Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2020

Η ΑΓΙΑ ΣΚΕΠΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ 1940 -Τα απίστευτα Θαύματα!

   #ΟΧΙ #28η_Οκτωβρίου_1940   🇬🇷

#ΤΑ_ΘΑΥΜΑΤΑ_ΤΗΣ_ΑΓΙΑΣ_ΣΚΕΠΗΣ

ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΤΟΥ 1940

Η ΑΓΙΑ ΣΚΕΠΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ 

ΚΑΙ ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ 1940

Δεν είναι τυχαίο ότι οι δύο σημαντικότερες εθνικές γιορτές του έθνους μας έχουν το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό να συνεορτάζονται με μία γιορτή της Παναγίας. 

Την 25η Μαρτίου γιορτάζουμε τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου και την 28η Οκτωβρίου την Αγία Σκέπη της Θεοτόκου.

Η γιορτή αυτή μετατέθηκε από την εκκλησία μας το 1952 από την 1η Οκτωβρίου την 28η ως ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τη μητέρα του Θεού για τη σκέπη και την προστασία της στον αγώνα των Ελλήνων απέναντι στον αλαζονικό ιταλικό στρατό.

Δεν χωράει αμφιβολία ότι η εποποιία του 1940, αποτελεί ένα θαύμα, είναι ένα από τα πολλά θαύματα στην ιστορία των Ελλήνων. Δεν μπορεί να είναι καρπός αποκλειστικά ανθρώπινου αγώνα. Η θεϊκή χάρη συνεργάσθηκε με την ανθρώπινη προσπάθεια. Και είναι δίκαιο που μαζί με τα θριαμβευτικά σαλπίσματα πάνω από τους τάφους των ηρώων, σήμαναν δοξαστικές καμπάνες για ένα ‘’ευχαριστώ’’ στην Παναγία, σ' εκείνη, στην οποία η εθνική συνείδηση απέδωσε για μια ακόμα φορά ‘’τα νικητήρια’’. Τη Σκέπη των αγωνιστών. Την Ελευθερώτρια των σκλαβωμένων.

Γιατί στα κρίσιμα χρόνια του πολέμου οι Έλληνες εμπιστεύθηκαν στα χέρια της Παναγίας τον αγώνα τους. Ζήτησαν τη μητρική προστασία της για να υπερασπιστούν τα δίκαιά τους. Και ήταν τόση η πίστη τους, ώστε την έβλεπαν να τους εμψυχώνει και να τους σκεπάζει, καθώς πολεμούσαν απεγνωσμένα στα χιονισμένα βουνά της Πίνδου και της Αλβανίας. Η άλλοτε Υπέρμαχος Στρατηγός των Ρωμηών γίνεται η Αγία Σκέπη των αγωνιστών και το θαύμα επαναλαμβάνεται. Χάρη στην πίστη που θερμαίνει τις ψυχές τους οι μαχητές περιφρονούν τη λογική των αριθμών και αντιστέκονται στις σιδερόφρακτες εχθρικές στρατιές με ηρωισμό που κινεί τον παγκόσμιο θαυμασμό.

Στὸ μέτωπο, σ᾿ ὅλη τὴ γραμμή, ἀπὸ τὴ γαλανὴ θάλασσα τοῦ Ἰονίου μέχρι ψηλὰ τὶς παγωμένες Πρέσπες, ὁ ἑλληνικὸς στρατὸς ἄρχιζε νὰ βλέπει παντοῦ τὸ ἴδιο ὅραμα: Ἔβλεπε τὶς νύχτες μία γυναικεία μορφὴ νὰ βαδίζει ψηλόλιγνη, ἄλαφροπερπατητη, μὲ τὴν καλύπτρα τῆς ἄναριγμενη ἀπὸ τὸ κεφάλι στοὺς ὤμους. Τὴν ἀναγνώριζε, τὴν ἤξερε ἀπὸ παλιά, τοῦ τὴν εἶχαν τραγουδήσει ὅταν ἦταν μωρὸ κι ὀνειρευόταν στὴν κούνια. Ἦταν ἡ μάνα ἡ μεγαλόψυχη στὸν πόνο καὶ στὴν δόξα, ἡ λαβωμένη τῆς Τήνου, ἡ ὑπέρμαχος Στρατηγός.



Γράμμα ἀπὸ τὴ Μόροβα

Ὁ Τάσος Ρηγοπούλας, στρατευμένος στὴν Ἀλβανία τὸ 1940, ἔστειλε ἀπὸ τὸ μέτωπο τὸ παρακάτω γράμμα στὸν ἀδελφό του. «Ἀδελφέ μου Νίκο.

Σοὺ γράφω ἀπὸ μία ἀετοφωλιά, τετρακόσια μέτρα ψηλότερη ἀπὸ τὴν κορυφὴ τῆς Πάρνηθας. Ἡ φύση τριγύρω εἶναι πάλλευκη. Σκοπός μου ὅμως δὲν εἶναι νὰ σοῦ περιγράψω τὰ θέλγητρα μίας χιονισμένης Μόροβας μὲ ὅλο τὸ ἄγριο μεγαλεῖο της. Σκοπός μου εἶναι νὰ σοῦ μεταδώσω αὐτὸ ποὺ ἔζησα, ποὺ τὸ εἶδα μὲ τὰ μάτια μου καὶ ποὺ φοβᾶμαι μήπως, ἀκούγοντας τὸ ἀπὸ ἄλλους, δὲν τὸ πιστέψεις.

Λίγες στιγμὲς πρὶν ὁρμήσουμε γιὰ τὰ ὀχυρὰ τῆς Μόροβας, εἴδαμε σὲ ἀπόσταση καμιὰ δεκαριὰ μέτρων μία ψηλὴ μαυροφόρα νὰ στέκει ἀκίνητη.

- Τὶς εἶ; Μιλιά...

Ὁ σκοπὸς θυμωμένος ξαναφώναξε: Τὶς εἰ;

Τότε, σὰν νὰ μᾶς πέρασε ὅλους ἠλεκτρικὸ ρεῦμα, ψιθυρίσαμε: Ἡ ΠΑΝΑΓΙΑ!

Ἐκείνη ὅρμησε ἐμπρὸς σὰν νὰ εἶχε φτερὰ ἀετοῦ. Ἐμεῖς ἀπὸ πίσω της. Συνεχῶς τὴν αἰσθανόμασταν νὰ μᾶς μεταγγίζει ἀντρειοσύνη. Ὁλόκληρη ἑβδομάδα παλέψαμε σκληρά, γιὰ νὰ καταλάβουμε τὰ ὀχυρὰ Ἰβάν-Μόροβας.

Ὑπογραμμίζω πὼς ἡ ἐπίθεσή μας πέτυχε τοὺς Ἰταλοὺς στὴν ἀλλαγὴ τῶν μονάδων τους. Τὰ παλιὰ τμήματα εἶχαν τραβηχτεῖ πίσω καὶ τὰ καινούργια... κοιμοῦνταν! Τὸ τί ἔπαθαν δὲν περιγράφεται. Ἐκείνη ὁρμοῦσε πάντα μπροστά. Κι ὅταν πιὰ νικητὲς ροβολούσαμε πρὸς τὴν ἀνυπεράσπιστη Κορυτσά, τότε ἡ Ὑπέρμαχος ἔγινε ἀτμός, νέφος ἁπαλὸ καὶ χάθηκε».



Θαῦμα στὸ Μπούμπεση

Ζωντανὸ θαῦμα τῆς Παναγίας ἔζησαν στὸν ἑλληνοϊταλικὸ πόλεμο οἱ στρατιῶτες τοῦ 51ου ἀνεξαρτήτου τάγματος, μὲ διοικητὴ τὸν ταγματάρχη Πετράκη, στὴν κορυφογραμμὴ τοῦ Ροντένη, δεξιά της θρυλικῆς Κλεισούρας.

Κάθε βράδυ, ἀπὸ τὶς 22-1-1941 καὶ ἔπειτα, στὶς 9.20 ἀκριβῶς, τὸ βαρὺ ἰταλικὸ πυροβολικὸ ἄρχιζε βολὴ ἐναντίον τοῦ τάγματος Πετράκη καὶ τοῦ δρόμου, ἀπ᾿ ὅπου περνοῦσαν τὰ μεταγωγικά. Πέρασαν ἡμέρες καὶ τὸ κακὸ συνεχιζόταν, δημιουργώντας ἐκνευρισμὸ καὶ ἀπώλειες. Τολμηροὶ ἀνιχνευτὲς τῶν ἐμπροσθοφυλακῶν καὶ ἀεροπόροι ἐξαπολύθηκαν μέχρι βαθιὰ στὶς ἰταλικὲς γραμμές, ἀλλὰ ἐπέστρεψαν ἄπρακτοι. Δὲν μποροῦσαν νὰ ἐντοπίσουν τὰ ἰταλικὰ πυροβόλα, ἴσως γιατὶ οἱ Ἰταλοὶ κάθε βράδυ τὰ μετακινοῦσαν.

Ἦταν ὅμως ἀπόλυτη ἀνάγκη νὰ ἐντοπισθοῦν οἱ ἐχθρικὲς θέσεις. Ἕνα βράδυ τοῦ Φεβρουαρίου ἀκούστηκαν πάλι οἱ ὁμοβροντίες τῶν ἰταλικῶν κανονιῶν.

 Παναγία μου, φώναξε τότε ὁ ταγματάρχης ἐντελῶς αὐθόρμητα, βοήθησέ μας! Σῶσε μας ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς δαίμονες.

Ἀμέσως στὸ βάθος πρόβαλε ἕνα φωτεινὸ σύννεφο. Σιγὰ-σιγὰ σχημάτισε κάτι σὰν φωτοστέφανο. Καὶ κάτω ἀπ᾿ αὐτὸ μερικὰ ἀσημένια συννεφάκια σχημάτισαν τὴ μορφὴ τῆς Παναγίας, ἡ ὁποία ἄρχισε νὰ γέρνει πρὸς τὴ γῆ καὶ στάθηκε σ᾿ ἕνα φαράγγι, ἀνάμεσα σὲ δυὸ ὑψώματα τοῦ Μπούμπεση. Τὸ ὅραμα τὸ εἶδαν ὅλοι στὸ τάγμα καὶ ρίγησαν.

- Θαῦμα! βροντοφώναξε ὁ ταγματάρχης.

- Θαῦμα! Θαῦμα! ἐπανέλαβαν οἱ στρατιῶτες καὶ σταυροκοπήθηκαν.

