Τρίτη 21 Σεπτεμβρίου 2021

Η άνοια και η νόσος Αλτσχάιμερ: Η επιδημία του 21ου αιώνα. Κάπνισμα, αλκοόλ, καθιστική ζωή, ελλιπής διατροφή, αϋπνίες, επιταχύνουν την εξέλιξη της νόσου.



Η άνοια και η νόσος Αλτσχάιμερ: Η επιδημία του 21ου αιώνα.

Στις αναπτυγμένες χώρες, η αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης 

έφερε στο προσκήνιο 

την άνοια (α στερητικό + νους) 

με ποιο συχνή μορφή τη νόσο Αλτσχάιμερ σαν ένα μείζον ιατρικό, κοινωνικό και οικονομικό πρόβλημα.

Παγκοσμίως,  στις μέρες μας υπάρχουν 47 εκατομμύρια άνθρωποι που ζουν με άνοια,  αριθμός που θα αυξηθεί δραματικά στο μέλλον λόγω της αύξησης του προσδόκιμου επιβίωσης τόσο στις αναπτυγμένες όσο και στις αναπτυσσόμενες χώρες. 

Στη χώρα μας υπάρχουν σήμερα  200.000 άτομα με άνοια και ο αριθμός αυτός μέχρι το 2050 αναμένεται να ξεπεράσει τις 600.000.

Η νόσος Αλτσχάιμερ και οι άλλες μορφές άνοιας προκαλούν υψηλή υγειονομική δαπάνη ως αποτέλεσμα των αυξημένων αναγκών για θεραπευτική αγωγή και φροντίδα του πάσχοντος και υποστήριξη των φροντιστών. 

Το ετήσιο κόστος της άνοιας παγκοσμίως το 2010 ανήλθε σε 604 δις $ ενώ στην Ευρώπη ξεπέρασε τα 170 δις €. 

Στην Ελλάδα το ετήσιο κόστος της άνοιας πλησιάζει τα 3 δισεκατομύρια €.

Η νόσος Αλτσχάιμερ είναι η πιο συχνή αιτία άνοιας (50-70% του συνόλου). 

Άλλες νοσολογικές οντότητες που οδηγούν σε άνοια είναι η αγγειακή άνοια (άνοια λόγω εγκεφαλικών επεισοδίων), η Παρκινσονική άνοια (άνοια ως αποτέλεσμα της νόσου του Πάρκινσον), η άνοια με σωμάτια Lewy, η μετωποκροταφική άνοια κλπ.


Οι αιτίες της νόσου Αλτσχάιμερ δεν είναι συνολικά γνωστές.  

Οι σημαντικότεροι παράγοντες κινδύνου είναι η γενετική προδιάθεση και η αύξηση της ηλικίας, παράγοντες μη τροποποιήσιμοι. 

Ο κίνδυνος για ανάπτυξη άνοιας αυξάνεται με τη γήρανση και η νόσος είναι εξαιρετικά συχνή στις μεγάλες ηλικίες; 2% του πληθυσμού ηλικίας 65-74 έχει άνοια, ποσοστό που ανεβαίνει στο 19% για τις ηλικίες 75-84 και στο 42% για τους μεγαλύτερους των 85 ετών.  


Μια συχνή ωστόσο παρανόηση είναι ότι η έκπτωση των νοητικών ικανοτήτων αποτελεί τμήμα της φυσιολογικής διαδικασίας της γήρανσης. 

Είναι σήμερα γνωστό ότι αυτό δεν είναι σωστό. 

Όσο μεγαλώνουμε, ορισμένοι από εμάς θα νοσήσουν και ορισμένοι δε θα νοσήσουν από άνοια.


Η  νόσος Αλτσχάιμερ χαρακτηρίζεται από την εναπόθεση στον εγκέφαλο δύο παθολογικών πρωτεϊνών, του β αμυλοειδούς και της τ πρωτεΐνης που προκαλούν εκφύλιση των νευρώνων του. 

Τα συμπτώματα της είναι: διαταραχές μνήμης, διαταραχές της ικανότητας κατανόησης και έκφρασης του λόγου, διαταραχές της κρίσης, απώλεια προσανατολισμού στο χώρο και χρόνο και έκπτωση καθημερινής λειτουργικότητας. 

Επίσης υπάρχουν αλλαγές στην προσωπικότητα, συχνά σωματικά ενοχλήματα και ψυχιατρικά συμπτώματα όπως απάθεια, κατάθλιψη, επιθετικότητα, ευερεθιστότητα, αρνητισμός, παραλήρημα και ψευδαισθήσεις. 

Από την έναρξη των συμπτωμάτων μέχρι τα τελικά στάδια της νόσου μεσολαβούν κατά μέσο όρο 10 χρόνια.

Η έναρξη της νόσου Αλτσχάιμερ είναι αργή και προοδευτική, με τα συμπτώματα να εκδηλώνονται με διαφορετικό τρόπο σε κάθε άτομο και να επιδεινώνονται με την πρόοδο της νόσου. 

Συνήθως, αλλά όχι απαραίτητα, οι διαταραχές της μνήμης είναι το πρωιμότερο σύμπτωμα, ακολουθούμενο από τα υπόλοιπα. 

Τα άλλα ανοϊκά σύνδρομα εμφανίζουν παρόμοια προϊούσα εκπτωτική εικόνα.

Η έγκαιρη διάγνωση της άνοιας έχει σημασία γιατί η νόσος επηρεάζει όχι μόνο τον πάσχοντα, αλλά και το οικογενειακό του περιβάλλον. Η πρώιμη διάγνωση δίνει τα χρονικά περιθώρια ενημέρωσης, αποδοχής της κατάστασης, διατήρησης της ποιότητας ζωής και προγραμματισμού για το μέλλον όλων αυτών των ατόμων.  

Με βάση τα ανωτέρω, είναι προφανές, ότι η νόσος Αλτσχάιμερ αποτελεί μια επιδημία με δυσβάσταχτες συνέπειες για τους ασθενείς τις οικογένειές τους, αλλά και την κοινωνία.

Τα τελευταία χρόνια διεξάγεται μεγάλη ερευνητική προσπάθεια με στόχο την ανεύρεση περισσότερο αποτελεσματικών θεραπειών και υπάρχει μεγάλη αισιοδοξία στον επιστημονικό χώρο ότι στο όχι απώτερο μέλλον θα έχουμε φαρμακευτικές παρεμβάσεις πολύ αποτελεσματικότερες. 

Μέχρι τότε, αυξημένη εγρήγορση και ενημέρωση της κοινωνίας για όλες τις διαστάσεις της νόσου είναι εξαιρετικά σημαντική.

περισσότερες πληροφορίες 

εδώ: Alzheimer Athens

https://alzheimerathens.gr/i-ania-ke-i-nosos-alzheimer-i-epidimia-tou-21ou-eona/ 

info@alzheimerathens.gr

Η νόσος Αλτσχάιμερ, γνωστή απλά και ως το Αλτσχάιμερ είναι μια χρόνια νευροεκφυλιστική νόσος, η οποία αρχίζει με αργούς ρυθμούς και επιταχύνει με τα χρόνια.

Η νόσος Αλτσχάιμερ είναι μη θεραπεύσιμη και θανατηφόρα αποτελώντας την αιτία του  60% με 70%  των περιπτώσεων άνοιας.

Η νόσος Αλτσχάιμερ περιγράφηκε αρχικά από τον Γερμανό ψυχίατρο και νευροπαθολόγο Αλοΐσιο Αλτσχάιμερ το 1906 (εξ ού και το όνομα). 

Το πιο κοινό πρόωρο σύμπτωμα της νόσου είναι η δυσκολία στην ανάκληση πρόσφατων συμβάντων (απώλεια βραχυπρόθεσμης μνήμης). 


Καθώς η ασθένεια προχωρά, τα συμπτώματα μπορεί να περιλαμβάνουν προβλήματα στη γλώσσα, στον προσανατολισμό (συμπεριλαμβανομένης της εύκολης απώλειας προσανατολισμού), στις διακυμάνσεις της διάθεσης, στην απώλεια κινήτρων, στη μη αυτοεξυπηρέτηση και σε θέματα συμπεριφοράς. 

Καθώς η κατάσταση ενός ατόμου χειροτερεύει, συχνά αποχωρούν από την οικογένεια και την κοινωνία. 

Σταδιακά, χάνονται σωματικές λειτουργίες, τελικά οδηγούν σε θάνατο.

Αν και η ταχύτητα της εξέλιξης μπορεί να ποικίλει, το μέσο προσδόκιμο ζωής μετά τη διάγνωση είναι τρία έως εννέα έτη. 

Γενικά η νόσος εντοπίζεται στους ανθρώπους πάνω από 65 ετών αν και πρόωρο Αλτσχάιμερ μπορεί να εμφανιστεί πολύ νωρίτερα, ίσως και πριν τα 50.

Νόσος Αλτσχάιμερ

Φυσιολογικός εγκέφαλος στα αριστερά και με Αλτσχάιμερ στα δεξιά

Κατ' εκτίμηση 26,6 εκατομμύρια άνθρωποι είχαν παγκοσμίως Αλτσχάιμερ το 2006, και αυτός ο αριθμός μπορεί να τετραπλασιαστεί μέχρι το 2050. 

Αν και ο κάθε πάσχων έχει Αλτσχάιμερ με έναν ιδιαίτερο τρόπο, υπάρχουν πολλά κοινά συμπτώματα. 

Τα πιο πρόωρα αισθητά συμπτώματα της ασθένειας συχνά δεν διαγιγνώσκονται ως Αλτσχάιμερ αλλά ως κάτι διαφορετικό, π.χ στρες ή άλλες ψυχολογικές διαταραχές. 

Στα πρώτα στάδια, το συνηθέστερο αναγνωρισμένο σύμπτωμα είναι η απώλεια μνήμης, όπως και η δυσκολία στην επαναφορά στην μνήμη πρόσφατων γεγονότων.

Η διερεύνηση για διάγνωση Αλτσχάιμερ σε πιθανούς ασθενείς επιβεβαιώνεται συνήθως με διανοητικές αξιολογήσεις και γνωστικές δοκιμές, που ακολουθούνται συχνά από ακτινογραφίες κτλ του εγκεφάλου. 

Με την πρόοδο της ασθένειας, τα συμπτώματα περιλαμβάνουν σύγχυση, οξυθυμία, επιθετικότητα, ταλάντευση διάθεσης, διακοπή ομιλίας, απώλεια της μακροπρόθεσμης μνήμης, και τη γενική κοινωνική απόσυρση του πάσχοντος καθώς οι αισθήσεις του μειώνονται.

Βαθμιαία, οι σωματικές λειτουργίες μειώνονται, οδηγώντας τελικά στο θάνατο .

Η πρόγνωση είναι δύσκολο να αξιολογηθεί, καθώς η διάρκεια της ασθένειας ποικίλλει. 

Το Αλτσχάιμερ αναπτύσσεται για μια απροσδιόριστη χρονική περίοδο, και μπορεί να αναπτυχθεί για χρόνια. 

Η μέση υπολογιζόμενη διάρκεια ζωής μετά από τη διάγνωση είναι περίπου επτά έτη. 

Λιγότεροι από 3% των ατόμων ζουν περισσότερο από δεκατέσσερα έτη μετά από τη διάγνωση. 

Η αιτία και η πρόοδος η της ασθένειας δεν είναι κατανοητή καλά ακόμη. 

Η έρευνα δείχνει ότι η ασθένεια συνδέεται με πλάκες στον εγκέφαλο. 

Από το 2008, περισσότερες από 500 κλινικές δοκιμές ερευνούν πιθανές θεραπείες για την ασθένεια, αλλά είναι άγνωστο εάν οποιαδήποτε από αυτές θα αποδειχθεί επιτυχής.

Πολλά μέτρα έχουν προταθεί για την πρόληψη του Αλτσχάιμερ, αλλά η αξία τους δεν είναι ακόμη αποδεδειγμένη στην επιβράδυνση ή τη μείωση της δριμύτητας της ασθένειας.

Η διαρκής διανοητική εγρήγορση, η σωματική άσκηση, και μια ισορροπημένη διατροφή συστήνονται ως πιθανή μέθοδος πρόληψης. Επειδή η νόσος Αλτσχάιμερ δεν μπορεί να θεραπευτεί και είναι εκφυλιστική, η διαχείριση των ασθενών είναι πολύ σημαντική. 

Ο/Η Σύζυγος, ή ένας στενός συγγενής συχνά παίρνει το βάρος της φροντίδας του ασθενούς. 

Στις αναπτυγμένες χώρες, το Αλτσχάιμερ είναι μια από τις δαπανηρές ασθένειες στην κοινωνία.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ: wikipedia.org

Περισσότερες πληροφορίες για στήριξη και βοήθεια πασχόντων και φροντιστών θα βρείτε εδώ:

https://www.alzheimer-

hellas.gr/index.php/el/ 






Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2021

Η Γλώσσα, Εργαλείο της Θείας Χάρης-Γεώργιος Σεφέρης. Πενήντα χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από τον θάνατο του νομπελίστα 'Ελληνα ποιητή, Γιώργου Σεφέρη, που έφυγε από τη ζωή στις 20 Σεπτεμβρίου 1971.



Ὀκτὰβ Μερλιέ - Ὁ Γιῶργος Σεφέρης καὶ ὁ Ἑλληνισμός


Μὲ ἐπευφημίες καὶ τραγούδια συνοδεύει στὸν τάφο ἡ Ἑλλάδα τὶς μεγάλες φωνὲς ποὺ σωπαίνουν γιὰ πάντα. Τί ὡραία φιλοφροσύνη γιὰ τὸν πανηγυρισμό, ὕστερ᾿ ἀπὸ τὴν ἐπικήδεια τελετή. Τῆς εἰσόδου τοῦ Λόγου στὸ βασίλειο τῆς δόξας!

Ὅταν, τὸ 1952, πέθανε ὁ μεγάλος Βεάκης, ἡ σορός του πέρασε, μόλις τέλειωσε ἡ νεκρώσιμη ἀκολουθία, μέσα ἀπό ῾να πλῆθος ποὺ χειροκροτοῦσε γιὰ τελευταία φορά, ὅπως στὸ τέλος μιᾶς ἀπὸ τὶς συγκλονιστικὲς παραστάσεις του, τὸν τραγικὸ ἠθοποιὸ ποὺ δὲν θὰ τὸν ξανάκουγε πιά.

Ὅταν τὸ 1943, στὴν κατοχή, πέθανε ὁ βάρδος τοῦ ἑλληνισμοῦ Κωστὴς Παλαμᾶς, ὁ λαὸς τῆς Ἀθήνας, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Ἄγγελο Σικελιανό, τὸν συνόδεψε ὡς τὸν τάφο του κι ἄφησε νὰ ἀντιλαλήσει πάνω ἀπὸ τὸ λείψανό του, τὴ στιγμὴ τῆς ταφῆς του, ὁ ἐθνικὸς ὕμνος· καὶ τραγουδήθηκε τόσο δυνατὰ ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ ποτάμι τῶν φωνῶν, ποὺ ἀκούστηκε ὡς τοὺς πρόποδες τῆς Ἀκρόπολης.

Στὸ Γιῶργο Σεφέρη ἐπιφυλάχτηκε μία ἄλλη τιμή. Οἱ πολυάριθμοι νέοι πού ῾ρθαν φέρνοντάς του ὁ καθένας ἕνα λουλούδι, τραγούδησαν γύρω ἀπὸ τὸ φέρετρό του, τὴν ὥρα ποὺ τὸ ὁδηγοῦσαν στὸ κοιμητήριο, ἕνα ἀπὸ τὰ μελοποιημένα ποιήματά του.

