Ανώγεια . 7 Ιουλίου , κάπου στο τέλος της δεκαετίας του 30 . Στο σπίτι του Γιώργη του Ξυλούρη του καφετζή έχουν πανηγύρι . Η Ελευθερία η γυναίκα του , μετά από τρεις θηλυκές γέννες , φέρνει στον κόσμο το πρώτο αρσενικό της φαμίλιας , τον Νικόλα . Γειτόνισσες , συγγένισσες κι η θειά πού ‘ χει καημό με την ατυχία τ ΄ άδελφού τσι με τσί κόρες , όλες σκυμμένες πάνω από την κούνια του μωρού δίνουν , ασημώνουν και κάνουν προγνωστικά για το μέλλον του .
« Γιά δε το κούτελο φαρδύ πού ΄ναι . Μια μέρα θα γενεί σπουδαίος »
Χρόνια δύσκολα για τους Ανωγειανούς εκείνα του ΄30 . Λίγο το λάδι , λίγο το ψωμί . Χωριό κατεστραμμένο απ ΄την Τουρκιά , βουτηγμένο στα μαύρα . …Φτωχιά η οικογένεια του Ψαρογιώργη
( ήταν το παρατσούκλι που τούχανε κολλήσει γιατί , καταπώς λέγαν οι παλιοί , ο πατέρας του εσκότωνε τσί Τούρκους σαν τα ψάρια ). μα αγαπητή σ ΄όλο το χωριό . Σ ΄αυτή τη γωνιά της γής ο Νίκος κάνει τα πρώτα του βήματα . Τις νύχτες νανουρίζεται με τους ήχους λύρας που παίζει γι αυτόν ο παππούς του , πρώτος λυράρης στο χωριό , και τις μαντινάδες που του τραγουδά η μάνα του .Η λάλη του τον μεταφέρει με τα παραμύθια της σε τόπους μακρινούς , σε πύργους και παλάτια με στοιχειωμένους βασιλιάδες . Του μιλά γι ΄αντρειωμένους ιππότες , γι ΄άρματα , και του μαθαίνει ν ΄άψηφά τον κίνδυνο , σκιά να μη φοβάται .
( ήταν το παρατσούκλι που τούχανε κολλήσει γιατί , καταπώς λέγαν οι παλιοί , ο πατέρας του εσκότωνε τσί Τούρκους σαν τα ψάρια ). μα αγαπητή σ ΄όλο το χωριό . Σ ΄αυτή τη γωνιά της γής ο Νίκος κάνει τα πρώτα του βήματα . Τις νύχτες νανουρίζεται με τους ήχους λύρας που παίζει γι αυτόν ο παππούς του , πρώτος λυράρης στο χωριό , και τις μαντινάδες που του τραγουδά η μάνα του .
Παιδί αδύνατο , ευαίσθητο από τα μικρά του χρόνια ο Νίκος ,γίνεται ο καημός του πατέρα και της μάνας . « …..Μόνο τα πρόβατα του άρεσαν . Να τα παίρνει ψηλά στα Πετροβολάκια που ΄ταν τα βοσκοτόπια των Ξυλούρηδων και να κάθεται όλη μέρα μαζί τους αγναντεύοντας τον ορίζοντα . ‘ Όταν δεν ήταν με τα ζωντανά έκανε σκανταλιές μιας και μετά , σαν μεγαλώσαμε . Κανένα δεν άφηνε απείραχτο . ΄Ετσι έγινε από μικρός ο αρχηγός στα παιχνίδια μας και μετά , σαν μεγαλώσαμε, αρχηγός της παρέας στις καντάδες και τα γλέντια » . Μόνο η λύρα και το τραγούδι μέρευε το Ψαρονικολάκι . ΄Ένα βράδυ κατέβηκε από το βουνό κρατώντας στα χέρια του δύο βέργες κι έκανε πως έπαιζε .
« Εγώ θα γίνω λυράρης » , τους είπε .
Κι εκείνοι τον περίπαιξαν « Και ποιός μωρέ σε παίρνει εσένα στη δούλεψή του τόσο μικρός πού ΄σαι »
Τα μικρότερα παιδιά τον λατρεύουν γιατί είναι ο μόνος που δεν τα ΄αποδιώχνει .
Τους δίνει ό , τι έχει και τα βάζει και τραγουδούν μαζί του . Μόλις βγαίνει από την πόρτα τον παίρνουν το κατόπι .
« ΄Ετσι του κολλήσαμε τα παρατσούκλι η κλωσού . Και του έμεινε μέχρι που μεγάλωσε . Ακόμη και τώρα , φτασμένος πια , όταν ερχόταν να μας δει έτσι τον φωνάζαμε »
1941 . Η σκιά του πολέμου και της Κατοχής να σκεπάζει κι αυτές ακόμη τις κορφές του Ψηλορείτη . Τα πρώτα εχθρικά αεροπλάνα πετούν πάνω από τα κεφάλια των Ανωγειανών που για μια ακόμα φορά καλούνται να πολεμήσουν για τη γη τους . Οι άντρες παίρνουν τα βουνά . Μπαίνουν στην αντίσταση κατά του κατακτητή . Αρχηγόςο θείος του Νίκου , καπετάν Μιχάλης ,γνωστός για την απαγωγή του Κράιπερ .