Ἀμέσως ἔφυγε ἕνας σύνδεσμος μὲ σημείωμα τοῦ Πετράκη γιὰ τὴν πυροβολαρχία τοῦ Τζήμα. Σὲ δέκα λεπτὰ βρόντησαν τὰ ἑλληνικὰ κανόνια καὶ σὲ εἴκοσι ἐσίγησαν τὰ ἰταλικά. οἱ ὀβίδες μας εἶχαν πετύχει ἀπόλυτα τὸν στόχο.

Αγία Σκέπη: Ένα άγνωστο θαύμα της Αγίας Σκέπης το 1940.Το χιόνι έπεφτε ασταμάτητα και ο βοριάς σφύριζε μανιασμένα.

Μέσα σ’ αυτή τη χιονοθύελλα, ένας στρατός προχωρούσε αποφασιστικά… σκαρφάλωνε σ’ απότομες πλαγιές… Κατέβαινε γκρεμούς… βάδιζε ασταμάτητα και κουβαλούσε στη ράχη του μεγάλο φορτίο.

Ένα μικρό φαρμακείο, μια στρατιωτική κουβέρτα, ένα ζευγάρι κάλτσες, μια φανέλα. Αλλά και τ’ όπλο του με την ξιφολόγχη και τα φυσίγγια… Παρ’ όλο το βάρος, το χιόνι και τις λάσπες… συνέχιζε τη δύσκολη πορεία του και μόνο σαν έβρισκε κάποιο χάλασμα, ή κανένα προφυλαγμένο βράχο, σταματούσε λίγο, για να ξεκουραστεί.

Μέσα σ’ αυτές τις φοβερές συνθήκες τα παλικάρια στον ιστορικό πόλεμο του ’40, έγραψαν αθάνατες σελίδες ηρωισμού και θυσίας, πάνω στα Βορειοηπειρωτικά βουνά.

Αυτοί οι ήρωες σκαρφάλωσαν στις κορυφές του Ιβάν, της Μοράβας… κι ήταν η νίκη τους θρίαμβος! Πολεμούσαν με τις σιδηρόφρακτες στρατιές του εχθρού και… νικούσαν.

Μαζί με τον ένδοξο ελληνικό στρατό ήταν και κάποιος σεμνός λευίτης, ο π. Αλέξιος. Ο ευσεβής ιερέας τριγυρνούσε ανάμεσα στους στρατιώτες, πάντα ακούραστος.

Σαν αληθινός πατέρας προσπαθούσε συνεχώς να τους συμπαραστέκεται, να τους ενισχύει, να διατηρεί στις ψυχές τους άσβεστη τη φλόγα της πίστης στον Θεό και της αγάπης στην Πατρίδα.

Παντού ο π. Αλέξιος, ακόμα και στην πρώτη γραμμή. Εκεί, που οι ανδρείοι πολεμιστές, ρίχνονταν στη μάχη με την ξιφολόγχη στα χέρια! Εκεί!

Έτσι και κείνο το πρωί ξεκίνησε ο π. Αλέξιος, να συναντήσει το λόχο, που είχε στρατοπεδεύσει ψηλά, σε μια απόμερη πλαγιά. Σε λίγες μέρες ετοιμαζόταν για τη μεγάλη του επίθεση. Το χιόνι έπεφτε πυκνό και σε δυο βήματα απόσταση δε μπορούσες να διακρίνεις άνθρωπο.

– Που, θα πας, παππούλη; του φώναξε ο Συνταγματάρχης. Θα χαθείς μέσα στα χιόνια.

– Έχω, παιδί μου, την Παναγιά μαζί μου, απάντησε. Κι έβγαλε από τ’ αμπέχονο την εικόνα της Παναγιάς.

– Αύριο τα παιδιά θα ριχτούν στη μάχη. Πρέπει να τα ενισχύσω, με τη Χάρη του Θεού.

– Ο Θεός μαζί σου!

Ο ιερέας βάδιζε ώρες μέσα στα χιονοσκέπαστα, δύσβατα μονοπάτια. Τέλος έφτασε εκεί ψηλά, που στρατοπέδευε ο λόχος.

Τ’ αντίσκηνα ήταν κρυμμένα κάτω από τα χιονισμένα δέντρα. Σήμανε σωστός συναγερμός, σαν τον αντίκρισαν οι στρατιώτες. Έτρεξαν, τον σήκωσαν στα χέρια και τον έφεραν στη σκηνή του λοχαγού.

– Πάτερ μου, φώναξε κατάπληκτος ο λοχαγός, πώς έφτασες ως εδώ πάνω;

– Μην ανησυχείς, παιδί μου, απάντησε ήρεμα ο π. Αλέξιος. Η Παναγιά με προστάτευσε.

Ο αξιωματικός θαύμασε την πίστη του σεβάσμιου ιερέα. Πολλές φορές στο Σύνταγμα, μιλούσαν γι’ αυτή και για τα θαύματα, που ζούσαν κοντά του.

Λίγο αργότερα, συγκεντρώνεται όλος ο λόχος. Τους μιλάει μ’ αγάπη και ενδυναμώνει το πατριωτικό τους αίσθημα.

«Σε σας έλαχε η μεγάλη τιμή, να υπερασπίζετε σήμερα τα ιερά και τα όσια της Πατρίδας μας…».

Τους προετοιμάζει ακόμα για την αυριανή Θεία Λειτουργία και Θεία Κοινωνία. Τα παλικάρια αποθέτουν στα πόδια του Εσταυρωμένου ότι βάραινε τη νεανική τους ψυχή.

Την άλλη μέρα πρωί-πρωί, ετοιμάζονται για το Ιερό Μυστήριο.
– Να πάμε στο ξέφωτο, λέει στο Λοχαγό ο π. Αλέξιος. Εκεί θα είμαστε ασφαλείς.
Ο αξιωματικός τρόμαξε.

– Όχι πάτερ μου, θα γίνουμε στόχος στα αεροπλάνα. Είναι πολύ επικίνδυνο. Να μείνουμε εδώ, ανάμεσα στ’ αντίσκηνα.

Όμως παράξενο, ο πατήρ Αλέξιος δεν υποχώρησε.

Αγία Σκέπη: Ένα άγνωστο θαύμα της Αγίας Σκέπης το 1940

Άρχισε η Θεία Λειτουργία.

Πλησίαζε να τελειώσει. Λίγο πριν τα παλικάρια προσέλθουν στο Ποτήριο της Ζωής, φάνηκε στον ορίζοντα ένα σμήνος από εχθρικά αεροπλάνα.

«Θεέ μου», προσευχήθηκε σιωπηλά ο ιερέας, «πρόλαβε το κακό, μην πάρω στο λαιμό μου τόσα παλικάρια».

Τ’ αεροπλάνα έφτασαν και άρχισαν μανιακά να βομβαρδίζουν τ’ αντίσκηνα. Στο ξέφωτο απλώθηκε ένα λευκό σύννεφο, που σκέπασε τα πάντα. Τις στιγμές αγωνίας διαδέχτηκαν στιγμές χαράς.

Ένας λόχος ολόκληρος γονατιστός προσευχόταν πάνω στο χιόνι. Τώρα ευχαριστούσε για την ανέλπιστη σωτηρία του.

Ακόμα ευχαριστούσε θερμά τον Πλάστη και Πατέρα του για τον άγιο αυτό λευίτη που του ‘χε στείλει, σαν θείο δώρο, για να του συμπαρασταθεί στις δύσκολες αυτές στιγμές του πολέμου.

Όταν απομακρύνθηκαν τ’ αεροπλάνα, η Θεία Λειτουργία συνεχίστηκε.

Με απέραντη ευγνωμοσύνη στον Θεό πλησιάζουν τα ηρωικά παλικάρια και κοινωνούν.

Σε λίγο θα χυθούν σαν λιοντάρια στον εχθρό και θα θριαμβεύσουν ακόμα μια φορά!!!

πηγή:




Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2020

1940: Κώστας Σταυρόπουλος, η φωνή της Ελληνικής... ιστορίας

 Η  φωνή του μέχρι και σήμερα σκορπάει ρίγη συγκίνησης στα σπίτια μας και στις σχολικές εκδηλώσεις


