Μήπως ήρθε τώρα ο καιρός ο κατάλληλος και τ΄άστρα συμφωνούν για να βγάλουμε το τσιρότο από το στόμα;
Μήπως " ήγγικεν η ώρα; " για να λυθεί η σιωπή των αμνών και ν' άκούσουμε επιτέλους τη φωνή τους; για τη φωνή των αμνών μιλάω κι όχι για τα γνωστά και συνήθη βελάσματα ε!
Αυτός είναι ο σκοπός και ο στόχος αυτού του blog.
'Ολοι εμείς τα πρόβατα να αποκτήσουμε φωνή!
🕯️110 χρόνια, από τότε που συνελήφθη, μαρτύρησε και δολοφονήθηκε στα χέρια των ΝεότουρκωνΟθωμανών, η ηγεσία της αρμενικής κοινότητας στην Κωνσταντινούπολη και μαζί της απαγχονίστηκαν εκατοντάδες Αρμένιοι της Πόλης✝️
🕯️110 χρόνια από την έναρξη μιας συστηματικής, απάνθρωπης, εγκληματικής και θηριώδουςγενοκτονίας✝️🕯️
Συνέβη κατά τη διάρκεια και λίγο μετά τον Α’ ΠαγκόσμιοΠόλεμο, αρχής γενομένης σαν σήμερα, στις 24 Απριλίου το 1915 έως το 1923, όπου στην ΟθωμανικήΑυτοκρατορία, υπό την ηγεσία των Νεότουρκων εξοντώθηκαν κυριολεκτικά αλλά και μεταφορικά περίπου 1,5 εκατομ.Αρμένιοι.
Αναγνωρίζεται ως μία από τις πρώτες συστηματικές γενοκτονίες του 20ού αιώνα, με εκτιμώμενο αριθμό θυμάτων από 600.000 έως 1,5 εκατομμύριο Αρμένιους.
Οι Αρμένιοι, ένας χριστιανικός λαός με μακραίωνη ιστορία στην περιοχή της ΑνατολικήςΜικράς Ασίας, ζούσαν για αιώνες εντός της ΟθωμανικήςΑυτοκρατορίας.
Παρά την περιορισμένη αυτονομία που απολάμβαναν ως «μιλέτ» (θρησκευτική κοινότητα), αντιμετώπιζαν διακρίσεις και περιοδικές διώξεις.
Τον 19ο αιώνα, η άνοδος του εθνικισμού στην αυτοκρατορία, σε συνδυασμό με την παρακμή της οθωμανικής εξουσίας, οδήγησε σε εντάσεις.
Οι Αρμένιοι ζητούσαν μεταρρυθμίσεις για ίσα δικαιώματα, κάτι που θεωρήθηκε απειλή από την οθωμανική ηγεσία.
Η κατάσταση επιδεινώθηκε με την άνοδο των Νεότουρκων (ΕπιτροπήΈνωσης και Προόδου) το 1908, οι οποίοι προώθησαν έναν επιθετικό τουρκικό εθνικισμό.
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος (1914-1918) έδωσε την ευκαιρία για την εφαρμογή ενός σχεδίου εξόντωσης των Αρμενίων, με το πρόσχημα ότι αποτελούσαν εσωτερική απειλή και συνεργάζονταν με τους Ρώσους, εχθρούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η έναρξη: 24 Απριλίου 1915 Η 24η Απριλίου 1915 θεωρείται συμβολικά η αρχή της γενοκτονίας.
Την ημέρα αυτή, οι οθωμανικές αρχές συνέλαβαν στην Κωνσταντινούπολη περίπου 250 εξέχοντες Αρμένιους διανοούμενους, πολιτικούς, καλλιτέχνες και ηγέτες της κοινότητας.
Οι περισσότεροι εξορίστηκαν, φυλακίστηκαν ή εκτελέστηκαν, αποκεφαλίζοντας την ηγεσία του αρμενικού λαού.
Αυτή η ημερομηνία τιμάται σήμερα ως Ημέρα Μνήμης της Αρμενικής Γενοκτονίας.
Η εξέλιξη της γενοκτονίας Η γενοκτονία υλοποιήθηκε με συστηματικό τρόπο και περιλάμβανε:Μαζικές συλλήψεις και εκτελέσεις: Άνδρες, ιδιαίτερα όσοι θεωρούνταν ικανοί να αντισταθούν, εκτελούνταν μαζικά ή στέλνονταν σε στρατόπεδα εργασίας, όπου πέθαιναν από εξάντληση.
Πορείες θανάτου: Εκατοντάδες χιλιάδες Αρμένιοι, κυρίως γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένοι, εκτοπίστηκαν από τα σπίτια τους με διαταγές «μετεγκατάστασης» προς την έρημο της Συρίας (κυρίως στην Ντέιρ εζ-Ζορ).
Κατά τη διάρκεια αυτών των εξαντλητικών πορειών, οι εκτοπισμένοι πέθαιναν από πείνα, δίψα, κακοποίηση ή επιθέσεις από παραστρατιωτικές ομάδες και ντόπιους.
Λεηλασίες και καταστροφή πολιτισμού
Αρμενικές εκκλησίες, σχολεία, και πολιτιστικά μνημεία καταστράφηκαν ή λεηλατήθηκαν.
Η περιουσία των Αρμενίων δημεύθηκε, ενώ πολλοί Τούρκοι και Κούρδοι επωφελήθηκαν από την αναδιανομή της.
Αναγκαστικός εξισλαμισμός
Πολλές γυναίκες και παιδιά εξαναγκάστηκαν να ασπαστούν το Ισλάμ για να επιβιώσουν, χάνοντας την ταυτότητά τους.
Οι διώξεις δεν περιορίστηκαν μόνο στους Αρμένιους. Παρόμοιες πολιτικές εφαρμόστηκαν και σε άλλες χριστιανικές μειονότητες, όπως οι Έλληνες και οι Ασσύριοι.
Αριθμός θυμάτων Ο ακριβής αριθμός των θυμάτων παραμένει αντικείμενο ιστορικής έρευνας.
Οι περισσότεροι ιστορικοί εκτιμούν ότι 1 έως 1,5εκατομμύριοΑρμένιοι έχασαν τη ζωή τους.
Πριν από το 1915, ο αρμενικός πληθυσμός της ΟθωμανικήςΑυτοκρατορίας υπολογιζόταν σε περίπου 2 εκατομμύρια.
Μετά το 1923, ελάχιστοι παρέμειναν στην Τουρκία, με τους επιζώντες να διασκορπίζονται σε όλο τον κόσμο, δημιουργώντας τη σύγχρονη αρμενικήδιασπορά.
Διεθνής αναγνώριση Η Γενοκτονία των Αρμενίων αναγνωρίζεται επίσημα από περισσότερες από 30 χώρες, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ (2021), της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ρωσίας, του Καναδά και της Ελλάδας.
Η Τουρκία, διάδοχος της ΟθωμανικήςΑυτοκρατορίας, αρνείται τη χρήση του όρου «γενοκτονία», υποστηρίζοντας ότι οι θάνατοι ήταν αποτέλεσμα πολεμικών συνθηκών και αμοιβαίων συγκρούσεων.
Αυτή η άρνηση παραμένει σημείο έντασης στις διεθνείς σχέσεις και στην εσωτερική πολιτική της Τουρκίας.
Μαρτυρίες και αποδείξεις Υπάρχουν εκτενείς αποδείξεις για τη γενοκτονία, όπως:
Μαρτυρίες επιζώντων: Χιλιάδες Αρμένιοι κατέγραψαν τις εμπειρίες τους σε απομνημονεύματα και συνεντεύξεις.
Αναφορές ξένων διπλωματών
Διπλωμάτες από τις ΗΠΑ, τη Γερμανία (σύμμαχο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας), και άλλες χώρες κατέγραψαν τις φρικαλεότητες.
Φωτογραφίες και έγγραφα
Φωτογραφίες από ιεραπόστολους και δημοσιογράφους, καθώς και οθωμανικά αρχεία, τεκμηριώνουν τη συστηματική φύση των διώξεων.
Διεθνής αντίδραση της εποχής
Ηγετικές προσωπικότητες, όπως ο πρόεδρος των ΗΠΑΓούντροου Γουίλσον, καταδίκασαν τις πράξεις.
Σύγχρονη σημασία Η Γενοκτονία των Αρμενίων παραμένει ένα ζήτημα ιστορικήςμνήμης και δικαιοσύνης.
Για την αρμενική διασπορά, η αναγνώριση αποτελεί κεντρικό στοιχείο της ταυτότητας και του αγώνα για αποκατάσταση.
Επιπλέον, η γενοκτονία έχει μελετηθεί ως πρόδρομος άλλων γενοκτονιών του 20ού αιώνα, όπως το Ολοκαύτωμα, λόγω της συστηματικής της φύσης.
Στην Ελλάδα, η γενοκτονία έχει ιδιαίτερη απήχηση λόγω των κοινών εμπειριών των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και του Πόντου, που υπέστησαν παρόμοιες διώξεις.
Η Ελλάδα αναγνώρισε επίσημα τη Γενοκτονία των Αρμενίων το 1996.
Πολιτιστικές επιπτώσεις Η γενοκτονία επηρέασε βαθιά την αρμενικήκουλτούρα.
Πολλοί Αρμένιοι της διασποράς διατήρησαν τη γλώσσα, τη θρησκεία και τις παραδόσεις τους, ενώ καλλιτέχνες, όπως ο σκηνοθέτης Ατόμ Εγκογιάν και ο συνθέτης Αράμ Χατσατουριάν, έχουν εμπνευστεί από αυτήν...
Απόηχος της Γενοκτονίας - Η γέννηση της Αρμενικής Διασποράς Πάνω από 1,5εκατομμύριαΑρμένιοι, δηλαδή το 80% του Αρμενικού πληθυσμού της Δυτικής Αρμενίας, χάθηκε στην πρώτη γενοκτονία του 20ου αιώνα… Ένας μικρός, σχετικά, αριθμός επιζώντων βρήκε καταφύγιο στις γειτονικές χώρες -μεταξύ αυτών και στην Ελλάδα - συγκροτώντας σταδιακά τη μεγάλη Αρμενική Διασπορά.
Στις επαρχίες της ΔυτικήςΑρμενίας, που εντάσσονται στο νεοσυσταθένΤουρκικό κράτος, μόνον τα ερείπια της πλούσιας αρμενικής αρχιτεκτονικής κληρονομιάς θυμίζουν πλέον την τρισχιλιετή παρουσία των γηγενών Αρμενίων…
Δήλωση του Υπουργείου Εξωτερικών της Δημοκρατίας της Αρμενίας για την 110η επέτειο της Γενοκτονίας των Αρμενίων
24 Απριλίου 2025
"Σήμερα, στην 110η επέτειο της Γενοκτονίας των Αρμενίων, αποτίουμε φόρο τιμής και τιμούμε τη μνήμη του 1,5 εκατομμυρίου Αρμενίων που μαρτύρησαν ως αποτέλεσμα της γενοκτονίας.
Κατά την τελευταία περίοδο της ΟθωμανικήςΑυτοκρατορίας, ένα σημαντικό μέρος του Αρμενικού λαού, συμπεριλαμβανομένων παιδιών, γυναικών και ηλικιωμένων, εξοντώθηκε με βάση την εθνοτική του σχέση, οι υλικές περιουσίες τους ιδιοποιήθηκαν και σημαντικό μέρος της πλούσιας ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς τους που εκτείνεται σε χιλιετίες καταστράφηκε.
Ήταν επίσης η συνειδητοποίηση της επιταγής για την πρόληψη εγκλημάτων όπως η Γενοκτονία των Αρμενίων που οδήγησε στην ανάγκη νομικούορισμού του εγκλήματος της Γενοκτονίας, η οποία εκδηλώθηκε με την έγκριση της Σύμβασης του ΟΗΕ του 1948 για την Πρόληψη και Τιμωρία του Εγκλήματος της Γενοκτονίας.
Ωστόσο, η ΜεγάληΓενοκτονία, δυστυχώς, όχι μόνο δεν παρέμεινε το τελευταίο έγκλημα κατά της ανθρωπότητας του 20ου αιώνα, αλλά συνεχίζουμε να γινόμαστε μάρτυρες νέων μαζικών εγκλημάτων που βασίζονται στο μίσος, τη φυλετική και την εθνική μισαλλοδοξία και στον 21ο αιώνα.
Η Αρμενία συνεχίζει να συμμετέχει ενεργά σε πρωτοβουλίες που στοχεύουν στον έγκαιρο εντοπισμό τάσεων τέτοιων εγκλημάτων, την ταχεία ανταπόκριση σε αυτά, την πρόληψη και την εξάλειψη αυτών των εγκλημάτων.
Το 2015, με τις προσπάθειες της Αρμενίας, η 9ηΔεκεμβρίου συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο των διεθνών ημερών του ΟΗΕ ως η Διεθνής Ημέρα Μνήμης και Αξιοπρέπειας των Θυμάτων του Εγκλήματος της Γενοκτονίας και της Πρόληψης αυτού του Εγκλήματος.
Σε συνέχεια των ψηφισμάτων που εγκρίθηκαν τα προηγούμενα χρόνια, το 2024. Επίσης, τον Απρίλιο, η Θέση σύνοδος του ΣυμβουλίουΑνθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ ενέκρινε με συναίνεση το ψήφισμα. «Πρόληψη της Γενοκτονίας» που υπέβαλε η Αρμενία.
Όλες αυτές οι προσπάθειες στοχεύουν στο να μετατραπεί το «ποτέ ξανά» από σύνθημα σε πραγματικότητα.
Η Δημοκρατία της Αρμενίας θυμάται σήμερα το παρελθόν και ατενίζει το μέλλον, προσπαθώντας να οικοδομήσει ένα περιβάλλον για τις μελλοντικές γενιές απαλλαγμένο από διακρίσεις και βία, βασισμένο στις αξίες της ανεκτικότητας, του σεβασμού, της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ειρήνης."
1. Άλλες γυναίκες απέκτησαν δύναμη και άλλες πλούτη, είπε ο σοφώτατος Σολομών προφητικά μιλώντας ότι όχι μόνον άνδρες μα και γυναίκες σε διάφορες εποχές έλαμψαν με την ομορφιά διαφόρων αρετών. Έγιναν κοινωνοί χαρισμάτων του θείου Πνεύματος κι έκαναν με τρόπο απίστευτο τέρατα και σημεία θαυμαστά σ' ολόκληρη την οικουμένη. Γιατί χίλιες μύριες γυναίκες στην εποχή του νόμου και αργότερα στα χρόνια της χάρης η Γραφή εμφανίζει να μεταβάλλουν την ασθένεια του γένους σε γενναίο φρόνημα. Αυτές με εγκράτεια και σκληρή άσκηση κατατρόπωσαν γενναία και με τη δύναμη του Υψίστου, αυτόν, που στα παλιά ξεγέλασε την προμήτορα Εύα κι είναι του ανθρώπινου γένους εχθρός και αντίπαλος, κι έτσι κέρδισαν λαμπρά της νίκης τρόπαια.
