρημους. 

Στις πάροδες όμως αρκετός κόσμος ήτανε μαζεμένος στις πόρτες και στα μπαλκόνια. 
Κυκλοφορούν παντού ισχυρές περιπολίες και αστυφύλακες οπλισμένοι με τουφέκια.


»Στην οδό Ακαδημίας είδα μια χιτλερική σημαία και άκουσα να λένε ότι πέρασαν γερμανικές μοτοσυκλέτες. 
Λίγο ύστερα, από την οδό Λυκαβηττού, είδα από μακριά μοτοσυκλέτες που περνούσαν στην οδό Σταδίου. 
Ύστερα είδα τη χιτλερική σημαία που κυματίζει στην Ακρόπολη, ενώ ο ραδιοφωνικός σταθμός Αθηνών έπαιζε μελαγχολικά τον εθνικό Ύμνο και επαναλάμβανε κάθε τόσο τη διαταγή του στρατιωτικού διοικητή. 
Ήτανε κάτι πολύ έντονα υποβλητικό όταν άξαφνα, σε μια ορισμένη στιγμή, η μετάδοση κόπηκε και ακούστηκε από το ραδιόφωνο η φωνή του Γερμανού αξιωματικού που προσφωνούσε τον Αδόλφο Χίτλερ: 
«Mein Fuehrer!» για να του αναφέρει την άλωση της Αθήνας. 
Σα μια κοπή του χρόνου με το μαχαίρι».
Ο Γιώργος Θεοτοκάς καταλήγει την εγγραφή με μια πολυσήμαντη φράση: 

«Εδώ τελειώνει ένα κεφάλαιο της ζωής μας»...
Ήδη η Ελλάδα έχει περάσει σε μια άλλη κρίσιμη περίοδο της ιστορίας της. 
Στην Κατοχή. Στα μερόνυχτα της θλίψης και της έξαρσης, από όπου θα βγει ζωντανή, αλλά εξουθενωμένη, παραζαλισμένη – και το χειρότερο: διχασμένη!
ΜΙΑ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ...
Όταν οι Γερμανοί εισήλθαν στην Αθήνα, όπως είδαμε, τους υποδέχθηκε μία επιτροπή με αρχαιότερο στην ιεραρχία τον νομάρχη Αττικοβοιωτίας Κωνσταντίνο Πεζόπουλο. 
Μεθοδικοί και τυπικοί, όπως πάντοτε, οι Γερμανοί απευθύνονταν κυρίως προς αυτόν και προς τον στρατιωτικό διοικητή Καβράκο, προκειμένου να εφαρμοσθούν οι εντολές τους. 
Η προσαγόρευση του νομάρχη στα γερμανικά (Regierungspraesident) και η συνεχής αναφορά του Γερμανού διοικητή προς αυτούς, έδωσε αφορμή για να υπάρξει μια παρανόηση: 
Ο νομάρχης Πεζόπουλος νόμισε πως τον προσφωνούσαν «κ. πρωθυπουργέ» και εξ αυτού κατέληξε στην εντύπωση ότι του ανέθεταν να σχηματίσει κυβέρνηση. Όταν έληξε η συνεργασία του μαζί τους, βέβαιος για την ανάληψη των νέων καθηκόντων του, άρχισε να αναζητεί τους υπουργούς που θα έπαιρναν μέρος στην ...κυβέρνησή του. 
Τα πρώτα ονόματα νέων υπουργών ήταν ο Αμβρόσιος Πλυτάς, ο στρατηγός Χρήστος Καβράκος και ο Κωστής Μπαστιάς. 
Τη θέση του γενικού διευθυντή του Πολιτικού Γραφείου ήθελε ο Πεζόπουλος να αναθέσει στον Γρηγόριο Τσάκωνα, πατέρα του γνωστού καθηγητή, στον οποίο έστειλε και την πρωθυπουργική λιμουζίνα για να τον φέρει να αναλάβει τα νέα καθήκοντά του.
Για μερικές ώρες ο νομάρχης Κων. Πεζόπουλος λειτουργούσε ως υπό ορκωμοσία πρωθυπουργός, επιλέγοντας τους συνεργάτες του και προετοιμάζοντας τις περαιτέρω ενέργειές του. 
Αυτά όλα μέχρι να αντιληφθεί ότι επρόκειτο για παρανόηση. 
Τελικά ευρύτερα καθήκοντα ανατέθηκαν από τους Γερμανούς στον δήμαρχο Αθηναίων Αμβρόσιο Πλυτά για τις επόμενες τρεις ημέρες μέχρι να ορκισθεί η κυβέρνηση Τσολάκογλου. 
Χαρακτηριστική για όλα αυτά είναι η αφήγηση του Ε. Ρούσσου, γεν. γραμματέα του υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας μέχρι την Κατοχή, ο οποίος είχε συμμετάσχει σε σύσκεψη των γενικών γραμματέων την ώρα που εισέρχονταν οι Γερμανοί στην Αθήνα