Νὰ μιλήσω γιὰ μίαν ἄλλη ἀνώνυμη τιμή; Ἔχω χαρισμένο ἀπὸ τὸν Γιῶργο Κατσίμπαλη, ἕνα στιλέτο, πού, πάνω στὴ λάμα του, αὐτὸς ποὺ τό ῾φτιάξε, ἔχει χαράξει τούτους τοὺς δυὸ στίχους:

«Κοπέλλα μαυρομαντηλοῦ, μὴν παίζεις μὲ τὰ ψάρια,
μπορεῖ μαχαίρια νὰ γινοῦν καὶ σφάζουν παληκάρια.»
Ὑπογραφή: «Σεφέρης».

Οἱ Μεγάλοι Ἕλληνες ποιητὲς δὲν ἔχουν ἡλικία

Ναί. Οἱ μεγάλοι ποιητὲς τῆς σημερινῆς Ἑλλάδας εἶναι σὰν τὶς λέξεις - θεμέλια τῆς γλώσσας τους: ἡ γέννησή τους φτάνει ὡς τὶς ἀρχὲς τοῦ ἑλληνισμοῦ.

Ἐνῶ ὁ Καβάφης (1863-1933) εἶν᾿ ἕνας Ἀλεξανδρινός της ἑλληνιστικῆς ἐποχῆς, ὁ Σικελιανὸς (1884-1951), ὁ Παλαμᾶς (1859-1943), ὁ Σολωμὸς (1798-1857) εἶναι ὅλων τῶν ἐποχῶν. Ἀκόμη καὶ ὁ Παπαδιαμάντης (1851-1911) μοιάζει μ᾿ ἕναν δευτέρας τάξεως ἐθνικὸ θεὸ χαμένον ἀνάμεσά μας. Ἔχοντας μὲ τρόπο ἀξιοθαύμαστο ἐπιζήσει τῆς καταστροφῆς τοῦ ναοῦ του, πού, χωρὶς ἄλλο, μεταμορφώθηκε σὲ παρεκκλήσι ἁγίου, σὲ χρόνια πολὺ μακρυνά, κατόρθωσε νὰ μείνει ζωντανὸς ὡς τὶς ἡμέρες μας, ἀφοῦ προηγουμένως κρύφτηκε ἀνάμεσα στοὺς ἀναχωρητὲς καὶ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας· κι ὕστερα ἀνακατεύθηκε -ἀγνώριστος καὶ φίλος- μὲ τοὺς παλιοὺς μοναχούς, τοὺς σοφοὺς καὶ φρόνιμους τοῦ αἰώνα του.

Ὁ Γιῶργος Σεφέρης ἔχει γεννηθεῖ, ὅπως ἀναφέρουν τὰ Ληξιαρχικὰ Βιβλία, τὸ 1900, στὴν ἀρχή, δηλαδή, τοῦ αἰῶνα. Γιὰ μένα ἡ γέννησή του φτάνει ὡς τὴ δεύτερη χιλιετηρίδα πρὸ Χριστοῦ. Εἶναι σύγχρονος τοῦ Ἐλπήνορα, τῶν συντρόφων τοῦ Ὀδυσσέα -ποὺ φάγανε τ᾿ ἀργοκίνητα κοπάδια τοῦ Ἥλιου-, σύγχρονος τοῦ Ὀρέστη, ποὺ σκόνταψε στὶς πέτρες τῶν Μυκηνῶν· σύγχρονος τῆς Ἑλένης, ποὺ ξέρει καλὰ πὼς δὲν ἔφτασε ποτὲ στὴν Τροία: «Στὶς Μυκῆνες, λέει, σήκωσα τὶς μεγάλες πέτρες καὶ τοὺς θησαυροὺς τῶν Ἀτρειδῶν καὶ πλάγιασα μαζί τους στὸ ξενοδοχεῖο τῆς «Ὡραίας Ἑλένης τοῦ Μενελάου»· χάθηκαν μόνο τὴν αὐγὴ ποὺ λάλησε ἡ Κασσάνδρα μ᾿ ἕναν κόκορα κρεμασμένο στὸ μαῦρο λαιμό της...». Εἶναι σύγχρονος τοῦ Οἰδίποδα, τῆς Ἀντιγόνης, τοῦ Σωκράτη...

«Χῶρες τοῦ ἥλιου καὶ δὲν μπορεῖτε ν᾿ ἀντικρύσετε τὸν ἥλιο».
«Χῶρες τοῦ ἀνθρώπου καὶ δὲν μπορεῖτε ν᾿ ἀντικρύσετε τὸν ἄνθρωπο».

Παράξενη μοίρα νὰ εἶσαι, νὰ ἔχεις γεννηθεῖ ἕλληνας καὶ νὰ ἐξακολουθεῖς νὰ εἶσαι ἄνθρωπος ποὺ ἐδῶ καὶ 80 γενεὲς οἰκοδόμησε τὸν Παρθενώνα. Τὸ μεγαλεῖο τοῦ ποιητῆ συνίσταται στὸ ὅτι δοκιμάζει ἂν ἀξίζει τὴ μοίρα του. Ἡ ἀγωνία του συνίσταται στὸ ὅτι ἀμφιβάλλει, πάντα, ἂν εἶναι ἄξιος αὐτῆς τῆς μοίρας. Συνίσταται στὸ ὅτι ἀναρωτιέται, ἂν ὁ τόπος καὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἴδιοι, ἂν κάτω ἀπὸ τὴ φθορὰ τῶν αἰώνων λησμόνησαν οἱ ἄνθρωποι κι ἔχασαν τὴ συνείδησή τους.

Θὰ ἰδοῦμε ὅτι, γι᾿ αὐτόν, τὸ ν᾿ ἀμφιβάλλει καὶ νὰ αἰσθάνεται τὴν πληγή του, σημαίνει νὰ βεβαιώνει, ἤδη, τὴν ὕπαρξή του. Πρέπει, λοιπόν, νὰ δεχτεῖ νὰ ξαναντυθεῖ τὸν ἐξουθενωτικὸ χιτώνα τοῦ Νέσσου -τὴν παράδοση· πρέπει νὰ δεχτεῖ νὰ κρατήσει στ᾿ ἀδύνατα χέρια του τὴ μαρμάρινη κεφαλή, ποὺ τὸ βάρος της θὰ τοῦ τσακίσει τοὺς ὤμους. Θὰ περπατήσει ἀνάμεσα στὶς παλιὲς ἀκρωτηριασμένες πέτρες ἀπ᾿ τὶς ὁποῖες εἶναι γεμάτη ἡ ἑλληνικὴ γῆ, ἀναζητώντας τὸ χαμένο τόπο ὅπου γεννήθηκε ἐδῶ καὶ χιλιάδες χρόνια. Ἐξαντλημένος, θὰ ψάξει νὰ βρεῖ καταφύγιο μέσα στὶς στέρνες τῆς σιωπῆς, γιὰ ν᾿ ἀκούσει, μέσα ἐκεῖ, τὴ φωνὴ τῆς ψυχῆς, ἐνῶ, πάνω στὶς πλάκες ποὺ τὶς σκεπάζουν, θὰ τρέχουν τὰ πολυθόρυβα βήματα τῶν ἀγκαλιασμένων ἀπὸ τὸν ἥλιο καὶ τὴ μάταιη ταραχὴ πόλεων.

Τέτοια εἶναι, τουλάχιστον κατὰ ἕνα μεγάλο μέρος, ἡ ἑλληνικὴ ζωὴ τοῦ Γιώργου Σεφέρη, ποὺ θὰ ἤθελα, τώρα, νὰ ἀνακαλέσω στὴ μνήμη μας.

Ἡ Γλώσσα, Ἐργαλεῖο τῆς Θείας Χάρης

Τὸ δράμα ἀρχίζει μὲ τὸ Λόγο, μὲ τὴ Γλώσσα. Γιατί, ἂν τὴν δοῦμε μέσα στὸ χρόνο, ἡ γλώσσα εἶναι τόσο ὅμοια καὶ τόσο ἀνόμοια, ὅσο καὶ τὰ νερὰ ἑνὸς ποταμοῦ, ποὺ μέσα τους δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ λουστεῖ δυὸ φορές. Καὶ ὅπως τὰ νερὰ ἑνὸς ποταμοῦ δὲν μποροῦν νὰ ξαναγυρίσουν στὴν κοίτη τους, ἔτσι δὲν μπορεῖ, τουλάχιστον χωρὶς κίνδυνο γιὰ τὸ πνεῦμα, νὰ σταματήσει κανεὶς τὴ γλώσσα καὶ νὰ τὴν ξαναγυρίσει στὴν ἀρχική της κοίτη, ἔστω καὶ ἂν ἀκόμη μπορέσει νὰ ἀναπλεύσει μὲ τὴ σκέψη του τὸ ρεῦμα, τὸ ἤρεμο ἢ θορυβῶδες, μιᾶς πολυχιλιόχρονης γλώσσας.
Ἔτσι ἡ παιδεία τοῦ σημερινοῦ ἕλληνα ποιητὴ ὀφείλει νὰ κατέχει τὴ χιλιόχρονη γλώσσα του, νὰ τὴν ἀκολουθεῖ στὴν κίνησή της καὶ τὸ πνεῦμα της καὶ νὰ ὑποτάσσεται στὶς μορφὲς καὶ τοὺς κανόνες τῆς σημερινῆς της χρήσης. Τὰ ὑποδειγματικὰ μεγάλα κείμενα βρίσκονται μπροστὰ στὸν ποιητή, γραμμένα ἀπὸ μεγαλοφυΐες ἀνώνυμες -τέτοια εἶναι τὰ δημοτικὰ τραγούδια τῆς Ἑλλάδας- ἢ ἀπὸ μεγαλοφυΐες σχεδὸν ἀνώνυμες -τόσο εἶναι ἄγνωστες- ὅπως ἑνὸς Μακρυγιάννη. Ὁ ποιητὴς ἔχει καθῆκον, ὅπως ἔκανε ὁ Σολωμός, νὰ μάθει νὰ τὰ διαβάζει· ἐκεῖ θὰ βρεῖ, τότε, ὅλη τὴν ἀξιοθαύμαστη βοήθεια ἀπὸ τὴν ὁποία μπορεῖ νὰ ἔχει ἀνάγκη γιὰ νὰ μάθει νὰ γράφει.

«... κάθε λέξη τους, λέει ὁ Σεφέρης, σκεπάζει μὲ ἀκρίβεια ἕναν ὁρισμένο συναισθηματικὸ χῶρο, ὅπως τὰ ἀκίνητα φύλλα τοῦ δέντρου ποὺ ἔχουμε μπροστά μας ἀφοῦ ἔσβησε ὁ ἥλιος, σκεπάζουν ἕνα μικρότερο ἢ μεγαλύτερο κομμάτι τοῦ οὐρανοῦ καὶ τίποτε ἄλλο! Ξέρουμε ἀκόμη ὅτι ἡ συνάρθρωση αὐτῶν τῶν λέξεων εἶναι ἡ ἀτόφια ἑλληνικὴ φωνή».

Ὅπως ὁ Σολωμός -ποὺ ἀντέγραφε δημοτικὰ τραγούδια ἀπ᾿ ὅλες τὶς περιοχὲς τῆς Ἑλλάδας γιὰ νὰ μάθει αὐτὴ τὴν πλούσια καὶ τέλεια γλώσσα, τὴν ἀτόφια ἑλληνικὴ φωνή- ἔτσι καὶ ὁ Σεφέρης χρωστάει, χωρὶς ἄλλο, στὴν ἀκούραστη μελέτη τῆς ἑλληνικῆς δημοτικῆς, τὴν ἀκρίβεια, τὴ λιτότητα, τὴν ὑποδειγματικὴ ἁπλότητα τῆς γλώσσας του -τόσο στὰ πεζά του κείμενα ὅσο καὶ στὴν ποίησή του.

Ἡ ζωὴ τοῦ Σεφέρη στὴν ἐξορία -γιὰ νὰ μιλήσουμε ἔτσι- τῆς Κορυτσᾶς, στὴν Ἀλβανία, τὸ 1937, ὕστερα τὸ 1942, στὸ Κάϊρο, ὅπου ἀκολούθησε τὸ βασιλιὰ τῆς Ἑλλάδας καὶ τὴν Κυβέρνησή του, ὕστερα ἀπὸ τὴν κατοχὴ τῆς πατρίδας του, δὲν ἐμπόδισε τὴ σκέψη του νὰ συνεχίσει τὴν πορεία της. Ἡ ἐξορία, ἑκούσια ἢ ἀναγκαστική, εἶναι πάντα ὀδυνηρή, ἀλλὰ γιὰ ἕνα πρίγκηπα τοῦ πνεύματος, γίνεται σὲ λίγο ἕνας ἀξιοθαύμαστος πλοῦτος: Δέστε τὸν Βίκτορ Οὐγκώ.

Πέντε χρόνια ὕστερα ἀπὸ τὸ ἄρθρο γιὰ τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα, ποὺ πιὸ πάνω ἀνάφερα ἕνα πολὺ σύντομο ἀπόσπασμά του, ὁ Γιῶργος Σεφέρης γράφει ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικώτερα ποιήματά του. Σημειώνουμε τὴν ἡλικία του. Στὴν Κορυτσὰ εἴτανε 37 χρονῶν. Στὸ Κάϊρο 42. Μὲ τὰ μάτια του, ὅμως, ἀνοιχτὰ στὸν κόσμο, μὲ τὸ σοβαρὸ καὶ στραμένο πρὸς τὰ μέσα βλέμμα του τῶν 2000 χρόνων... δίνει, ὡς τίτλο, στὴ σκέψη του: «Ἕνας γέροντας στὴν ἀκροποταμιά».

Ὁ ποταμὸς εἶναι ὁ Νεῖλος. Ἀφοῦ τὸν ἀνακαλέσει στὴ μνήμη του, ὁ ποιητὴς μιλάει γιὰ τὴν ἀνάγκη νὰ γράψει μίαν ἁπλὴ γλώσσα. Τί συνέβη; Μά, ἂς τὸν ἀκούσουμε:

«... τὸ ποτάμι ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὶς μεγάλες λίμνες τὶς κλειστὲς βαθιὰ στὴν Ἀφρικὴ
καὶ ἤτανε κάποτε θεὸς κι᾿ ἔπειτα γένηκε δρόμος καὶ δωρητὴς καὶ δικαστὴς καὶ δέλτα·
ποὺ δὲν εἶναι ποτές του τὸ ἴδιο, κατὰ ποὺ δίδασκαν οἱ παλαιοὶ γραμματισμένοι,
κι᾿ ὡστόσο μένει πάντα τὸ ἴδιο σῶμα, τὸ ἴδιο στρῶμα καὶ τὸ ἴδιο Σημεῖο,
ὁ ἴδιος προσανατολισμός».

Γιατί, ἀφοῦ θυμήθηκε τὴν εἰκόνα τοῦ Νείλου, ὁ ποιητὴς μιλάει γιὰ τὴν ἁπλὴ γλώσσα ποὺ θὰ ῾θελε νὰ γράψει; Ἐμεῖς, ὅμως, εἴμαστε ἐκεῖνοι ποὺ θ᾿ ἀνακαλύψουμε, πίσω ἀπὸ τὴν πραγματικότητα, τὸ σύμβολο, τὴν ἀναγωγὴ -τὴ μυστικὴ ἐξήγηση- ἔλεγε, ἤδη, ὁ Ντάντε. Τὸ σχόλιο εἶναι ἁπλό.

Ὁ ποταμὸς εἶναι ἡ μακρυὰ γραμμὴ ἱστορίας καὶ ἀδιάκοπης ζωῆς· εἶναι, ἐπίσης, ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα, ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὰ βάθη τῶν ἰνδοευρωπαϊκῶν λιμνῶν, καὶ εἶναι, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῶν χρόνων, ὁ Λόγος, ποὺ εἶναι Θεὸς καὶ γίνηκε δρόμος, Βασιλικὴ Ὁδός, ὕστερα ἕνας εὐεργέτης μὲ ἀνεξάντλητα δῶρα, ὕστερα ἕνας κριτὴς -καὶ ἕνα δέλτα. Καὶ εἶναι αὐτὸς ποὺ ποτὲ δὲν εἶναι ὁ ἴδιος. Καὶ πού, ὡστόσο, παραμένει πάντα τὸ ἴδιο σῶμα, ἡ ἴδια κοίτη, τὸ ἴδιο σημεῖο, ὁ ἴδιος προσανατολισμός.