Τον Ιούλιο του 1940 ο Αλέκος Λιδωρίκης ως ο «Λ» υπογράφει στην εφημερίδα «Ασύρματος» ένα άρθρο με το οποίο γνωρίζει στους αναγνώστες ποιοι βρίσκονται πίσω από τις πιο αγαπημένες φωνές της εποχής. «Εδώ ραδιοφωνικός σταθμός Αθηνών...- Ελάτε να γνωρίσετε τους σπήκερς μας», είναι ο τίτλος του άρθρου.Ο εκφωνητής Κώστας Σταυρόπουλος, που η φωνή του μέχρι και ...\
σήμερα σκορπάει ρίγη συγκίνησης στα σπίτια μας και στις σχολικές εκδηλώσεις για το έπος του 1940 είναι το πρώτο πρόσωπο με το οποίο καταπιάνεται ο Λιδωρίκης. Λίγους μήνες μετά, τον Απρίλιο του 1941, ο Κώστας Σταυρόπουλος μεταδίδει την εισβολή των γερμανικών στρατευμάτων στην Αθήνα:
«...Αδέλφια! Κρατήστε καλά μέσα στην ψυχή σας το πνεύμα του μετώπου.Ο εισβολεύς εισέρχεται με όλας τα προφυλάξεις εις την έρημον πόλιν με τα κατάκλειστα σπίτια.
Έλληνες! Ψηλά τις καρδιές!».
Ποια είναι λοιπόν η φωνή που μπαίνει στα σπίτια μας κάθε χρόνο αυτές τις ημέρες και μένει χαραγμένη στη μνήμη και στις ψυχές μας με τα επετειακά αφιερώματα;
Τον εκφωνητή Κώστα Σταυρόπουλο σύστηνε στους αναγνώστες της Αθήνας, ο Λιδωρίκης, τον Ιούλιο του 1940.
«Μπορεί να θεωρηθεί ο πρώτος σπήκερ του σταθμού και ο αριθμών μεταξύ των ακροατών τα περισσότερα... «μπεγκέν ". Μεταλλική και ολοκάθαρη η φωνή του- φωνή γνήσια ανδρική και υποβλητική- μας μεταδίδει επί το πλείστον τας πρακτορειακάς ειδήσεις του εξωτερικού, νέα εσωτερικά, τους λόγους του Αρχηγού της κυβερνήσεως, τους λόγους άλλων επισήμων. Αρχοντικής οικογενείας, ο Σταυρόπουλος, εγγονός του Βασάνη, εγεννήθη εις την Αίγυπτον. Νέος ακόμη- 36 ετών- με εμφάνισιν σεμνήν, πρόσωπο συμπαθητικόν, έχει την ιστορίαν του. Τα πρώτα χρόνια της ζωής του εργάστηκε εις την Αλεξάνδρειαν και εις τας επιχειρήσεις βάμβακος. Είναι ιατρός δι αλληλογραφίας! ...Εσπούδασεν εις την Αίγυπτον, ερασιτεχνικώς και δια του συστήματος των γραπτών μαθημάτων, των επιστημών του Ιπποκράτους. Εδιάβασε πολύ και η εγκυκλοπαιδική του μόρφωσις είναι πραγματικά ευρυτάτη. Μιλεί ωραία Γαλλικά και Αγγλικά και όσα "κείμενα" του δίδουν δεν έχουν μυστικά γι' αυτόν. Η πρώτη ανάγνωσις των είναι οπωσδήποτε επιτυχής. Παίρνει τα ανακοινωθέντα, τους λόγους που του παραδίδουν και τους διαβάζει "πρίμα βίστα" στο ραδιόφωνον. Ζήτημα αντιλήψεως και ματιού! Μεταξύ 180 υποψηφίων εκφωνητών που εξητάσθησαν κατά τον σχετικόν διαγωνισμόν, είναι ο πρώτος εκλεγείς. Ζει εις τα Αθήνας από το 1933. Ελεύθερος-ο γάμος δεν τον έθιξε!-θέλγει με την φωνήν του, τους ακροατάς του ραδιοφώνου. Τον ξεύρει η Αθήνα καθώς και η επαρχία μας μόλις γυρίσουν το κουμπί:
-Α! είναι ο Σταυρόπουλος...
Τίτλος τιμής ενδιαφέρων, εύσημον δια το επάγγελμά του, πράγματα που ευχαριστούν τον ευσυνείδητον εκφωνητήν, χωρίς να υπερηφανεύεται δι' αυτά... Πιστεύει εις το καθήκον του και εργάζεται μετριόφρονα δι' αυτό...».
Η δραματική εκφώνηση του Κώστα Σταυρόπουλου, λίγο πριν εισέλθουν οι Γερμανοί στην Αθήνα, δεν έγινε δυνατό να διασωθεί το 1941 γιατί τότε δεν υπήρχε ο κατάλληλος φωνογραφικός εξοπλισμός. Χρόνια αργότερα, το 1966, όταν ο Γιώργος Κάρτερ, ο... «ληξίαρχος και ιστορικός» της ελληνικής τηλεόρασης, ο λογοτέχνης και κριτικός του θεάτρου και της τηλεόρασης, ετοίμαζε το ηχητικό ντοκιμαντέρ «ο Μεγάλος Πόλεμος», ζήτησε από τον Κώστα Σταυρόπουλο να ηχογραφήσει τα ανακοινωθέντα των τραγικών στιγμών της εισβολής, όπως τα είχε εκφωνήσει, ως προς το περιεχόμενό τους, τις ιστορικές εκείνες ημέρες. Το «ριμέικ» εκείνο έσωσε, κατ' αυτόν τον τρόπο, αυτό το σπουδαίο ραδιοφωνικό ντοκουμέντο, που ακούνε τα παιδιά μας.
Πηγές:
Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων
Εφημερίδα Ασύρματος
Γιώργος Κάρτερ: Ελληνική Ραδιοφωνία Τηλεόραση (εκδόσεις Καστανιώτη)

1940-Η πρώτη νίκη στον Γράμμο και το «καραβάνι» με τα 75 γαϊδουράκια. Η βοήθεια των γυναικών και αγοριών του Νεστορίου ήταν μια από τις σημαντικές στιγμές του ελληνοϊταλικού πολέμου.

 Του Σπύρου Κουταβά
«Ξημέρωνε 28 Οκτώβρη, ο καιρός ήταν βροχερός κατά τις πέντε το πρωί άρχισε να ακούγεται ο κρότος των πολυβόλων και τα λιανοντούφεκα. 
Ο κόσμος δεν ήξερε περί τίνος πρόκειται ακόμη και αυτός ο διοικητής του λόχου προκαλύψεως που έδρευε στο Νεστόριο δεν γνώριζε, γιατί τότε στο χωριό μας δεν υπήρχαν ούτε ραδιόφωνα».
Είναι γραπτή μαρτυρία για τις πρώτες στιγμές του πολέμου στο Νεστόριο, του 55αχρονου τότε Ιωάννη Λιάμμου, ο οποίος κατέγραψε με κάθε λεπτομέρεια την επίθεση των Ιταλών και τους βομβαρδισμούς στο Νεστόριο, την προσφορά των κατοίκων με τις μεταφορές εφοδίων και ...

πυρομαχικών στους στρατιώτες που μάχονταν στην πρώτη γραμμή. 
Την γραπτή μαρτυρία που αποτελεί σημαντικό ιστορικό ντοκουμέντο για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις με την συμμετοχή του άμαχου πληθυσμού ως υποστήριξη στην ανατολική πλευρά του Γράμμου, διέσωσε ο πρώην δήμαρχος Νεστορίου Χρήστος Γκοσλιόπουλος.
«Οι Ιταλοί επιτέθηκαν στο φυλάκιο της χελώνας που βρίσκεται στο Γιαννοχώρι στο Γράμμο, το φυλάκιο ειδοποιεί το διοικητή του λόχου που κοιμάται στο σπίτι του Λιάππα. Αμέσως δίδει τις σχετικές διαταγές στους άντρες του και με το άλογο του ξημερώματα αναχωρούν για το φυλάκιο. 
Ο Λοχαγός Στασινόπουλος με τους άνδρες του και με όλες τις εφεδρείες του λόχου που έφτασαν αργότερα από το Νεστόριο καταφέρνουν να επανακαταλάβουν το ακριτικό φυλάκιο».
Πρόκειται για την πρώτη νίκη του ελληνικού στρατού που καταγράφεται την πρώτη κιόλας μέρα του πολέμου. 
Όταν το απόγευμα της ιδίας ημέρας θυροκολλείται σε όλο το χωριό η διαταγή επιστρατεύσεως οι κάτοικοι αντιλαμβάνονται ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε πόλεμο με την Ιταλία.
Η περιγραφή του Ιωάννη Λιάμμου για το κλίμα και την εικόνα της μικρής κωμόπολης την πρώτη ημέρα του πολέμου είναι λιτή.
«Την επόμενη μέρα στις 29 Οκτώβρη φθάνει στο χωριό η 9η Μεραρχία και το αρχηγείο της με διοικητή τον συνταγματάρχη Μπιγέτη, όπου εγκαθίστανται στο κτίριο της κοινότητας, ενώ συγκροτείται ορεινό χειρουργείο και μικρό νοσοκομείο στο δημοτικό σχολείο του χωριού. 
Αμέσως δημιουργείται υπηρεσία από τον άμαχο πληθυσμό για την εξυπηρέτηση του στρατού με επικεφαλής τον έφεδρο λοχία Στέργιο Παπατέρπο
Συμμετέχουν άνδρες και γυναίκες που ξέρουν κάθε σπιθαμής γης και τα μονοπάτια του Γράμμου για τη μετακίνηση των τμημάτων του στρατού προς την πρώτη γραμμή που οδηγούν στη Σλημίτσα το Μονόπυλο την Καλήβρυση και την Διποταμία».

































Στα ορεινά χωριά
Πρόκειται για ορεινά χωριά που δεν είχαν οδικό δίκτυο παρά μόνο μονοπάτια που ήξεραν καλά οι ντόπιοι. Την 1η Νοέμβρη και ενώ τα στρατεύματα του Συνταγματάρχη Δαβάκη αμύνονται σθεναρά στους Ιταλούς Αλπινιστές της Μεραρχίας «Τζούλια» στην Φούρκα και στις γύρω πλαγιές του Επταχωρίου, μια παράτολμη επιχείρηση ετοιμάζεται στο Νεστόριο. 
Διατάχθηκε να συγκροτηθεί ένα κλιμάκιο από γυναίκες και μεγάλα παιδιά με κάπου 75 γαϊδουράκια -γιατί μουλάρια δεν υπήρχαν ήταν επιταγμένα ? για να μεταφέρουν οπλισμό και εφόδια στην έδρα του αρχηγείου του Δαβάκη στο Επταχώρι.
Ο Ιωάννης Λιάμμος αναφέρει στο ημερολόγιο του ότι εκείνη την ημέρα ο καιρός ήταν πολύ βροχερός και το κομβόι που ξεκίνησε από το Νεστόριο θα έφτανε μετά από μια δύσκολη διαδρομή που διαρκούσε περίπου οκτώ ώρες στο Επταχώρι. 
Τα ιταλικά αεροπλάνα περνούσαν συχνά πάνω από το Νεστόριο αλλά μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν το είχαν βομβαρδίσει. 
«Ο φόρτος ήταν δυσανάλογος για τα γαϊδουράκια και όταν κατέβαιναν από την Κουρούσια στην Κοτύλη επειδή γλιστρούσε πολλά ζώα έπεφταν. 
Παρόλα αυτά οι γυναίκες δεν εγκατέλειψαν την προσπάθεια και κάποιες από αυτές έβαλαν μέρος του φορτίου στις πλάτες τους για να φτάσουν έγκαιρα στο προορισμό τους».
Το κομβόι με τις γυναίκες του Νεστορίου έφτασε τελικά αργά το απόγευμα στο Επταχώρι που ήταν η έδρα του αρχηγείου του Συνταγματάρχη Δαβάκη.
«Σύμφωνα με την αφήγηση της μάνας του Π. Μπατσόπουλου που ήταν και η πιο γριά από όλη την ομάδα, όταν ο Δαβάκης είδε την φάλαγγα να φτάνει στο αρχηγείο του, φώναξε στους συνεργάτες του και τους είπε γεμάτος ενθουσιασμό "να ξέρετε ότι νικήσαμε" και διέταξε να προσφέρουν στις γυναίκες σταφίδες και κονιάκ».
Την επομένη ο Δαβάκης τραυματίστηκε σοβαρά στο στήθος στο ύψωμα Π. Ηλίας στην Φούρκα όπου τελικά μετά σκληρές μάχες τριών ημερών οι Ιταλοί Αλπινιστές αναγκάστηκαν σε αναδίπλωση και στην συνέχεια σε οπισθοχώρηση. 
Η βοήθεια των γυναικών και αγοριών του Νεστορίου ήταν μια από τις σημαντικές στιγμές του ελληνοϊταλικού πολέμου στα βουνά της Πίνδου.

Ο πρώτος Έλληνας αξιωματικός που έπεσε στον πόλεμο του 1940-41 ήταν ο υποσμηναγός Ευάγγελος Γιάνναρης από την Αθήνα.-ΑΘΑΝΑΤΟΣ-

Ο ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΗΣ 
Ο αεροπόρος Ευάγγελος Γιάνναρης γεννήθηκε στην Αθήνα ,το 1916 και τον Σεπτέμβριο του 1936 κατατάχθηκε στο Τμήμα Αξιωματικών της Σχολής Αεροπορίας. 