2. Μια απ' αυτές είναι και η σεβάσμια και ξακουστή για τα θαύματά της Ελισάβετ. Αυτή πατρίδα της είχε τη μεγαλούπολη Ηράκλεια της Θράκης. Οι γονείς της ήταν ξακουστοί και ονομαστοί από αρχοντική γενιά, φημισμένοι για τα πλούτη τους και περίφημοι για την αρετή τους. Του πατέρα της τ' όνομα ήταν Ευνομιανός και είχε για δεύτερη φορά γίνει ύπατος. Η μητέρα της ονομαζόταν Ευφημία. Αυτοί, όπως του καθενός το όνομα δηλώνει, ζούσαν με αγάπη και αφοσίωση στον Θεό κι αδιάκοπα δίδασκαν τον νόμο του Κυρίου. Γι' αυτό σ' όλους ήταν γνωστοί κι όλοι τούς τιμούσαν. Κατοικούσαν κοντά στην πόλη που ανέφερα, στον τόπο που από παλιά ονομαζόταν Θρακοκρήνη και τώρα Αβυδηνοί. Ζούσαν με ευσέβεια και άψογο τρόπο ζωής έχοντας πρότυπο τον Ιώβ και με πάθος ποθώντας να μιμηθούν τη φιλοξενία του Αβραάμ, απλόχερα βοηθούσαν όλους, όσοι είχαν ανάγκες υλικές. Γι' αυτό, όπως εκείνος, αποκτούν «εξ επαγγελίας» καρπό αντάξιο της ψυχικής τους ομορφιάς και αγαθοεργίας. Και το πως απόκτησαν αυτό το παιδί, θα το φανερώσει πεντακάθαρα ή διήγηση που θα ακολουθήσει. Είχαν περάσει δεκάξι χρόνια από τότε πού παντρεύτηκαν κι ήταν ακόμη άτεκνοι. Στερημένοι από παιδί, όπως ήταν φυσικό, πικραίνονταν και λυπούνταν κι αδιάκοπα παρακαλούσαν τον καρδιογνώστη Θεό να τους διαλύσει τη λύπη της ατεκνίας και να τους χαρίσει παιδί, διάδοχο του γένους τους και κληρονόμο του πλούτου τους. Ο Κύριος, που ικανοποιεί το θέλημα των πιστών του, άκουσε με ευμένεια τη δέησή τους και δεν παρέβλεψε την προσευχή τους, που η εκπλήρωσή της έμελλε να τον ευαρεστήσει.
3. Υπήρχε λοιπόν στον τόπο κάποιο παλιό έθιμο να συγκεντρώνονται στη μνήμη της καλλίνικης μάρτυρος Γλυκερίας, όσοι γύρω κατοικούσαν, και να γιορτάζουν μαζί με όσους ζούσαν μέσα στην πόλη μια ολόκληρη εβδομάδα. Η μνήμη της Γλυκερίας τελείται στις δεκατρείς Μαΐου. Τότε ήρθαν μαζί με άλλους και οι εξαίρετοι γονείς της οσίας. Έκαναν λιτανείες και ολονύκτιες δοξολογίες. Επισκέπτονταν τους αγίους ναούς της πόλης που σ' αυτούς φυλάγονται τα τίμια λείψανα των σαράντα αγίων γυναικών, του διακόνου Αμμώς και πολλών άλλων αγίων. Γι' αυτούς τους αγίους και την πανέμορφη και λαμπρή οικοδόμηση του ναών μας αφηγείται λεπτομερέστερα ο βίος του μεγάλου ανάμεσα στους ιεράρχες Παρθενίου2. Αυτούς τούς αγίους τούς τιμούσαν όπως τους έπρεπε, τους επαινούσαν παραθέτοντας κοινή τράπεζα και γέμιζε η ψυχή τους ευφροσύνη. Λιτάνευαν τότε την πολυσέβαστη κάρα της μάρτυρος που αποκεφαλίστηκε για την αγάπη του Χριστού. Αυτήν την κάρα της αγίας, ο πατέρας της οσίας Ευνομιανός, καθώς τελούνταν η θεία μυσταγωγία από τον τότε αρχιερέα της πόλης Λέοντα στον ιερό ναό της Θεομήτορος με τ' όνομα Θησαυρός, την αντίκρυσε μια να χαμογελάει κι άλλοτε πάλι να λυπάται. Αυτό το λογάριασε σαν φανερό σημάδι της πίστης του στη μάρτυρα και γέμισε η ψυχή του με χαρά και λύπη μαζί. Η σύναξη τέλειωσε αφού ο κόσμος είχε κάνει μεγάλης διάρκειας προσευχή στον χώρο του Καταχειλά, έτσι ονομαζόταν εκεί ο ναός της Παναγίας. Τότε, κατά τις δώδεκα η ώρα, αφού και πάλι συνάχτηκαν στον λαμπρό ναό της μάρτυρος Γλυκερίας, τέλεσαν τον εσπερινό κι όλοι από κει έφυγαν, ενώ μόνος ο Ευνομι σεανός μαζί με τη γυναίκα του την Ευφημία έμεινε σ' εκείνο τον τόπο. Εκεί ικέτευε την αθληφόρο με θέρμη περισσή, να λύσει τα δεσμά της στείρωσής τους και παρ' ελπίδα να τους χαρίσει παιδί. Τράβηξε η προσευχή τους ως τα μεσάνυχτα και τότε έγειραν χάμω και τους πήρε για λίγο ο ύπνος. Ύστερα ξύπνησαν και ω του θαύματος και των φρικτών του Θεού μυστηρίων- παρουσιάζεται στον άνδρα σε όνειρο η γλυκύτατη, όπως τόνομά της δήλωνε, μάρτυρα Γλυκερία και του λέγει. «Γιατί μου δημιουργείς κόπους, άνθρωπέ μου, και μου ζητάς αυτό που μόνο ο Θεός μπορεί να σου το δώσει; Όμως, αν στ' αλήθεια δίνεις τον λόγο σου πως θ' αποκτήσετε καρδιά και πνεύμα ταπεινό και πως ποτέ δεν θα καυχιέστε σε βάρος των άλλων, ευχή κάνω να σου δώσει με τις πρεσβείες μου ο μεγαλόδωρος Κύριος το γρηγορώτερο ένα κορίτσι. Αυτό θα το ονομάσεις Ελισάβετ, γιατί θ' αναδειχθεί όμοια στην ψυχή με τη μητέρα του Ιωάννη του προδρόμου και βαπτιστή». Αυτός με όρκο συμφώνησε ότι θα κάνει αυτά πού ζήτησε α αγία. Τότε εκείνη τον σφράγισε με το σημείο του σταυρού κι έφυγε από κοντά του. Ο άνδρας όταν ξύπνησε, διηγόταν το όραμα στη γυναίκα, ενώ και εκείνη έλεγε ότι είδε παρόμοιο. Το ίδιο και ο θεοφιλέστατος αρχιεπίσκοπος προικισμένος με διορατικό χάρισμα, όπως ακριβώς ή μάρτυς του Χριστού, έτσι κι εκείνος νουθετούσε τους δυο τους με συμβουλές. Ύστερα από τη γιορτή, αφού τους φιλοξένησε τρεις μέρες, τους ευλόγησε και ειρηνικά τούς ξεπροβόδισε για το σπίτι τους.
4. Η γυναίκα αμέσως συνέλαβε και αφού συμπληρώθηκαν οι εννέα μήνες, σύμφωνα με την αληθινή προφητεία της μάρτυρος, γέννησε κορίτσι. Όταν πέρασαν σαράντα μέρες, ο Ευνομιανός πήρε το παιδί με τη μητέρα και το έφερε στην πόλη. Έφθασε στον ναό της σεβαστής μάρτυρος, πλησίασε στη σεπτή της εικόνα πού ήταν τοποθετημένη στα δεξιά, πρόσπεσε με το πρόσωπο στη γη και την ευχαριστούσε μ' όλη του την καρδιά με δάκρυα συγκερασμένα με χαρά. Έπειτα έστησε το βλέμμα του στην εικόνα κι όταν, όπως της έπρεπε, εκδήλωσε την ευγνωμοσύνη του, είδε κάποιο παράξενο κι εξαίσιο μαζί θέαμα. Η απεικόνισή της δηλαδή άστραψε πιότερο από τον ήλιο, κίνησε τα χείλη ήρεμα και είπε. «Καιρός να ξεπληρώσεις, Ευνομιανέ, τις συμφωνίες σου με τον Θεό». Γέμισε ή ψυχή του από φόβο και τρόμο κι έμεινε να βλέπει το θέαμα αποσβολωμένος. Έπειτα πήγαν στον σεβαστό αρχιεπίσκοπο, τον χαιρέτησαν, όπως τους ήταν συνήθεια, με σεβασμό και τον θερμοπαρακάλεσαν να κάνει χριστιανό το παιδί τους. Εκείνος αφού τους δέχθηκε, το βάφτισε και τούδωσε το όνομα Ελισάβετ, όπως προείπε η μάρτυς. Πρόσθεσε πολλές ευχές γι' αυτούς κι ύστερα γύρισε στο παιδί και είπε. «Παιδί μου, ας με σπλαγχνιστεί με τη δική σου μεσιτεία ο Θεός κι ας μου χαρίσει συγχώρεση για τις αμαρτίες μου». Έπειτα απ' αυτά γύρισαν στο σπίτι τους με πλημμυρισμένη την ψυχή από χαρά. Το κορίτσι μεγάλωνε και πρόκοβε σε χάρη Θεού. Όταν πια έγινε τριών χρόνων, ο πατέρας της άρχισε να της μαθαίνει τα ιερά γράμματα. Σ' αυτά τόσο πολύ φάνηκε επιδέξια και ικανή, που τους βίους των άγίων και μόνο που τους άκουγε, μπορούσε να τους διηγείται. Μόλις συμπλήρωνε τα δώδεκα χρόνια, η μητέρα της έφυγε από την πρόσκαιρη ζωή. Ο πατέρας της ήθελε να την παντρέψει, αυτή όμως ούτε να το ακούσει δεν άντεχε. Ποθούσε πιο πολύ να νυμφευθεί τον αθάνατο νυμφίο Χριστό. Κύλησαν από τον θάνατο της μητέρας τρία χρόνια κι ο Ευνομιανός, ο πατέρας της, έφυγε απ' αύτή τη ζωή χαρούμενος προς τον Κύριο. Η μακαρία Ελισάβετ απόμεινε ορφανή. Όμως αμέσως δόθηκε με απόλυτη εμπιστοσύνη στον Θεό, τον πατέρα των ορφανών. Λαχτάρησε τον μοναχικό και ακτήμονα βίο. Γι' αυτό το χρυσάφι και το ασήμι, που γι' αυτήν είχαν αποθησαυρίσει οι γονείς της, και την άλλη της περιουσία, πού ήταν αξιόλογη, μοίρασε στους φτωχούς και με τα χέρια των φτωχών την κατέθεσε στον Θεό. Στους δούλους πάλι και στις δούλες της χάρισε την ελευθερία τους.
5. Αναχώρησε στη βασιλίδα των πόλεων, την Κωνσταντινούπολη, χωρίς πια να κοιτάξει πίσω. Έφθασε στο ιερό μοναστήρι του μεγαλομάρτυρα Γεωργίου, που έχει τ' όνομα «Μικρός Λόφος», όπου ηγουμένη ήταν κάποια θεία της από τον πατέρα της. Εκεί απαρνήθηκε τον κόσμο, φόρεσε το αγγελικό σχήμα και ολόψυχα δόθηκε στους ασκητικούς αγώνες. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα πέτυχε κάθε είδος αρετής και γέμισε με όλα τα χαρίσματα του Πνεύματος. Με μακροχρόνιες νηστείες δουλαγωγούσε τό σώμα της και το τυραννούσε, όπως ο μέγας Μωυσής κι ο Θεσβίτης Ηλίας. Έμενε δίχως να φάει πολλές φορές σαράντα ολόκληρες μέρες, ενώ ποτέ δεν έβαζε στο στόμα της λάδι, αλλά τρεφόταν μόνο με τον ζωντανό και επουράνιο άρτο. Κι όσο συνεχώς στολιζόταν με την ταπείνωση που εξυψώνει, και με τα μάτια της καρδιάς ατένιζε νοερά τη θεϊκή ομορφιά, τόσο δεν ήθελε ούτε και στο ελάχιστο να υψώσει τα μάτια της προς τον ουρανό, ώστε περισσότερο από τρισήμιση χρόνια είχε στραμμένο το βλέμμα της στη γη, χωρίς ούτε μια φορά να το σηκώσει προς τον ουρανό. Την ακτημοσύνη τη θεωρούσε σαν τον μεγαλύτερο πλούτο και γι' αυτό την αγαπούσε εξαιρετικά. Είχε πάντοτε ένα μόνο χιτώνα φορώντας στολή αφθαρσίας, που με την απάθειά της είχε γι' αυτήν υφανθεί απ' τον Θεό. Κι όπως η ψυχή της καιγόταν από τον θεϊκό έρωτα, δεχόταν με ευκολία την παγωνιά του χειμώνα κι είχε γυμνά τα πόδια της από υποδήματα, έτσι ωραία καθώς πορευόταν προς το βραβείο της ουράνιας πρόσκλησης. Το σώμα της ποτέ δεν δέχτηκε να το πλύνει με θερμό νερό. Το διατηρούσε όμως καθαρό λούζοντάς το κάθε μέρα, όπως το λέει ο ψαλμωδός, με τις αστείρευτες πηγές των δακρύων της3. Και καθαρίζοντάς το από κάθε βρωμιά, καλλιεργούσε την ψυχή της έτσι, που νάχει όψη θεϊκή.