Αὐτὸ τὸ ἐξηγητικὸ σχόλιο ποὺ ἔκανα, ὁ ποιητής, φυσικά, τὸ ἀντιπαρέρχεται· αὐτὸς ἀκολουθεῖ τὴν ἰδέα του σὰν τὸ ποτάμι ποὺ κυλᾶ τὰ νερά του. Ἂς τὸν ἀκούσουμε, ὅμως:

«Δὲ θέλω τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ μιλήσω ἁπλά, νὰ μοῦ δοθεῖ ἐτούτη ἡ χάρη.
Γιατί καὶ τὸ τραγούδι τὸ φορτώσαμε μὲ τόσες μουσικὲς ποὺ σιγὰ - σιγὰ βουλιάζει
καὶ τὴν τέχνη μας τὴ στολίσαμε τόσο πολὺ ποὺ φαγώθηκε ἀπὸ τὰ μαλάματα τὸ πρόσωπό της
κι᾿ εἶναι καιρὸς νὰ ποῦμε τὰ λιγοστά μας λόγια γιατί ἡ ψυχή μας αὔριο κάνει πανιά».

«Ὁ γέρος ἄνθρωπος» τῆς ὄχθης τοῦ Νείλου εἴτανε 42 χρονῶν. Εἶχε, ὅμως, μέσ᾿ τὰ μυστικὰ βάθη τῆς ψυχῆς του, τὴν προοπτικὴ τῶν χρόνων -τῶν ἀναρίθμητων- ποὺ ἀποχτοῦν ὅπως λέει,

«... τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων ὅταν κοιτάζουν ἴσια -πέρα χωρὶς τὸ φόβο στὴν καρδιά τους».

Ἔχει τὰ χρόνια τῶν ἀνθρώπων ποὺ καταλαβαίνουν, σὰν τὸν Νεῖλο, προχωρώντας ἀνάμεσα

«... σὲ μεγάλους τάφους ἀκόμη καὶ μικρὲς κατοικίες τῶν νεκρῶν».

«... ἐμεῖς τὸ ὑπομονετικὸ ζυμάρι ἑνὸς κόσμου ποὺ μᾶς διώχνει καὶ ποὺ μᾶς πλάθει».

Καὶ εἶναι τὸ ἴδιο μυστήριο. Ὁ Σεφέρης νιώθει αἰχμάλωτος

«... στὰ πλουμισμένα δίχτυα μιᾶς ζωῆς ποὺ εἴτανε σωστὴ κι᾿ ἔγινε σκόνη καὶ βούλιαξε μέσα στὴν ἄμμο
ἀφήνοντας πίσω της μονάχα ἐκεῖνο τὸ ἀπροσδιόριστο λίκνισμα ποὺ μᾶς ζάλισε μιᾶς ἀψηλῆς φοινικιᾶς».

Ἡ γλώσσα δὲν εἶναι ἡ σωτηρία, εἶναι, ὅμως, ἤδη, τὸ ἐργαλεῖο τῆς θείας χάρης. Ὁ ποιητὴς μπορεῖ καὶ θὰ μπορέσει, ἀπὸ τώρα κι ὕστερα, ν᾿ ἀκούει «τὰ λιγοστά μας λόγια γιατί ἡ ψυχή μας αὔριο κάνει πανιά.»

Ἡ Πορεία μέσ᾿ ἀπὸ τὴν Ἔρημο

Ἂς ἀκολουθήσουμε τὸν ποιητὴ στὴ θλίψη του. Ἂς δοῦμε, γιὰ λίγο, ποιὰ εἶναι τὰ κάποια λόγια πού᾿χει νὰ μᾶς πεῖ.

Ὁ δυτικὸς προσεγγίζει τὴν ἀρχαιότητα μέσῳ τῆς ἱστορίας, τῆς μελέτης τῶν μνημείων, τῆς ἀνάγνωσης τῶν κειμένων. Ἕνας Ἕλληνας εἶναι δικαιωματικὰ κάτοχος, πρὶν ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ μακρυὰ καὶ ἀργὴ πορεία, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἔχει γεννηθεῖ Ἕλληνας, τοῦ δρόμου τῆς ἐνόρασης, ποὺ ἀποτελεῖ τὴ μοίρα του, ὅμοιος, σ᾿ αὐτό, μὲ τὸ στρατοκόπο ποὺ συνήθισε ν᾿ ἀναμετρᾶ τὸ δρόμο του μὲ τ᾿ ἄστρα.

Ὁ ἑλληνιστὴς Σεφέρης παραμερίζει τὰ κείμενα ποὺ διαβάζει καὶ σταματᾶ γιὰ πολλὴν ὥρα σὲ μιὰ λέξη, σὲ μιὰ φράση, ποὺ θὰ γίνουν ἡ ἀφετηρία μιᾶς βαθειᾶς σκέψης, κι ἴσως, ἀκόμη, ἕνας ἀπὸ τοὺς σταθμοὺς τῆς ποιητικῆς του συνείδησης. Πρέπει, λοιπόν, κι ἐμεῖς, μὲ τὴ σειρά μας, νὰ ἰδοῦμε τοὺς συγγραφεῖς καὶ τὰ ἔργα ποὺ ἔχει διαβάσει. Ἡ Ἰλιάδα, ἡ Ὀδύσσεια, ὁ Αἰσχύλος, ὁ Σοφοκλῆς, ὁ Εὐριπίδης, ὁ Πλάτων, ὁ Ἡρόδοτος, ὁ Ἡσίοδος, ὁ Πίνδαρος εἶναι τὰ βιβλία πού᾿χει κάτω ἀπὸ τὸ προσκεφάλι του. Στὸ Σεφέρη, ὅμως, ἡ πολυμάθεια δὲν προηγεῖται τῆς ποιητικῆς δημιουργίας: ὁ Σεφέρης δὲν ἐμπνέεται ἀπὸ αὐτήν. Τὴν ἔχει ξεχασμένη. Δὲν βρίσκεται πιὰ μέσ᾿ στὴ συνείδησή του, ἀλλὰ μέσ᾿ στὸ ὑποσυνείδητό του· ρέει μαζὺ μὲ τὸ αἷμα του στὶς φλέβες του.

Ὁ Ράϊνερ - Μαρία Ρίλκε γράφει κάπου στὶς Σημειώσεις τοῦ Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε: «Γιὰ νὰ γράψει κανεὶς ἕναν μονάχα στίχο (...), χρειάζεται νά ῾χει ἀναμνήσεις (...) Καὶ δὲν ἀρκεῖ μονάχα νά ῾χει ἀναμνήσεις. Πρέπει νὰ ξέρει νὰ τὶς ξεχνᾶ ὅταν εἶναι πολλὲς καὶ πρέπει νά ῾χει τὴ μεγάλη ὑπομονὴ νὰ περιμένει νὰ ξανάρθουν πάλι στὸ μυαλό του...».

Ἀληθινὲς ἀναμνήσεις εἶναι, ὡστόσο, καὶ τὰ διαβάσματα καὶ οἱ συγγραφεῖς μὲ τοὺς ὁποίους ἔχει τραφεῖ κανείς. Εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐξαφανισθεῖ ἀπὸ τὴν καινούργια δημιουργία ἡ πολυμάθεια, γιὰ νὰ μπορέσει, αὐτὴ ἡ πολυμάθεια, νὰ δώσει, αὐθόρμητα σχεδόν, ἕνα πλούσιο σὲ πείρα καὶ ἀνθρωπιὰ ἔργο.

Εἶναι, ὅμως, φρόνιμο, γιὰ τὸν κριτικό, πρὶν ἀκολουθήσει τὸν ποιητὴ στὰ διαβάσματά του, νὰ σταματήσει στὶς ἐπιγραφές, ὅπου ἀποκαλύπτεται ἡ πηγὴ τῶν βασικῶν του στοχασμῶν.

Ὁ φίλος μου Νεοκλῆς Κουτούζης, στὸν ὁποῖο χρωστᾶμε μίαν ἀξιόλογη μελέτη μὲ τίτλο «Ὁ Σεφέρης καὶ ἡ πιστότητα, ἢ ἀπὸ τὸν Πίνδαρο στὸ Σεφέρη», σημειώνει, μὲ τὴ συνηθισμένη του λεπτολογία καὶ ὀξυδέρκεια: «Δὲν σταματοῦμε ἀρκετὰ στὶς ἐπιγραφές, ἢ σὲ ὁρισμένα ἀποσπάσματα (...) ... Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Σεφέρης ἀναφέρει τὸν Πίνδαρο ἢ τὸν Ρεμπώ, ἀποτελεῖ μία ζωϊκή, μιὰ πνευματικὴ συγγένεια, ποὺ συγκροτεῖται (...) Ἡ ζυγαριὰ μπαίνει σὲ κίνηση, ὁ ζυγὸς τῆς πλάστιγγας δὲν σταματᾶ νὰ ταλαντεύεται: ἀνάμεσα σὲ αὐτὸν ποὺ ἀναφέρει καὶ σὲ αὐτὸ ποὺ ἀναφέρεται δημιουργεῖται ἕνα ρεῦμα ἀνταλλαγῶν ἀπ᾿ τὸ ὁποῖο ὁ ἀναγνώστης, μπλεγμένος κι ὁ ἴδιος στὸ ἀδιάκοπο στροβίλισμά του, συγκρατεῖ γιὰ τὸν ἑαυτό του κάτι ἀπὸ μία καινούργια ζωή».

Τὸ κείμενο πού᾿χει στὸ νοῦ του ὁ Ν. Κουτούζης εἶναι ὁ «Ἐρωτικὸς Λόγος» τῆς πρώτης συλλογῆς ποὺ τιτλοφορεῖται «Στροφή»· καὶ τὸ ἀπόσπασμα ποὺ βάζει σὰν προμετωπίδα ὁ Σεφέρης εἶναι μερικοὶ στίχοι τοῦ Πίνδαρου ποὺ περιλαμβάνονται στὸν 3ο Πυθιονίκη:

«Ἔστι δὲ φύλον ἐν ἀνθρώποισιν ματαιότατον,
Ὅστις αἰσχύνων ἐπιχώρια παπταίνει τὰ πόρσω,
Μεταμώνια θηρεύων ἀκράντοις ἐλπίσιν».

Συνδέοντας τὸ πινδαρικὸ ἀπόσπασμα τοῦ Σεφέρη μ᾿ ἕνα ἄλλο ἀπόσπασμα τοῦ Πίνδαρου, περιλαμβανόμενο στὸν 3ο Πυθιονίκη κι αὐτό, ποὺ ἀναφέρει ὁ Βαλερύ, ὁ Ν. Κουτούζης ἀποδίδει ἀκριβῶς στὰ γαλλικὰ τὴ συμβολὴ τοῦ Πίνδαρου, μεταφράζοντας ἔτσι αὐτοὺς τοὺς δυὸ στίχους:

«O mon âme, aspire avec moins d’ ardeur
à l’ immortalité, et mets toute la force à épuiser
tout le possible»

Νά ῾μαστε, λοιπόν, προσανατολισμένοι πρὸς τὴν πραγματικότητα, πρὸς τὸν κόσμο, τὸν ἁπλὸ καὶ ἥσυχο κόσμο. Ἁπλὸν καὶ ἥσυχον; Ἀλλοίμονο, ὄχι. Κάθε ἄλλο παρὰ ἁπλὸς καὶ ἥσυχος εἶναι ὁ κόσμος γιὰ ἕναν Ἕλληνα τοῦ ΧΧ αἰώνα, ποὺ προσπαθεῖ νὰ γνωρίσει τὸν ἑαυτό του, νὰ προσδιορίσει τὸν ἑαυτό του στὴ σχέση του πρὸς τοὺς ἄλλους καὶ πρὸς τὸν ὑπόλοιπο πλανήτη, καὶ νὰ δώσει στὸν ἑλληνισμό του τὸ νόημα. Πάρα πολλὲς εἶναι οἱ ἀναμνήσεις στὸ χῶρο, πάρα πολλὲς εἶναι οἱ ἀναμνήσεις στὸ χρόνο. Τόποι ἄγονοι καὶ περιορισμένοι, γεμάτοι πιὸ πολὺ ἀπὸ νεκροὺς παρὰ ἀπὸ ζωντανούς. Ὁ χρόνος εἶναι περιορισμένος στὶς διαστάσεις μιᾶς στιγμῆς ὅμοιας μὲ τὴν ἑλληνικὴ γῆ. Ὁ χρόνος εἶναι βαθύτερος ἀπὸ τὸ στενὸ χῶρο. Ὁ χρόνος εἶναι κυρίαρχος τοῦ χώρου. Κάτω ἀπὸ κάθε μνῆμα βρίσκονται ἑκατὸ γενεὲς ἀνθρώπων. Καταλαβαίνει κανεὶς ὅτι γιὰ ἕναν Ἕλληνα ἡ γῆ, ὁ γυμνὸς βράχος, ἔχει τὴν ἀξία τοῦ ἀπεριόριστου χρόνου. Καταλαβαίνει κανεὶς ὅτι γιὰ ἕναν Ἕλληνα, ἡ γῆ τῆς Κύπρου εἶναι, ὄχι ἱερή, ἀλλὰ σάρκα τῆς σάρκας του. Ἐκεῖ ὅπου ἀκούγεται σὰν πρόσκληση ἡ ὀχλοβοὴ τῆς θάλασσας καὶ τοῦ χώρου, ἀνεβαίνει καὶ ἡ σιωπὴ πέντε χιλιάδων χρόνων νεκρῶν. Αὐτὸ εἶναι ἡ πατρίδα, εἶναι ἡ ἀπεριόριστη διάρκεια.

Καὶ ὁ ἑλληνισμὸς εἶναι ἡ πατρίδα -παντοῦ ὅπου, μέσα στὸ χῶρο καὶ μέσα στὸ χρόνο, ἔζησαν καὶ πέθαναν Ἕλληνες· παντοῦ ὅπου, μέσα στὸ χῶρο καὶ τὴν τωρινὴ στιγμή, ζοῦν Ἕλληνες καὶ νιώθουν τὸν ἑαυτό τους σὰν ἕνα κρίκο ἀπὸ τὴν τεράστια ἁλυσίδα. Ὁ ἑλληνισμός, ὅμως, δὲν εἶναι μονάχα ἕνας κόσμος, μιὰ χώρα, μιὰ ἰδέα ἀθάνατη. Εἶναι καὶ ὁ παντοτινὸς ἄνθρωπος, ἡ παντοτινὴ γῆ, ἡ παντοτινὴ ἀθλιότητα.

Συγκρινόμενη μὲ τὴν πλατειὰ σκέψη, μ᾿ αὐτὴ τὴν ἄχρονη μνήμη ποὺ ἀναπολήσαμε, πόσες φορὲς ἡ σημερινὴ Ἑλλάδα δὲν φάνηκε στὸν ποιητὴ μηδαμινή, φτωχή, ἀδειανή, ἀνεξήγητη! Πόσες φορές, ζωντας τὴν καθημερινὴ πραγματικότητα, δὲν ἔκανε τὸν ποιητή, ἡ σημερινὴ Ἑλλάδα, νὰ ὑποφέρει μὲ τὶς πάρα πολὺ μεγάλες ἀναμνήσεις της, τὰ πάρα πολὺ μεγάλα ὀνόματά της, τοὺς πάρα πολὺ μεγάλους ἡρωϊσμούς της καὶ τὶς ἄμετρα πιὸ μεγάλες διχόνοιές της! Ἂς ἀφήσουμε νὰ μιλήσει ὁ Σεφέρης:

«... ὅλα τ᾿ ἀλλάζει.
Ποῦ εἶν᾿ ἡ ἀλήθεια;
Εἴμουν κι᾿ ἐγὼ στὸν πόλεμο τοξότης·
Τὸ ριζικό μου, ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ξαστόχησε».