Αποφοίτησε τον Αύγουστο του 1939 με τον βαθμό του ανθυποσμηναγού. 

Όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος υπηρετούσε στο 3/2 Σμήνος Στρατιωτικής Συνεργασίας, με αεροσκάφη Henschel Hs126K-6, με έδρα το αεροδρόμιο της Κούκλαινας, στη Βέροια και αποστολή την υποστήριξη των μονάδων του Τμήματος Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας (ΤΣΔΜ).

Το πρωί της 30ης Οκτωβρίου 1940 τα αεροσκάφη του σμήνους διατάχθηκαν να εκτελέσουν αποστολές παρατήρησης και προσβολής των ιταλικών θέσεων στην ζώνη ευθύνης του ΤΣΔΜ. 

Πράγματι τα Henschel Hs126 πραγματοποίησαν αρκετές εξόδους, ενημερώνοντας τις ελληνικές δυνάμεις για τις θέσεις των Ιταλών. 

Στην τρίτη έξοδο της ημέρας ο Γιάνναρης πέταξε ως πολυβολητής-παρατηρητής με χειριστή τον αρχισμηνία Λεωνίδα Τσάντα.

Τα ελληνικά αεροσκάφη όμως εντοπίστηκαν από πέντε ιταλικά καταδιωκτικά Fiat CR 42 της 392ης Μοίρας Δίωξης, τα οποία τους επιτέθηκαν. 

Το αεροσκάφος των Τσάντα και Γιάνναρη πολέμησε ηρωικά, με τον Γιάνναρη να χειρίζεται το πολυβόλο, στο πίσω τμήμα του κόκπιτ και τον Τσάντα να εκτελεί ασύλληπτους ελιγμούς διαφυγής, για τον τύπο και τις δυνατότητες του αεροσκάφους.

Αεροσκάφος Henschel Hs 126 της τότε Ελληνικής Βασιλικής Αεροπορίας (ΕΒΑ)

Τελικά όμως, το αεροσκάφος τους επλήγη θανάσιμα και ο Τσάντας αποφάσισε να εκτελέσει αναγκαστική προσγείωση. Το κατόρθωσε και προσγειώθηκε κοντά στο χωριό Βασιλειάδα του νομού Καστοριάς. Τότε μόνο αντελήφθη ότι ο Γιάνναρης ήταν νεκρός, αγκαλιά με το πολυβόλο του. 

Έτσι έπεσε ο πρώτος Έλληνας αξιωματικός του 1940 και η Πολεμική Αεροπορία ήταν η πρώτη μου έδωσε έναν Αετό της στην πατρίδα. 

Το 2007 στο χωρίο Βασιλειάδα τοποθετήθηκε προτομή του και ένα παροπλισμένο μαχητικό F-104 για να θυμίζουν για πάντα τη θυσία του. 

Ο Γιάνναρης προήχθη μετά θάνατο σε υποσμηναγό και τιμήθηκε με τον Σταυρό Ιπταμένου.

Πηγή: 

Νεκρός αγκαλιά με το πολυβόλο του - Ο Έλληνας αεροπόρος Γιάνναρης

Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2020

Σαν σήμερα 19 Οκτωβρίου το 1964, Το λαϊκό ορατόριο του Μίκη Θεοδωράκη, " Άξιον Εστί ", κάνει πρεμιέρα στο Θέατρο " Ρεξ " της Αθήνας. Μετά από αλλεπάλληλες αρνήσεις και απαγορεύσεις της Κυβέρνησης της Ένωσης Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου για την εκτέλεση του " Άξιον Εστί ", στο Ηρώδειο.

 Σαν σήμερα 19 Οκτωβρίου το 1964

Το λαϊκό ορατόριο του Μίκη Θεοδωράκη

" Άξιον Εστί " 

κάνει πρεμιέρα στο Θέατρο," Ρεξ " της Αθήνας.

Μετά από αλλεπάλληλες αρνήσεις και απαγορεύσεις της 

Κυβέρνησης της Ένωσης Κέντρου, του Γεωργίου Παπανδρέου,

για την εκτέλεση του " Άξιον Εστί " , στο Ηρώδειο.

Ο Μίκης Θεοδωράκης με αφορμή τον αποκλεισμό του έργου από το Ηρώδειο

καταγγέλει και δηλώνει ότι 

«το Άξιον Εστί πρέπει να πρωτοπαιχθεί στο Ηρώδειο». 

Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Αυγή δηλώνει: 

«Η Ελλάδα ανήκει στο λαό της»
 
και σημειώνει μεταξύ των άλλων, 

«… όσο για το Άξιον Εστί νομίζω ότι όλοι μαζί έχουμε ένα χρέος: να πρωτοπαιχτεί μέσα στο Ωδείο του Ηρώδου. 
Όχι φυσικά γιατί έχουμε σε υπόληψη τις ρωμαϊκές πέτρες, αλλά για να δώσουμε ένα μεγάλο μάθημα σ’ αυτούς που νομίζουν πως η Ελλάδα είναι τσιφλίκι τους. 
Η Ελλάδα ανήκει στο λαό της και ο λαός είμαστε εσείς και εμείς. 
Εμείς οι Έλληνες συνθέτες, που ζυμωμένοι μέσα στα πάθη και τα όνειρα του λαού μας, παίρνουμε τη φωνή του και την κάνουμε ποίημα, πίνακα, θέατρο ή τραγούδι. 
Ας δούμε τελικά ποιος θα νικήσει. 
Οι ξενολάτρες σφετεριστές ή οι νόμιμοι «διακαιούχοι», οι καταξιωμένοι από την εκτίμηση και την αγάπη του λαού Έλληνες Ελληνολάτρες.»

του ιδίου του Μίκη Θεοδωράκη, τα λόγια του 

ιδίου του συνθέτη για την όλη πορεία πραγμάτωσης 

του κορυφαίου και εμβληματικού αυτού έργου του.

https://mikisguide.gr/mikis-theodorakis-to-axion-esti-vima-pros-ti-metasymfoniki-mousiki/

Ανατρέχοντας λοιπόν στο έτος 1964 του ημερολογίου του Μίκη.

Διαβάζουμε και έτσι ενθυμούμεθα ότι, 

επρόκειτο για ένα έτος το 1964,

όπου οξύνεται το Κυπριακό πρόβλημα. 

Ο Μίκης Θεοδωράκης θα χρειαστεί να πάει 6 φορές μέσα στο χρόνο στην Κύπρο

Οι επισκέψεις του αφορούσαν συνομιλίες με το Μακάριο, και το ΑΚΕΛ, επισκέψεις στις βομβαρδισμένες περιοχές από τους Τούρκους, συμμετοχή σε συλλαλητήρια και πορείες ειρήνης.

Ενώ ευρύτερα στον κόσμο, έχουμε τον πόλεμο του Βιετνάμ 

να εισέρ­χεται στη σκληρότερη φάση του, 

με την άμεση εμπλοκή μάχιμων αμερικανικών δυνάμεων στο πλευρό της Σαϊγκόν.

O Μίκης Θεοδωράκης αποφασίζει να κατέβει στις βουλευτικές εκλογές 

προκειμένου να εκπροσωπηθεί η Κίνηση Νέων «Γρηγόρης Λαμπράκης» στη Βουλή.

Ενώ ο τότε Πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου μιλά 

για εκμετάλλευση του Μίκη από την Αριστερά λέγοντας πως: 

«η Αριστερά εσκύλευσε τον μεν Λαμπράκη νεκρόν, τον δε Θεοδωράκη ζωντανόν…»

Στη φάση αυτή ο Θεοδωράκης δίδει το προσωπικό ιδεολογικό-αγωνιστικό παρόν του μέσα από την ανάπτυξη του κινήματος νεολαίας Λαμπράκη. Έτσι ιδρύθηκε η πρώτη Λέσχη πολιτισμού στην Κοκκινιά για να ακολουθήσουν κι άλλες πενήντα στην Αθήνα και στον Πειραιά

Επακολούθησε ο εγκαινιασμός ακόμη 300 Λεσχών σε όλη την Ελλάδα. 

Η ταύτιση του Θεοδωράκη με την ανάπτυξη του κινήματος Λα­μπράκη ανησύχησε, την ηγεσία της ΕΔΑ η οποία αντιτάχθηκε στον ευ­ρύτερο δημοκρατικό προσανατολισμό του νέου Κινήματος. [Πετρίδης σελ.77]

Το 1964 είναι η χρονιά θανάτου του πρώην πρωθυπουργού της Ελλάδος

και συναρχηγού της «Ένωσις Κέντρου» , Σοφοκλή Βενιζέλου.

Πεθαίνει στις 7 Φεβρουαρίου το 1964, σε  ηλικία 70 ετών, 

κατά την προεκλογική περίοδο και ενώ ταξίδευε ατμοπλοϊκώς από τα Χανιά στην Αθήνα.

(γέννηση: 3/11/1894). 

O Μίκης Θεοδωράκης, θα παραυρεθεί στην κηδεία του στα Χανιά εκ μέρους της ΕΔΑ.

Ενώ στις επερχόμενες εκλογές του ιδίου μήνα ο Μίκης Θεοδωράκης,

εκλέγεται βουλευτής της ΕΔΑ στην Β’ εκλογική Περιφέρεια Πειραιά.

Επρόκειτο για τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές πριν από τη Δικτατορία, 

όπου η Ένωση Κέντρου κερδίζει τις εκλογές και σχηματίζει κυβέρνηση.

Οι εκλογές έλαβαν χώραν στις 16 Φεβρουαρίου του 1964,

και αποτέλεσαν θρίαμβο για την Ένωση Κέντρου και τον αρχηγό της Γεώργιο Παπανδρέου με το 52,7% των ψήφων και 180 έδρες. 

Η Ένωση Κέντρου κερδίζει τις εκλογές και σχηματίζει κυβέρνηση.

Ακολούθησαν ο Συνασπισμός ΕΡΕ και Κόμματος Προοδευτικών υπό τους Παναγιώτη Κανελλόπουλο και Σπυρίδωνα Μαρκεζίνη (35, 26% και 112 έδρες) και η ΕΔΑ με αρχηγό τον Ιωάννη Πασσαλίδη (11,80% και 20 έδρες). 3 έδρες κατέλαβαν ανεξάρτητοι υποψήφιοι. 