6. Συμπληρώθηκαν από τότε που μόνασε δυο χρόνια, κι η ηγουμένη της μονής, αδελφή του πατέρα της, έφυγε από την παρούσα ζωή, αφού όρισε διάδοχό της την οσία. Αυτήν, ο μέγας Γεννάδιος4, που ήταν πατριάρχης, σύμφωνα με το έθιμο την όρισε και τοποθέτησε ηγουμένη της μονής. Και τέτοια αναδείχτηκε στα κατά Θεόν έργα και στα προτερήματα και σε τόσο μεγάλο ύψος υπεροχής αρετής και τελειότητας έφθασε, ώστε με τη μεγάλη δύναμη που απέκτησε να κάνει πολλά θαύματα, να θεραπεύει αγιάτρευτες αρρώστιες, να διώχνει δαίμονες με του Χριστού την επίκληση, ν' αξιωθεί θεϊκή έλλαμψη και ουράνια αποκάλυψη κι ακόμα να προβλέπει και να προλέγει τα μέλλοντα. Μ' αυτό το χάρισμα πρόβλεψε με θεϊκή αποκάλυψη και τη μεγάλη πυρκαϊά5, που από θεόσταλτη οργή άναψε στην πόλη και την προείπε στον ευσεβή Λέοντα, βασιλιά τότε των Ρωμαίων. Τα ίδια και με όμοιο τρόπο προφήτεψε και στον στυλίτη Δανιήλ, που μόναζε στον Άναπλο. Κι αν οι προσευχές αυτών των δύο δεν έφθαναν στον Θεό, ολόκληρη σχεδόν η πόλη θα γινόταν στάχτη. Γι' αυτό από τότε μεγάλη εμπιστοσύνη είχε ο ευσεβής εκείνος βασιλιάς στην οσία και την τιμούσε, όπως της άξιζε. Θέλοντας μάλιστα να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του, της χάρισε για το μοναστήρι της, που ήταν μικρό και φτωχό, ένα από τα βασιλικά κτήματα στην τοποθεσία Έβδομο, που είχε το όνομα του αγίου Βαβύλα. Σ' αυτόν τον τόπο ήταν χαλάσματα από αρκετά παλιά κτίσματα κι ανάμεσά τους από πολύ καιρό φώλιαζε μεγάλο φίδι. Αυτό προξενούσε βλάβη σε πολλούς απ' τούς διαβάτες κι έκανε τον τόπο να είναι για τον καθένα άβατος. Γι' αυτό ολόκληρη η πόλη κατεχόταν από λύπη και αμηχανία, χωρίς να μπορεί ν' απαλλαγεί από τη συμφορά. Αυτό το έμαθε η αγία από κάποιους πού κατοικούσαν εκεί και εμπνευσμένη από θεϊκό ζήλο παίρνει το όπλο του τιμίου Σταυρού και φθάνει στον τόπο. Υψώνει το βλέμμα της στον ουρανό, επικαλείται τη βοήθεια του Θεού, καλεί το θηρίο και το κάνει άθελά του να βγει απ' τη φωλιά. Το σφραγίζει με το σημείο του Σταυρού, γεμίζει με σάλιο το στόμα της, φτύνει το κεφάλι, το καταπατάει με τα πόδια της και το σκοτώνει λέγοντας. «"Θα πατήσω πάνω στα δηλητηριώδη φίδια, την ασπίδα και τον βασιλίσκο, και θα καταπατήσω το λεοντάρι και τον δράκοντα" περιζωσμένη από τη δύναμη του τιμίου Σταυρού». Έτσι απάλλαξε από την απειλή του φιδιού αυτούς που ζούσαν σ' εκείνη την πόλη. Απ' αυτό το γεγονός κι έπειτα γεμάτη από αισιοδοξία και σαν να πήρε κάποια σίγουρη πληροφορία ότι μπορεί με του Θεού τη δύναμη να νικήσει και τον νοητό, όπως και τον αισθητό δράκοντα, άρχισε με θάρρος να κάνει θαύματα.
7. Η φήμη γι' αυτήν διαδόθηκε σ' όλη την πόλη. Κάποιος απ' τους ευγενείς και πλούσιους, που είχε μοναχοκόρη που τυραννιόταν από συνεχή αιμορραγία, κι ενώ τα πιο πολλά από την περιουσία του τα είχε ξοδέψει σε γιατρούς, σε τίποτε δεν μπόρεσε να την ωφελήσει. η αρρώστια τύχαινε να είναι ισχυρότερη από την επιστήμη τους. Τέλος, απογοητευμένος για τη σωτηρία της απ' τούς γιατρούς, φέρνει την κόρη και τη ρίχνει στα πόδια της αγίας κράζοντας με δάκρυα. «Σώσε μου το δυστυχισμένο μου κορίτσι, δούλη του Θεού. Στον Θεό και στα δικά σου χέρια και τις ευχές το εμπιστεύομαι, κι αν θέλεις, πάρε όλο μου το βίος». Κι αυτή του είπε. «Όσα στο σπιτικό σου ορίζεις, κράτα τα εσύ ο ίδιος σαν δικά σου, γιατί καθόλου δεν μου χρειάζονται. Εσύ όμως, αν αδίστακτα πιστεύεις και υπόσχεσαι ότι σύμφωνα με τις εντολές του Ευαγγελίου ως το τέλος της ζωής σου θα είσαι ταπεινός και θα ελεείς τους φτωχούς, η κόρη σου θα θεραπευθεί». Όταν ο άνθρωπος συμφώνησε ότι οπωσδήποτε θα τα κάνει αυτά, εκείνη αφού άλειψε με άγιο έλαιο του μεγαλομάρτυρα Γεωργίου το κορίτσι κι ενώ παράλληλα προσευχήθηκε, το θεραπεύει και το στέλνει με τον πατέρα του στο σπίτι χαρούμενο και με καρδιά πλημμυρισμένη από ευγνωμοσύνη. Αλλά και πολλές άλλες γυναίκες που πέθαιναν από την ίδια ασθένεια της αιμορραγίας έρχονταν σ' αυτήν με ολόψυχη πίστη και τις θεράπευε σταματώντας μ' ένα παρόμοιο τρόπο την αιμορραγία. Μαζί μ' αυτές και κάποιος άνδρας εκ γενετής τυφλός, όταν άκουσε για τα θαύματα της οσίας, έρχεται σ' αυτήν χειραγωγούμενος από άλλους. «Σπλαχνίσου με», έλεγε, «πιστή μαθήτρια του Θεού, και άνοιξέ μου τα μάτια για να δω το γλυκό φως και να δοξάσω με τη μεσιτεία σου τον Δημιουργό όλου του κόσμου». Λυγίζει η οσία από φιλανθρωπία στους θρήνους του και χωρίς να βραδύνει υψώνει ικετευτικά τα χέρια της στον ουρανό, παίρνει λάδι του αγίου, αλείφει τα μάτια του τυφλού και σε επτά ημέρες τον κάνει να βλέπει καθαρώτατα, ενώ εκείνος μεγαλόφωνα δόξαζε τον Θεό.
8. Έτσι η αγία ακτινοβολώντας κι αστράφτοντας με τα παράδοξα θαύματά της, γέμιζε με φως αυτούς που με πίστη την πλησίαζαν. Κάποτε την ώρα που τελούνταν η θεία μυσταγωγία στον ναό, βλέπει να αστράφτει ένα απερίγραπτο φως και το πανάγιο Πνεύμα σαν ολόλευκο σενδόνι να κατεβαίνει μετά τον Χερουβικό ύμνο μέσα στο θυσιαστήριο και να καλύπτει τον ιερέα που στεκόταν μπροστά στην αγία Τράπεζα. Γέμισε τότε θάμβος κι έκπληξη. Όμως αυτό που είδε, δεν το είπε σε κανέναν μέχρι που έφθασε ο καιρός της εκδημίας της στον Θεό. Όσο πλησίαζε η ώρα της, ο πόθος της περίσσευε, όπως έλεγε, να δει την πατρίδα της. Ήρθε στην Ηράκλεια, προσκύνησε τους εκεί σεπτούς ναούς των αγίων και μπήκε στον ναό της Θεοτόκου, που είχε την προσωνυμία των Χαλκοπρατείων. Ενώ προσευχόταν, παρουσιάζεται κάποια γυναίκα σαν νάταν από εκείνες τις ξακουστές κι αρχόντισσες της πόλης. Την αγκαλιάζει με αγάπη αληθινή, την ασπάζεται και της λέει. «Καλώς ήρθες πολυαγαπημένη μητέρα». Και η οσία της λέει. «Ποια είμαι εγώ κυρία μου, η άσημη ξένη, που έτσι με τόση χαρά μ' αγκάλιασες και με φίλησες, εμένα που ποτέ δεν με έχεις δει;». Εκείνη πάλι είπε. «Πριν συλληφθείς στην κοιλιά της μητέρας σου, κατοικώντας εδώ σε γνωρίζω. Αν θέλεις, έλα στο σπίτι μου και θα πληροφορηθείς γι' αυτό». Όταν ρώτησε η οσία. «Πού είναι το σπίτι σου, κυρία μου;». «Στα δεξιά του ναού του αγίου ιερομάρτυρα Ρωμανού θα με δεις», είπε και με το λόγο αυτό έγινε άφαντη. Τότε γεμάτη φόβο κι έκσταση η οσία έψαχνε παντού στον ναό ζητώντας νάβρει αυτήν που παρουσιάστηκε μπροστά της. Καθώς πουθενά δεν την έβλεπε, έφθασε βιαστικά στον πανέμορφο ναό του ιερομάρτυρα Ρωμανού. Εκεί προσευχήθηκε κι ενώ θαύμαζε την ομορφιά και τη μεγαλοπρέπεια του ναού, βρέθηκε στο δεξιό μέρος. Βγήκε από την πύλη και όταν είδε την εικόνα της αγίας και την αναγνώρισε, της φάνηκε ότι ήταν όραμα αυτό που είδε στον ναό της Θεοτόκου. Αυτά σκεφτόταν και τότε κάποια φωνή ακούστηκε απ' την εικόνα και της έλεγε. «Αυτή που τώρα βλέπεις κι' εκείνη που είδες πριν στον ναό, είμαι εγώ. Αλλά γρήγορα γύρισε πίσω στο μοναστήρι σου, γιατί σύντομα πρόκειται ν' αφήσεις τα γήινα και να ταξιδέψεις στην ουράνια πατρίδα». Γέμισε φόβο και φρίκη η ψυχή της αγίας. Κι όταν έπεσε στον νάρθηκα του ναού και κοιμήθηκε, πάλι βλέπει τη μάρτυρα του Χριστού να της λέγει. «Όπως καί πιο μπροστά σου είπα, πήγαινε στο μοναστήρι σου, γιατί ο καιρός της εκδημίας σου είναι κοντά. Είκοσι τέσσερες μέρες ακόμη και φεύγεις ειρηνικά προς τον Κύριο, ύστερα από την ετήσια γιορτή που τελείται στο μοναστήρι στη μνήμη του ενδόξου μεγαλομάρτυρα Γεωργίου».
9. Μόλις λοιπόν ξύπνησε η οσία, αφού εκτέλεσε τα πρέποντα για την αναχώρηση καθήκοντα κι ευχαρίστησε και προσκύνησε τη μάρτυρα, βγήκε από την πόλη. Μπήκε σε πλοίο και ξαναγύρισε στο μοναστήρι της την πρώτη Απριλίου. Από τότε δεν έπαυσε να συμβουλεύει την αδελφότητα και να παρακαλεί και να διδάσκει τονίζοντας όλα όσα συντελούν στη σωτηρία. Όταν οι ορισμένες μέρες για την εκδημία της συμπληρώθηκαν, τέλεσε μεγαλόπρεπα τη λαμπρή και παλλαϊκή γιορτή του αοιδίμου μάρτυρα Γεωργίου. Όταν μετάλαβε τα ζωοποιά κι άχραντα μυστήρια, αμέσως έλαμψε το πρόσωπό της όπως ο ήλιος, και πλημμυρισμένη από χαρά και αγαλλίαση ύψωσε τα χέρια της στον ουρανό και με ευφροσύνη φώναξε. «"Τώρα, Κύριε, μπορείς ν' αφήσεις την δούλη σου να πεθάνει", σύμφωνα με τα λόγια της καλλινίκης σου μάρτυρος, "γιατί τα μάτια μου είδαν το έργο της σωτηρίας"». Απ' τις δώδεκα το μεσημέρι βυθίστηκε σε υψηλό πυρετό, που κράτησε μέχρι την άλλη μέρα. Κατά τις εννέα το πρωί κοιμήθηκε ειρηνικά κι απόθεσε το πνεύμα της στα χέρια του Θεού στις 24 Απριλίου. Το τίμιο λείψανό της έσπευσαν όλοι απ' τα γύρω μοναστήρια και το κήδεψαν λαμπρά με ψαλμούς και ύμνους στον ναό του μάρτυρα Γεωργίου. Το λείψανο μέχρι σήμερα με του Θεού τη δύναμη και τη χάρη σώζεται ανέπαφο και ακέραιο κι αναγνωρίζεται σαν κοινό ιατρείο για όσους το πλησιάζουν με πίστη. Γιατί καθένας που με απλότητα και σωστή προαίρεση προσεγγίζει τη σεβάσμια σορό και επικαλείται το θεοδώρητο όνομά της, απ' οποιαδήποτε αρρώστια κι αν κατέχεται, αμέσως με τις πρεσβείες της απολαμβάνει την κατάλληλη από την αρρώστια θεραπεία.
10. Αλλά βέβαια αξίζει να θυμηθούμε και να διηγηθούμε σύντομα και τα θαύματα που έγιναν μετά τη μετάσταση της μακαρίας, για να ωφεληθούν όσοι τα ακούνε. Κάποιος άνδρας που είχε παράλυτο το χέρι του, παράτησε κάθε ιατρική συμβουλή σαν ανώφελη και έτρεξε στον τάφο της οσίας έχοντας πάρει θάρρος μόνο από την πίστη του σ' αυτήν. Μ' αυτήν την πίστη σε μικρό χρονικό διάστημα βρήκε θαυματουργική θεραπεία. Είχε δηλαδή συμβεί σ' αυτόν, σύμφωνα με τον λόγο του Ευαγγελίου, όπως πίστεψε, και αποκαταστάθηκε υγιές το παράλυτο χέρι του όπως ήταν και το άλλο, αφού χρίστηκε με αγιασμένο λάδι. Κάποιος άλλος τυφλός πλησίασε τη σορό της οσίας με την ίδια προθυμία και πίστη, και αφού αλείφθηκε με όμοιο τρόπο με το άγιο λάδι, έφυγε βλέποντας ολοκάθαρα και μεγαλύνοντας τη θαυματουργή δύναμη και χάρη της οσίας. Άλλος, που είχε ακάθαρτο πνεύμα κι άγρια παιδευόταν απ' αυτό, πρόσπεσε στην άγια λάρνακα της οσίας κι αμέσως ελευθερώθηκε από τον ολέθριο δαίμονα. Γύρισε στο σπίτι του ήρεμος διηγούμενος σ' όλους τα μεγαλεία του Θεού. Τέτοια ήταν τα θαύματα της οσίας θαυματουργού Ελισάβετ και άλλα πολύ πιο πολλά άπ' αυτά και πιο αξιοθαύμαστα. Αυτά δεν καταγράφηκαν στο παρόν βιβλίο, για να μην γίνει κουραστικό, άλλά έχουν γραφεί σε άλλο μέρος.