Αὐτοὶ οἱ στίχοι, ποὺ ἀνήκουν στὸ ποίημα «Ἑλένη» τὸ ἐμπνευσμένο ἀπὸ τὸν μύθο τοῦ Εὐριπίδη, γράφτηκαν στὴν Κύπρο καὶ δημοσιεύτηκαν τὸ 1955. Ὁ Σεφέρης κουβαλοῦσε, κι ἐκεῖ ἀκόμη, τὴν πληγή του, γιὰ τὴν ὁποία ἔγραφε εἴκοσι χρόνια, ἤδη, πιὸ μπροστά:

«Ὅπου καὶ νὰ ταξιδέψω, ἡ Ἑλλάδα μὲ πληγώνει».

Ἡ Πάλη μὲ τὴ Μοίρα. Ἡ Ἑλλάδα

Ἡ μοίρα μου, λέει, εἶναι ἡ μοίρα τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ξαστόχησε στὸ σκοπό του. Μήπως, ὅμως, εἴτανε ἴδια καὶ ἡ μοίρα τῆς χώρας καὶ τοῦ λαοῦ στοὺς ὁποίους δίνουμε τὸ ὄνομα τῆς Ἑλλάδας ; Αὐτὸ φαίνεται πῶς λέει ὁ ποίητης σ᾿ ἕνα ἄτιτλο ἀπόσπασμα τῆς συλλογῆς «Μυθιστόρημα»:

«Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός, ὅλο βουνὰ
ποὺ ἔχουν σκεπὴ τὸ χαμηλὸ οὐρανὸ μέρα καὶ νύχτα.
δὲν ἔχουμε ποτάμια δὲν ἔχουμε πηγάδια δὲν ἔχουμε πηγές,
μονάχα λίγες στέρνες, ἄδειες κι᾿ αὐτές, ποὺ ἠχοῦν καὶ ποὺ τὶς προσκυνοῦμε.
Ἦχος στεκάμενος κούφιος, ἴδιος με τὴ μοναξιά μας
ἴδιος με τὴν ἀγάπη μας, ἴδιος με τὰ σώματά μας.
Μᾶς φαίνεται παράξενο ποὺ κάποτε μπορέσαμε νὰ χτίσουμε
τὰ σπίτια τὰ καλύβια καὶ τὶς στάνες μας.
Κι᾿ οἱ γάμοι μας, τὰ δροσερὰ στεφάνια καὶ τὰ δάχτυλα
γίνουνται αἰνίγματα ἀνεξήγητα γιὰ τὴ ψυχή μας.
Πῶς γεννήθηκαν πῶς δυναμώσανε τὰ παιδιά μας;

Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός. Τὸν κλείνουν
οἱ δυὸ μαῦρες Συμπληγάδες. Στὰ λιμάνια
τὴν Κυριακὴ σὰν κατεβοῦμε ν᾿ ἀνασάνουμε
βλέπουμε νὰ φωτίζουνται στὸ ἡλιόγερμα
σπασμένα ξύλα ἀπὸ ταξίδια ποὺ δὲν τέλειωσαν
σώματα ποὺ δὲν ξέρουν πιὰ πῶς ν᾿ ἀγαπήσουν.
(Α. Ἡ Πέτρα)

Ἡ ὡραία συλλογὴ «Μυθιστόρημα», (Μύθος καὶ Ἱστορία), ἀπ᾿ ὅπου εἶναι παρμένο αὐτὸ τὸ ποίημα, ἔχει σὰν ἐπιγραφὴ τοὺς ἑξῆς δυὸ στίχους τοῦ Ρεμπώ:

«Si j’ai du goût, ce n’ est guère
que pour la terre et les pierres».

Ὁ Σεφέρης, ὑπάκουος στὴ συμβουλὴ τοῦ Πίνδαρου νὰ βάζει ὅλη του τὴ δύναμη στὸ νὰ ἐξαντλεῖ τὸν κόσμο τοῦ δυνατοῦ, εἶναι ὁ ποιητὴς τούτης τῆς γῆς καὶ τούτων τῶν μαύρων πετρῶν, ποὺ εἶχε τραγικὰ ἐξυμνήσει πρὶν ἀπ᾿ αὐτὸν ὁ Σολωμός, ὅταν τραγουδοῦσε τὴν Ἑλλάδα, «καλή ῾ν᾿ ἡ μαύρη πέτρα της καὶ τὸ ξερὸ χορτάρι», κι ἔβαζε τὸν ἄπληστο γιὰ λευτεριὰ Σουλιώτη νὰ λέει: «Μιὰ χούφτα χῶμα νὰ κρατῶ καὶ νὰ σωθῶ μ᾿ ἐκεῖνο!».

Ἡ πέτρα, στὸ Σεφέρη, εἶναι τὸ ὀρυκτό με τὸ ὁποῖο εἶναι στρωμένη ἡ ἑλληνικὴ γῆ· εἶναι οἱ τεράστιοι, κυκλώπειοι, ἀσήκωτοι ὀγκόλιθοι· εἶναι τὰ ἐρειπωμένα, ἀγνώριστα ὑλικὰ τῶν συνηθισμένων σπιτιῶν τῶν ἐξαφανισμένων πόλεων, ποὺ κάποτε, ὡστόσο, κατοικοῦνταν· εἶναι κεφάλια, σώματα, ἀκρωτηριασμένων τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς ἀγαλμάτων, ποὺ ἀνακαλύπτονται παντοῦ καὶ πάντοτε, μέσ᾿ στὸ ἑλληνικὸ χῶμα.

Ἡ ἑλληνική, ὅμως, πέτρα, εἶναι κάτι πολὺ περισσότερο ἀπ᾿ ὅλ᾿ αὐτά, εἶναι καὶ σύμβολο τῆς μοίρας τῶν Θεῶν.

Ἡ συλλογὴ «Μύθος καὶ Ἱστορία» τελειώνει μὲ δυὸ μεγάλα ποιήματα ἐξίσου ἀξιοθαύμαστα τὴ «Σαντορίνη» καὶ τὶς «Μυκῆνες».

Οἱ πέτρες τῶν Μυκηνῶν -στὶς Μυκῆνες δὲν βρίσκει κανεὶς παρὰ μονάχα πέτρες- κουβαλοῦν ἀπάνω τους τόσα ἐγκλήματα καὶ αἷμα ὅσους καὶ αἰῶνες.

Μυκῆνες

«Δός μου τὰ χέρια σου, δός μου τὰ χέρια σου, δός μου τὰ χέρια σου.

Εἶδα μέσα στὴ νύχτα
Τὴ μυτερὴ κορυφὴ τοῦ βουνοῦ
Εἶδα τὸν κάμπο πέρα πλημμυρισμένο
Μὲ τὸ φῶς ἑνὸς ἀφανέρωτου φεγγαριοῦ
Εἶδα, γυρίζοντας τὸ κεφάλι
Τὶς μαῦρες πέτρες συσπειρωμένες
Καὶ τὴ ζωή μου τεντωμένη σὰ χορδὴ
Ἀρχὴ καὶ τέλος
Ἡ τελευταία στιγμή·
Τὰ χέρια μου.

Βουλιάζει ὅποιος σηκώνει τὶς μεγάλες πέτρες·
τοῦτες τὶς πέτρες τὶς ἐσήκωσα ὅσο βάσταξα
τοῦτες τὶς πέτρες τὶς ἀγάπησα ὅσο βάσταξα
τοῦτες τὶς πέτρες, τὴ μοίρα μου.
Πληγωμένος ἀπὸ τὸ δικό μου χῶμα
τυραννισμένος ἀπὸ τὸ δικό μου πουκάμισο
καταδικασμένος ἀπὸ τοὺς δικούς μου θεούς,
τοῦτες τὶς πέτρες.

Ξέρω πὼς δὲν ξέρουν, ἀλλὰ ἐγὼ
ποὺ ἀκολούθησα τόσες φορὲς
τὸ δρόμο ἀπ᾿ τὸ φονιὰ στὸ σκοτωμένο
ἀπὸ τὸ σκοτωμένο στὴν πληρωμὴ
κι᾿ ἀπὸ τὴν πληρωμὴ στὸν ἄλλο φόνο,
ψηλαφώντας
τὴν ἀνεξάντλητη πορφύρα
τὸ βράδυ ἐκεῖνο τοῦ γυρισμοῦ
ποὺ ἄρχισαν νὰ σφυρίζουν οἱ Σεμνὲς
στὸ λιγοστὸ χορτάρι -
εἶδα τὰ φίδια σταυρωτὰ μὲ τὶς ὀχιὲς
πλεγμένα πάνω στὴν κακὴ γενιὰ
τὴ μοίρα μας.

Φωνὲς ἀπὸ τὴν πέτρα ἀπὸ τὸν ὕπνο
βαθύτερες ἐδῶ ποὺ ὁ κόσμος σκοτεινιάζει,
μνήμη τοῦ μόχθου ριζωμένη στὸ ρυθμὸ
ποὺ χτύπησε τὴ γῆς μὲ πόδια
λησμονημένα.
Σώματα βυθισμένα στὰ θεμέλια
τοῦ ἄλλου καιροῦ, γυμνά. Μάτια
προσηλωμένα, προσηλωμένα, σ᾿ ἕνα σημάδι
ποὺ ὅσο κι᾿ ἂν θέλεις δὲν τὸ ξεχωρίζεις·
ἡ ψυχὴ
ποὺ μάχεται γιὰ νὰ γίνει ψυχή σου.

Μήτε κι᾿ ἡ σιωπὴ εἶναι πιὰ δική σου
Ἐδῶ ποὺ σταμάτησαν οἱ μυλόπετρες».

Ὀχτώβρης 1935

Β. Η ΧΡΥΣΗ ΠΡΟΣΩΠΙΔΑ

Τρία χρόνια ἀργότερα, ὁ Σεφέρης ξαναγυρίζει στὴν Ἀργολίδα. Ἐδῶ καὶ δυὸ χρόνια, ἤδη, ἀναζητεῖ -ἰδιοτροπία τοῦ ποιητῆ, θὰ ποῦν· ὄχι, εἶναι κάτι παραπάνω ἀπ᾿ αὐτό, εἶναι ἡ ἀναζήτηση τοῦ προσκυνητῆ ποὺ τριγυρίζει στοὺς ἅγιους τόπους, - ἀναζητεῖ τὸ Βασιλέα τῆς Ἀσίνης. Τὸν βρῆκε: μιὰ ἐντάφια χρυσὴ προσωπίδα ποὺ τὴν πῆρε καὶ τὴν κράτησε στὰ χέρια του:

«Τὴν ἄγγιξες, θυμᾶσαι τὸν ἦχο της; Κούφιο μέσα στὸ φῶς
σὰν τὸ στεγνὸ πιθάρι στὸ σκαμένο χῶμα·
κι᾿ ὁ ἴδιος ἦχος μὲς στὴ θάλασσα μὲ τὰ κουπιά μας.
Ὁ βασιλιὰς τῆς Ἀσίνης ἕνα κενὸ κάτω ἀπὸ τὴν προσωπίδα... «.

Ἕνας ποιητής, ὅμως, ξέρει νὰ διαβάζει μία προσωπίδα. Ἕνας ποιητὴς ξέρει ἴσως ν᾿ ἀκούει τὴ σιωπὴ τῆς ἄδειας προσωπίδας. Νά! Τουλάχιστον ποιὸ ὑπῆρξε τὸ στοχαστικὸ ὅραμα τοῦ Σεφέρη:

Πίσω ἀπὸ τὰ μεγάλα μάτια τὰ καμπύλα χείλια τοὺς βοστρύχους
ἀνάγλυφα στὸ μαλαματένιο σκέπασμα τῆς ὕπαρξής μας
ἕνα σημεῖο σκοτεινὸ ποὺ ταξιδεύει σὰν τὸ ψάρι
μέσα στὴν αὐγινὴ γαλήνη τοῦ πελάγου καὶ τὸ βλέπεις:
ἕνα κενὸ παντοῦ μαζί μας.
Καὶ τὸ πουλὶ ποὺ πέταξε τὸν ἄλλο χειμώνα
μὲ σπασμένη φτερούγα
σκήνωμα ζωῆς,
κι᾿ ἡ νέα γυναίκα ποὺ ἔφυγε νὰ παίξει
μὲ τὰ σκυλόδοντα τοῦ καλοκαιριοῦ
κι᾿ ἡ ψυχὴ ποὺ γύρεψε τσιρίζοντας τὸν κάτω κόσμο
κι᾿ ὁ τόπος σὰν τὸ μεγάλο πλατανόφυλλο ποὺ παρασέρνει ὁ χείμαρρος τοῦ ἥλιου
μὲ τ᾿ ἀρχαία μνημεῖα καὶ τὴ σύγχρονη θλίψη».

Ὁ ποιητὴς ἀργοπορεῖ κοιτάζοντας τὶς πέτρες κι᾿ ἀναρωτιέται:

«... ὑπάρχουν ἄραγε
ἀνάμεσα στὶς χαλασμένες τοῦτες γραμμὲς τὶς ἀκμὲς
τὶς αἰχμὲς τὰ κοῖλα καὶ τὶς καμπύλες
ὑπάρχουν ἄραγε
ἐδῶ ποὺ συναντιέται τὸ πέρασμα τῆς βροχῆς τοῦ ἀγέρα καὶ τῆς φθορᾶς
ὑπάρχουν, ἡ κίνηση τοῦ προσώπου τὸ σχῆμα τῆς στοργῆς
ἐκείνων ποὺ λιγόστεψαν τόσο παράξενα μὲς στὴ ζωή μας
αὐτῶν ποὺ ἀπόμειναν σκιὲς κυμάτων καὶ στοχασμοὶ
μὲ τὴν ἀπεραντωσύνη τοῦ πελάγου
ἢ μήπως ὄχι δὲν ἀπομένει τίποτε παρὰ μόνο τὸ βάρος
ἡ νοσταλγία τοῦ βάρους μιᾶς ὕπαρξης ζωντανῆς
ἐκεῖ ποὺ μένουμε τώρα ἀνυπόστατοι λυγίζοντας
σὰν τὰ κλωνάρια τῆς φριχτῆς ἰτιᾶς σωριασμένα
μέσα στὴ διάρκεια τῆς ἀπελπισίας
ἐνῶ τὸ ρέμα κίτρινο κατεβάζει ἀργὰ βοῦρλα ξεριζωμένα μὲς στὸ βοῦρκο
εἰκόνα μορφῆς ποὺ μαρμάρωσε μὲ τὴν ἀπόφαση μιᾶς πίκρας παντοτινῆς.
Ὁ ποιητὴς ἕνα κενό».

Ἡ Ἑλλάδα, Χώρα τῶν Νικημένων Θεῶν καὶ τῆς Ἐξορίας

Ὁ ποιητῆς. Ἕνα κενό; Μὰ ὄχι. Ἡ θλίψη τοῦ Σεφέρη, σ᾿ αὐτὸ τὸ σημεῖο, δὲν εἶναι λιγότερο δραματική. Γιατί ξέρει καλὰ ὅτι ὁ ποιητὴς εἶναι τὸ πνεῦμα ποὺ ἀνασυνθέτει τὸ κενό, ὅπως ὁ μουσικὸς ποὺ ἐκφράζει τὸ νόημα τῆς σιωπῆς καὶ κάνει τὴ νύχτα νὰ τραγουδᾶ. Ξέρει, ὅμως, ἀκόμη, ὅτι τὸ νὰ ἀνασυνθέτεις τὴν ψυχὴ τοῦ λαοῦ ποὺ δημιούργησε τὴν ὀμορφιά, τὴν δικαιοσύνη, τὸ Θεό, καὶ γέννησε αὐτὸ ποὺ ποτὲ δὲν ξανάδε οὔτε πρόκειται νὰ ξαναδεῖ κανεὶς δυὸ φορές, εἶναι μιὰ ἀνέλπιδη προσπάθεια.