Όμως, στις 7 Αυγούστου 1964

η Κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου απαγορεύει την εκτέλεση του '

''Άξιον Εστί '', στο Ηρώδειο

Ο Μίκης Θεοδωράκης με αφορμή τον αποκλεισμό του έργου από το Ηρώδειο, 

καταγγέλει και δηλώνει ότι ''Άξιον Εστί '', πρέπει να πρωτοπαιχθεί στο Ηρώδειο

Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Αυγή δηλώνει: 

«Η Ελλάδα ανήκει στο λαό της» 

και σημειώνει μεταξύ των άλλων, 

«… όσο για το Άξιον Εστί νομίζω ότι όλοι μαζί έχουμε ένα χρέος: να πρωτοπαιχτεί μέσα στο Ωδείο του Ηρώδου. 

Όχι φυσικά γιατί έχουμε σε υπόληψη τις ρωμαϊκές πέτρες, αλλά για να δώσουμε ένα μεγάλο μάθημα σ’ αυτούς που νομίζουν πως η Ελλάδα είναι τσιφλίκι τους. 

Η Ελλάδα ανήκει στο λαό της και ο λαός είμαστε εσείς και εμείς. 

Εμείς οι Έλληνες συνθέτες, που ζυμωμένοι μέσα στα πάθη και τα όνειρα του λαού μας, παίρνουμε τη φωνή του και την κάνουμε ποίημα, πίνακα, θέατρο ή τραγούδι. 

Ας δούμε τελικά ποιος θα νικήσει. 

Οι ξενολάτρες σφετεριστές ή οι νόμιμοι «διακαιούχοι», οι καταξιωμένοι από την εκτίμηση και την αγάπη του λαού Έλληνες Ελληνολάτρες.»

Εξάλλου χαρακτηριστικό της τότε κατάστασης είναι και το σκίτσο

του ΚΥΡ,  η εικόνα ,παραπάνω.

Όμως στις 7 και 8 Αυγούστου το 1964, η τουρκική αεροπορία βομβαρδίζει πόλεις και χωριά της Κύπρου σε απάντηση της απερίσκεπτης προσπάθειας του στρατηγού Γρίβα να καταλάβει τους τουρκοκυπριακούς θύλακες της Μανσούρας και των Κοκκίνων

Οι βομβαρδισμοί θα σταματήσουν έπειτα από δύο ημέρες ύστερα από απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.

Περισσότεροι από 50 Ελληνοκύπριοι, ανάμεσα στους οποίους περιλαμβάνονταν και αρκετοί άμαχοι, βρήκαν τραγικό θάνατο. 

Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ διέταξε κατάπαυση του πυρός που έγινε κατορθωτή 

στις 10 Αυγούστου.

14/08: Η ελληνική κυβέρνηση κάνει κατ’ αρχάς δεκτό το σχέδιο Άτσεσον, το οποίο προβλέπει διχοτόμηση της Κύπρου με παραχώρηση περίπου του 20% στους Τούρκους και στο NATO ,

για τη δημιουργία βάσεων. 

Ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος όμως το απορρίπτει.

Είναι τότε που ο Μίκης Θεοδωράκης 

επισκέπτεται το Πρόεδρο της Κύπρου κ.κ.Μακάριο και μεταφέρει την συμπαράσταση της ΕΔΑ στον Αγώνα του Κυπριακού λαού. 

Χαρακτηριστική είναι η ανακοίνωσή του μετά τις συνομιλίες του με τον Μακάριο

«…Μόλις έφτασα από την Κύπρο. Εί­μαι συγκλονισμένος από το μεγαλείο του απελευθερωτικού αγώνα των αδελφών μας. Και γεμάτος οργή για το επαίσχυντο κατρακύλισμα στο επίπεδο κοινών δολοφόνων ανυπεράσπιστων παιδιών, των Τούρκων σωβινιστών και των Αγγλοαμερικανών υ­ποκινητών τους. Δεν θα ξεχάσω αυτά που είδα κι άκουσα. Δεν πρέπει να τα ξεχάσει κανείς, άξιος του ονόματος του Ανθρωπος. Στην Κύπρο κρίνεται η τιμή των μεγά­λων αρχών της Αυτοδιάθεσης και της διεθνούς νομιμότητας. Και να σκεφθή κανείς ότι και στην Αγγλία και στις ΗΠΑ επίσημα χείλη ενέκριναν τον φόνο των γυναικό­παιδων. Στο όνομα μήπως του «Ελευθέρου κόσμου»; Έφερα μαζί μου τα θραύσματα από τις μπόμπες ναπάλμ. Ανήκουν στον αμερικανικό στρατό. Και είναι βαμμένα με αίμα και μυαλά παιδιών. Ελληνοκυπρίων. Η Τουρκία είναι στο ΝΑΤΟ. Οπλίζεται από τους Αμερικανούς για να προασπίσει την «Ελευθερία». Και βομβαρδίζει άτιμα τα γυναικόπαιδα που ζητούν ελευθερία. Ο Λαός στην Κύπρο καταριέται τους Τούρ­κους δολοφόνους και τους Αγγλοαμερικανούς που τους ώπλισαν. Και θα πεθάνει, αν χρειαστεί, για την Ελευθερία. Αλλά δεν θα υποκύψει….»[Πετρίδης σελ.94]

Εν συνεχεία τον ίδιο μήνα ο συνθέτης με αντιπροσωπία της ΕΔΑ από τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Ηλία Ηλιού επισκέπτονται Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες Ιταλίας, Αγγλίας, Γαλλίας προκειμένου να ενημερώσουν τα Κοινοβούλια για την κατάσταση στην Κύπρο.

Ενώ επίσης είναι τότε που ολοκληρώνεται το φιλμ 

“Το νησί της Αφροδίτης”, 

έγχρωμο ντοκυμαντέρ παραγωγής ΡΙΚ 

στο οποίο υπάρχει το τραγούδι του Θεοδωράκη 

“Ο Ύμνος της Εθνοφρουράς” 

σε στίχους του Αντη Περνάρη:”  

Σκηνοθεσία: Χαρίλαος Παπαδόπουλος, 

Σενάριο: Λεωνίδας Μαλένης και Αντρέας Χριστοφίδης, 

Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης

Στις 10 Οκτωβρίου το 1964, πραγματοποιείται η

Μεγάλη πορεία Ειρήνης στην Κύπρο. 

100 χιλιάδες κόσμου περπάτησαν από το ναό του Απόλλωνα στη Λεμεσό μέχρι το κέντρο της πόλης με συνθήματα κατά των Αγγλικών βάσεων στο νησί. 

Επικεφαλής της πορείας ο Μίκης Θεοδωράκης μαζί με τον Εζεκία Παπαϊωάννου, Γ.Γ. του ΑΚΕΛ, Κώστα Παρτασίδη, δήμαρχο Λεμεσού, Ουρανία Κοκκίνου.

Και έτσι φτάνουμε, 8 ημέρες μετά στις 

19 Οκτωβρίου το 1964,

 το “Άξιον Εστί” ,να ανεβαίνει στη σκηνή του Rex. 

Η κυβέρνηση Παπανδρέου έμεινε «ανένδοτη» (!) 

στην απαγόρευση της για το Ηρώδειο.

Οι συντελεστές του «Άξιον Εστί» μετά την πρεμιέρα στο «Ρεξ» (19 Οκτωβρίου 1964). 

Από αριστερά: Θόδωρος Δημήτριεφ, Οδυσσέας Ελύτης, Μίκης Θεοδωράκης, 

Μάνος Κατράκης, Γρηγόρης Μπιθικώτσης.

Παρακάτω διαβάζουμε την παρουσίαση του ιδίου του συνθέτη,

Μίκη Θεοδωράκη, τα πάντα για τη δημιουργία του κορυφαίου αυτού

εμβληματικού έργου,για την πατρίδα μας την Ελλάδα και την 

Κύπρο: το Άξιον εστί, βήμα προς τη μετασυμφωνική μουσική




Εν αρχή ην ο Λόγος! Αυτή η αλήθεια ισχύει απαρέγκλιτα για όλο μου το έργο. Ώστε δεν έχει παρά να βάλει κάνεις σε πρώτο πλάνο το ποιη­τικό κείμενο για να εξηγήσει, κάθε φορά, τη μουσική μου. Άλλωστε ηθελημένα, ευθύς εξαρχής δήλωσα ότι η μεγαλύτερή μου φιλοδοξία είναι να υπηρετήσω πιστά τη νεοελληνική ποίηση. Σε τέτοιο βαθμό, ώστε, ακούγοντας ένα τραγούδι, να μην μπορείς να φανταστείς τη μουσική με άλλο κείμενο, ούτε όμως και το ποίημα με διαφορετική μουσική!

Το Άξιον εστί του Ελύτη αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, ένα μνημείο της σύγχρονης ελληνικής τέχνης. Ακόμα πιο πολύ, η βαθύτατη ελληνικότητα του το φέρνει στην πρώτη γραμμή του αγώνα του λαού μας για την ολοκλήρωσή του τόσο ως μιας συγκεκριμένης ιστορικής αξίας όσο και μιας ηθιΦυσικά, τόσο οι διαστάσεις του ποιητικού κειμένου όσο και γενικά η φόρμα του οδηγούσαν αυτονόητα στην αναζήτηση μιας καινούργιας μουσικής μορφής. το έργο διατρέχει ολόκληρη την ιστορική περίοδο τού ελληνικού έθνους. από τη γένεση «αυτού του κόσμου του μικρού, του με­γάλου» έως την προφητική ενόραση των δεινών που μας επισώρευσε η σημερινή δικτατορία.

Τρία είναι τα βασικά του μέρη: «Η Γένεσις», «Τα Πάθη» και «Το Δοξαστικόν». Αυτά ως προς την επιφανειακή του διάσταση. ως προς την εσωτερική του διάρθρωση, υπάρχουν επίσης τρία διαφορετικά στοιχεία: η αφήγηση, ο «ύμνος» και το χορικό. για το πρώτο ο ποιητής χρησιμο­ποιεί τον πεζό λόγο. για το δεύτερο τον ελεύθερο και για το τρίτο τον μετρικό στίχο. Έτσι, στη δική μου δουλειά χρησιμοποίησα αντίστοιχα: τον αφηγητή, που διαβάζει το κείμενο, τον ψάλτη για τους «ύμνους» και τον λαϊκό τραγουδιστή για τα χορικά.

Άλλα τρία, επίσης βασικά, στοιχεία ολοκληρώνουν τη μουσική δομή του έργου: α) η μεικτή χορωδία, β) η ορχήστρα και γ) τα λαϊκά όργανα. Έτσι ήρθαν φυσιολογικά να προστεθούν πλάι στη λαϊκή ορχήστρα -όπως τη χρησιμοποίησα στις λαϊκές συναυλίες, δηλαδή δύο μπουζούκια, κιθά­ρα, πιάνο, κοντραμπάσο και κρουστά-, άλλα δύο μουσικά σύνολα, ένα φωνητικό και ένα οργανικό, που όμως θα έπρεπε να προσαρμοστούν στο καινούργιο μουσικό κλίμα, ώστε να μην έχουμε μίαν απλή συρραφή ετε­ρογενών στοιχείων. με δυο λόγια, τα όργανα και οι φωνές θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν με τέτοιο τρόπο ώστε να εξυπηρετείται ο νεοελληνικός μουσικός χαρακτήρας του έργου.