11. Τέτοιος ο βίος της οσίας, τόσα πολλά τα έργα και τα χαρίσματα, που μ' αυτά ο Κύριος των πάντων τη δόξασε αξίως και όσο ζούσε και όταν έφυγε από αυτή τη ζωή. Με τις πρεσβείες της και όλοι εμείς, όσοι ποθούμε ν' απολαμβάνουμε την προστασία της και τη βοήθειά της, μακάρι να κρατηθούμε πάντοτε ανώτεροι από τα σωματικά και τα ψυχικά πάθη κι έτσι να διαφύγουμε τα σκάνδαλα των αοράτων και ορατών εχθρών χωρίς βλάβη. Και αφού διανύσουμε ειρηνικά τον παρόντα βίο, να ζήσουμε μαζί της την εκεί μακαριότητα εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, πού σ' αυτόν πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση, τώρα και πάντοτε και σ' όλους τούς αιώνες των αιώνων. Αμήν6. Μεγαλυνάριον Ως επαγγελίας δώρον σεμνόν, των επηγγελμένων, κατηξίωσαι αγαθών, βίω καταλλήλω, Οσία Ελισάβετ, ων και ημάς λιταίς σου, Μήτερ αξίωσον.
Απολυτίκιον Οσίας Ελισάβετ.
Ήχος πλ. α΄. Τον συνάναρχον Λόγον.
Μητρικών εκ λαγόνων Χριστόν ηγάπησας, ώσπερ βλαστός Ελισάβετ, δικαιοσύνης τερπνός, και τοις ίχνεσιν αυτού ακολουθήσασα, των αιωνίων αγαθών, γεωργείς τας απαρχάς, αμέμπτω σου πολιτείq, θαυματουργούσα, θεόφρον, προς σωτηρίαν των ψυχών ημών.
Έτερον. Ήχος πλ. δ΄.
Εν σοι Μήτερ, ακριβώς διεσώθη το κατ' εικόνα. λαβούσα γαρ τον Σταυρόν, ηκολούθησας τω Χριστώ, καί πράττουσα εδίδασκες, υπεροράν μεν σαρκός, παρέρχεται γάρ. επιμελείσθαι δε ψυχής, πράγματος αθανάτου. διό και μετά Αγγέλων συναγάλλεται, οσία Ελισάβετ, τό πνεύμα σου.
Κοντάκιον. Ήχος πλ. δ΄. Ως απαρχάς.
Ως παρθενίας τέμενος, και αρετών θησαύρισμα, την των θαυμάτων βλυστάνεις χρηστότητα, ώσπερ πηγή ακένωτος, και ψυχών και σωμάτων, Ελισάβετ καθαίρεις τα αρρωστήματα, των ευλαβώς ψαλλόντων τω Κτίσαντι. Αλληλούϊα.
1. Ο βίος της Οσίας Ελισάβετ της θαυματουργού είναι από το βιβλίο ΜΗΤΕΡΙΚΟΝ, τ. Β' του καθηγητού Δημητρίου Γ. Τσάμη καί εκδόσεως της Αδελφότητος «Η ΑΓΙΑ ΜΑΚΡΙΝΑ», Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 356-377.
Ευχαριστούμε την Αδελφότητα για την άδεια ανατυπώσεως του θαυμαστού βίου της οσίας Ελισάβετ προς δόξαν Θεού, τιμήν της Οσίας και ψυχικήν ωφέλειαν των ορθοδόξων χριστιανών.
2. Πρόκειται για τον επίσκοπο Λαμψάκου που η μνήμη του εορτάζεται στις 7 Φεβρουαρίου.
3. Τα δάκρυα αυτά δεν νοούνται με τη μεταφορική τους σημασία, αλλά στην κυριολεξία. Στα πρώτα στάδια της πνευματικής προόδου αναφαίνονται τα δάκρυα της μετανοίας και, όταν ο πιστός φθάσει στις υψηλότερες βαθμίδες της πνευματικής ζωής, τα χαροποιά δάκρυα της κατανύξεως. Βλ. σχετικά Δημ. Τσάμη, Αγιολογία, σ. 86 έ., 91, 104 κ.α.
4. Πρόκειται για τον Γεννάδιο Α', πατρ. Κων/πόλεως (458-471). Η μνήμη του εορτάζεται στις 20 Νοεμβρίου.
5. Πρόκειται για την φοβερή πυρκαϊά του 465, επί βασιλείας Λέοντος του μεγάλου.
6. Η μνήμη της όσίας Ελισάβετ εορτάζεται στις 24 Απριλίου
(βλ. Συναξάριον Κωνσταντινουπόλεως, στ. 625-627ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟ: Πέμπτη, 24 Απριλίου 2025 Ελισσάβετ οσίας, της θαυματουργού, Σάββα του στρατηλάτου, Αχιλλέως, Φήλικος, Φορτουνάτου ιερομάρτυρος, Δούκα του Μυτιληναίου (1564), Νικολάου (1795), Ακυλίνας, Γεωργίου των νεομαρτύρων.
Εορτάζεται στις 23 του Απρίλη. Εάν όμως το Πάσχα πέφτει μετά τις 23 Απρίλη, τότε εορτάζεται την επόμενη μέρα του Πάσχα (Δευτέρα της Δικαινησίμου).
" Ἐχθροὺς ὁ τέμνων Γεώργιος ἐν μάχαις,
Ἑκὼν παρ’ ἐχθρῶν τέμνεται διὰ ξίφους.
Ἦρε Γεωργίου τρίτῃ εἰκάδι αὐχένα χαλκός." Βιογραφία Ο λαοφιλής Άγιος Γεώργιος ο Μεγαλομάρτυρας και Τροπαιοφόρος γεννήθηκε περίπου το 275μ.Χ. στην Καππαδοκία, από γονείς χριστιανούς.
Ο πατέρας του, μάλιστα, πέθανε μαρτυρικά για το Χριστό όταν ο Γεώργιος ήταν δέκα χρονών.
Η μητέρα του τότε τον πήρε μαζί της στην πατρίδα της την Παλαιστίνη, όπου είχε και τα κτήματα της. Όταν έγινε 18 χρονών, στρατεύθηκε στο ρωμαϊκό στρατό.
Αν και νέος στην ηλικία, διεκπεραίωνε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις τέλεια.
Όλοι τον θαύμαζαν για το παράστημα του.
Γι’ αυτό, γρήγορα τον προήγαγαν σε ανώτερα αξιώματα και του έδωσαν τον τίτλο του κόμη και ο Διοκλητιανός τον εκτιμούσε πολύ. Ομολογητής Από την εποχή του αυτοκράτορα Δεκίου μέχρι την εποχή που ανέβηκε στον θρόνο ο Διοκλητιανός, το 283 μ.χ., ηΧριστιανικήΕκκλησία μεγάλωσε πάρα πολύ, γιατί επικρατούσε ειρήνη.
Οι Χριστιανοί πήραν πολλές δημόσιες θέσεις, έκτισαν πολλούς και μεγάλους ναούς, διάφορα σχολεία και οργάνωσαν την διοίκηση και τη διαχείριση των εκκλησιών και της φιλανθρωπίας.
Ο Διοκλητιανός αρχικά εργάστηκε για την οργάνωση του κράτους του.
Προσέλαβε στρατηγούς για βοηθούς του που τους ονόμασε Αυτοκράτορες και Καίσσαρες κι αφού πέτυχε να υποτάξει τους εχθρούς του κράτους και να σταθεροποιήσει τα σύνορα του, στράφηκε στα εσωτερικά ζητήματα.
Δυστυχώς, στράφηκε εναντίον της ΧριστιανικήςΘρησκείας για να ανορθώσει την ειδωλολατρία.
Γι’ αυτό το λόγο λοιπόν, κάλεσε τους βοηθούς του Καίσσαρες το 303 μ.χ. και τους στρατηγούς στην πρωτεύουσα του ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους σε τρεις γενικές συγκεντρώσεις. Ανάμεσα τους βρισκότανε και ο 28χρονοςΓεώργιος, που διακρίθηκε πολλές φορές στους πολέμους.
Συγκεντρώθηκαν λοιπόν όλοι, για να πάρουν αποφάσεις για την εξόντωση και τον αφανισμό της Χριστιανικήςπίστης.
Πρώτος μίλησε ο
Διοκλητιανός και επέβαλε
σε όλους ν’ αναλάβουν τον εξοντωτικό αγώνα εναντίον του Χριστιανισμού.
Όλοι υποσχέθηκαν ότι θα καταβάλουν κάθε προσπάθεια, για να εξαλείψουν την ΧριστιανικήΘρησκεία από το Ρωμαϊκόκράτος.
Τότε ο γενναίος Γεώργιος σηκώθηκε και είπε: «Γιατί, βασιλιά και άρχοντες, θέλετενα χυθεί αίμα δίκαιο και άγιο και να εξαναγκάσετε τους Χριστιανούς να προσκυνούν και να λατρεύουν τα είδωλα»; Και διακήρυξε την αλήθεια της Χριστιανικής Θρησκείας και την Θεότητα του Χριστού.
Μόλις τέλειωσε, όλοι συγχυστήκανε μ’ αυτή την ομολογία του και προσπάθησαν να τον πείσουν να μετανοήσει για όσα είπε, καταπραΰνοντας έτσι και τον Διοκλητιανό.
Αλλά ο Γεώργιος ήταν σταθερός και με θάρρος διακήρυσσε την Χριστιανική του πίστη.
Στη φυλακή Οργισμένος ο Διοκλητιανός διέταξε να τον κλείσουν στην φυλακή κα να του περισφίγξουν τα πόδια στο ξύλο και αφού τον ξαπλώσουν ανάσκελα, να βάλουν πάνω στο στήθος του μεγάλη και βαριά πέτρα.
Το άλλο πρωί ο Διοκλητιανός διέταξε να του παρουσιάσουν τον Γεώργιο για να τον ανακρίνει.
Και πάλι αυτός έμεινε ακλόνητος στην ομολογία του και παρ’ όλες τις κολακείες και τις υποσχέσεις του αυτοκράτορα διακήρυττε την πίστη του και μιλούσε για τους ουράνιους θησαυρούς.
Ο Διοκλητιανός οργίστηκε από τα λόγια του και διέταξε τους δήμιους να δέσουν τον Άγιο σε ένα μεγάλο τροχό για να κομματιαστεί το σώμα του. Μάλιστα ειρωνεύτηκε την ανδρεία του Αγίου και τον κάλεσε να προσκυνήσει τα είδωλα.
Ο Γεώργιος ευχαρίστησε τον Θεό που τον αξίωνε να δοκιμαστεί και δέχτηκε με ευχαρίστησε να υποστεί το φοβερό αυτό μαρτύριο, που χώριζε σε μικρά λεπτά κομμάτια ολόκληρο το σώμα του, επειδή γύρω γύρω από τον τροχό υπήρχαν μπηγμένα κοφτερά σίδερα, που μοιάζανε με μαχαίρια. Πραγματικά μόλις ο τροχός κινήθηκε τα κοφτερά σίδερα άρχισαν να κόβουν το σώμα του.
Τότε ακούστηκε μια φωνή από τον ουρανό που έλεγε : «Μη φοβάσαι, Γεώργιε, γιατί εγώ είμαι μαζί σου» και αμέσως ένας άγγελος ελευθέρωσε τον Άγιο, λύνοντας τον από τον τροχό και θεραπεύτηκε όλο το καταπληγωμένο σώμα του.
Ο Γεώργιος αφού απέκτησε το θαυμάσιο παράστημα του, με όψη αγγελική, παρουσιάστηκε στον Διοκλητιανό που είχε πάει με άλλους να κάνει θυσία.
Μόλις τον είδαν έμειναν όλοι έκθαμβοι και απορημένοι. Μερικοί δε ισχυριζόντουσαν ότι είναι κάποιος που του μοιάζει και άλλοι ότι είναι φάντασμα.
Καθώς όμως σχολιάζανε το γεγονός, εμφανίστηκαν μπροστά στον βασιλιά δύο από τους αξιωματικούς του, ο Πρωτολέοντας και ο Ανατόλιος με χίλιους στρατιώτες και ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό.
Ο Διοκλητιανός θύμωσε τόσο που έγινε έξαλλος και διέταξε να τους σκοτώσουν, πράγμα που έγινε αμέσως.
Έπειτα διέταξε να γεμίσουν αμέσως ένα λάκκο με ασβέστη και νερό και αφού ρίξουν μέσα τον Γεώργιο, να τον αφήσουν μέσα τρεις μέρες και τρεις νύχτες έτσι που να διαλυθούν και τα κόκκαλα του.
Πραγματικά οι δήμιοι ρίξανε τον Άγιο στον ζεματιστό ασβέστη και κλείσανε το στόμα του λάκκου.
Μετά από τρεις μέρες ο Διοκλητιανός έστειλε στρατιώτες ν' ανοίξουν το λάκκο.
Με μεγάλη τους έκπληξη όμως βρήκαν τον Γεώργιο όρθιο, μέσα στον ασβέστη και προσευχόταν.
Το γεγονός εντυπωσίασε και προκάλεσε θαυμασμό και ενθουσιασμό στο λαό, που φώναζε: «Ο Θεός του Γεωργίου είναι μεγάλος».
ΟΔιοκλητιανός ζήτησε εξηγήσεις από τον Γεώργιο, που έμαθε τις μαντικέςτέχνες και πως τις χρησιμοποιεί.
Ο Γεώργιος τότε του απάντησε ότι τα γεγονότα ήταναποτέλεσμα της θείαςχάρης και δύναμης και όχι μαγείας και γοητείας.
Ο Διοκλητιανός οργισμένος διέταξε να του φορέσουν πυρακτωμέναπαπούτσια με σιδερένιακαρφιά και τον εξαναγκάσουν να περπατά.
Ο Άγιος προσευχόταν και περπατούσε χωρίς να πάθει τίποτα.
Πάλι διέταξε να τον φυλακίσουν και σκέφτηκε να φωνάξει του άρχοντες για να συσκεφτούν τι έπρεπε να κάμουν στον Γεώργιο.