«Βουλιάζει ὅποιος σηκώνει τὶς μεγάλες πέτρες», λέει ὁ ποιητής.

Μεγάλες, ἐξαιτίας τοῦ βάρους των. Μεγάλες, ἐξαιτίας τῆς ἀνυπόφορης τελειότητάς τους.

Ὄχι, ἡ Ἑλλάδα δὲν εἶναι ἡ χώρα τῆς κατάρας τῶν νικημένων ἀπὸ τὴ μοίρα Θεῶν. Εἶναι ὅμως, δύσκολο -σ᾿ αὐτὸ συμφωνοῦμε- νὰ εἶναι κανεὶς ἀπόγονός του Αἰσχύλου καὶ τοῦ Φειδία καὶ τοῦ Πλάτωνα. Ἐρχόμενος, ὡστόσο, ὕστερα ἀπὸ τὸ Σολωμό, τὸν Παλαμᾶ, τὸ Σικελιανό, ὁ Σεφέρης εἶναι ὁ πρῶτος ποὺ ζεῖ ὀδυνηρὰ τὴν Ἑλληνική του μοίρα, ὑπερήφανα, ἀλλὰ χωρὶς ματαιοδοξία· ἀνθρώπινα, ἀλλὰ χωρὶς ἀλαζονεία· δύσκολα, ἀλλὰ χωρὶς ἀπελπισία· σεμνά, ἀλλὰ χωρὶς ρητορεία.

Τὰ τελευταία ἀποσπάσματα ποιημάτων ποὺ παραθέτω δείχνουν τὸ ἁπλὸ μεγαλεῖο μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Σεφέρης στέκεται μπρὸς σ᾿ ἕνα παρελθὸν ποὺ συντρίβει τὸν ἄνθρωπο τῆς γενιᾶς του.

Μοῦ παραχώρησε τὸ δικαίωμα νὰ διαλέξω, ὕστερ᾿ ἀπ᾿ αὐτόν, τὰ ποιήματα μὲ τὰ ὁποῖα θὰ ἤθελα νὰ τὸν παρουσιάσω.

Τὸ πρῶτο, «Ξύπνησα μ᾿ αὐτὸ τὸ μαρμάρινο κεφάλι στὰ χέρια» καὶ τὸ δεύτερο «Ὁ γυρισμὸς τοῦ ξενιτεμένου», τὰ ξεχωρίσαμε, αὐτὸς κι ἐγώ, σὰν βασικά. Τὸ τέταρτο εἶναι παρμένο ἀπὸ τὴν «Κίχλη». Τὸ φυλάω γιὰ τὸ τέλος. Ἔχω τοὺς λόγους μου γι᾿ αὐτό.

Διάλεξα τὸ πρῶτο -τὸ μαρμάρινο κεφάλι- γιατί θυμίζει ἀκόμη τὶς πέτρες, τὶς δουλεμένες τούτη τὴ φορά, ποὺ εἶναι ὄχι μονάχα ἡ δόξα, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀδυσώπητη κληρονομιὰ τοῦ σημερινοῦ Ἕλληνα.

«Ξύπνησα μὲ τὸ μαρμάρινο τοῦτο κεφάλι στὰ χέρια
ποὺ μοῦ ἐξαντλεῖ τοὺς ἀγκῶνες καὶ δὲν ξέρω ποὺ νὰ τ᾿ ἀκουμπήσω.
Ἔπεφτε στὸ ὄνειρο καθὼς ἔβγαινα ἀπὸ τὸ ὄνειρο
Ἔτσι ἑνώθηκε ἡ ζωή μας καὶ θὰ εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ ξαναχωρίσει.

Κοιτάζω τὰ μάτια· μήτε ἀνοιχτὰ μήτε κλειστὰ
μιλῶ στὸ στόμα ποὺ ὅλο γυρεύει νὰ μιλήσει
κρατῶ τὰ μάγουλα ποὺ ξεπέρασαν τὸ δέρμα
Δὲν ἔχω ἄλλη δύναμη·

Τὰ χέρια μου χάνουνται καὶ μὲ πλησιάζουν ἀκρωτηριασμένα».

Τὰ μπράτσα εἶναι ἀσθενικά, ἀδύνατα καὶ πέφτουν ξεριζωμένα ἀπ᾿ τοὺς ὤμους γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ κρατήσουν αὐτὸ τὸ μαρμάρινο κεφάλι, πού ᾿ναι σύμβολο τοῦ κάθε ὡραίου ποὺ ἐδημιούργησε ἡ Ἑλλάδα καὶ ποὺ ὁ Σεφέρης καὶ οἱ δικοί του ὀφείλουν νὰ τὸ ὁδηγήσουν ἀκόμη πιὸ μακρυά, νὰ τὸ βοηθήσουν μὲ μία καινούργια ἰδιοφυΐα, ἴση πρὸς τὴν ἀρχαία. Τέτοια ὑπῆρξε, ἄλλοτε, ἡ μοίρα τῶν Δαναΐδων, ποὺ ποτὲ δὲν μπόρεσαν ν᾿ ἀποτελειώσουν τὸ φοβερό τους μόχθο. Τὸ ὄνομά τους, ὅμως, μπῆκε στὴν αἰωνιότητα τῶν μεγάλων Συμβόλων.

Στὸ «Γυρισμὸ τοῦ ξενιτεμένου» ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ μίαν ἄλλην εἰκόνα, μ᾿ ἕναν ἄλλον σπαραγμό.

Θὰ μποροῦσα, βέβαια, νὰ ἐπαναλάβω, ὅπως ἤδη, τὸ ἔχουν κάνει οἱ ἐξηγητές του, τὴν ἱστορία τῆς ζωῆς του. Γεννήθηκε στὴ Σμύρνη. Ἔχασε τὰ πάντα ὕστερα ἀπὸ τὴ Μικρασιατικὴ καταστροφὴ τοῦ 1922.

Ξεριζωμένος. Τὰ σπίτια ποὺ εἶχε, τοῦ τὰ πήρανε. Ξέρω. Ξέρω, ὅμως, ἐπίσης, ὅτι ἀναζήτησε στὶς Μυκῆνες καὶ ἀλλοῦ. Ἀνάμεσα στὶς σωριασμένες πέτρες, τὸ ἀρχαῖο του σπίτι:

«... στριφογυρίζοντας μέσα σὲ σπασμένες πέτρες, τρεῖς ἢ ἕξι χιλιάδες χρόνια
ψάχνοντας σὲ οἰκοδομὲς γκρεμισμένες ποὺ θὰ εἴταν ἴσως τὸ δικό μας σπίτι
προσπαθώντας νὰ θυμηθοῦμε χρονολογίες καὶ ἡρωικὲς πράξεις·
θὰ μπορέσουμε;».

Ὁ ποιητής, ἐδῶ, δὲν ἀποτελειώνει τὴ φράση του. Μιὰ σκέψη τὸν βασανίζει. Ὕστερα ἀπὸ μίαν ἄλλη στροφὴ ποὺ θυμίζει, ἐκτὸς ἀπὸ μεγάλους ἡρωϊσμούς, τὶς μεγάλες καθιζήσεις, τὸ τρομερὸ γι᾿ αὐτὸν ρώτημα θὰ ξαναγυρίσει πάλι, ὄχι, ὅμως, σὰν κραυγή, ἀλλὰ σὰν ἐναγώνια οἰμωγή:

«γιατί δεθήκαμε καὶ σκορπιστήκαμε
καὶ παλαίψαμε μὲ δυσκολίες ἀνύπαρχτες ὅπως λέγαν
χαμένοι, ξαναβρίσκοντας ἕνα δρόμο γεμάτο τυφλὰ συντάγματα
βουλιάζοντας μέσα σὲ βάλτους καὶ μέσα στὴ λίμνη τοῦ Μαραθῶνα,
θὰ μπορέσουμε νὰ πεθάνουμε κανονικά;».

Τὸ νὰ ζεῖ κανεὶς τὴ μοίρα του σὰν ἐξόριστος τοῦ παρελθόντος μέσ᾿ στὸν σημερινὸ κόσμο, αὐτὴ εἶναι ἡ ἀνυπόφορη ἐξορία. Καὶ ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἡ ζωή του ὡς διπλωμάτη καὶ προπάντων τὰ γεγονότα πού ῾ζησε στὸν πόλεμο καὶ τὴν κατοχὴ τῆς χώρας του, τὸν ἐκράτησαν πιὸ πολὺν καιρὸ στὰ ξένα παρὰ στὴν πατρίδα του, στὰ ξένα ἀπ᾿ ὅπου ἡ πατρίδα του τοῦ φαινόταν πάντα πιὸ μεγάλη καὶ πιὸ γοητευτική, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος θὰ ἔνιωσε τὸν πόνο του φοβερά. Ξέρουμε τώρα ἀρκετὰ τὴν εὐαισθησία, τὴ σκέψη καὶ τὴν τέχνη τοῦ Σεφέρη γιὰ νὰ ἐξηγήσουμε τὴ βαθύτερη σημασία τῆς ἐξορίας του καὶ τοῦ γυρισμοῦ του. Πρόκειται, πράγματι, γιὰ τὸν Ἑλληνισμὸ ποὺ τὸν ἔχει αἰσθανθεῖ καὶ τὸν ἔχει βιώσει στὸ βάθος τῆς ψυχῆς του. Ἀνάμνηση καὶ νοσταλγία ἑνὸς παρελθόντος ἀσύγκριτου μεγαλείου. Καὶ πόνος γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ στὴν πραγματικότητα. Ὁ διάλογος τοῦ ποιήματος εἶναι ἐπινόηση ποὺ πλάθει μὲ τὴ φαντασία του ὁ ποιητής, γιὰ νὰ θέσει ἀντιμέτωπους τοὺς δυὸ ἀνθρώπους στοὺς ὁποίους εἶναι διχασμένος ὁ Σεφέρης.

Ὁ γυρισμὸς τοῦ ξενιτεμένου

«Παλιέ μου φίλε τί γυρεύεις;
χρόνια ξενιτεμένος ἦρθες
μὲ εἰκόνες ποὺ ἔχεις ἀναθρέψει
κάτω ἀπὸ ξένους οὐρανοὺς
μακριὰ ἀπ᾿ τὸν τόπο τὸ δικό σου».

«Γυρεύω τὸν παλιό μου κῆπο·
τὰ δέντρα μου ἔρχουνται ὡς τὴ μέση
κι᾿ οἱ λόφοι μοιάζουν μὲ πεζούλια
κι᾿ ὅμως σὰν εἴμουνα παιδὶ
ἔπαιζα πάνω στὸ χορτάρι
κάτω ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἴσκιους
κι᾿ ἔτρεχα πάνω σὲ πλαγιὲς
ὥρα πολλὴ λαχανιασμένος».

«Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου
σιγὰ - σιγὰ θὰ συνηθίσεις·
θ᾿ ἀνηφορίσουμε μαζὶ
στὰ γνώριμά σου μονοπάτια
θὰ ξαποστάσουμε μαζὶ
κάτω ἀπ᾿ τὸ θόλο τῶν πλατάνων
σιγὰ - σιγὰ θὰ ῾ρθοῦν κοντά σου
τὸ περιβόλι κι᾿ οἱ πλαγιές σου».

«Γυρεύω τὸ παλιό μου σπίτι
μὲ τ᾿ ἀψηλὰ τὰ παραθύρια
σκοτεινιασμένα ἀπ᾿ τὸν κισσὸ
γυρεύω τὴν ἀρχαία κολόνα
ποὺ κοίταζε ὁ θαλασσινός.
Πῶς θὲς νὰ μπῶ σ᾿ αὐτὴ τὴ στάνη;
οἱ στέγες μου ἔρχονται ὡς τοὺς ὤμους
κι᾿ ὅσο μακριὰ καὶ νὰ κοιτάξω
βλέπω γονατιστοὺς ἀνθρώπους
λὲς κάνουνε τὴν προσευχή τους».

«Παλιέ μου φίλε δὲ μ᾿ ἀκοῦς;
σιγὰ - σιγὰ θὰ συνηθίσεις
τὸ σπίτι σου εἶναι αὐτὸ ποὺ βλέπεις
κι᾿ αὐτὴ τὴν πόρτα θὰ χτυπήσουν
σὲ λίγο οἱ φίλοι κι᾿ οἱ δικοί σου
γλυκὰ νὰ σὲ καλωσορίσουν».

«Γιατί εἶναι ἀπόμακρη ἡ φωνή σου;
σήκωσε λίγο τὸ κεφάλι
νὰ καταλάβω τί μοῦ λὲς
ὅσο μιλᾶς τ᾿ ἀνάστημά σου
ὁλοένα πάει καὶ λιγοστεύει
λὲς καὶ βυθίζεται στὸ χῶμα».

«Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
σιγὰ σιγὰ θὰ συνηθίσεις
ἡ νοσταλγία σου ἔχει πλάσει
μιὰ χώρα ἀνύπαρχτη μὲ νόμους
ἔξω ἀπ᾿ τὴ γῆς κι᾿ ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους».

«Πιὰ δὲν ἀκούω τσιμουδιὰ
βούλιαξε κι᾿ ὁ στερνός μου φίλος
παράξενο πῶς χαμηλώνουν
ὅλα τριγύρω κάθε τόσο
ἐδῶ διαβαίνουν καὶ θερίζουν
χιλιάδες ἅρματα δρεπανηφόρα».

Τί στάση νὰ υἱοθετήσει κανεὶς γιὰ νὰ νικήσει αὐτὴ τὴν ἀγωνία; Τὴν ἀνταρσία; Τὸν ἀγώνα; Αὐτὸ ἴσως θὰ μποροῦσε νὰ κάνει ἕνας Σικελιανός. Ἕνας Παλαμᾶς. Δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ στάση τοῦ Σεφέρη, ποὺ καταφεύγει στὴν ὑποχώρηση, τὴν καρδιά, μάλιστα, τῆς ὑποχώρησης, στὴν ἐγκαρτέρηση. Οὔτε ἡ μιά, ὅμως, οὔτε ἡ ἄλλη εἶναι συνώνυμες τῆς φυγῆς. Ἴσα - ἴσα, ξεπερνώντας, ὑπερβαίνοντας τὴν ἀδυσώπητη δύναμη τῆς μοίρας, ὁ ποιητὴς φτάνει στὴ λευτεριά.

Στὸ ποίημα ποὺ ἔχει τίτλο: «Ἡ Στέρνα», βλέπουμε -ἀπὸ τὸ 1932, ὅταν ὁ Σεφέρης εἴτανε 32 χρονῶν- τὴ σιγανὴ καὶ ἤρεμη κάθοδο τοῦ ποιητῆ στὴ μοναξιά, τὴ σιωπή, στὶς μυστικὲς περιοχὲς τῆς συνείδησης.

«Ἐδῶ, στὸ χῶμα ρίζωσε μία στέρνα
μονιὰ κρυφοῦ νεροῦ ποὺ θησαυρίζει.
Σκεπή της βήματα ἠχηρά. Τ᾿ ἀστέρια
δὲ σμίγουν τὴν καρδιά της. Κάθε μέρα
πληθαίνει, ἀνοιγοκλεῖ, δὲν τὴν ἀγγίζει».

Ἀνοίγει ὁ πάνω κόσμος σὰ ριπίδι καὶ παίζει μὲ τὸ φύσημα τοῦ ἀνέμου. Πρόσωπα λάμπουν γιὰ μία στιγμὴ καὶ σβήνουν μέσα σ᾿ ἕνα ἐβένινο σκοτάδι. Ὁ κόσμος πάνω της πληθαίνει, πάει, δὲν τὴν ἀγγίζει. Οἱ ὦρες περνοῦν, οἱ ἥλιοι καὶ τὰ φεγγάρια,

«μὰ τὸ νερὸ ἔχει δέσει σὰν καθρέφτης»
(...)
«Μόνη, καὶ στὴν καρδιά της τόσο πλῆθος
μόνη, καὶ στὴν καρδιά της τόσος μόχθος
καὶ τόσος πόνος, στάλα - στάλα μόνος» (...)
«Πεθαίνουμε! Πεθαίνουν οἱ θεοί μας!...»
«Τὰ μάρμαρα τὸ ξέρουν, ποὺ κοιτάζουν»
(...)
«ξένα, γεμάτα βλέφαρα, συντρίμια
καθὼς περνοῦν τὰ πλήθη τοῦ θανάτου».