Στο σημείο αυτό νομίζω ότι βρίσκεται το κλειδί για τη λύση του καί­ριου προβλήματος της σύγχρονης μουσικής τέχνης. πως δηλαδή θα έχου­με μια σύγχρονη ζωντανή μουσική τέχνη, δηλαδή τέχνη μαζών, πέρα απ’ τις πρωτογενείς μορφές του λαϊκού τραγουδιού και του κύκλου τραγουδιών;

Γιατί, φυσικά, δεν αρκεί να προεκτείνουμε -όσο μας επιτρέπει ασφαλώς ο χαρακτήρας του τραγουδιού τους εκφραστικούς ορίζοντες και να υψώνουμε τους αισθητικούς στόχους χάρη στην ποιότητα του ποιητικού κειμένου η ακόμα και στην εκφραστική δύναμη της μελωδίας και γενικά της μουσικής στάθμης (σύνθεση και ερμηνεία).

Όταν λέμε λαϊκό τραγούδι, εννοούμε βασικά μελωδία. και αφήνουμε απ’ έξω σχεδόν ολόκληρη την υπόλοιπη τεχνική της μουσικής σύνθεσης. Είναι όμως δυνατόν να υπάρξει μια αρμονία – αντίστιξη και ενορχήστρω­ση που να μη μας οδηγεί αυτοματικά στην περιοχή της δυτικής μουσικής; και που να βγαίνει και να υπηρετεί τη συνείδηση, θα λέγαμε, της σύγχρο­νης ελληνικής μουσικής;

Το νεοελληνικό λαϊκό τραγούδι

Το νεοελληνικό λαϊκό τραγούδι κερδίζει την ιδιαίτερη μουσική φυσιο­γνωμία του κυρίως χάρη στη μελωδική του γραμμή. η μελωδία του είναι αποκλειστικά τονική (μείζων-ελάσσων), σε αντίθεση με το δημοτικό μας τραγούδι όπου είναι βασικά τροπική (μοντάλ). Ο ρυθμός στηρίζεται σε δύο-τρείς κύριους λαϊκούς χορούς όπως ο χασάπικος, ο ζεϊμπέκικος και ο χασαποσέρβικος. Δεν έχει μεγάλη ποικιλία. Βέβαια έ ζεϊμπέκικος με τα 9/8 (2-2-2-3) και τις συγκοπές του παρουσιάζει κάποιο ιδιαίτερο ρυθμικό ενδιαφέρον, που όμως το μειώνει η αυστηρή ρυθμική επανάληψη από μέ­τρο σε μέτρο. δεν υπάρχει ρυθμική παραλλαγή η ανάπτυξη και η φαντα­σία του δημιουργού δεν μπορεί -και δεν επιτρέπεται στον τομέα αυτόν να παίζει κανένα ρόλο.

Όμως σε έργα ελεύθερα, εμπνευσμένα και στηριγμένα στο λαϊκό μας τραγούδι (όπως, λόγου χάριν, ο «Καραγκιόζης» του Χατζιδάκι), ο ζεϊμπέκικος η ο καρσιλαμάς με την εναλλαγή του 2 και 3 μπορεί να οδηγή­σει σε σημαντική ρυθμική ποικιλία.

Φτωχότερη ακόμα -από την άποψη των εναλλαγών είναι η αρμονία που προκύπτει από τη λαϊκή μελωδία. οι συγχορδίες που χρησιμοποιούνται γενικά ανήκουν στην πρώτη, την τέταρτη και την πέμπτη βαθ­μίδα, ενώ οι μετατροπίες αποκλείονται. Κατά την ανάπτυξη της δικής μου προσπάθειας και οδηγούμενος, φυσικά, από την ίδια την εξέλιξη της μελωδίας, προσέθεσα συχνά και τις υπόλοιπες βαθμίδες (κυρίως τη δεύ­τερη και την τρίτη).

Ώστε, αν εξαιρέσει κανείς τα ιδιότυπα ερμηνευτικά μέσα, δηλαδή τη λαϊκή ορχήστρα με βάση το μπουζούκι και τον λαϊκό τραγουδιστή, που τελικά μας δίνουν μια νέα ιδιαίτερη και ιδιότυπη ποιότητα ήχου, εκείνο που δίνει το χαρακτήρα και τη δύναμη στο λαϊκό μας τραγούδι είναι κυ­ρίως η μελωδική του γραμμή. ‘Ο ρυθμός και η αρμονία απλώς την στηρί­ζουν και την παρακολουθούν, άχρωμα και απρόσωπα, θα ‘λεγε κανείς.

Ο νεοελληνικός ηχητικός κόσμος

Με το Άξιον εστί προσπάθησα να διευρύνω αυτούς τους ορίζοντες. Πρώτ’ απ’ όλα, η ύπαρξη των «ύμνων» με τον ελεύθερο στίχο μου επέτρεψε να προσθέσω έναν δεύτερο τραγουδιστή που ονόμασα «ψάλτη», θέλοντας να προσδιορίσω ακριβώς το χαρακτήρα της μουσικής που έμελλε να ερμηνεύσει. Ήταν δηλαδή μια μουσική στηριγμένη στη λαϊκή μας παράδοση, τόσο τη δημοτική όσο και τη βυζαντινή.

Μήπως όμως δεν έκανα τάχα την ίδια προσπάθεια με όλο το προηγού­μενο συμφωνικό μου έργο; η αλήθεια είναι ότι η πρόθεση υπήρξε η ίδια. με τη διαφορά ότι, στην πρώτη περίπτωση, επεδίωκα να εντάξω -κατά το πρότυπο των λεγάμενων «εθνικών σχολών» τη μουσική μας παράδο­ση στον κορμό της δυτικοευρωπαϊκής μουσικής, χρησιμοποιώντας όλα τα γνωστά τεχνικά μέσα και τις φόρμες που μας κληροδότησε, από το γρηγοριανό μέλος και τον Μπαχ έως τον Σένμπεργκ, τον Στραβίνσκι, τον Μπάρτοκ και τον Σοστακόβιτς, ενώ, στη δεύτερη, προσπάθησα να δώσω ένα ηχητικό «φόρεμα» που να βγαίνει μέσα από τον νεοελληνικό μουσικό ηχητικό κόσμο. Δυστυχώς η πυκνότατη σε γεγονότα και δράση ζωή μας στα χρόνια 1959-1969 δεν μου επέτρεψε να εμβαθύνω όσο έπρεπε σε αυτή την κατεύθυνση που εντούτοις την θεωρώ κρίσιμη, καίρια και βασική για το μέλλον της μουσικής μας. Γι’ αυτό και επιμένω σ αυτό, με την ελπίδα ότι οι νεότεροι συνθέτες μας θα συνεχίσουν και θα ολοκληρώσουν αυτόν το δρόμο.

Με τη λέξη «φόρεμα» οι ειδικοί καταλαβαίνουν ότι εννοώ μια σειρά τεχνικά μέσα, όπως είναι, λόγου χάριν, η αρμονία, η αντίστιξη, και η ενορχήστρωση, η εκλογή και η χρήση (τρόπος χρήσεως) των οργάνων και των φωνών, οι μουσικές φόρμες, ο «ήχος» (ό ήχος ως ένα αυθύπαρκτο πρόσωπο), ο τρόπος ερμηνείας κ.λπ. κ.λπ.

Δείγμα αυτής της γραφής αποτελεί, φέρ’ ειπείν, το μέρος «Τα θεμέλιά μου στα βουνά», οπού συνυπάρχουν το βυζαντινό με το δημοτικό στοι­χείο. Μελωδία βυζαντινίζουσα με ισοκράτες και με την οργανική συνοδεία εμπνευσμένη από βορειοηπειρωτικό μοιρολόι. ενώ στο φινάλε του έργου κυριαρχεί ο τσάμικος ως θεμέλιο που πάνω του στηρίζεται ο βυζαντινός ψαλμός. στο μέρος αυτό χρησιμοποιώ -σέ κάποιο σημείο τα βιολιά σαν κρητική λύρα (πολύ πιο εκτεταμένα κάνω το ίδιο και στη Σονατίνα No 2 για βιολί και πιάνο), και το γεγονός αυτό μου δίνει την ευκαιρία να υπογραμμί­σω ότι η χρήση των γνωστών οργάνων της συμφωνικής μουσικής πρέπει να γίνεται με τέτοιον τρόπο, ώστε να μη μας οδηγεί και να μη μας θυμίζει το κλίμα και τις μουσικές εμπειρίες της δυτικής μουσικής.

Σε κάποια διάλεξή μου στον Πειραιά (Σεμινάριο Μουσικής 1966, στο πλαίσιο του Μουσικού Οργανισμού Πειραιώς) ονόμασα αυτή την προ­σπάθεια -έχοντας βασικά υπόψη μου το πείραμα του Άξιον εστί μετασυμφωνική μουσική, έχοντας ακόμα στο νου μου όχι τόσο τη χρονική απόσταση όσο, πολύ περισσότερο, την ποιοτική διαφορά ανάμεσα στη δυτική και τη νεοελληνική μουσική τέχνη.

Η «απόλυτη» μουσική και οι μάζες

Η συμφωνική μουσική υπήρξε η έκφραση τόσο μιας ορισμένης εποχής όσο και ορισμένων λαών και κοινωνικών τάξεων. Έτσι, λόγου χάριν, στα τέλη του περασμένου και στις αρχές του δικού μας αιώνα το έντεχνο μουσικό και ιδιαίτερα το συμφωνικό έργο ήταν όχι μόνο το αποκλειστικό προνόμιο αλλά και ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς εκφραστές της μεγαλοαστικής τάξης στην Ευρώπη.

Ακόμα και η διαδικασία παρουσίασης της συμφωνικής μουσικής (ρεσιτάλ-συναυλίες), με τη γνωστή ατμόσφαιρα που δημιουργούταν γύρω της, την κοσμικότητα, τους «θρύλους», τους έρωτες και τις «αυλές» των μεγάλων καλλιτεχνών, τους κύκλους θαυμαστών, κριτικών, φανατικών οπαδών, αντιπάλων κ.λπ., με μια λέξη ο «τύπος» και ο μύθος που στήριζαν και περιέβαλλαν τις μουσικές εκδηλώσεις απομάκρυναν ντε φάκτο κάθε ξένο προς την αριστοκρατία και τους περί αυτήν κοινωνικό στοιχείο.