Και αφού τον δείρανε τόσο πολύ με μαστίγια και καταπλήγωσαν ολόκληρο το σώμα του Αγίου, τον παρουσίασαν στον Διοκλητιανό, που έμεινε έκπληκτος βλέποντας τον Γεώργιο να λάμπει σαν Άγγελος.
Σκέφτηκε, λοιπόν, ότι το φαινόμενο αυτό οφειλόταν στις μαγικές του ικανότητες. Γι’ αυτό κάλεσε τον μάγο Αθανάσιο , για να λύσει τα μάγια του Γεωργίου.
Αβλαβής από το δηλητήριο Ήλθε, λοιπόν ο μάγος Αθανάσιος, κρατώντας στα χέρια του δύο πήλινα αγγεία, όπου υπήρχε δηλητήριο.
Στο πρώτο αγγείο το δηλητήριο προξενούσε τρέλα, ενώ στο δεύτερο τον θάνατο.
Αμέσως οδήγησαν τον Άγιο στον Διοκλητιανό και στον μάγο Αθανάσιο.
Ο βασιλιάς διέταξε να του δώσουν να πιει το πρώτο δηλητήριο.
Ο Άγιος χωρίς δισταγμό ήπιε το δηλητήριο του πρώτου δοχείου, αφού προηγουμένως προσευχήθηκε, λέγοντας: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός ημών, ο ειπών καν θανάσιμον τι πίωτιν, ου μη αυτούς βλάψει, θαυμάστωσον νυν ταελέη σου».
Και δεν έπαθε απολύτως τίποτα!
Μόλις είδαν ότι δεν έπαθε απολύτως τίποτα, ο βασιλιάς διέταξε να του δώσει ο μάγος και το δεύτερο αγγείο.
Το ήπιε και αυτό χωρίς να πάθει το παραμικρό.
Τότε όλοι έμειναν έκπληκτοι από αυτό το θαύμα.
Ο Διοκλητιανός εξακολουθούσε να επιμένει ότι για να μην πεθάνει ο Γεώργιος είχε δικά του μάγια. Ο μάγοςΑθανάσιος που ήξερε πόσο δραστικά ήταν τα δηλητήρια, αφού γονάτισε μπροστά στον μάρτυρα, ομολόγησε την πίστη του στον αληθινόΘεό.
Τότε ο Διοκλητιανός διέταξε και φόνευσαν τον Αθανάσιο αμέσως.
Εκείνη την στιγμή έφθασε και η γυναίκα του ΔιοκλητιανούΑλεξάνδρα , που ομολόγησε την πίστη της στον αληθινό Θεό.
Και ο σκληρός και άκαρδος Διοκλητιανός διέταξε να την φυλακίσουν και την επομένη να της κόψουν το κεφάλι.
Η Αλεξάνδρα ενώ προσευχόταν στην φυλακή, παρέδωσε την ψυχή της στα χέρια του Θεού.
Το μαρτυρικό τέλος του Αγίου
Ο Άγιος Γεώργιοςκλείστηκε στην φυλακή και την νύκτα είδε στ’ όνειρο του τον Χριστό, που του ανάγγειλε ότι θα πάρει το στεφάνι του μαρτυρίου και θα αξιωθεί της αιωνίου ζωής.
Σαν ξημέρωσε διατάχτηκαν οι στρατιώτες από τον ο Διοκλητιανό να παρουσιάσουν μπροστά του τον Άγιο.
Πραγματικά ο Άγιος βάδιζε γεμάτος χαρά προς τον βασιλέα, επειδή προγνώριζε ότι έφτασε το τέλος του. Μόλις λοιπόν τον αντίκρισε ο Διοκλητιανός, του πρότεινε να πάνε στον ναό του Απόλλωνα για να θυσιάσει στο είδωλό του.
Όταν μπήκε ο Άγιος στον ναό, σήκωσε το χέρι και αφού έκανε το σημείο του σταυρού διέταξε το είδωλο να πέσει. Αμέσως τούτο έπεσε και έγινε κομμάτια.
Ο ιερέας των ειδώλων και ο λαός τόσο πολύ θύμωσαν, που φώναζαν στον βασιλέα να θανατώσει τον Γεώργιο.
Ο Διοκλητιανός έβγαλε διαταγή και του έκοψε το κεφάλι.
Ο πιστός υπηρέτης του Αγίου, Πασικράτης, εκτελώντας την επιθυμία του Αγίου, παρέλαβε το Άγιο λείψανο του Μάρτυρα μαζί με αυτό της μητέρας του ΑγίαςΠολυχρονίας και το μετέφερε στη Λύδδα της Παλαιστίνης.
Από εκεί, όπως βεβαιώνουν οι πηγές, οι Σταυροφόροι πήραν τα ιερά λείψανα της Αγίας Πολυχρονίας και τα μετέφεραν στη Δύση.
Κατά την Εκκλησία μας, ο ένδοξος αυτός μεγαλομάρτυρας είναι ο μαργαρίτης ο πολύτιμος, ο αριστεύς ο θείος, ο λέων ο ένδοξος, ο αστήρ ο πολύφωτος, του Χριστού οπλίτης, της ουρανίου στρατιάς ο συνόμιλος.
Τα θαύματα του Αγίου
α) Η μεταφορά της κολώνας
Μια γυναίκα αγόρασε μια κολώνα και δεν μπορούσε να την στείλει στην Ρώμη που κτιζόταν εκεί μια εκκλησία του Αγίου Γεωργίου.
Είδε λοιπόν στο όνειρο της τον Άγιο, που μαζί της σήκωσε την κολώνα και την έριξαν στην θάλασσα.
Η κολώνα βρέθηκε στην Ρώμη με μια επιγραφή να τοποθετηθεί στο δεξί μέρος της εκκλησίας.
β) Σωτηρία ενός αιχμαλώτου στρατιώτη
Στην Παμφλαγονία του Πόντου τιμούσαν πολύ τον Άγιο και μάλιστα είχαν κτιστεί προς τιμή του πολλοί ναοί.
Όλοι τιμούσαν τον Άγιο τόσο ώστε κάθε οικογένεια να δίνει το όνομα του σ’ ένα από τα αρσενικά παιδιά της.
Τούτο συνέβη και σε μια ευσεβή οικογένεια. Μεγάλωσε το παιδί της που ήταν φρόνιμο, ηθικό, συνετό, και όταν έγινε είκοσι χρόνων τον κάλεσαν στο στρατό.
Στις μάχες που έγιναν εναντίον των βαρβάρων πολλοί Χριστιανοί μεταξύ των οποίων και ο νεαρός Γεώργιος, έπεσαν σε ενέδρα, και από αυτούς άλλους έσφαξαν, άλλους έκαμαν υπηρέτες και άλλους πώλησαν δούλους.
Ο Γεώργιος έγινε υπηρέτης κάποιου αξιωματικού, που τον εκτίμησε πολύ.
Οι γονείς του Γεωργίου για ένα ολόκληρο χρόνο πενθούσαν και έκλαιγαν απαρηγόρητοι για το χαμένο τους παιδί.
Καθημερινά πήγαιναν στην εκκλησία και γονατιστοί παρακαλούσαν θερμά τον Θεό να τους φανερώσει τι απέγινε το αγαπημένο τους παιδί.
Αλλά και ο Γεώργιος από την εξορία του προσευχόταν στον Θεό να τον απαλλάξει από την σκλαβιά και να τον αξιώσει να συναντηθεί με τους αγαπημένους του γονείς. Πέρασε λοιπόν ένας χρόνος από τότε που εξαφανίστηκε. Έφθασε μάλιστα και η γιορτή του Αγίου και οι γονείς, που πάντα είχαν την ελπίδα ότι το παιδί τους ζει, κάλεσαν τους συγγενείς τους για δείπνο.
Εκείνη την ημέρα ο αξιωματικός του Γεωργίου του ζήτησε να του πλύνει τα πόδια πριν από το φαγητό και γι’ αυτό ο Γεώργιος πήγε να ζεστάνει νερό.
Όλη την ημέρα ο Γεώργιος έκλαιγε και παρακαλούσε τον Άγιο του που γιόρταζε να τον ελευθερώσει και να τον οδηγήσει κοντά στους γονείς του.
Μόλις το νερό έβρασε και το ετοίμασε για τον αφέντη του, παρουσιάστηκε μπροστά του ο Άγιος έφιππος σ’ ένα άσπρο άλογο και αφού ανέβασε τον νέο σ’ αυτό αμέσως, τον έφερε στο σπίτι του την ώρα που βρίσκονταν όλοι οι καλεσμένοι στο τραπέζι.
Έμειναν όλοι τότε έκθαμβοι και όταν εκείνος τους αφηγήθηκε το θαύμα με κάθε λεπτομέρεια, όλοι γεμάτοι χαρά δόξασαν το Θεό.
γ) Η επιστροφή του γιου της χήρας
Στην Μυτιλήνη ήλθαν πειρατές από την Κρήτη για να κλέψουν, λεηλατήσουν και αιχμαλωτίσουν όσο το δυνατό περισσότερους μπορούσαν. Σκέφθηκαν, λοιπόν, να κάνουν την επιδρομή τους την ημέρα της γιορτής του Αγίου Γεωργίου, που όλοι θα βρίσκονταν συγκεντρωμένοι στην εκκλησία.
Πραγματικά οι κουρσάροι έκαναν την επίθεση τους και μεταξύ αυτών που αιχμαλώτισαν ήταν και ένας πολύ ωραίος νέος, ο γιος μίας πλούσιας χήρας.
Οι κουρσάροι τον χάρισαν στον Αμιράν της Κρήτης που τον έβαλε υπηρέτη της τράπεζας του.
Η μάνα του από την στιγμή που χάθηκε ο γιος της έκλαιγε και παρακαλούσε τον Θεό και τον Άγιο να της φανερώσει το χαμένο της παιδί.
Ο Μεγαλομάρτυρας Γεώργιος δεν βράδυνε να εκπληρώσει τον πόνο της πονεμένης μάνας.
Και ενώ ο νέος ετοιμαζόταν να προσφέρει κρασί στον Αμιράν, ο Άγιος Γεώργιος τον άρπαξε και το μετέφερε στην μάνα του.
Και οι δύο δεν πίστευαν στα μάτια τους.
Όταν συνήλθαν δόξαζαν τον Θεό και τον Άγιο για τον παράξενο τρόπο της απελευθέρωσης.
δ) Ευεργέτης, αλλά και τιμωρός
Στην Παμφλαγονία υπήρχε ένας μεγάλος ναός προς τιμή του Αγίου Γεωργίου, και στην πλατεία του ναού τα παιδιά έπαιζαν διάφορα παιχνίδια.
Ένα από τα παιδιά αυτά δεν μπορούσε να νικήσει σε κανένα από τα πολλά αγωνίσματα, γι’ αυτό τ' άλλα το ειρωνεύονταν και το περιγελούσαν.
Τότε στράφηκε προς την εικόνα του Αγίου Γεωργίου και τον παρακάλεσε να το βοηθήσει να νικήσει και υποσχέθηκε ότι θα του προσφέρει ένα σφουγγάτο, δηλαδή φαγητό από αυγά τηγανισμένα με κρεμμύδια και μυρωδικά.
Μόλις έκανε το τάξιμο άρχισε να παλεύει με τα άλλα παιδιά που τα νίκησε.
Αμέσως πήγε στο σπίτι του και μόνος του έφτιαξε το σφουγγάτο και το έβαλε μπροστά στην εικόνα του Αγίου.
Ύστερα από λίγη ώρα έφθασαν εκεί τρεις νέοι για να προσκυνήσουν και μόλις είδαν το σφουγγάτο σκέφτηκαν να το φάνε.
Και είπαν μεταξύ τους:
«Τι τα θέλει αυτά ο Άγιος; Μήπως πρόκειται να τα φάει;»
Εκάθησαν, λοιπόν, και έφαγαν του σφουγγάτο στα σκαλοπάτια της εκκλησίας. Όταν θέλησαν να φύγουν δεν μπορούσαν να σηκωθούν, γιατί είχαν κολλήσει στα μαρμάρινα σκαλοπάτια. Έκαμαν τότε φτηνά τάματα στον Άγιο για να ξεκολλήσουν, αλλά τίποτα. Όταν έκαμαν ακριβό τάμα, να δώσει ο καθένας από ένα φλουρί, τότε μόνο μπόρεσαν να ξεκολλήσουν και ν’ απελευθερωθούν.
Μόλις βγήκαν από την εκκλησία και πήραν θάρρος, είπαν προς τον Άγιο:
«Άγιε Γεώργιε, τα σφουγγάτα σου είναι πολύ ακριβά, γι’ αυτό και εμείς δεν θα ξαναγοράσουμε τίποτα από εσένα».
ε) Τιμωρία του Σαρακηνού Κάποιος Σαρακηνός ταξιδιώτης (ανεψιός του βασιλιά της Συρίας),
σαν είδε την θαυμάσια εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, διέταξε τους υπηρέτες του να μεταφέρουν τις αποσκευές τους και να τις βάλουν στο νάρθηκα της εκκλησίας, επειδή θα έμεναν εκεί για να ξεκουραστούν και ύστερα να συνέχιζαν το δρόμο τους.
Όμως απαίτησε να βάλουν και τις δώδεκα καμήλες μέσα στην εκκλησία.
Οι ιερείς της εκκλησίας τον παρακάλεσαν να μην βεβηλώσει την εκκλησία τους. Αλλά αυτός επέμενε και ανέβηκε σ’ ένα ψηλό σημείο του ναού για να τις παρακολουθεί.
Όταν τις οδήγησαν λοιπόν στην εκκλησία, αμέσως πέθαναν όλες.
Τότε το θαύμα διαδόθηκε , ο δε Σαρακηνός εντυπωσιάσθηκε και ζήτησε να τις βγάλουν έξω και να τις θάψουν.
Έμεινε στην εκκλησία μέχρι το πρωί που ήλθε ο ιερέας για να λειτουργήσει. Στη διάρκεια της λειτουργίας, την ώρα της μετουσίωσης των τιμίων δώρων, ο Σαρακηνός είδε όραμα ότι ο ιερέας αφού πήρε στα χέρια του ένα μικρό παιδί, το έσφαξε και το αίμα του χύθηκε στο Άγιο ποτήρι, και το σώμα του αφού το έκοψε σε μικρά κομμάτια το έβαλε στο ιερό δίσκο.
Όταν τέλειωσε το κοινωνικό και είδε ο Σαρακηνός τον ιερέα να μεταδίδει στο λαό τις σάρκες και το αίμα του παιδιού, θύμωσε πολύ. Ύστερα από αυτό ζήτησε να μάθει λεπτομέρειες και να πάρει εξηγήσεις.