«Το πρωί της 27ης Απριλίου 1941 – ημέρας της εισόδου των Γερμανών εις τας Αθήνας – μετέβην εις το Υπουργείον μου και συνεσκέφθημεν μετά των προϊσταμένων των υπηρεσιών επί της επικειμένης εισόδου των γερμανικών στρατευμάτων εις την πόλιν και της ενδεχομένης καταλήψεως του Υπουργείου Ναυτιλίας. 

Παρακάλεσα τον τότε διευθυντήν Διοικήσεως, Πλοίαρχον Λιμενικόν Μιλτιάδην Χρηστοφήν να ρυθμίση τα σχετικά θέματα. 
Οι παριστάμενοι αξιωματικοί ήσαν συντετριμμένοι εκ συγκινήσεως. 
Το γεγονός όμως ήτο τετελεσμένο και δεν ήτο πλέον δυνατόν να γίνη απολύτως τίποτε.
»Την 12ην μεσημβρινήν της ιδίας ημέρας (27.4.1941) προσήλθον όντως εις το Υπουργείον μας δύο Γερμανοί αξιωματικοί, οι οποίοι και συνεζήτησαν με τον πλοίαρχον Χρηστοφήν. 

Την ιδίαν ώραν εγώ ευρισκόμην εις την σύσκεψιν εις το Υπουργείον Οικονομικών.
 Ήσαν παρόντες όλοι οι Γενικοί Γραμματείς και Γενικοί Διευθυνταί των Υπουργείων.
 Μετ’ ολίγον καταφθάνει ο τότε Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Παιδείας μακαρίτης Κωστής Μπαστιάς, ο οποίος με αίσθημα απορίας αλλά και καταπλήξεως μας ανεκοίνωσεν ότι τον εκάλεσε προ ολίγου ο τότε Νομάρχης Αττικής Κ. Πεζόπουλος, εις τον οποίον, όπως έλεγεν ο ίδιος ο Πεζόπουλος, του ανέθεσεν ο Γερμανός στρατηγός εις τον οποίον παρεδόθη εις ένα καφενείον τότε εις τους Αμπελοκήπους η πόλις των Αθηνών, την πρωθυπουργίαν και είπεν εις τον Μπαστιάν να μετάσχη της υπ’ αυτόν κυβερνήσεως. 
Δυστυχώς δεν ενθυμούμαι το προσφερθέν Υπουργείον. 
Όπως μας ανεκοίνωσεν ο Μπαστιάς, με το γνωστόν φιλοπαίγμον ύφος του είπεν εις τον Πεζόπουλον: “άντε βρε Κώστα τι είναι αυτά που λες... είναι δυνατά αυτά τα πράγματα;” 
Κατόπιν όμως της διαβεβαιώσεως του Πεζόπουλου ότι σοβαρολογεί, ο Μπαστιάς ηρνήθη κάθε συζήτησιν και ήλθε δρομαίως εις την σύσκεψιν εις το Υπουργείον των Οικονομικών διά να μας αναγγείλη την είδησιν. 
Προσέθεσε μάλιστα ότι “αν αυτό είναι αλήθεια, εμείς δεν έχουμε πλέον καμμιά δουλειά και να πάμε σπίτια μας...” 
Εγώ προβληματισθείς από το όλον θέμα, είπα τότε:
 “Να ιδήτε ότι ο Πεζόπουλος παρενόησε την λέξιν Regierungspraesident που σημαίνει όχι ακριβώς Νομάρχης και την εξέλαβεν ως Πρόεδρος της Κυβερνήσεως”. 