Ή συμφωνική συναυλία και το ρεσιτάλ ήταν για πολλές δεκαετίες αποκλειστικό προνόμιο των αστών και ιδιαίτερα των μεγαλοαστών. Οι αίθουσες συναυλιών ήταν αληθινοί ναοί της μεγαλοαστικής κοσμικής ζωής. Όμως πάνω απ’ όλα, αυτό το μουσικό είδος που ονομάζουμε από­λυτη μουσική, νομίζω ότι αυτό καθαυτό -ξέχωρα φυσικά από την ιστο­ρική του αξία, που κανείς δεν είναι δυνατόν να αμφισβητήσει αποτελεί, ως πνευματικό δημιούργημα, μια ιδιόμορφη εκδήλωση, που ήρθε σε έναν συγκεκριμένο βαθμό ωρίμανσης, ιστορικό και κοινωνικό, καθώς και σε συγκεκριμένο, όπως είδαμε, γεωγραφικό χώρο, κοινωνικό πλαίσιο και ιστορική στιγμή.

Παρατηρούμε επίσης ότι ενώ το κοντσέρτο γκρόσο -με το οποίο κυρί­ως εκδηλώθηκε η ιταλική σχολή της Αναγεννήσεως μας θυμίζει ακόμα φανερά τις λαϊκές μελωδίες και τα λαϊκά φωνητικά και οργανικά συγ­κροτήματα, που χωρισμένα συχνά στο χορό και στους κορυφαίους τα συναντά κανείς σε όλα τα χωριά, τα πανηγύρια και τις γιορτές, τόσο η φούγκα όσο και η φόρμα σονάτα, που βρήκε μεγάλη ανάπτυξη τον 18ο αιώνα, απομακρύνεται από τα λαϊκά μουσικά στοιχεία. Τελικά αποτελεί ένα καθαρά ιδεατό μουσικό κατασκεύασμα, οπού αντί για αφηρημένους εγκεφαλικούς συλλογισμούς βάζουμε ήχους και όπου οι μουσικοί ήχοι εκφράζουν, γενικά και αφηρημένα, αισθήματα και ιδέες.

Παρακολουθώντας την οικονομική άνθηση και την κοινωνική άνο­δο των καινούργιων αρχόντων της Ευρώπης μετά τη Γαλλική Επανάσταση, η «απόλυτη μουσική» αναπτύσσεται κι αυτή γοργά. Συγχρόνως όμως οι πλατιές λαϊκές μάζες μένουν έξω απ’ αυτό το μουσικό κίνημα, πού παύει σιγά σιγά να τις εκφράζει, ενώ αυτές δεν μπορούν, αλλά ούτε και θα θέλουν όταν θα μπορούν, να ανακαλύψουν σ αυτό το κίνημα τον εαυτό τους.

Έτσι, όταν μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο η μουσική αυτή θα μπορέσει να πάει παντού, χάρη στο λόνγκ πλέι, το ραδιόφωνο, το μαγνη­τόφωνο και το τρανζίστορ, οι μάζες θα τη δεχτούν σαν κάτι θαυμαστό αλλά συγχρόνως και ξένο. θα νιώσουν απέναντι της το δέος που νιώθουν συχνά οι επισκέπτες των ιστορικών μουσείων. Τίποτα περισσότερο.

Γιατί, όλα αυτά τα χρόνια που οι μεγάλοι συνθέτες ήταν εγκατεστημένοι μέσα και γύρω από τα μέγαρα των πλουσίων και περνούσαν τον καιρό τους στα σαλόνια τους, οι λαοί δεν έπαψαν ποτέ να έχουν τη δική τους μουσική, που εξέφραζε τα δικά τους συναισθήματα, τον δικό τους ((κό­σμο». οι λαοί τραγουδούσαν πάντα τη δική τους μουσική γλώσσα, που βγαίνει κατευθείαν από την καρδιά τους και μπαίνει κατευθείαν στην καρδιά τους.

Επομένως, η σημερινή κρίση της συμφωνικής, και γενικότερα της απόλυτης μουσικής, αποτελεί τη φυσική κατάληξη μιας μακροχρόνιας αντίθεσης, όπως είδαμε λίγο πιο πάνω. Γι’ αυτό πιστεύω ότι, όσο και αν εκσυγχρονίσουμε και ηλεκτρονικοποιήσουμε αυτό το μουσικό είδος, δεν θα πάψει να αποτελεί έναν ξένο πνευματικό κόσμο για τις μεγάλες λαϊκές μάζες.

Και όσο αυτές οι μάζες θα βγαίνουν όλο και πιο πολλές, όλο και πιο ανεπτυγμένες, καλλιεργημένες και δυνατές στο προσκήνιο της ιστορίας, τόσο θα θέλουν και θα αναζητούν μια μουσική που να είναι εξ ολοκλήρου δική τους και όχι ένα ξαναζεσταμένο η αναμασημένο φαγητό, προορισμέ­νο εξαρχής για άλλους.

Ή μουσική αυτή, η δική τους, όπως ήδη είπαμε, είναι βασικά το λαϊκό τραγούδι. Κι αυτό -πέρα από τη χώρα μας, με τα γνωστά αποτελέσματα και εμπειρίες πάνω σ αυτόν τον τομέα το φανερώνει η εκπληκτική επιτυχία του αγγλόφωνου λαϊκού τραγουδιού, ιδιαίτερα ανάμεσα στην παγκόσμια νεολαία, όπως το απέδωσαν μια σειρά λαϊκά συγκροτήματα, ερμηνευτές και συνθέτες, από τους Μπήτλς έως την Τζόαν Μπαέζ και τον Μπόμπ Ντύλαν.

Όμως εμείς εδώ στην Ελλάδα πιστεύω ότι προχωρήσαμε ένα, ίσως και δύο βήματα παραπέρα: α) παντρεύοντας τη λαϊκή μας μουσική με τη σύγχρονη νεοελληνική ποίηση’ β) καθιερώνοντας τον κύκλο τραγουδιών’ γ) με την προσπάθεια για μια μετασυμφωνική μουσική και δ) με την προ­σπάθεια για μια σύγχρονη λαϊκή τραγωδία, που να βασίζεται στο λαϊκό μας τραγούδι.

Στοιχεία μετασυμφωνικής μουσικής

Ας ξαναγυρίσουμε όμως στο Άξιον εστί. Στην εισαγωγή του έργου χρησιμοποίησα την τελευταία τεχνική της συμφωνικής μου περιόδου. το ποιητικό κείμενο τού Ελύτη άρχιζε με τις λέξεις: «Τότε είπε και γεννήθηκε η θάλασσα». για να τονίσω αυτή τη γέ­νεση δημιούργησα -σέ όσο πιο σύντομη χρονική διάρκεια μου ήταν δυνατόν τη μουσική αίσθηση του χάους.

Ήταν αυτό ακόμα μια συμβολική για μένα χειρονομία. σαν να έλεγα: «Βρισκόμουν μέσα στο χάος της σύγχρονης ευρωπαϊκής μουσικής και τώρα μέσα απ’ αυτό το χάος οδηγούμαι προς τη γένεση ενός νέου μουσικού κόσμου».

Πράγματι από την είσοδο του ψάλτη και της χορωδίας (με τον χαρα­κτηριστικό βυζαντινό ισοκράτη) θα πάσχιζα να δημιουργήσω αυτόν τον ηχητικό κόσμο που θα αποκαλούσα αργότερα μετασυμφωνικό.

Όμως σπεύδω να τονίσω εδώ ότι δεν θεώρησα ποτέ αυτή την προσπάθειά μου ένα ολοκληρωμένο αποτέλεσμα αλλά μονάχα ένα πρώτο βήμα.

Ας το αναλύσουμε.

Πρώτα απ’ όλα, υπάρχει η ρωμαλέα παρουσία του ποιητικού κειμένου με όλες τις συγκεκριμένες ιδέες και τους οραματισμούς και με «τη δια­δοχή των στοχασμών και των κινημάτων της ψυχής, την αναδίπλωση και τη σύγκρουση των παθών και την πλήρη ροή μιας πράξης», έτσι που να προσφέρει στο λαϊκό ακροατήριο μια στέρεη βάση για να συνενωθεί άμεσα και δημιουργικά μαζί του. Ειδικότερα στο Άξιον εστί, Βίβλο του ελληνικού έθνους, ο λόγος του ποιητή είναι λόγος του λαού. η μνήμη του, δική του μνήμη. ο ίδιος ο λαός είναι ο δημιουργός των γεγονότων που εμπνέουν τον ποιητή. τα πάθη του, δικά του πάθη. και τα δοξαστικά, δικά του!

Υπάρχει έτσι πλήρης και απόλυτη ταύτιση ανάμεσα στο ποιητικό πε­ριεχόμενο και το λαό-δημιουργό αυτού του περιεχομένου. το ποιητικό κείμενο κυκλοφορεί στις φλέβες αυτού του λαού, γιατί είναι βγαλμένο μέσα απ’ αυτές τις ίδιες φλέβες. το Άξιον εστί είναι ακόμα ο καθρέφτης μέσα στον όποιο ο λαός μας βλέπει το ιστορικό του πρόσωπο. Και αυτό αποτελεί το πρώτο βασικό γνώρισμα για κάθε ζωντανή και επομένως αληθινή και μεγάλη Τέχνη.

Από κει και πέρα το έργο του συνθέτη γίνεται εύκολο υπό τον όρο ότι δεν θα προδώσει τον ποιητή, και ότι η μουσική θα παρακολουθήσει, θα υπηρετήσει, θα σχολιάσει και κάποτε, αν το μπορεί, θα προεκτείνει την ποίηση. Τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερό.

Στο Άξιον εστί υπάρχουν πέντε «χορικά»-λαϊκά τραγούδια. Μένοντας βασικά πιστός στην παράδοση, προσπάθησα να δώσω μια νέα διάσταση, στηριζόμενος στη μελωδική φράση και επεκτείνοντας την αρμονική γλωσ­σά πέρα από τα γνωστά πλαίσια της παραδοσιακής λαϊκής μας μουσικής. Έτσι το λαϊκό μας τραγούδι περνάει σε ένα διαφορετικό επίπεδο, πολύ συγγενικό εξάλλου με εκείνο που υπάρχει λόγου χάριν στα Επιφάνια η στη Ρωμιοσύνη. η ανάλυση της μελωδίας σ αυτά τα «χορικά» δείχνει τις με­λωδικές δυνατότητες που εμπεριέχει ο κόσμος της λαϊκής μας μουσικής, τις όποιες προσπάθησα να εκμαιεύσω σε ακόμα μεγαλύτερο βάθος στα έργα της τελευταίας μου συνθετικής περιόδου (1967-1969).