Ο ιερέας του εξήγησε σχετικά με την θεία ευχαριστία, και ακόμα του είπε ότι αξιώθηκε να δει ένα όραμα που μόνο οι μεγάλοι πατέρες είδαν.
«Εγώ – του λέει ο ιερέας – δεν αξιώθηκα ποτέ να δω το φρικτό αυτό Μυστήριο και μόνο άρτο και κρασί βλέπω». Εξήγησε κατόπιν στον ΆρχονταΣαρακηνό το θαυμαστό μυστήριο.
Τότε ο Σαρακηνός θέλησε να βαπτισθεί γιατί πίστεψε ότι η Χριστιανικήπίστη ήταν η πιο αληθινή.
Ο ιερέας τότε του είπε να πάει στα Ιεροσόλυμα να βαπτισθεί, γιατί όταν θα το μάθαινε ο θείος του , που ήταν βασιλιάς της Συρίας, θα τον σκότωνε και θα άρχιζε φοβερό διωγμό εναντίον των Χριστιανών.
Έτσι λοιπόν ο Σαρακηνός πήγε στα Ιεροσόλυμα όπου υπήρχε άλλος ηγεμόνας και βαπτίστηκε από τον Πατριάρχη.
Ύστερα μάλιστα από λίγες μέρες συμβουλεύτηκε τον Πατριάρχη τι έπρεπε να κάνει για να σωθεί.
Τότε ο Πατριάρχης τον συμβούλευσε να γίνει μοναχός στο όρος Σινά.
Και πραγματικά έτσι έγινε.
Ύστερα από τρία χρόνια πήρε άδεια από τον ηγούμενο του και έφυγε για να συναντήσει τον ιερέα του Αγίου Γεωργίου που τον είχε συμβουλεύσει να βαπτισθεί. Όταν έφτασε εκεί ο ιερέας δεν τον αναγνώρισε.
Αφού του αποκάλυψε ποιός ήταν, του εξέφρασε την επιθυμία του να δει τον Χριστό.
Ο ιερέας δόξασε τον Θεό και του είπε: «πήγαινε παιδί μου στον θείο σου Αμιράν και ομολόγησε την πίστη σου τόσο σ’ αυτόν όσο και σ’ άλλους Σαρακηνούς».
Ο μοναχός σαν τα άκουσε αυτά συγκινήθηκε και ξεκίνησε αμέσως να πάει στην πόλη, όπου ο θείος του ήταν άρχοντας.
Όταν έφτασε εκεί, περίμενε να νυχτώσει και ανέβηκε στον μιναρέ του τζαμιού και άρχισε να φωνάζει:
«Τρέξτε εδώ Σαρακηνοί, διότι θέλω να σας μιλήσω». Τότε οι Σαρακηνοί έτρεξαν με λαμπάδες και όταν είδαν τον μοναχό, ρώτησαν τι είχε να τους πει. Ο μοναχός τους είπε: «Με ρωτάτε τι έχω να σας πω; Λοιπόν σας ρωτώ: Πού είναι ο ανεψιός του Αμιράν, πού έφυγε κρυφά;» Εκείνοι του απάντησαν. «Αν μας πεις που βρίσκεται θα σου δώσουμε όσα λεφτά θέλεις». Ομοναχόςτουςείπε: «Οδηγήστε με στον Αμιράν για να σας το πω».
Αφού άρπαξαν τον μοναχό, τον οδήγησαν με μεγάλη χαρά στον Αμιράν. «Αυτός ο μοναχός γνωρίζει που είναι ο ανιψιός σου», του είπανε.
Ο Αμιράς τότε ρώτησε αν στ’ αλήθεια ξέρει που βρίσκεται. «Εγώ ο ίδιος είμαι. Όμως τώρα είμαι Χριστιανός και πιστεύω στον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο πνεύμα, τη μία θεότητα και ομολογώ ότι ο υιός του Θεού σαρκώθηκε από την παρθένο Μαρία και έκαμε στον κόσμο μεγάλα θαυμάσιακαι αφού σταυρώθηκε και πήγε στους ουρανούς καικάθισε στα δεξιά του Θεού και Πατέρα, πρόκειται να έλθει ξανά για να κρίνειζωντανούς και πεθαμένους». Μόλις άκουσε αυτά ο θείος του Αμιράς τούπε:
«Τί έπαθες, ταλαίπωρε μου, να αφήσεις το σπίτι σου , τα πλούτη σου, τη δόξα σου και να περπατάς περιφρονημένος σαν ζητιάνος; Επίστρεψελοιπόν στην θρησκεία σου και παραδέξου σαν προφήτη σουτον Μωάμεθ για να επανέλθεις ξανά στην προηγούμενη σουκατάσταση».
Ο μοναχός τότε του είπε: «Όσα καλά είχα που ήμουν Σαρακηνός, ήταν μερίδα του διαβόλου. Αυτό το τρίχινο φόρεμα μου είναι το καύχημα και ο πλούτος μου. ΤοΜωάμεθπου σας πλάνεψε και τη θρησκεία του, αποστρέφομαι εντελώς».
Σαν τα άκουσε αυτά ο Αμιράς είπε προς τους Σαρακηνούς που παρευρίσκονταν εκεί, ότι ο ανεψιός του έχασε τα λογικά του και να τον διώξουν.
Αυτό βέβαια το έκαμε για να τον γλιτώσει από το νόμο που προέβλεπε θανατική ποινή στους υβριστές της θρησκείας. Εκείνοι μόλις άκουσαν τον Αμιράν είπαν:
«Αφήνεις ελεύθερο αυτόν που ύβρισε τον προφήτη και την θρησκεία μας; Άς αρνηθούμε και εμείς λοιπόν την θρησκεία μας και ας γίνουμε Χριστιανοί». Ο Αμιράς επειδή φοβήθηκε τον όχλο μήπως εξαγριωθεί περισσότερο, έδωκε την άδεια να τον κάμουν ότι θέλουν. Εκείνοι τον άρπαξαν, τρίζοντας τα δόντια από την λύσσα και αφού τον οδήγησαν έξω από την πόλη, τον λιθοβόλησαν ενώ εκείνος προσευχόταν κι ευχαριστούσε τον Θεό, γιατί τον αξίωνε να μαρτυρήσει για το όνομα του Κυρίου μας.
Αυτό ήταν το τέλος του θαρραλέου ομολογητή Σαρακινού.
Κάθε νύχτα πάνω από τον σωρό από τις πέτρες , φαινόταν ένα άστρο λαμπρό που φώτιζε τον κόσμο εκείνο. Οι Σαρακηνοί μάλιστα θαύμασαν το γεγονός.
Ύστερα από αρκετό καιρό ο Αμιράς έδωσε άδεια στους Χριστιανούς να βγάλουν το Άγιολείψανο του μάρτυρα από τις πέτρες για να το θάψουν.
Όταν λοιπόν σήκωσαν τις πέτρες, βρήκαν το λείψανο «σώον και αβλαβές» και ανάδιδε ευωδία.
Αφού το προσκύνησαν με ευλάβεια, το ενταφίασαν με ύμνους και ψαλμωδίες στον Κύριο.
στ) Η κόρη του βασιλιά γλιτώνει από τον δράκοντα
Στην Ανατολική επαρχία της Αττάλειας και στην πόλη Αλαγία βασίλευε κάποιος Σέλβιος που ήταν πολύ Χριστιανομάχος.
Είχε βασανίσει πολλούς Χριστιανούς για ν’ αρνηθούν την πίστη τους και έπειτα τους φόνευε.
Κοντά στην πόλη υπήρχε ένας δράκοντας φοβερός που καθημερινά άρπαζε ανθρώπους ή ζώα και τα κατάτρωγε.
Οι κάτοικοι είχαν πανικοβληθεί και απόφευγαν να περνούν από εκεί.
Κάποτε ο βασιλιάς συγκέντρωσε στρατό και πήγε για να σκοτώσει το άγριο θηρίο.
Όμως δεν πέτυχε και επέστρεψε άπρακτος.
Όταν είδαν οι κάτοικοι ότι ο βασιλιάς απέτυχε να σκοτώσει τον δράκοντα πήγαν να τον ρωτήσουν γιατί δεν μπόρεσε να βρει τρόπους να εξοντώσει το θηρίο.
Τότε ο βασιλιάς ύστερα από συμβουλή που του έδωσαν οι ιερείς των ειδώλων, είπε στο πλήθος: «Γνωρίζετε ότι επιχειρήσαμε αρκετές φορέςνα σκοτώσουμε το θηρίο και δεν το κατορθώσαμε, γιατί έτσι ήταν το θέλημα των Θεών. Τώρα λοιπόν, σύμφωναμε την εντολή τους, θα πρέπει ο καθένας μας να στέλλει το παιδί του για να το τρώει ο δράκοντας.
Ακόμα και εγώ θα στείλω την μοναδική μου κόρη, όταν έλθει η σειρά της».
Έτσι, λοιπόν, ο λαός υπάκουσε στην διαταγή του βασιλιά γιατί δεν μπορούσε να κάνει αλλιώτικα. Έστελναν, δηλαδή τα παιδιά τους με δάκρυα και με θρήνους να καταβροχθίζονται από το θηρίο.
Όταν ήλθε και η σειρά της κόρης του βασιλιά, ξετυλίχθηκαν τραγικές σκηνές. Ο βασιλιάς κτυπούσε το στήθος του και το πρόσωπο του, τραβούσε τα γένια του και με λυγμούς έλεγε: «Αλίμονο σε μένα τον ταλαίπωρο! Τι να πρωτοκλάψω γλυκό μου παιδί; Το χωρισμό μας ή τον ξαφνικό σου θάνατο που θα δω σε λίγο; Τι να πρωτοθρηνήσω, αγαπημένομου παιδί, το κάλλος σου ή τον τρόμο, που σε λίγο θα νοιώσεις σαν σε κατασπαράζει το θηρίο;Αλίμονο, κόρη μου, που έλαμπες σαν πολύφωτη λαμπάδα στο παλάτι μου και περίμενα την ώρα που θαγιόρταζα τους γάμους σου. Πού θα βρω πια παρηγοριά και πως θα ζήσω μακριά σου;Τι την θέλω την ζωή και τα παλάτια χωρίς εσένα;»
Αυτά έλεγε ο απαρηγόρητοςβασιλιάς. Έπειτα γύρισε προς το πλήθος και είπε:
«Αγαπητοί μου φίλοι και άρχοντες, σας ζητώ να με συμπονέσετε. Σας προσφέρω πλούτη όσα θέλετε και ακόμα την βασιλεία μου, αλλά να μου κάνετε μια χάρη. Να μου χαρίσετε το μονάκριβο παιδί,αλλιώτικα αφήστε και εμένα να πάω μαζί της». Κανένας όμως δεν συγκινήθηκε από τα λόγια του βασιλέα, γιατί αυτός ήταν που έβγαλε την διαταγή, για να βρίσκουν τα παιδιά του τέτοιο οικτρό τέλος. Έτσι με μια φωνή όλοι του είπαν, ότι έπρεπε να εφαρμοστεί και στο παιδί του η διαταγή του.
Σαν δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά ο βασιλιάς, την συνόδευσε μέχρι την πύλη της πόλης. Αφού την αγκάλιασε και την φίλησε, την παρέδωσε στους ανθρώπους για να την οδηγήσει στην λίμνη. Πραγματικά οι άνθρωποι την άφησαν και έφυγαν.
Ο λαός έβλεπε μέσα από τα τείχη την κόρη που καθόταν κοντά στην λίμνη και περίμενε να έλθει το θηρίο για να την κατασπαράξει.
Εκείνο τον καιρό ο μέγαςΓεώργιος, που δεν είχε ακόμη ομολογήσει την Χριστιανικήτου πίστη, ήταν κόμης και αρχηγός στρατιωτικής μονάδας στο στράτευμα του Διοκλητιανού. Επέστρεφε μάλιστα στην Καππαδοκία από μια εκστρατεία που έκανε μαζί με τον Διοκλητιανό.
Από Θεού θέλημα πέρασε και από την λίμνη και όταν είδε το νερό, θέλησε να ποτίσει το άλογο του και να ξεκουραστεί και ο ίδιος. Όταν είδε την κόρη να κλαίει ασταμάτητα και να διακατέχεται από αγωνία και τρόμο, την πλησίασε και την ρώτησε γιατί έκλαιγε και ακόμη ποιος ήταν ο λόγος που την παρακολουθούσε ο λαός μέσα από τα τείχη.
Η κόρη του είπε ότι αδυνατούσε να του διηγηθεί τα όσα συνέβησαν και τα όσα επρόκειτο να συμβούν και τον παρακάλεσε να καβαλήσει το άλογο του και να φύγει, όσο πιο γρήγορα μπορούσε γιατί κινδύνευε να χάσει την ζωή του και ήταν τόσο νέος και ωραίος.
Ο Άγιος επέμενε να μάθει τι της συνέβηκε. Και αυτή του είπε: «Είναι μεγάλη η αφήγηση, κύριε μου, και δεν μπορώ να σου τα αφηγηθώ όλα με λεπτομέρειες. Μόνοσου λέγω και σε παρακαλώ να φύγεις τώρα αμέσως για ναμην πεθάνεις άδικα μαζί μου». Και ο Άγιος της είπε: «Πες μου την αλήθεια, γιατί κάθεσαι εδώ και ορκίζομαι στον Θεό, που πιστεύω εγώ ,ότι δεν θα σε αφήσω μόνη, αλλά θα σε ελευθερώσω από τον θάνατο, αλλιώτικα θα πεθάνω και εγώ μαζί σου».
Τότε η κόρη αναστέναξε πικρά και διηγήθηκε στον Άγιο τα όσα συνέβησαν.
Αφού άκουσε εκείνος τα γεγονότα, ρώτησε την κόρη: «Σε ποιο Θεό πιστεύουν ο πατέρας σου και η μητέρα σου και ο λαός;» Και εκείνη του αποκρίθηκε: «Πιστεύουν στον Ηρακλή και στην μεγάλη θεάΆρτεμη». Ο άγιος τότε της είπε: «Από σήμερα να μην φοβάσαι ούτε και να κλαίς. Μόνο πίστεψε στον Χριστό,που πιστεύω εγώ, και θα δεις την δύναμη του Θεού μου».
Η βασιλοπούλα απάντησε στον Άγιο: «Πιστεύω, κύριε μου, μ’ όλη μου την ψυχή και μ’ όλη μου την καρδιά».