Ξαφνιασμένος ἀπὸ τὴν ἀδυναμία τῆς ψυχῆς νὰ ἐπικοινωνήσει μὲ τὸν κόσμο, ὁ ποιητὴς λέει, στὸ τέλος:

«Μὰ ἡ νύχτα δὲν πιστεύει στὴ αὐγὴ
κι᾿ ἡ ἀγάπη ζεῖ τὸ θάνατο νὰ ὑφαίνει
ἔτσι, σὰν τὴν ἐλεύθερη ψυχή,
μιὰ στέρνα ποὺ διδάσκει τὴ σιγὴ
μέσα στὴν πολιτεία τὴ φλογισμένη».

Ἕνα τελευταῖο ἀπόσπασμα θὰ ἐξηγήσει τὴν ἐγκαρτέρηση -τὴ γαλήνια ἀποδοχή- τοῦ Σεφέρη. Τὸ παίρνω ἀπὸ τὸ ποίημα «Κίχλη» πού᾿χει τέσσερα μέρη. Εἶναι τὸ ὄνομα ἑνὸς μικροκάραβου συγκοινωνίας ποὺ πλέει, στὸν πόλεμο, κοντὰ στὸ νήσι Πόρος, στὴν ἀνατολικὴ πλευρὰ τῆς Πελοποννήσου, ἀνάμεσα Αἴγινας καὶ Ὕδρας.

«τό ῾λεγαν «Κίχλη»· ἕνα μικρὸ ναυάγιο· τὰ κατάρτια,
σπασμένα, κυματίζανε λοξὰ στὸ βάθος, σὰν πλοκάμια
ἢ μνήμη ὀνείρων, δείχνοντας τὸ σκαρί του
στόμα θαμπὸ κάποιου μεγάλου κήτους νεκροῦ
σβησμένο στὸ νερό. Μεγάλη ἀπλώνουνταν γαλήνη».

Πραγματικά, τὸ ναυάγιο εἶναι αἰώνιο.
Φωνὲς ἀνεβαίνουν ἀπ᾿ τὴν ἄβυσσο, ποὺ ὁ Σεφέρης, σὰν τὸν Ὀδυσσέα, τὶς ἀκούει, μὰ δὲν τὶς ἀναγνωρίζει, ἐκτὸς ἀπὸ μία: «Κι᾿ ἄλλες φωνὲς σιγὰ - σιγὰ μὲ τὴ σειρά τους
ἀκολουθῆσαν· ψίθυροι φτενοὶ καὶ διψασμένοι
ποὺ βγαίναν ἀπὸ τοῦ ἥλιου τ᾿ ἄλλο μέρος, τὸ σκοτεινό·
θά ῾λεγες γύρευαν νὰ πιοῦν αἷμα μία στάλα·
εἴτανε γνώριμες μὰ δὲν μποροῦσα νὰ τὶς ξεχωρίσω.
Κι᾿ ἦρθε ἡ φωνὴ τοῦ γέρου, αὐτὴ τὴν ἔνιωσα
Πέφτοντας στὴν καρδιὰ τῆς μέρας
Ἥσυχη, σὰν ἀκίνητη:
«Κι ἂ μὲ δικάσετε νὰ πιῶ φαρμάκι, εὐχαριστῶ·
τὸ δίκιο σας θά᾿ ναι τὸ δικό μου· ποὺ νὰ πηγαίνω
γυρίζοντας σὲ ξένους τόπους, ἕνα στρογγυλὸ λιθάρι.
Τὸ θάνατο τὸν προτιμῶ·
Ποιὸς πάει γιὰ τὸ καλύτερο ὁ Θεὸς τὸ ξέρει».

Ὕστατο μάθημα τοῦ Σωκράτη, ποὺ δέχεται τὴ μεγάλη ἐξορία, τὴν ἀδικία, τὴ μοίρα του.

Συμπέρασμα. Γιὰ νὰ κυριαρχήσεις τὸν Ἑλληνισμὸ πρέπει νὰ τὸν ἀξίζεις

Πρέπει, ὡστόσο, νὰ καταλήξουμε σ᾿ ἕνα συμπέρασμα. Ἡ τραγωδία δὲν τελειώνει παρὰ μὲ τὸ θάνατο. «Καὶ πόσα χρόνια χάσαμε, λέει ὁ ποιητής, γιὰ νὰ πεθάνουμε». Ἐδῶ δὲν ὑπάρχει κάθαρσις. Σ᾿ αὐτήν, ὅμως, τὴν ἀκίνητη καὶ γαλήνια φωνὴ τοῦ Σωκράτη, ποὺ τὴν κάνει ὁ ποιητὴς νὰ ξανανεβαίνει ἀπὸ τὴν ἄβυσσο καὶ τὸ πρῶτο ναυάγιο τοῦ ἑλληνισμοῦ, δὲν ὑπάρχει πιὰ οὔτε ἀμηχανία, οὔτε ἀγωνία. Ὓστερ᾿ ἀπὸ τόσες φωνές, «φωνὲς ποὺ ἀνεβαίνουν ἀπὸ τὴν πέτρα, φωνὲς ποὺ ἀνεβαίνουν ἀπὸ τὸν ὕπνο», ὅπως στὶς Μυκῆνες· φωνὲς τοῦ μυστικοῦ νεροῦ, ὅπου τόση θλίψη μαζεύτηκε γουλιὰ - γουλιά, φωνὲς τῆς στέρνας πού, ὅμοια μὲ μίαν ἐλεύθερη ψυχή, διδάσκει τὴ σιωπή: φωνὲς ποὺ ἀπὸ παντοῦ, ἀπὸ τὴ θάλασσα καὶ ἀπὸ τοὺς τάφους, ἀνεβαίνουν καί, ξαφνικά, παγώνουν, ἀκίνητες, ἀπολιθωμένες, ὅπως οἱ χειρονομίες καὶ ἡ κίνηση ἑνὸς ἀπότομα σταματημένου φίλμ, ὅπως μέσα στὸ ὅραμα ποὺ εἶχε ὁ Σεφέρης δεῖ μὲ τόσο θαυμαστὸ τρόπο στὴν ἐργατικὴ κοιλάδα, στὴν Ἐγκώμη, στὴν Κύπρο· ὕστερ᾿ ἀπὸ τόσες φωνές, τρομερές, ἢ ὀδυνηρές, ἢ μυστικές, νά! Ἡ τέλεια γαλήνη τοῦ Σωκράτη...

Τὸ μάθημα τελείωσε. Ὁ ἄνθρωπος ξέρει ὅτι ἡ μοίρα τὸν συντρίβει καὶ ὅτι ὁ ἀγώνας ποὺ δέχτηκε νὰ ἀναλάβει εἶναι προκαταβολικὰ χαμένος. Δὲν θὰ ξεφύγει ἀπὸ τοὺς δυὸ σκοτεινοὺς Σκοπέλους, ἀπ᾿ ὅπου πρέπει νὰ περάσει ἡ ὀδυσσειακὴ σχεδία του. Ἡ μοίρα, ἀρματωμένο μὲ δρέπανα ἅρμα ποὺ θερίζει, δὲν ξέρει πόσα δημιουργήματα ἑλληνικοῦ μεγαλείου καὶ ὀμορφιᾶς κατέστρεψε καὶ καταστρέφει ἀδιάκοπα. Τουλάχιστον, μὲ τὴ σκέψη του, μὲ τὴ συνείδησή του, ποὺ ξαγρυπνᾶ μέσ᾿ τὴ σιωπὴ καὶ τὴν ἄσκηση, ἕνας ἄνθρωπος, ὁ Γιῶργος Σεφέρης, προσπαθεῖ νὰ κυριαρχήσει πάνω στὴ δραματικὴ μοίρα τοῦ ἑλληνισμοῦ, καί, κύριος της ἀγωνίας του, γίνεται ὁ μεγάλος ποιητής, ὁ ἄξιος ποιητὴς τῆς ἀνθρώπινης μοίρας τῆς σημερινῆς Ἑλλάδας.

Μετάφραση: Ξεν. Ι. Καράκαλος

Οκτάβ-Πιερ Μερλιέ-Οκτάβιος Μερλιέ ( 25  Οκτωβρίου 1897, Ρουμπαί 1897, 22 Ιουλίου 1976, Αθήνα ). 

Γάλλος φιλόλογος, γλωσσολόγος, φιλέλληνας ελληνιστή και διανοούμενος, που διετέλεσε διευθυντής του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών.

Πέθανε 5 χρόνια μετά τον θάνατο του Γεωργίου Σεφέρη. 

............................................................. 

Γιώργος Σεφέρης – Η κηδεία του που έγινε διαδήλωση κατά της Χούντας

tanea.gr > Ιστορικό Αρχείο 

«ΤΑ ΝΕΑ», 21.9.1971, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Γιώργος Σεφέρης – Η κηδεία του που έγινε διαδήλωση κατά της Χούντας

Χιλιάδες κόσμου, στην πλειοψηφία τους νέοι, μετέτρεψαν την κηδεία του σπουδαίου ποιητή σε μία πολυπληθή αντιδικτατορική διαδήλωση

Γιώργος Σεφέρης – Η κηδεία του που έγινε διαδήλωση κατά της Χούντας 

Διαμαντής Γιάννης 

Πενήντα χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από τον θάνατο του ο νομπελίστα έλληνα ποιητή, Γιώργου Σεφέρη, που έφυγε από τη ζωή στις 20 Σεπτεμβρίου 1971.


«Όλα τα ξένα ειδησεογραφικά πρακτορεία καθώς και οι ραδιοφωνικοί και τηλεοπτικοί σταθμοί μετέδωσαν εκτενή τηλεγραφήματα από την Αθήνα για το θάνατο του τιμημένου με Βραβείο Νόμπελ (1963) Έλληνος ποιητού με μακρά στοιχεία για τη ζωή, το έργο και την πνευματική προσφορά του».

Τον Απρίλιο του 1970, η διεθνής κατακραυγή είχε αναγκάσει τη Δικτατορία να απελευθερώσει τον κρατούμενο Μίκη Θεοδωράκη και έκτοτε ο συνθέτης βρίσκεται αυτοεξόριστος στο Παρίσι.


Στις 22 Σεπτεμβρίου 1971. «ΤΑ ΝΕΑ» δημοσιεύουν το τηλεγράφημα του Μίκη προς τη Χούντα με το οποίο ζητά να παρευρεθεί στην κηδεία του Γιώργου Σεφέρη.


«Ο ραδιοσταθμός του Λονδίνου μετέδωσε χθες το βράδυ ότι ο συνθέτης Μίκης Θεοδωράκης όταν ανηγγέλθη ο θάνατος του Γ. Σεφέρη απέστειλε τηλεγράφημα προς τον πρεσβευτή της Ελλάδος στο Παρίσι. 

Το τηλεγράφημα έχει ως εξής:

«Στενός συνεργάτης του Γιώργου Σεφέρη, ζητώ να μου παρασχεθή άδεια διαρκείας 24 ωρών, όπως δυνηθώ να παραστώ στην κηδεία του. Μίκης Θεοδωράκης»

Τελικά δεν στάθηκε δυνατό να είναι παρόν ο Θεοδωράκης στην κηδεία του. 

Παρόντα όμως ήταν τα τραγούδια του, με τα οποία πλήθος συγκεντρωμένων μετέτρεψε την τελετή σε αντιδικτατορική διαδήλωση.

Γράφουν «ΤΑ ΝΕΑ», της 23ης Σεπτεμβρίου 1971:

«Το Γιώργο Σεφέρη συνόδευσαν στην τελευταία του κατοικία προσωπικότητες του πολιτικού, επιστημονικού, πνευματικού και καλλιτεχνικού κόσμου, αλλά και απλοί άνθρωποι του λαού με τη φορμά της δουλειάς.

»Αλλά η μεγάλη, η συντριπτική πλειοψηφία αυτών που κατευόδωσαν τον Ποιητή στο μεγάλο του ταξίδι ήταν νέοι, κυρίως φοιτηταί του Πανεπιστημίου, σπουδασταί άλλων Ανωτάτων Σχολών, αλλά και εργαζόμενοι νέοι.

»Οι νέοι έσπευσαν να σηκώσουν το νεκρό στα χέρια του, στο Νεκροταφείο, οι νέοι έφεραν τα πολυάριθμα στεφάνια, οι νέοι άρχισαν να τραγουδούν τον Εθνικό Ύμνο, το μελοποιημένο από το Μίκη Θεοδωράκη ποίημα του Σεφέρη «Άρνηση» και το κρητικό δημοτικό τραγούδι «Πότε θα κάνη ξαστεριά».

»Οι νέοι άρχισαν να φωνάζουν συνθήματα. 

Οι νέοι ήταν εκείνοι που κατέκλυσαν από πολύ νωρίς το Ναό.

 Ήδη στις 3 μ.μ., ο Ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, στην Πλάκα, ήταν ασφυκτικά γεμάτος, καθώς και όλοι οι γύρω δρόμοι και τα πλήθη εξακολουθούσαν να προσέρχονται ολοένα πυκνότερα.

(…)

Κατά το Ασσοσιέιτεντ Πρες, περί τα 3000 άτομα έξω από το ναό που κηδεύθηκε ο Σεφέρης, κραύγαζαν “Δημοκρατία – Ελευθερία” και τραγουδούσαν γνωστό τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη.

»Κατά το αυτό πρακτορείο, η κηδεία του ποιητή Σεφέρη ήταν η πρώτη ευκαιρία για τους Έλληνες να εκφράσουν τα αισθήματά του, από την εποχή της κηδείας του Γεωργίου Παπανδρέου, την οποίαν είχον παρακολουθήσει 250.000 άτομα, κραυγάζοντας συνθήματα εναντίον του καθεστώτος».

Ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν ανάμεσα στους «διανοούμενους του Παρισιού» που απέστειλαν τηλεγράφημα στα «ΝΕΑ» για τον χαμό του Γιώργου Σεφέρη και δημοσιεύθηκε από την εφημερίδα στις 23 Σεπτεμβρίου 1971.

Οι Έλληνες διανοούμενοι που βρίσκονται μακριά από την πατρίδα συμμετέχουν στο μέγα πένθος για τον θάνατο του Γιώργου Σεφέρη και τιμούν τον ποιητή και τον άνδρα, το έργο του και τους αγώνες τους».

Το στεφάνι που έστειλε ο Μίκης Θεοδωράκης στη μνήμη του Σεφέρη έγραφε:

«Στον μεγάλο μας ΔΗΜΙΟΥΡΓΟ που δόξασε την Ελλάδα. Μίκης Θεοδωράκης»

«ΤΑ ΝΕΑ», 23.9.1971, Ιστορικό Αρχείο

 «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»



Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2021

Τελευταίο "αντίο" στον Μίκη Θεοδωράκη σήμερα, στον τόπο που επέλεξε ο ίδιος, στον τόπο της καταγωγής του στον Γαλατά Χανίων, Κρήτης...