Και τούτη η κατσιφάρα ;
Kαι γιάντα φεύγουν τα πουλιά κι ανατριχιούν τα δάση;
Οι Γερμανοί πλακώσανε κι ουρανοκατεβαίνουν
με μηχανές και με φωθιά την Κρήτη πλημμυρίσαν .
Με την καταστροφή του χωριού τα γυναικόπαιδα μεταφέρονται από τους Γερμανούς στο Μυλοπόταμο . Πρόσφυγες σε ξένο τόπο οι Ανωγειανοί προσπαθούν να επιβιώσουν . Πολλοί χάνονται απ ΄ την πείνα και τις αρρώστιες . ΄Αλλοι σκοτώνονται στα βουνά . Οι γυναίκες βάφουν τα ρούχα μαύρα .
Ευαίσθητη η ψυχή του Νίκου , σημαδεύεται για πάντα . Το κλείσιμο στο σπίτι , οι περιορισμοί , η μπότα του κατακτητή έξω από την πόρτα . Μακριά από τα
βοσκοτόπια του , χωρίς τραγούδι και λύρα . Τόση αδικία δεν τη χωρά ο νούς του . Τέσσερα χρόνια κρατά η προσφυγιά . Το ΄45 η Ελλάδα απελευθερώνεται και μαζί κι η Κρήτη . Οι Ανωγειανοί γυρίζουν στο χωριό τους και αρχίζουν ν ΄ άναστηλώνουν τα ερείπια . Οι Ξυλούρηδες κτίζουν μια κάμαρα και βολεύονται όπως – όπως . Ο πατέρας ανοίγει ξανά το καφενείο . Τα παιδιά κλείνονται μαζί με τα ΄ άλλα Ανωγειανάκια στο οικοτροφείο του Ηρακλείου , ως το ΄46 που κτίζεται το δικό τους σχολειό στο χωριό.
Παλικαράκι πιά στην Τρίτη τάξη ο Νίκος , παρακαλεί τους δικούς του να του πάρουν μια λύρα και να τον αφήσουν να συνεχίσει τη δουλειά του παππού . Ο Ψαρογιώργης είναι ανένδοτος .
« Δεν θα τον κάνω λυράρη . Σαν δεν τα άρέσουν τα γράμματα κάλλιο το ΄χω να πάει στα πρόβατα . ΄Αλλά όχι μουζικάντης να γυρίζει από δω κι από κει ».
Στην τάξη , όπως οι περισσότεροι μαθητές την εποχή εκείνη , δεν σηκώνει ποτέ το χέρι .
« Τελευταίος ερχόταν στο σχολειό ο Νικόλας και πρώτος έφευγε , θυμούνται οι φίλοι του . ΄Οση ώρα κρατούσε το μάθημα εκείνος κοίταγε έξω απ ΄το παράθυρο .Καμιά φορά του λέγαμε : « Σαν το μάθει ο κύρης σου θα σε τιμωρήσει » . Κι αυτός γελούσε . « Γιάντα μωρέ , κακό είναι να κοιτώ έξω ; »
Ο δάσκαλος , όταν δεν ξέρουν μάθημα , τους παίρνει με τη σειρά για χαρακιές . Μα όταν φτάνει σε κείνον δεν τον κτυπά . « Δεν θα τον κάνω λυράρη . Σαν δεν τα άρέσουν τα γράμματα κάλλιο το ΄χω να πάει στα πρόβατα . ΄Αλλά όχι μουζικάντης να γυρίζει από δω κι από κει ».
Στην τάξη , όπως οι περισσότεροι μαθητές την εποχή εκείνη , δεν σηκώνει ποτέ το χέρι .
« Τελευταίος ερχόταν στο σχολειό ο Νικόλας και πρώτος έφευγε , θυμούνται οι φίλοι του . ΄Οση ώρα κρατούσε το μάθημα εκείνος κοίταγε έξω απ ΄το παράθυρο .Καμιά φορά του λέγαμε : « Σαν το μάθει ο κύρης σου θα σε τιμωρήσει » . Κι αυτός γελούσε . « Γιάντα μωρέ , κακό είναι να κοιτώ έξω ; »
« Εσένανε μωρέ Ξυλούρη δεν σε κλαίω . Ξέρεις και τραγουδείς ! »
Στις σχολικές γιορτές όλος ο κόσμος πηγαίνει ν ακούσει του Ψαράκη το κοπέλι . Κι εκείνος όλο και παρακαλεί ΄ « Πάρτε μου μια λύρα ».
Είδαν κι απόειδαν οι δικοί του , βοήθησε κι ο δάσκαλος .
« Μην το πιέζετε το κοπέλι . Πάρτε του τη λύρα και βγάλτε το από το σχολείο , δεν θα χαθεί .» ΄Ηταν ο πρώτος άνθρωπος που πίστεψε στο ταλέντο του . Κι όταν ύστερα από χρόνια ο μαθητής έγινε γνωστός , ένιωθε περήφανος γι ΄αυτόν .
Απόσπασμα από το βιβλίο της Νίτσα Λουλέ – Θεοδωράκη « Νίκος Ξυλούρης – Η Ζωή και το τραγούδι του » Εκδόσεις Καραμπελόπουλος .