Ο Άγιος συνέχισε: «Έχε θάρρος στον Θεό που δημιούργησε τον ουρανό καιτην γη και την θάλασσα διότι ο Χριστός πρόκειται να καταργήσει την δύναμη τουθηρίου και θα ελευθερωθούν και ακόμα θα διώξουν τονφόβο του θηρίου όλοι οι κάτοικοι του τόπου αυτού.Μείνε, λοιπόν, εδώ και μόλις δεις το θηρίο να έρχεται, φώναξε μου».
Τότε ο Άγιος έκλινε τα γόνατα του στη γη και αφού σήκωσε τα χέρια του προς τον ουρανό προσευχήθηκε και είπε: «Ο Θεός ο Μεγάλος και Δυνατός που κάθεται πάνω στα χερουβίμ και επιβλέπει αβύσσους, που είναι ευλογητός και υπάρχει στους αιώνες, συ γνωρίζεις ότι οικαρδίες είναι μάταιες, Συ φιλάνθρωπε Δεσπότη καικύριε επίβλεψε και τώρα σε μένα τον ταπεινό και ανάξιο δούλο σου και φανέρωσε μουτα ελέη σου. Κάνε να υποτάξωτο φοβερό αυτό Θηρίο για να γνωρίσουν όλοι ότι υπάρχεις μαζί μου και ότι είσαι ο μόνος αληθινός Θεός».
Τότε ακούστηκε φωνή από τον ουρανό που του είπε. «Εισακούστηκε η δέηση σου Γεώργιε, και κάνε όπως θέλεις, διότι εγώ θα είμαι πάντοτε μαζί σου».
Μόλις τελείωσε την προσευχή του ο Άγιος, φάνηκε το άγριο θηρίο. Όταν το είδε η κόρη φώναξε: «Αλλοίμονο μου , κύριε μου! Έρχεται το θηρίο για να με κατασπαράξει».
Τότε ο Άγιος έτρεξε για να συναντήσει το θηρίο. Ήταν το θηρίο φοβερό. Έβγαζε από τα μάτια του φωτιά και ήταν τόσο εξαγριωμένο και απαίσιο που παρουσίαζε θέαμα τρομερό. Αμέσως ο Άγιος έκανε το σημείο του Τιμίου Σταυρού και είπε: «Κύριε ο Θεός μου, ημέρεψε για χάρη μου, που είμαι δούλος σου, το θηρίο αυτό για να πιστέψει ο λαός στο όνομα Σου το Άγιο».
Έτσι και έγινε. Ο φοβερός δράκοντας με τα μεγάλα δόντια έπεσε στα πόδια του αλόγου του Αγίου και βρυχούταν.
Μόλις η βασιλοπούλα είδε το θέαμα, ένοιωσε χαρά μεγάλη. Και ο Άγιος της είπε:
«Βγάλε την ζώνη σου και δέσε με αυτή τον δράκοντα από τον λαιμό». Αμέσως τότε η κόρη άφοβα έβγαλε την ζώνη της και έδεσε το δράκοντα, και ευχαριστούσε τον Άγιο που την γλίτωσε από τον βέβαιο θάνατο. Ο Άγιος αφού ανέβηκε στο άλογο του, είπε προς την βασιλοπούλα: «Σύρε τον δράκοντα με την ζώνη σου μέχρι την πόλη».
Όταν είδαν οι κάτοικοι το παράξενο θέαμα, την κόρη δηλαδή να σέρνει δεμένο τον δράκοντα, τράπηκαν σε φυγή. «Μη φοβάσθε, σταθείτε και θα δείτε την δόξα του Θεού και την σωτηρία σας» τους είπε ο Άγιος.
Τότε σταμάτησαν όλοι απορημένοι και περίμεναν να δουν τι θα τους δείξει.
Τους προέτρεψε λοιπόν, να πιστέψουν στον αληθινό Θεό και αυτοί δέχτηκαν με χαρά. Αφού σήκωσε το χέρι του κτύπησε με το ακόντιο τον δράκοντα και το φοβερό τέρας σκοτώθηκε.
Έπειτα αφού πήρε από το χέρι την βασιλοπούλα, την παρέδωσε στον βασιλιά.
Όλοι ένοιωσαν μεγάλη και ανέκφραστη χαρά και αφού γονάτισαν, κατάφιλούσαν τα πόδια του Αγίου και ευχαριστούσαν τον ΠανάγαθοΘεό, διότι τους ελευθέρωσε από το Θηρίο κι έτσι σταμάτησε η θυσία των παιδιών τους.
Ο Άγιος κάλεσε από κάποια πόλη της Αντιόχειας τον επίσκοπο Αλέξανδρο και βάπτισε τον βασιλιά και τους άρχοντες και όλο το λαό. Μέσα σε δεκαπέντε μέρες βάπτισε σαράντα πέντε χιλιάδες.
Αφού λοιπόν βαπτίστηκαν όλοι και έγινε μεγάλη χαρά στη γη και στον ουρανό, έκτισαν και μια μεγάλη εκκλησία στο όνομα του Θεού. Ο Άγιος πήγε να την δει. Μόλις μπήκε στο Άγιο βήμα και προσευχήθηκε, βγήκε πηγή αγιάσματος και σκορπίστηκε ευωδία στον ναό. Η πηγή αυτή σώζεται μέχρι σήμερα.
Ο Άγιος αφού αποχαιρέτησε τον βασιλιά και το λαό, έφυγε για την πατρίδα του την Καππαδοκία.
Στο δρόμο του συνάντησε το διάβολο μετασχηματισμένο σε μορφή ανθρώπου.
Κρατούσε δύο ραβδιά στα οποία στηριζόταν σαν γέρος. Φαινόταν μάλιστα σαν νικημένος και καταφρονημένος στρατιώτης. Είπε, λοιπόν με ταπείνωση στον Άγιο: «Χαίρε Γεώργιε». Ο Άγιος αμέσως κατάλαβε ότι ήταν ο διάβολος και του είπε: «Ποιος είσαι και πώς με ξέρεις; Αν δεν ήσουνα ο πονηρός διάβολος δεν θα μπορούσες να με ξέρεις, αφού ποτέ ξανά δεν με έχεις δει».
Ο διάβολος απάντησε: «Πώς τολμάς να υβρίζεις του αγγέλους του Θεού και ρωτάς ποιος είμαι εγώ; Μάθε ναμιλάς καλά». Ο Άγιος τότε αποκρίθηκε: «Αν είναι έτσι όπως μου τα λες και είσαιΆγγελος, ακολούθησε με. Αν όμως είσαι πνεύμα πονηρό, να μην μετακινηθείς από την θέση σου». Μόλις τέλειωσε το λόγο του αυτό ο Άγιος, ο διάβολος βρέθηκε δεμένος και φώναξε δυνατά: «Αλλοίμονο μου! Τι κακή ώρα ήταν αυτή που σε συνάντησα! Τι κακό έπαθα να πέσω στα χέρια σου ο ταλαίπωρος!».
Ο Άγιος βεβαιώθηκε ότι ήταν πνεύμα πονηρό και του είπε: «Σε ορκίζω στο Θεό να μου πεις τι επρόκειτο να μου κάνεις». Και ο δαίμονας είπε: «Εγώ, Γεώργιε, είμαι από το δεύτερο τάγμα του Σατανά και όταν ο Θεός έκαμε τον ουρανό και διαχώριζε τη γη από τα νερά ήμουνα παρών. Εγώ έκαμα φοβερές βροντέςκαι αστραπές, εγώ έδεσα κεφαλές και τώρα από την περηφάνια μου κατάντησα κάτω στον Άδη και έγινα δαίμονας. Αλλοίμονο μου ,Γεώργιε, γιατί ζήλεψα τη χάρη που σου δόθηκε και ήθελα να σε παραπλανήσω για να με προσκυνήσεις. Αλλάπλανήθηκα. Αλλοίμονο μου τι κακό εζήτησα να πάθω και δεν μπορώ να λυθώ. Σε παρακαλώ Γεώργιε, θυμήσου την προηγούμενη μου ευτυχία και μη με αφήσεις να επιστρέψωστην άβυσσο γιατί σου τα είπα όλα». Τότε ο Άγιος αφού ύψωσε τα χέρια στον ουρανό είπε: «Σ’ ευχαριστώ Κύριε μου, διότι μου παρέδωσες σταχέρια μου τον πονηρό δαίμονα, που πρόκειται νασταλεί σε σκοτεινό τόπο για να τιμωρείται αιώνια».
Μόλις είπε αυτά ο Άγιος επετίμησε και απόλυσε το πονηρό πνεύμα.
Θαυματουργικές εικόνες του Αγίου Γεωργίου στην ιερά μονή του Ζωγράφου στο ΆγιοΌρος
α) Η εικόνα που μεταφέρθηκε από τη Μονή Φανουήλ
Κατά την διάρκεια της βασιλείας του Λέοντα του Σοφού (886 – 912 μ.Χ.) ήσαν τρεις γνήσιοι αδελφοί, ο Μωυσής, ο Ααρών και ο Βασίλειος και η καταγωγή τους ήταν από την μεγαλύτερη Λιγχίδα, που μετονομάστηκε αργότερα σε Αχρίδα.
Αυτοί λοιπόν αποφάσισαν να εγκαταλείψουν το κόσμο, τον πλούτο, τη δόξα και να πάρουν το αγγελικόσχήμα. Έφτασαν στο Άγιο Όρος και αφού βρήκαν ήσυχο τόπο, κατασκεύασαν σκηνές, όπου έμεναν για αρκετό διάστημα και συναντιόνταν μόνο την Κυριακή. Διαδόθηκε, λοιπόν η φήμη της αρετής τους και γι’ αυτό πολλοί έρχονταν κοντά τους και δεν έφευγαν.
Βρήκαν ένα χώρο όπου έκτισαν μοναστήρι. Αφού έκτισαν και τον ναό σκέπτονταν πως να τον ονομάσουν. Άλλοι έλεγαν να τον αφιερώσουν στον ΆγιοΝικόλαο, άλλοι στον ΆγιοΚλήμεντα, αρχιεπίσκοπο Αχρίδος που ήταν και συμπατριώτης τους και ο καθένας γενικά ήθελε να δώσει στο ναό το όνομα του Αγίου, που έτρεφε μεγαλύτερη ευλάβεια.
Επειδή, λοιπόν, δεν συμφωνούσαν αποφάσισαν να προσφύγουν στην προσευχή στο Θεό και να δεηθούν ώστε Αυτός για να αποφασίσει για να διατάξει σε ποιο από τους ΑγίουςΤου θα αφιερώσουν το ναό και ποιαν εικόνα θα ζωγραφίσουν στο ξύλο που ετοίμασαν. Προσευχήθηκαν και οι τρεις, ο καθένας στο ησυχαστήριο του. Στην διάρκεια που προσεύχονταν διαχύθηκε από τον νεόκτιστο ναό ένα ασυνήθιστο φως, λαμπρότερο από τις ακτίνες του ήλιου γύρω από τα κελιά των μοναχών. Οι μοναχοί κατελήφθησαν από φόβο και απορία και έμειναν προσευχόμενοι όλη νύχτα.
Την επομένη το πρωί όταν κατέβηκαν οι μοναχοί στην εκκλησία είδαν με θαυμασμό ότι στο ξύλο που ετοίμασαν να ζωγραφίσουν, ζωγραφίστηκε η εικόνα του Αγίου Μεγαλομάρτυρα και Τροπαιοφόρου Γεωργίου.
Απ’ αυτή μάλιστα έβγαινε η λάμψη που φώτιζε τα ταπεινά ησυχαστήρια. Έτσι λοιπόν, αφιερώθηκε η εκκλησία στον Άγιο Γεώργιο και η μονή ονομάσθηκε Ζωγράφου.
Η θαυματουργή εικόνα υπήρχε στην Μονή του Φανουήλ που βρίσκεται στην Συρία κοντά στη Λύδδα. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του καθηγούμενου της ΜονήςΦανουήλ, Ευστρατίου, όταν κάποτε ο Θεός θέλησε, να τιμωρήσει τη Συρία και να την παραδώσει στους Σαρακηνούς, η ζωγραφιά της εικόνας ξαφνικά αποχωρίσθηκε από το ξύλο και αφού υψώθηκε κρύφτηκε σε άγνωστο μέρος. Οι μοναχοί τότε, επειδή φοβήθηκαν και λυπήθηκαν από το θαύμα, αφού γονάτισαν, προσεύχονταν στο Θεό θερμά και με δάκρυα και τον παρακαλούσαν να τους αποκαλύψει που κρυβόταν το πρόσωπο του Αγίου Γεωργίου.
Ο πανάγαθος Θεός άκουσε την δέηση των μοναχών και ο Άγιος παρουσιάστηκε στον ηγούμενο και του είπε:
«Μη λυπάστε για μένα. Εγώ βρήκα για τον εαυτό μου Μονή της Παναγίας στο Άθω.Αν θέλετε πηγαίνετε και εσείς προς τα εκεί, γιατί η οργή του Κυρίου είναι έτοιμη να πέσει πάνω στην διεφθαρμένη Παλαιστίνη και σχεδόν σ’ όλη την Οικουμένη, επειδή οι Χριστιανοί αμαρτάνουν».
Αφού συγκέντρωσε όλους τους μοναχούς ο καθηγούμενος ανακοίνωσε τα συμβάντα.
Έπειτα κάλεσε και τους προύχοντες της πόλης Λύδδας και τους ανάγγειλε όσα συνέβησαν σχετικά με την άγια εικόνα. Ύστερα του παράγγειλε τα εξής: «Εμείς φεύγουμε, για την αγία πόλητων Ιεροσολύμων για να προσκυνήσουμε τον ΆγιοΤάφο του Κυρίου και ας γίνει το θέλημα Του. Σεις εγκατασταθείτε στην Μονήγια να την προφυλάξετε».
Με δάκρυα ξεκίνησαν. Αφού έφτασαν στην Ιόππη βρήκαν πλοίο και αναχώρησαν για το όρος Άθω. Ύστερα από αρκετές μέρες έφτασαν στην μονή Ζωγράφου. Όταν μπήκαν στο ναό, με έκπληξη και θαυμασμό, είδαν την ζωγραφιά του ΑγίουΓεωργίου, που είχαν στην μονή Φανουήλ, να'ναι προσκολλημένη χωρίς καμιά αλλοίωση σ’ ένα καινούργιο ξύλο. Τότε με συγκίνηση και δάκρυα γονάτισαν μπροστά στην εικόνα και έλεγαν: «Γιατί μας προξένησες τόση λύπη, Μεγαλομάρτυρα Γεώργιε;» Οι μοναχοί της Ζωγράφου απορούσαν, γιατί συνέβησαν όλα αυτά τα παράξενα. Όμως εκείνοι τους διηγήθηκαν τα συμβάντα και όλοι δόξαζαν ολόψυχα τον Κύριο και τον Άγιο Γεώργιο. Τον δε καθηγούμενο Ευστράτιο τον έκαμαν Ηγούμενό τους.