Η Κρήτη, τα Χανιά, η πατρογονική γη, υποδέχθηκε σήμερα το ξημέρωμα της 9ης Σεπτεμβρίου 2021, τον μεγάλο 'Ελληνα, 🇬🇷

Μίκη Θεοδωράκη τον ΟΥΡΑΝΟ-Μίκη* και πάντιμα όπως αρμόζει, 
θα τον συνοδεύσει, όπως εκείνος το ήθελε, στην τελευταία του κατοικία, 
στον Γαλατά Χανίων
πλάι στους τάφους των γονέων του, 
ν' αναπαυθεί 🙏 Εν Ειρήνη 🕊️👏👏
*ΟΥΡΑΝΟ-Μίκη τον αποκάλεσε για πρώτη φορά ο +Μακαριστός Ειρηναίος Γαλανάκης, ο επίσης πολυαγαπημένος και λαοπρόβλητος, Μητροπολίτης Κισσάμου και Σελίνου Χανίων. 


   Μετά την τελετή αποχαιρετισμού στη Μητρόπολη Αθηνών όπου η σορός του Μίκη Θεοδωράκη παρέμεινε για λαϊκό προσκύνημα, 

με διάχυτη την παλαική συγκίνηση από πλήθος του κόσμου για τρεις ημέρες,

η σορός του Μίκη Θεοδωράκη οδηγήθηκε στο λιμάνι του Πειραιά και μεταφέρθηκε με το πλοίο της γραμμής στην Κρήτη, για να φτάσει,

σήμερα Πέμπτη, 9 Σεπτεμβρίου 2021 στις 7:30, το πρωΐ στο λιμάνι της Σούδας, όπου τον περίμενε πλήθος κόσμου, μαζί με την φιλαρμονική του Δήμου Χανίων για να τον συνοδεύσει στην τελετή του αποχωρισμού. 

96 βρακοφόροι όσα και τα χρόνια του εκλιπόντος, συνόδευαν το φέρετρο! 

Εχθές επίσης και στο λιμάνι του Πειραιά είχε επικρατήσει τεράστια συγκίνηση, όπου ο συγκεντρωμένος κόσμος απηύθυνε το ύστατο χαίρε στον "Οικουμενικό" Μίκη Θεοδωράκη. 

Εκατοντάδες ήταν οι πολίτες που βρέθηκαν στην πύλη Ε2 στο λιμάνι προκειμένου να τιμήσουν τον μεγάλο μουσικοσυνθέτη και να του απευθύνουν το ύστατο χαίρε. 

Εκεί η φιλαρμονική ορχήστρα του Πειραιά έπαιζε τα τραγούδια του. 

Από την χθεσινή τελετή του αποχαιρετισμού στον Μητροπολιτικό ναό Αθηνών, 
όπου παραβρέθηκε σύσσωμη η πολιτική αρχή αλλά και ο απλός λαός, μέσα και έξω από τον ναό, 
ξεχωρίζουμε και παραθέτουμε παρακάτω τον ιδιαιτέρως συγκινητικό επικοίδιο λόγο της ΠΤΔ

Μητρόπολη Αθηνών - Κατερίνα Σακελλαροπούλου, ΠΤΔ  - Ο συγκινητικός αποχαιρετισμός. 

Eμφανώς συγκινημένη και με μεγάλο σεβασμό, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου, αποχαιρέτησε τον μεγάλο μας μουσικοσυνθέτη σημειώνοντας ότι ο Μίκης Θεοδωράκης 

«θα είναι πάντα εδώ, ένα άνθος φυτρωμένο στην ώριμη μνήμη όλων μας». 

«Όλοι μαζί, όλες οι ηλικίες κι όλες οι γενιές αποχαιρετούμε σήμερα, τον Έλληνα και Οικουμενικό, Πατριώτη και Διεθνή, Μίκη Θεοδωράκη, σύμβολο και παράδειγμα μαζί» τόνισε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου στον επικήδειο που εκφώνησε στην τελετή αποχαιρετισμού στη Μητρόπολη Αθηνών και αναφέρθηκε στη ζωή του αλλά και στο σπουδαίο καλλιτεχνικό και πολιτικό του έργο.

Ο αποχαιρετιστήριος λόγος της Προέδρου της Δημοκρατίας 

«Σήμερα αποχαιρετάμε τον Μίκη Θεοδωράκη, όλοι μαζί, όλες οι ηλικίες κι όλες οι γενιές. 

Και αυτές που μοιράστηκαν μαζί του βιωμένες εμπειρίες, και αυτές που εισέπραξαν τα τραγούδια του σαν ένα κάλεσμα για την υπέρβαση του ατομικού και τη συνάντηση με τους άλλους· σαν ένα κώδικα που υπερέβαινε τις συγκυρίες, σηματοδοτώντας την αντίσταση, την ελπίδα, τη συντροφικότητα, τη συλλογική διεκδίκηση· σαν ένα μήνυμα ελευθερίας. 

Και μαζί με τους μεγαλύτερους, τον αποχαιρετούν και οι νεότερες γενιές, τα παιδιά και οι έφηβοι. 

Γιατί και οι νέοι μας συγκινούνται όταν τραγουδούν το 

«Ένα το χελιδόνι» στα σχολειά τους, παρασυρμένοι από τον εγερτήριο άνεμο που διαπερνά τους στίχους και τη μουσική. 

Εκείνο τον σχεδόν μεταφυσικό άνεμο-ζωοδότη μιας εποχής οδύνης αλλά και ανάτασης, αγώνων και μεγάλων οραμάτων.

Τον αποχαιρετούν οι άνθρωποι, αλλά και οι τόποι. Οι τόποι που τους έζησε σαν δωρεά, τόποι μυρωμένοι των παιδικών του χρόνων, η Χίος, η Μυτιλήνη, τα Γιάννενα, το Αργοστόλι, ο Πύργος, η Πάτρα, η Τρίπολη, όπου και έδωσε την πρώτη του συναυλία σε ηλικία 17 ετών με το έργο του «Κασσιανή»· οι τόποι της νιότης του – η Αθήνα, τα Χανιά, η Αλεξανδρούπολη – και της διεθνούς του αναγνώρισης: από το Παρίσι ως τη Μόσχα, από το Τελ Αβίβ ως τη Στοκχόλμη, από το Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη ως την Αβάνα. 

Αλλά και οι τόποι της εξορίας, η Ικαρία, η Μακρόνησος, η Ζάτουνα της Αρκαδίας, ο Ωρωπός, τους οποίους ο συνθέτης μετέτρεψε σε εστίες δημιουργικής έμπνευσης, καταφέρνοντας έτσι να ακυρώσει έμπρακτα τη φίμωσή του.

Ο Μίκης Θεοδωράκης επέδρασε καταλυτικά στο αισθητικό, το ηθικό, το πολιτικό μας φρόνημα. Δημιούργησε ένα ιδιαίτερο μουσικό σύμπαν, μέσα από τον πλούσιο συγκερασμό δημοτικής παράδοσης και βυζαντινού μέλους, λαϊκού τραγουδιού και σύγχρονων αρμονικών κατακτήσεων, θέλοντας να εκφράσει, καθώς έγραφε το 1972, «την απέραντη ευαισθησία και το ένθεο πάθος του λαού μας». 

Έβαλε τους στίχους των ποιητών μας στο στόμα του καθένα από μας και τους έκανε κοινό μας κτήμα, σε τέτοιο, μάλιστα, βαθμό, «ώστε ακούγοντας ένα τραγούδι, να μη μπορείς να φανταστείς τη μουσική με άλλο κείμενο, ούτε όμως και το ποίημα με διαφορετική μουσική», όπως σημείωνε ο ίδιος. 

Έδωσε ρωμαλέα αγωνιστικότητα στο ελληνικό τραγούδι, δραματική διάσταση στις επικές του συνθέσεις, λυρική ομορφιά και υπόρρητη μελαγχολία στις μπαλάντες του.

Έλληνας και οικουμενικός, πατριώτης και διεθνής, ο Μίκης Θεοδωράκης υπήρξε σύμβολο και παράδειγμα μαζί. 

Σύμβολο της υπεύθυνης ατομικής στάσης απέναντι στα σκληρά αιτήματα της Ιστορίας, συνέδεσε το όνομά του, ήδη από τα πρώτα του νιάτα, με το ΕΑΜ και την αντίσταση την περίοδο της ναζιστικής Κατοχής. 

Με την πολιτική και πολιτιστική έκρηξη της δεκαετίας του εξήντα, με τους Λαμπράκηδες και το κίνημα της ειρήνης, με την αντιδικτατορική δράση εναντίον της χούντας των συνταγματαρχών. 

Στη μεταπολίτευση, υπερασπίστηκε σθεναρά τη «λύση Καραμανλή», την ενότητα της αριστεράς, την υπόθεση της Κύπρου, την εθνική συμφιλίωση. Παράδειγμα θάρρους στην έκφραση γνώμης και τόλμης στη διατράνωση των πιστεύω του, αψήφησε διώξεις, συλλήψεις, εκτοπισμούς, διαψεύσεις, πικρίες – το βαρύ προσωπικό κόστος της συνέπειάς του ως πνευματικού πρωτοπόρου στο ηθικό χρέος απέναντι στην πατρίδα και τους ανθρώπους της, όπως το αντιλαμβανόταν και το όριζε ο ίδιος. Διακινδύνευσε για χάρη των κοινών, προσφέρθηκε στον διάλογο και στην κριτική, αντιστάθηκε στις δεσμεύσεις του μύθου του. 

Υπόδειγμα της διάχυσης του εαυτού μέσα στα πολλά πρόσωπα της κοινωνίας, κινήθηκε με την ίδια άνεση και ζωντάνια στους πιο διαφορετικούς κοινωνικούς χώρους, είτε ανάμεσα στους συγχωριανούς του και τους φίλους του από τα παλιά, είτε ανάμεσα σε πολιτικούς ηγέτες παγκόσμιου βεληνεκούς. 

Τόσο η δημιουργία όσο και η πολιτική του στάση καθορίστηκαν πάντοτε από την πεποίθηση ότι ποιητική ύλη και ποιοτική αλήθεια μπορεί να βρει ο καλλιτέχνης στους κόλπους του λαού· και ότι χωρίς την πίστη στον λαό του κανείς δημιουργός δεν μπορεί να ανοίξει τα φτερά του στον κόσμο.

Άνθρωπος της πράξης και ταυτόχρονα ρομαντικά υπερβατικός, κατάφερε, ως το τέλος της ζωής του, να ηλεκτρίζει με την παρουσία του το συναίσθημα όλων μας. 

Μολονότι πολιτικά υπήρξε μοναχικός –«μόνος, ανένταχτος, ανεξάρτητος, αυτοστρατευμένος», αυτοχαρακτηριζόταν– δεν πρόδωσε ποτέ τις τρεις δεσπόζουσες της ζωής του: την υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας, την απαίτηση για κοινωνική δικαιοσύνη, την αφοσίωση στα υψηλά προτάγματα της τέχνης του. 

Έγινε έτσι ένας παιδαγωγός του έθνους, που με την πολιτισμική και κοινωνική του παρέμβαση άλλαξε την Ελλάδα και τον καθένα μας με τρόπο πιο έμμεσο αλλά και πιο βαθύ απ’ όσο μπορούμε να διαγνώσουμε σήμερα.

Μαχητικός, χειμαρρώδης, ακατάβλητος, διέρρηξε τα όρια της εθνικής μας μοναξιάς, της ηττοπάθειας, της αποθάρρυνσης, και συνταιριάζοντας το εθνικό με το πανανθρώπινο, έδειξε έναν δρόμο για τη σφυρηλάτηση της νεοελληνικής μας ταυτότητας. 

Μας έδωσε τον ανεκτίμητο μίτο της μουσικής του για να τον ξετυλίξουμε, να βγούμε στο ξέφωτο της δημοκρατίας και να μετατρέψουμε το σάλπισμά του σε πράξη και Πολιτεία, λογοδοτώντας στην ιστορία μας. Δηλώνοντας παρών σε κάθε καμπή της εθνικής μας περιπέτειας, πάντα μεταβολίζοντας την ιστορική στιγμή μέσα από τα χαρακτηριστικά της ξεχωριστής, έντονης προσωπικότητάς του, σφράγισε ανεξίτηλα την ελληνική ζωή. 

Κι αν έγινε, και θα παραμείνει εσαεί, κραταιό πολιτισμικό σύμβολο είναι γιατί στο πρόσωπο και στη δημιουργία του συναιρέθηκαν μερικά από τα πιο ενθουσιώδη, οιστρήλατα, οραματικά στοιχεία της νεοελληνικής ιδιοπροσωπίας.

Με σεβασμό και συγκίνηση, εκ μέρους όλων των Ελλήνων, αποχαιρετώ τον Μίκη Θεοδωράκη. 

Θα είναι πάντα εδώ, ένα άνθος φυτρωμένο στην ώριμη μνήμη όλων μας».

ΠΗΓΗ: Κατερίνα Σακελλαροπούλου: «Ο Μίκης Θεοδωράκης θα είναι πάντα εδώ» | Έθνος https://www.google.com/amp/s/www.ethnos.gr/politiki/173211_katerina-sakellaropoyloy-o-mikis-theodorakis-tha-einai-panta-edo%3famp 

08.09.2021 - 20:40

Μίκης Θεοδωράκης


Τετάρτη 8 Σεπτεμβρίου 2021

Ο Μίκης Θεοδωράκης και το ζήτημα της ελληνικότητας, του Γιώργου Κοντογιώργη.


*Γ. Κοντογιώργης: 

Ο Μίκης Θεοδωράκης και το ζήτημα της ελληνικότητας

+Εις μνήμη Μίκη Θεοδωράκη.

Γιώργος Κοντογιώργης

Το 1973 ο Μίκης Θεοδωράκης, το ιερό τέρας για όλους εμάς την εποχή εκείνη, πραγματοποίησε μία συναυλία στο αμφιθέατρο της διεθνούς πανεπιστημιούπολης του Παρισιού. 

Δίπλα μου ακριβώς καθόταν ένας ιεραπόστολος της καθολικής εκκλησίας και όταν μας άκουσε να μιλάμε ελληνικά μου λέει: ”Εάν είχαμε εμείς τον Θεοδωράκη θα είχαμε κατακτήσει την Αφρική μαζί του!”.

Είναι συγκλονιστικό να το ακούει κανείς από έναν άνθρωπο που τοποθετείται στην άλλη όχθη, όταν μάλιστα γνωρίζει ποια ακριβώς είναι η αντιμετώπιση όσων εξέχουν από την ελλαδική άρχουσα τάξη. Στην περίπτωση του Μίκη εφαρμόσθηκε συχνά το αρχαίο ρητό των τυράννων «το τους υπερέχοντας στάχεις κολλούειν». 

Ο Μίκης Θεοδωράκης και το ζήτημα της ελληνικότητας. 

Τον Μίκη Θεοδωράκη τον γνώρισα πραγματικά το 1992 όταν είχε κυκλοφορήσει στο Παρίσι ένα βιβλίο μου «Ελληνική Ιστορία – Histoire de la Grèce», το οποίο διαπραγματευόταν την ελληνική εξέλιξη στις σταθερές της και στη συνέχειά της από τους κρητομυκηναϊκούς χρόνους μέχρι τότε (μέχρι το 1992).

Με το που βρεθήκαμε κάποια στιγμή στον δρόμο μου είπε με περισσή ικανοποίηση ότι το είχε διαβάσει. Με κάλεσε να ανέβω στο σπίτι του (μέναμε πολύ κοντά στην ίδια γειτονιά) και είχαμε έναν μακρύ διάλογο για το επιχείρημα του βιβλίου. Από τότε αρχίσαμε έναν διάλογο για τα μεγάλα ζητήματα του ελληνισμού και της ανθρωπότητας, τον οποίο λυπάμαι απολογιστικά που δεν είχα την πρόνοια να κρατήσω σε μαγνητόφωνο.

Ο Μίκης Θεοδωράκης, εκτός από την αφηγηματική του ικανότητα η οποία εντυπωσιάζει, ήταν και βαθιά στοχαστικός ως φιλόσοφος. Γι′ αυτό και η τέχνη του θεωρώ ότι είναι φιλοσοφούσα τέχνη· δεν απευθύνεται απλώς στο απολαυστικό μέρος της ζωής. 