Επομένως, αν μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει κάτι καινούργιο στον τομέα της έντεχνης λαϊκής μουσικής -όπως τη μεταχειρίζομαι στο Άξιον εστί-, αυτό θα πρέπει να αναζητηθεί στην εσωτερική προέκταση των μελωδικών -και σε δεύτερη μοίρα αρμονικών δυνατοτήτων του λαϊκού μας τραγουδιού.

Στη συνέχεια, πλάι στον λαϊκό τραγουδιστή προσθέτω τη χορωδία και πλάι στη λαϊκή ορχήστρα τα συμφωνικά όργανα. Βέβαια στο σημείο αυτό, δηλαδή στα χορικά, ο ρόλος των συμφωνικών οργάνων είναι ασήμαντος. δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τη χορωδία, που η σημασία της στην όλη οικονομία του χορικού μπορεί να εξομοιωθεί με τη σημασία του λαϊκού τραγουδιστή. Δηλαδή έχουμε ένα διάλογο ανάμεσα στον κορυφαίο και το χορό, πράγμα που δεν συμβαίνει στο παραδοσιακό λαϊκό μας τραγούδι και που αναμφισβήτητα προσφέρει μια ακόμα καινούργια διάσταση στο έντεχνο λαϊκό τραγούδι.

Μίκης Θεοδωράκης: το Άξιον εστί, βήμα προς τη μετασυμφωνική μουσική

Πηγή: Θεοδωράκης Μίκης, “το Χρέος”, τομ. 3, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2011 σελ. 1117-24

Το άξιον εστί - Μίκης Θεοδωράκης/Οδυσσέας Ελύτης


Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2020

13 Οκτωβρίου 1904: Παύλος Μελάς ο θάνατος του παλικαριού

Αναδημοσιεύουμε από το διαδικτυακό χώρο 

των εκδόσεων ΛΟΓΧΗ

Γράφει ο Νίκος Παπαγεωργίου


Στις 13 Οκτωβρίου του 1904 έπεφτε νεκρός ο Παύλος Μελάς στη Σιάτιστα, προδομένος από Βούλγαρους κομιτατζήδες και σφαίρα του τουρκικού αποσπάσματος που είχε ήδη περικυκλώσει τον ίδιο και τους συναγωνιστές του. Ο Παύλος Μελάς υπήρξε ο πρωτοπόρος αλλά και ο πρωτομάστορας του αγώνα για την απελευθέρωση της Μακεδονίας μας. Το όνομα του έγινε το σύμβολο του αγώνα που θα έδιωχνε τον δυνάστη από τα ιερά χώματα της Μακεδονίας. 

Ο Πύλος Μελλάς γεννήθηκε στην Μασσαλία τον Μάρτιο του 1870 όπου εκεί η οικογένεια του είχε εγκατασταθεί και ο πατέρας του Μιχαήλ Μελάς ασχολείτο με το εμπόριο. Τον ονόμασαν Παύλος δίδοντας του το όνομα ενός θείου του πατέρα του, που έπεσε μαχόμενος στο Μεσολόγγι. Τον ίδιο ηρωικό δρόμο είχε χαράξει η μοίρα και για τον νεογέννητο Παύλο. 

Από νεαρή ηλικία είχε αρχίσει να κάνει σχέδια για να καταταγεί εθελοντής στο στρατό ή να βγει αντάρτης στα σκλαβωμένα βουνά  της Ελλάδος. Στα 1886 δίνει εξετάσεις και εισέρχεται στην Σχολή Ευελπίδων . Τότε ήταν μόλις δεκάξι ετών. Τον Οκτώβριο του 1892 νυμφεύεται την φίλη των παιδικών του χρόνων Ναταλία Δραγούμη. Ήταν η κόρη του πολιτικού Δραγούμη με καταγωγή από το Βογατσικό της Μακεδονίας. Η είσοδος του στην οικογένεια Δραγούμη έμελλε να παίξει αποφασιστικό ρόλο στην μετέπειτα στρατιωτική  πορεία του, για την απελευθέρωση της πολύπαθης Μακεδονικής γης. Τους Δραγούμηδες τους έδεναν παλιοί δεσμοί με την Μακεδονία.

Τα μακεδονικά χωριά καθημερινά ζούσαν με τον εφιάλτη των συμμοριών των Βούλγαρων κομιτατζήδων. Ποταμούς αίματος έχυναν οι ανυπεράσπιστοι Έλληνες.  Κάποιος λοιπόν έπρεπε να αγωνιστεί και γι’ αυτούς. Είναι το έργο που αναλαμβάνει ο Παύλος Μελάς και το κάνει σκοπό της ζωής του. Ήταν Φεβρουάριος του 1904 όταν επιχείρησε το πρώτο του μυστικό ταξίδι στην Μακεδονία. Ήθελε να μελετήσει από κοντά την κατάσταση, που είχε διαμορφωθεί. Τέσσερεις μήνες αργότερα του ιδίου έτους πραγματοποίησε το δεύτερο ταξίδι του. Τον επόμενο μήνα ξαναγυρίζει στην Μακεδονία για να παραμείνει οριστικά αναλαμβάνοντας το δύσκολο έργο, την απαλλαγή της από τους κομιτατζήδες.  

Το βράδυ της 17ης  Αυγούστου του 1904 αποχαιρετούσε φιλώντας την σύζυγο του και τα δύο μικρά παιδιά του τον Μίκη και την Ζωίτσα. Στην Λάρισα τρείς ημέρες αργότερα ένας παππάς ευλογούσε τα όπλα των τριανταπέντε παλικαριών που αποφάσισαν να αγωνιστούν δίπλα του. Ήθελε η ομάδα του να μην αποτελείται από πολλά άτομα για να μπορούν να έχουν ευκινησία στην πορεία τους. Η δράση ξεκινούσε. Κάθε περπατησιά τους στα Μακεδονικά βουνά ήταν και μία περιπέτεια. Πολλές φορές βρεγμένοι ως το κόκκαλο,  κυνηγημένοι από τουρκικά αποσπάσματα, πεινασμένοι και κατάκοποι, αλλά πάντα με χαλύβδινη πίστη συνέχιζαν τον αγώνα τους.

Δύο χωριά είχαν γίνει τα ορμητήρια του Παύλου Μελά και των συντρόφων του. Το  Λιγκοβάνη και το Λίχοβο. Ξεκινώντας από αυτά τα χωριά το τιμωρό χέρι του Παύλου Μελά έφτανε παντού. Από όπου περνούσε ο ίδιος και τα παλληκάρια του ο κόσμος έτρεχε να τους υποδεχθεί. Λαός και προεστοί ήθελαν όλοι να τους δουν και να τους φιλέψουν. Τότε ο Παύλος τους συγκέντρωνε και τους μιλούσε θερμά και με ενθουσιασμό. Προσπαθούσε να τους δώσει κουράγιο.

Πλησίαζαν μέσα Οκτωβρίου. Είχαν περάσει δύο μήνες από την ώρα που ο Παύλος Μελάς και οι σύντροφοι βρίσκονταν πάνω στα βουνά της Μακεδονίας έχοντας γίνει ο φόβος και ο τρόμος των κομιτατζήδων. Μερόνυχτα οδοιπορώντας έφτασαν στην Σιάτιστα. Οι κάτοικοι αφού τους καλωσόρισαν έτρεξαν να τους ετοιμάσουν καταλύματα για να ξεκουραστούν. Στα Σιάτιστα ο Παύλος Μελάς έμελλε να κάνει τον τελευταίο του ύπνο. Την επομένη 13 Οκτωβρίου του 1904 προδομένος από την βουλγαρική συμμορία τους Μήτρου Βλάχου ο ίδιος και τα παλικάρια του, ξαφνικά, περικυκλώνονται από ένα τουρκικό απόσπασμα που αποτελούνταν από εκατόν πενήντα άνδρες. Επιχειρώντας να σπάσουν τον κλοιό ο Παύλος Μελάς έπεφτε κτυπημένος από τουρκικό βόλι στην μέση.

Μισή ώρα κράτησε το μαρτύριο του. Οι πόνοι ήταν φρικτοί. Καταλαβαίνοντας  και ο ίδιος ότι μόνο λίγος χρόνος του απέμενε φώναξε τον Καπετάν Πύρζα τον υπαρχηγό του. – Που είσαι Νίκο… του είπε. Να πάρε, τούτο τον σταυρό, βγάζοντας τον από τον λαιμό του με κόπο. Να τον δώσεις στην γυναίκα μου. Και το τουφέκι στο παιδί μου, τον Μίκη. Τ’ άκουσες Νίκο; Και πού ‘σαι; Να τους πεις ότι έκανα το χρέος μου. Αυτά ήταν και τα τελευταία λόγια του. Γρήγορα κυκλοφόρησε στο Πανελλήνιο η θλιβερή είδηση και οι καμπάνες των εκκλησιών άρχισαν να κτυπούν πένθιμα. Τα φανάρια των αθηναϊκών δρόμων τυλίχτηκαν με μαύρες κορδέλες. Στη Μητρόπολη στήθηκε κενοτάφιο απ’ όπου πέρασαν χιλιάδες κόσμου επίσημοι και λαός.

Το κεφάλι του ήρωα αφού κόπηκε από τους συντρόφους του για να μην πέσει στα χέρια των τούρκων θάφτηκε στο χωριό Ποσιδέρι στο εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής μπροστά στην Ωραία Πύλη. Το ακέφαλο σώμα αφού παραδόθηκε από τις τουρκικές αρχές στον Μητροπολίτη Καστοριάς θάφτηκε εκεί, στην απέναντι από την Μητρόπολη βυζαντινή εκκλησία των Ταξιαρχών. Ο Παύλος Μελάς με την θυσία του άνοιξε τον δρόμο για να φτάσουν στην Μακεδονία και άλλα ελληνικά αποσπάσματα. Τον ίδιο δρόμο ακολούθησε στα 1912 και ο Ελληνικός στρατός για να φέρει επιτέλους την ελευθερία στην Μακεδονική γη...........................................

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ:


Το εγκαταλελειμμένο σπίτι του Παύλου Μελά στην Κηφισιά ανακαινίστηκε. 

Για δεκαετίες ήταν αφημένο στην τύχη του, προκαλώντας θλίψη.



ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΕΔΩ:















Το Μουσείο Παύλου Μελά είναι ιστορικό μουσείο στον οικισμό Μελάς του νομού Καστοριάς, χωριό που μετονομάστηκε από Στάτιστα, προς τιμήν του αξιωματικού και ήρωα του Μακεδονικού Αγώνα Παύλου Μελά που θανατώθηκε στις 13 Οκτωβρίου 1904, έπειτα από επιχείρηση οθωμανικού αποσπάσματος.