Δίπλα μου εκάθηντο ο τότε Γενικός Γραμματεύς του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Βασίλειος Λώλος, και ο Γενικός Γραμματεύς του Υπουργείου Εργασίας Νικόλαος Φωκάς αμφότεροι συσπουδασταί μου εν Βερολίνω, οι οποίοι με μια φωνή είπαν “Να ιδής ότι ασφαλώς κάτι τέτοιο συμβαίνει...”. 
Βάσει αυτής της σκέψεως απεκλείσαμε τότε όλοι κάθε σκέψιν ότι ανετέθη η πρωθυπουργία εις τον Πεζόπουλον. 
Την περαιτέρω εξέλιξιν της ιστορίας Πεζοπούλου αγνοώ.
Εκείνο το οποίον είναι βέβαιον, είναι ότι την μεθεπομένην (29.4.1941) εσχημάτιζε κυβέρνησιν “κουίσλινγκ” ο Τσολάκογλου. Υπουργός Ναυτιλίας ανέλαβε τότε κάποιος πρώην αξιωματικός του Ναυτικού Ιάσων Παπαδόπουλος, ονομαζόμενος “Γιατσός”. 
Μόλις επληροφορήθην την ανάληψιν της πρωθυπουργίας από τον Τσολάκογλου, έσπευσα εις το Υπουργείον μου, επρωτοκόλλησα την παραίτησίν μου και χωρίς να συναντήσω τον νέον “Υπουργόν” απήλθον αφού απεχαιρέτησα συντετριμμένος τους συνεργάτας μου... 
Μικρόν απόσπασμα μου απέδωκε τιμάς κατά την αναχώρησίν μου από το Υπουργείον... 
Το συμπέρασμα εις το θέμα είναι τούτο:
Αποκλείω απολύτως κάθε περίπτωσιν να ανέθεσεν ο Γερμανός στρατηγός VonStumme εις τον Πεζόπουλον πρωθυπουργίαν. 
Όποιος ξέρει το σύστημα, την μεθοδικότητα και την αυστηράν πειθαρχίαν των Γερμανών, είναι αδύνατον να φαντασθή ότι ήτο ποτέ δυνατόν ο στρατηγόςVon Stumme να ενεργήση αυτοβούλως εν αγνοία του στρατάρχου List ο οποίος είχεν ήδη αναθέσει την πρωθυπουργίαν εις τον Τσολάκογλου. Κάθε έλλειψις συντονισμού μεταξύ των Γερμανών στρατηγών κατά την γνώμην μου αποκλείεται απολύτως. Πρόκειται ΑΣΦΑΛΩΣ περί παρανοήσεως της λέξεωςRegierungspraesident, η οποία, διά τους αγνοούντας ή ελάχιστα γνωρίζοντας την γερμανικήν δεν είναι δύσκολον να παρερμηνευθή ως σημαίνουσα “Πρόεδρος Κυβερνήσεως” πράγμα το οποίον άλλως τε και ο όρος αυτός woertlich ερμηνευόμενος, αυτό σημαίνει...».
Στην πραγματικότητα ο Κων. Πεζόπουλος ούτε καν στοιχειωδώς δεν ήταν της εμπιστοσύνης των Γερμανών, ώστε να του αναθέσουν την κατοχική κυβέρνηση, ενώ λίγες μέρες αργότερα μαζί με άλλους υπουργούς της δικτατορίας θα συλληφθεί στο πλαίσιο της αντιτεταρτοαυγουστιανής εκστρατείας της κυβέρνησης Τσολάκογλου και θα αποφυλακισθεί στις 12 Ιουνίου 1941.
(Από το δίτομο έργο του Δημοσθένη Κούκουνα

 "ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ", Εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα 2013