Συνεχίσαμε με αραιότερο ρυθμό και στην Ελλάδα να βρισκόμαστε και να μιλάμε, ώσπου το 1995 ο Έρικ Χομπσμπάουμ (ένας Άγγλος ιστορικός) έδωσε συνέντευξη με αφορμή το Σκοπιανό που είχε ως τίτλο «Μύθος η ελληνική συνέχεια 3000 χρόνων». Έλεγε διάφορες ανοησίες που κυριολεκτικά δεν στέκουν στη λογική της επιστήμης, όπως για παράδειγμα ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί Έλληνας ένας Θηβαίος αγρότης ο οποίος δεν γνωρίζει Πλάτωνα και Αριστοτέλη. Ως εάν ο Άγγλος χωρικός στην χώρα του δεν μπορεί να δηλώσει Άγγλος επειδή δεν γνωρίζει Σαίξπηρ.

Εν πάση περιπτώσει, είχα προβεί στην αντίκρουση του επιχειρήματος αυτού, η οποία συγκέντρωσε τότε την ομοβροντία μιας χυδαίας επίθεσης από σύσσωμη τη λεγόμενη «Αριστερή διανόηση» –και όταν λέω χυδαία, εννοώ κυριολεκτικά χυδαία και στον τρόπο, στις εκφράσεις. Εθίγη ο μύθος, ο μέντορας των αρχών της επιστήμης και της Ιστορίας στον οποίο έθυε η διανόηση της Αριστεράς.

Σημειώνω ότι ο Νίκος Πουλαντζάς σε ένα ανέκδοτο έργο του που εξέδωσα αργότερα (Νίκος Πουλαντζάς, Κράτος, κοινωνικές τάξεις, καπιταλισμός, ιμπεριαλισμός, με εκτενή Προλεγόμενα δικά μου, Εκδόσεις Παπαζήση, 2019) γράφει για την εν λόγω Αριστερά ότι έχει τεράστιο πρόβλημα με το έθνος διότι έχει τεράστιο πρόβλημα με τον εαυτό της. Ότι είναι καθεστωτική.

Μόλις πληροφορήθηκε ο Μίκης τα συμβάντα με κάλεσε στο σπίτι του και είχαμε μία πολύ εκτενή συζήτηση. Στο τέλος μου είπε ότι πάντα ήθελε να κάνει μια παρέμβαση με βάση το επιχείρημα της δικής μου ανάλυσης για το ζήτημα του έθνους και της ελληνικής συνέχειας. Μου πρότεινε να την πραγματοποιήσουμε από κοινού.

Συνέβη τότε να είναι έτοιμο να κυκλοφορήσει το βιβλίο που άνοιξε το ζήτημα του έθνους στη μεταπολίτευση και περιείχε την αντίκρουση του Χομπσμπάουμ καθώς και άλλα συναφή θέματα, επιπλέον και τις ανοίκειες επιθέσεις που δέχθηκα. Έφερε τον τίτλο «Έθνος και Εκσυγχρονιστική Νεοτερικότητα»(Εναλλακτικές Εκδόσεις).


Του πρότεινα λοιπόν να λάβουμε αυτό ως αφετηρία. Στον χώρο του Ιανού έγινε η παρουσίαση του ανωτέρω βιβλίου, στο πλαίσιο της οποίας αναπτύχθηκε ένας εξαιρετικά ενδιαφέρων διάλογος. 

Ο Μίκης Θεοδωράκης μαζί με τον Γιώργο Κοντογιώργη

Το κείμενο της παρουσίασης του βιβλίου από τον Μίκη, ένα πρόσθετο κείμενό του και δύο δικά μου κείμενα για την ελληνική διανόηση στο Παρίσι στα δύο επάλληλα κύματα του εμφυλίου και της δικτατορίας αποτέλεσαν το σώμα του κοινού μας βιβλίου που φέρει τον τίτλο «Ελληνικότητα και Διανόηση»(Εκδόσεις Ιανός, 2007). 

Στην πραγματικότητα με την παρέμβασή του αυτή ο Μίκης θέλησε να δώσει το στίγμα της συνηγορίας του σε έναν διάλογο που, με αφετηρία τις πραγματικότητες του ελληνισμού, αναδείκνυε το έθνος σε φαινόμενο συστατικό της ελευθερίας, δηλαδή στο βάθος σε ανάχωμα κατά του αποκαλούμενου  «ιμπεριαλισμού» ή, ορθότερα, της «διεθνούς των αγορών». Τον ενόχλησε ιδιαίτερα το γεγονός ότι η λεγόμενη «ανανεωτική» Αριστερά ανελάμβανε εργολαβικά να στρατευθεί εναντίον της προόδου και να υπηρετήσει ως θεραπαινίδα ένα κατεξοχήν ιμπεριαλιστικό δόγμα. 

Αυτό που εντυπωσίασε ιδιαίτερα τον Μίκη, και μάλιστα συνέλαβε με πάρα πολύ παραστατικό τρόπο στο μάθημα της ελληνικής Ιστορίας ήταν η επισήμανσή μου  ότι ο ελληνισμός με τις λεγόμενες «κοινότητες» στην Τουρκοκρατία συγκροτούσε μια αδιάπτωτη συνέχεια από την απώτατη αρχαιότητα.

Οι κοινότητες αποτελούσαν την ομοθετική συνέχεια των πόλεων κρατών με το ίδιο πολιτειακό σύστημα, ως επί το πλείστον με τη μέση δημοκρατία στο οικονομικό και πολιτικό πεδίο και με τις ίδιες αρχές, όπως εναρμονίσθηκαν σταδιακά την περίοδο της οικουμένης. Αυτές οι θεμέλιες κοινωνίες των Ελλήνων ήσαν η αιτιακή βάση του ελληνικού ταυτοτικού ιδιώματος και πολιτισμού.

Κατάλαβε δηλαδή ότι ουσιαστικά η συγκρότηση του νεοελληνικού απολυταρχικού/δεσποτικού κράτους μετέβαλε τον ελληνισμό που έως τότε σταδιοδρομούσε ως έθνος με όρους κοσμοσυστήματος σε προσάρτημα της δεσποτικής Δύσης και, το χειρότερο, τον επανέφερε εξ επόψεως εξέλιξης στους προ-σολώνειους χρόνους.

Ο Μίκης αντελήφθη μέσα από την ανάγνωση της «Ελληνικής Ιστορίας»/ Histoire de la Grèce ότι η εξαναγκαστική προσομοίωση της ελληνικής κοινωνίας με το φεουδαλικό ιδιώνυμο της Δύσης είναι το πρόβλημα για τη νεοελληνική πραγματικότητα του κράτους έθνους και, βεβαίως, το κεντρικό πρόβλημα με το οποίο δεν μπορεί να συμβιβαστεί η Αριστερά.

Έχει σημασία να αναφέρω ένα μικρό απόσπασμα αυτής της συνάντησης του Μίκη με τον εαυτό του και τη φιλοσοφία που έχει για τον ελληνικό κόσμο όπως την παρουσίασε στις σελίδες του κοινού μας βιβλίου και είναι ένα ψυχογράφημα του ιδίου:

«…Στα 1954 βρέθηκα στο Παρίσι για να σπουδάσω σε βάθος τη μοναδική κατάκτηση των Ευρωπαίων στον τομέα της τέχνης, τη συμφωνική μουσική. Για έναν Έλληνα όπως εγώ, όπως καταλαβαίνετε, δεν μπορούσε να υπάρξει μεγαλύτερη πρόκληση και δοκιμασία.

Γιατί κινδύνευα να πνιγώ είτε να αφομοιωθώ, όπως οι περισσότεροι νέοι συνθέτες που προέρχονταν από χώρες της περιφέρειας, μέσα στη μεγάλη θάλασσα της ευρωπαϊκής μουσικής τέχνης.

Γι’ αυτόν τον λόγο έπρεπε να μεγαλώσει μέσα μου και να ατσαλωθεί η πίστη μου στην ελληνικότητα, γνωρίζοντας ότι μονάχα έτσι θα κατόρθωνα να διατηρήσω την ιδιαιτερότητά μου ως Έλληνας με το διαχρονικό βάρος και σημασία αυτής της έννοιας προκειμένου να προβάλλω ακόμα και μέσα από τα τόσο ισχυρά ευρωπαϊκά ηχητικά υλικά την ουσία της ελληνικότητας».

Κι αφού εξηγεί πως γέμιζε τους πνεύμονές του και οικοδομούσε τις αντιστάσεις του απέναντι σε θεωρίες που υιοθετούσε κυρίως η Αριστερά των Φαλμεράγιερ, Χομπσμπάουμ και Ζαχαριάδη, καταλήγει:

«… Τότε, σε αυτές τις κρίσιμες στιγμές, διάβασα το πρώτο βιβλίο του Γιώργου Κοντογιώργη, το Ελληνική Ιστορία – Histoire de la Grèce στα γαλλικά, και στη συνέχεια γνώρισα τον ίδιο προσωπικά στο Παρίσι. Και ομολογώ ότι έκτοτε το ταξίδι μου έγινε ευκολότερο καθώς ο ήλιος της βεβαιότητας έσβηνε σιγά-σιγά τις μαυρίλες που μας σκέπαζαν και που δυστυχώς μας απειλούν ακόμα με τον σκοταδισμό τους και σήμερα».

Αναφέρει και αναλύει ακριβώς αυτήν την ταύτισή του όχι με τον Κοντογιώργη, αλλά με ένα επιχείρημα το οποίο είναι απολύτως οφθαλμοφανές γιατί βασίζεται στις πηγές και έχει να κάνει με την καθαρότητα της έννοιας ελληνικότητα. 

Στο κλίμα αυτό, ο Μίκης συνειδητοποίησε ότι η άρνηση της ελληνικής συνέχειας έχει να κάνει με την άρνηση της προόδου. 

Διότι άλλο είναι η δυτική δεσποτική/φεουδαλική πραγματικότητα και άλλο η ελληνική ανθρωποκεντρική οικουμένη, η οποία, μόνο αυτή, διδάσκει τη διαχρονική εξέλιξη της ανθρώπινης κατάστασης εν ελευθερία, δηλαδή με πρόσημο την πρόοδο εν δημοκρατία.

Το ερώτημα που θέτει ο Μίκης είναι ακριβώς αυτό: τι είναι εκείνο που κάνει την Αριστερά να αρνείται τον εαυτό της, να αρνείται την ταυτότητά της, να αρνείται την ίδια την ιστορική της μήτρα, να βλέπει τον εαυτό της μέσα από τους αντικατοπτρισμούς του άλλου;

Το συμπέρασμά του είναι ότι έχει βαθιά αντιδραστικά αντανακλαστικά, τα οποία ανάγονται στις ιδεολογικές δουλείες του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Ακριβώς αυτό είναι το κεντρικό πρόβλημα του ελληνισμού σήμερα, το οποίο διέκρινε ότι ήταν διάχυτο σε όλο το ελληνικό πολιτικό φάσμα με προέχουσα τη διανόηση.

Εν πάση περιπτώσει, θέλω να επανέλθω εν κατακλείδι σε μία επισήμανση που διατύπωσα στην αρχή του λόγου μου, την οποία θεωρώ κρίσιμη για την κατανόηση του Μίκη.

Η τέχνη του είναι, όπως και η σκέψη του, φιλοσοφούσα. Ο Μίκης, όταν οι άλλοι παρακολουθούσαν τις αποφάσεις του με αφετηρία τις κομματικές τους οριοθετήσεις, εκινείτο με μέτρο το βάθος των πραγμάτων, με πρόσημο το εθνικό και μέτρο την πρόοδο.

Ο Μίκης έφερε τους μεγάλους της ποίησης και το Βυζάντιο στη ζωή μας!

Έβγαλε κυριολεκτικά την ποίηση από το μαυσωλείο και το Βυζάντιο από την εκκλησία και τα κατέθεσε ως κοινό κτήμα πάνω στο οποίο όφειλε να οικοδομηθεί το ελληνικό πολιτισμικό παράδειγμα στον διάλογό του με τη Δύση και τον κόσμο.

Τούτο όμως δεν είναι εφικτό χωρίς να αντλήσει κανείς από τη μεγάλη δεξαμενή της ελληνικής κοσμοσυστημικής παγκοσμιότητας. Το να μηρυκάζει κανείς αμάσητες τις ιδεολογικές παλινωδίες της Δύσης, το να υιοθετεί τις περί Βυζαντίου απόψεις της δυτικής ταξινομίας, τις οποίες η Δύση οικοδόμησε για να αρνηθεί την ελληνική συνέχεια και να παρεμβληθεί η ίδια ως γέφυρα της αρχαιότητας με τη νεοτερικότητα, σημαίνει ότι αρνείται ουσιαστικά την έννοια και της Αριστεράς, αλλά κυρίως την έννοια της προόδου.

Ο Μίκης είχε πεισθεί ότι ο Έλληνας όφειλε να τα βρει με τον εαυτό του και μάλιστα ότι η πρόοδος της ανθρωπότητας σήμερα συμβαδίζει με τη σημειολογία της εξέλιξης που διδάσκει ο ελληνικός κόσμος από την αρχαιότητα έως και την Τουρκοκρατία.

Γνώριζε καλά ότι ο ελληνικός πολιτισμός στο σύνολό του διατηρεί ατόφια την επικαιρότητά του και εμπνέει την εποχή μας υπό το πρίσμα του μέλλοντος της προόδου. Αν το έργο του κατέκτησε τον πλανήτη και συγκέντρωσε τον σεβασμό όλων οφείλεται ακριβώς στο ότι εγγράφεται ως ομοθετική προέκταση της ανθρωποκεντρικής οικουμενικότητας του ελληνικού παραδείγματος. 

Λέγεται συχνά ότι ο Μίκης υπήρξε αντιφατικός στην πολιτική του πράξη. Θα έλεγα ότι η αντιφατικότητά του οφείλει να αναζητηθεί στους άλλους, στις διαφορετικές αφετηρίες που υπαγόρευαν τις αποφάσεις του.

Οι κριτές του διέκριναν σ’αυτόν την αποστασία από την κομματική τους ορθοταξία ή ιδιοτέλεια, τη στιγμή που ο Μίκης διέκρινε στις επιλογές του το συμφέρον της κοινωνίας και του έθνους. Είναι οι ίδιοι αυτοί που τώρα που έφυγε σπεύδουν να τον περιβάλλουν με πλήθος εγκωμίων για να επενδύσουν στην φήμη του, ενώ λίγο πριν δεν δίσταζαν να τον περιλούσουν με δακρυγόνα και να καταστείλουν τις ιδέες του. 

Εν ολίγοις ο Μίκης υπήρξε συγχρόνως ένας συνεπής και ασυμβίβαστος αγωνιστής, ένας στοχαστής του βάθους των πραγμάτων και ένας απαράμιλλος δημιουργός. Ο στοχασμός του οδηγούσε την πράξη του και τα δύο μαζί το δρόμο της δημιουργίας. Κοινός παρονομαστής της ενότητάς τους η ελληνικότητα ως πρόταση ζωής και ως πολιτισμός, ο λαός ως χρέος δικαιοσύνης και ελευθερίας, η ανθρωπότητα ως πρόοδος.

Κατά τούτο, η μοναδικότητα του Μίκη έγκειται στο ότι μια μεγάλη μουσική δημιουργία εφάμιλλη αν όχι ανώτερη των μεγάλων του κόσμου έγινε κτήμα του λαού και των αγώνων του. Οι μεγάλοι μουσικοί δημιουργοί που γνωρίζουμε ήσαν συνήθως τρόφιμοι της αυλικής δεσποτείας.

ΠΗΓΗ: huffingtonpost.gr

*Ο Γιώργος Κοντογιώργης είναι ομ.καθηγητής και πρώην πρύτανης του Παντείου Πανεπιστημίου.

Διαβάστε: Μίκης και Εκκλησία: Ήμουν αντιστασιακός, κομμουνιστής και παράλληλα Χριστιανός, άνθρωπος που πίστευε στην Ορθοδοξία.