Από τότε άρχισαν να γίνονται από την αγία εικόνα πολλά θαύματα. Γι’ αυτό ο κόσμος πήγαινε στην μονήΖωγράφου, να προσκυνήσει τον Τροπαιοφόρο Γεώργιο. Η φήμη των θαυμάτων έφθασε μέχρι και τον βασιλέα Λέοντα τον Σοφό, που ήταν πολύ ευσεβής. Μάλιστα αποφάσισε να πάει προσωπικά στο Άγιο Όροςγια να προσκυνήσει και χαρεί πνευματικά με τις ψυχοφελείς συζητήσεις που θα έκανε με τους ασκητές Μωυσή, Ααρών και Βασίλειο που έγιναν ξακουστοί για την αρετή τους. Ύστερα από τον Λέοντα επισκέφτηκε τη Μονή και ο βασιλιάς των ΒουλγάρωνΙωάννης από το Τίρναβο.
Με την πλούσια βοήθεια του άρχισε να κτίζεται η μεγαλοπρεπής Μονή του Ζωγράφου. Αργότερα η ιεράΜονή κατεδαφίστηκε από τους βαρβάρους και τους πειρατές.
Η τωρινή Μονή κτίστηκε από τον Ηγεμόνατης ΜολδαβίαςΣτέφανο.
Η Αγία εικόνα έχει μέχρι σήμερα το άκρο του δάκτυλου κάποιου ολιγόπιστου Επίσκοπου. Αυτός καταγόταν, σύμφωνα με την παράδοση, απ’ τα Βοδενά (Έδεσσα) και όταν άκουσε για τα θαύματα της εικόνας θέλησε μαζί με την συνοδεία του να πάει να διαπιστώσει αν πραγματικά ήσαν αληθινά αυτά που διαδίδονταν ή ήσαν εφευρέσεις των μοναχών, για λόγους φιλοχρηματίας.
Όταν έφτασε στο Άγιο Όρος πήγε και στην Μονή του Ζωγράφου όπου οι μοναχοί εκεί τον υποδέχτηκαν με την πρέπουσα τιμή. Στην συνέχεια τον οδήγησαν στο ναό για να προσκυνήσει τον ΆγιοΓεώργιο. Αλλά ο επίσκοπος αντί να φανεί ταπεινός και σεμνός φάνηκε περήφανος και ολιγόπιστος.
Αφού με αδιαφορία είδε τον ναό στάθηκε μπροστά στην εικόνα του Αγίου Γεωργίου και με αλαζονικό ύφος είπε προς τους μοναχούς: «Ώστε αυτή είναι η θαυματουργός εικόνα του Αγίου». Αμέσως όμως το δάκτυλο του κόλλησε στην εικόνα και μάταια προσπαθούσε να το ξεκολλήσει. Η αγωνία του και ο φόβος του μεγάλωσαν όσο αγωνιζόταν να το ξεκολλήσει. Κάθε φορά που προσπαθούσε να το ξεκολλήσει ένοιωθε πόνους γιατί αυτό ήταν κολλημένο πολύ γερά. Στο τέλος ο δυστυχής επίσκοπος δέχτηκε, να του κόψουν το δάκτυλο του. Έτσι πήρε μια γεύση της γνησιότητας των θαυμάτων του ΑγίουΓεωργίου.
β) Το θαλάσσιο ταξίδι της εικόνας από την Αραβία
Υπάρχει κοντά στον κίονα του αριστερού χορού που βρίσκεται η εικόνα του ΑγίουΓεωργίου η πιο κάτω χειρόγραφη διήγηση:
Η αγία εικόνα ήρθε από την Αραβία και βρέθηκε στο λιμάνι της Μονής Βατοπεδίου. Η απροσδόκητη άφιξη της εικόνας προκάλεσε ταραχή και θόρυβο στο ΆγιοΌρος. Γιατί η φήμη ξάπλωσε γρήγορα και οι μοναχοί ερχόντουσαν απ’ όλα τα μοναστήρια για να προσκυνήσουν την άγιαεικόνα που με θαύμα φανερώθηκε στο λιμάνι. Μάλιστα κάθε μοναστήρι επεδίωκε να αποκτήσει το θησαυρό αυτό και οι γέροντες αρνούνταν να την δώσουν στη Μονή Βατοπεδίου. Τελικά αποφάσισαν να βάλουν κλήρο και να δεχτούν την απόφαση της άγιαςεικόνας. Πραγματικά πήραν ομόφωνα απόφαση όλοι οι γέροντες να φορτώσουν την εικόνα σ’ ένα ξένο και άγριο μουλάρι που δεν ήξερε τους δρόμους και τα Μοναστήρια και αφού το αφήσουν ελεύθερο να το ακολουθήσουν από μακριά. Εκεί που θα σταματούσε θα έπρεπε να μείνει η εικόνα. Έτσι και έγινε. Αφού οδήγησαν το μουλάρι στο δρόμο Θεσσαλονίκης – ΑγίουΌρους το άφησαν στη θέληση του.
Και το μουλάρι με αργό και ισόμετρο περπάτημα σαν να ένοιωθε ότι μετέφερε ιερό φορτίο πέρασε από δύσβατους τόπους, δάση και υψώματα και έφτασε στην Μονή Ζωγράφου και στάθηκε ακίνητο σ’ ένα πολύ ωραίο λόφο.
Με τον τρόπο αυτό πληροφορήθηκαν όλοι ότι η θέληση του Αγίου Γεωργίου ήταν να μείνει η ιερή εικόνα στη Μονή Ζωγράφου.
Όλοι οι μοναχοί δέχτηκαν στη Μονή με χαρά και με πνευματικό πανηγύρι την ιερή εικόνα και την τοποθέτησαν στον κίονα του αριστερού χορού. Το μουλάρι που μετέφερνε την άγια εικόνα πέθανε και το έθαψαν στον τόπο εκείνο.
Σε ανάμνηση για τον ερχομό της ιερής εικόνας του ΑγίουΓεωργίου έκτισαν στον λόφο ένα κελί και μικρή εκκλησία στο όνομα του Αγίου.
γ) Αφιέρωση της Άγιας εικόνας από τον Ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας Στέφανο
Στο βορειοδυτικό κίονα, που στηρίζεται και ο τρούλος, είναι αναρτημένη και άλλη εικόνα του Αγίου Γεωργίου , που γι’ αυτή υπάρχει η πιο κάτω χειρόγραφη διήγηση στην Μονή Ζωγράφου.
Ο Ηγεμόνας της Μολδοβλαχίας Στέφανος είχε, όπως είναι γνωστό, συνέχεια πολέμους με τους Τούρκους. Κάποτε συγκεντρώθηκαν τα αναρίθμητα Τούρκικα ασκέρια, για να τον αφανίσουν. Όταν είδε ο Στέφανος το πλήθος του εχθρού φοβήθηκε. Αμέσως όμως συνήλθε και με θερμή προσευχή στο Θεό ζήτησε τη βοήθεια του. Στον ύπνο του εμφανίστηκε ο ΆγιοςΓεώργιος που ήταν λουσμένος σ’ ένα π που άστραφταν. Ο Στέφανος αν και κοιμόταν φοβήθηκε πολύ. Τότε ο Άγιος του είπε: «Έχε θάρρος στον Κύριο σου και μη φοβάσαι το πλήθος αυτό. Αύριο συγκέντρωσε όλο το στράτευμα σου και οδήγησε το εναντίον των εχθρών του Χριστού με φωνές πανηγυρικές και σάλπιγγες και θα δεις την δύναμη του Θεού που πάντα σε βοηθά. Για το λόγο αυτό στάθηκα εδώ για να σου αποκαλύψω ποιος θα νικήσει και να σου αναφέρω ότι η δύναμη του Θεού είναι μαζί σου και ότι ακόμα και εγώ θα σε βοηθήσω στην μάχη αυτή. Για όλα αυτά ανακαίνισε την Μονή Ζωγράφου που είναι στο όνομα μου, και που ερημώθηκε. Στείλε μάλιστα και την δική μου εικόνα που έχεις μαζί σου».
Ο Στέφανος πήρε θάρρος από την εμφάνιση του Αγίου και ακόμη από την υπόσχεση που του έδωσε ότι θα τον βοηθούσε με την βοήθεια της θείας χάρης. Αφού μάλιστα έφερε και την άγια εικόνα μαζί του με την φωνή των σαλπίγγων κτύπησε ξαφνικά σαν λαίλαπας τον όγκο των Οθωμανών και τους σύντριψε χωρίς χρονοτριβή.
Κάποιος Ρώσος συγγραφέας αναφερόμενος στην άγια εικόνα του Αγίου Γεωργίου γράφει τα εξής: «Μέσα στο 15ο αιώνα φάνηκε και άλλος ευεργέτης της Μονής Ζωγράφου, Ο Στέφανος που ήταν επίσημος Ηγεμόνας της Μολδοβλαχίας, και αγωνίστηκε πολλές φορές εναντίον των Οθωμανών νικηφόρα. Όταν τον περικύκλωσαν κάποτε αμέτρητα πλήθη εχθρού σκεφτόταν με ποιο τρόπο θα μπορούσε να σώσει τους περίβολους του φρουρίου. Τότε φάνηκε πάνω στο τείχος η μάνα του που του είπε: «Δεν θα επιτρέψω ποτέ στους εχθρούς σου ν’ ανοίξουν τις πύλες του φρουρίου σου. Αν δεν νικήσεις και δεν μπορέσεις να αντισταθείς σ’ αυτούς στο πεδίο της μάχης πολύ λίγη ελπίδα σου απομένει για τους περιβόλους».Εκείνο, λοιπόν, το βράδυ φάνηκε ο Άγιος Γεώργιος στο συγχυσμένο Στέφανο και του υποσχέθηκε ότι θα νικούσε. Επίσης τον διέταξε να αποστείλει την άγια εικόνα που είχε πάντα μαζί του στην Μονή Ζωγράφου, και να την ανακαινίσει γιατί ήταν ήδη ερημωμένη. Η νίκη έστεψε το Στέφανο που εκπλήρωσε την εντολή του Αγίου Γεωργίου.
δ) Η θαυμαστή εικόνα του Αγίου Γεωργίου που βρίσκεται στην ιερά Μονή του Ξενοφώντα
Στο Άγιο Όρος σώζεται η αρχαία προφορική παράδοση και για την άγια εικόνα που υπήρχε στους χρόνους των ασεβών εικονομάχων, που με βασιλικά διατάγματα καίονταν οι άγιες και σεβαστές εικόνες.
Στα χρόνια εκείνα λοιπόν οι υπηρέτες του παράνομου βασιλιά ερευνούσαν και προσπαθούσαν να βρίσκουν τις άγιες εικόνες για να τις συντρίψουν και να τις ρίξουν στη φωτιά. Βρήκαν λοιπόν και την άγια αυτή εικόνα και την έριξαν στην φωτιά για να καεί. Αλλά μάταια κοπίαζαν οι ανόητοι, διότι η άγια εικόνα έμεινε άφλεκτος μέχρι που η φωτιά έσβησε τελείως. Οι εικονομάχοι όταν είδαν ότι η φωτιά πολύ λίγο άρπαξε τα φορέματα του Αγίου και το πρόσωπο του τίποτα δεν έπαθε απόρησαν. Ένας μάλιστα περισσότερο ασεβής έμπηξε μαχαίρι στο πηγούνι του Αγίου και αμέσως έτρεξε καθαρό αίμα. Τότε όλοι όσοι είδαν το θαύμα έφυγαν ο καθένας για το σπίτι του. Ένας ευσεβής Χριστιανός αφού παράλαβε την άγια εικόνα και ήλθε στην θάλασσα, προσευχήθηκε θερμά στον Κύριο για να σταματήσει η φρικτή θύελλα της εικονομαχίας. Έπειτα αφού γύρισε προς την Άγια εικόνα είπε: «Μεγαλομάρτυρα του Χριστού Τροπαιοφόρε Γεώργιε, συ που και στη ζωή και μετά τον θάνατο έκαμες άφλεκτη την άγια εικόνα, διαφύλαξε την και τώρα από την θάλασσα και μετέφερε την όπου εσύ γνωρίζεις και επιθυμείς για να δοξασθεί ο Θεός μας». Και μόλις τελείωσε έβαλε την εικόνα στη θάλασσα.
Ο Άγιος Γεώργιος φρόντισε ώστε η άγια εικόνα να φτάσει στο Άγιο Όρος, όπου και άλλες εικόνες οδήγησε η θεία πρόνοια. Η εικόνα τοποθετήθηκε κοντά στην Μονή Ξενοφώντα όπου έτρεχαν τα ιαματικά όξινα νερά. Υπήρχε μάλιστα εκεί μια μικρή Μονή αφιερωμένη στο Μεγαλομάρτυρα Δημήτριο. Ακόμα σώζεται ο μικρός αυτός ναός, όπου οι μοναχοί σαν είδαν την εικόνα του Αγίου Γεωργίου την μετάφεραν εκεί γεμάτοι χαρά και ευλάβεια. Ύστερα έκτισαν ναό κοντά στο μικρό ναό. Όταν αυξήθηκαν οι μοναχοί και μεγάλωσε και η Μονή ονομάσθηκε του Αγίου Γεωργίου. Οι μοναχοί γιορτάζουν καθημερινά μαζί με τον Άγιο Γεώργιο και τον Μεγαλομάρτυρα Δημήτριο και τους μνημονεύουν στις απολύσεις των ακολουθιών.
Η άγια εικόνα βρίσκεται στο μεγάλο Καθολικό ναό του Αγίου Γεωργίου στον ανατολικό κίονα του δεξιού χωρού και έχει ζωγραφισμένο ολόσωμο τον Μεγαλομάρτυρα και σε ένδειξη του θαύματος φέρνει και την πληγή στο πηγούνι και το αίμα του είναι πηγμένο σ’ αυτή. Μέχρι σήμερα το θαυμαστό φαινόμενο κηρύττει περίτρανα τα πάμπολλα θαύματα που έκανε και κάνει ο Άγιος Μεγαλομάρτυρας και Τροπαιοφόρος Γεώργιος.
Σημείωση: Η μνήμη του Αγίου γιορτάζεται στις 23 του Απρίλη. Εάν όμως το Πάσχα πέφτει μετά τις 23 Απρίλη, τότε η μνήμη του Αγίου γιορτάζεται την επόμενη μέρα του Πάσχα (Δευτέρα της Δικαινησίμου).