Παρασκευή 14 Απριλίου 2017

ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ – ΤΑ ΑΓΙΑ ΠΑΘΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
















Εἰς τὴν Σταύρωσιν
Ζῶν εἶ Θεὸς σύ, καὶ νεκρωθεὶς ἐν ξύλῳ,
Ὦ νεκρὲ γυμνέ, καὶ Θεοῦ ζῶντος Λόγε.
Εἰς τὸν εὐγνώμονα Λῃστὴν
Κεκλεισμένας ἤνοιξε τῆς Ἐδὲμ πύλας,
Βαλὼν ὁ Λῃστὴς κλεῖδα τό, Μνήσθητί μου.


Την Παρασκευή, στέλνεται ο Ιησούς δέσμιος από τον Καϊάφα στον τότε ηγεμόνα της Ιουδαίας Πόντιο Πιλάτο. Αυτός, αφού Τον ανέκρινε με πολλούς τρόπους και αφού ομολόγησε δυο φορές ότι ο Ιησούς είναι αθώος, έπειτα, για να ευχαριστηθούν οι Ιουδαίοι, τον καταδικάζει σε θάνατο• και αφού τον μαστίγωσε σαν δραπέτη δούλο τον Δεσπότη των όλων, Τον παρέδωσε για να σταυρωθεί.
Από ’κει και πέρα ο Ιησούς, αφού παραδόθηκε στους στρατιώτες, γυμνώνεται, φοράει κόκκινη χλαμύδα, στεφανώνεται με ακάνθινο στεφάνι, κρατάει κάλαμο σα σκήπτρο, προσκυνείται χλευαστικά, φτύνεται και χτυπιέται στο πρόσωπο και στο κεφάλι.
Μετά, φορώντας πάλι τα ρούχα του και βαστάζοντας το Σταυρό, πηγαίνει προς τον Γολγοθά, τον τόπο της καταδίκης και εκεί, γύρω στην Τρίτη ώρα της ημέρας, σταυρώνεται μεταξύ δυο ληστών, βλασφημείται από αυτούς που είχαν πάει στον Γολγοθά μαζί του, μυκτηρίζεται από τους αρχιερείς, ποτίζεται από τους στρατιώτες με ξύδι ανακατεμένο με χολή.
Γύρω στην ενάτη ώρα, αφού βγάζει πρώτα φωνή μεγάλη, και λέει:
«Τετέλεσται», εκπνέει «ο αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου», την ώρα κατά την οποία σφάζονταν, σύμφωνα με τον νόμο, ο πασχαλινός αμνός, ο οποίος καθιερώθηκε ως έθιμο στους Ιουδαίους, προτυπώνοντας τον Εσταυρωμένο Χριστό, πρίν από 1043 χρόνια.
Το δεσποτικό αυτό θάνατο και η άψυχη κτίση, πενθώντας, τον τρέμει και αλλοιώνεται από το φόβο αλλά ο Δημιουργός της κτίσεως ακόμα και όταν είναι νεκρός, λογχίζεται την ακήρατη πλευρά Του και ρέει απ’ αυτή αίμα και νερό.
Τέλος, κατά τη δύση του ηλίου, έρχεται ο Ιωσήφ από Αριμαθείας και ο Νικόδημος μαζί με αυτόν, και οι δυο κρυφοί μαθητές του Ιησού, αποκαθηλώνουν από το Σταυρό το πανάγιο του διδασκάλου σώμα, το αρωματίζουν, το τυλίγουν με καθαρό σεντόνι και αφού το έθαψαν σε καινούργιο τάφο, κυλούν στο στόμιο του μεγάλο λίθο.
Αυτά τα φρικτά και σωτήρια πάθη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού επιτελούμε σήμερα και εις ανάμνηση αυτών παραλάβαμε από αποστολική διαταγή, τη νηστεία της Παρασκευής

Ἀπολυτίκιον

Ἦχος πλ. δ’.
Ὅτε οἱ ἔνδοξοι Μαθηταί, ἐν τῷ νιπτῆρι τοῦ Δείπνου ἐφωτίζοντο, τότε Ἰούδας ὁ δυσσεβής, φιλαργυρίαν νοσήσας ἐσκοτίζετο, καὶ ἀνόμοις κριταῖς, σὲ τὸν δίκαιον Κριτὴν παραδίδωσι.
Βλέπε χρημάτων ἐραστά, τὸν διὰ ταῦτα ἀγχόνῃ χρησάμενον, φεῦγε ἀκόρεστον ψυχὴν τὴν Διδασκάλῳ τοιαῦτα τολμήσασαν.
Ὁ περὶ πάντας ἀγαθός, Κύριε δόξα σοι.

Κοντάκιον

Ἦχος πλ. δ’.
Τὸν δι’ ἡμᾶς Σταυρωθέντα, δεῦτε πάντες ὑμνήσωμεν· αὐτὸν γὰρ κατεῖδε Μαρία ἐπὶ τοῦ ξύλου, καὶ ἔλεγεν· Εἰ καὶ σταυρὸν ὑπομένεις, σὺ ὑπάρχεις ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου.

Ὁ Οἶκος

Τὸν ἴδιον Ἄρνα, ἡ ἀμνὰς θεωροῦσα πρὸς σφαγὴν ἑλκόμενον, ἠκολούθει Μαρία, τρυχομένη μεθ’ ἑτέρων γυναικῶν, ταῦτα βοῶσα·
Ποῦ πορεύῃ Τέκνον, τίνος χάριν, τόν ταχὺν δρόμον τελεῖς;
μὴ ἕτερος γάμος πάλιν ἐστὶν ἐν Κανᾷ;
Κᾀκεὶ νῦν σπεύδεις, ἵνα ἐξ ὕδατος αὐτοῖς οἶνον ποιήσης; συνέλθω σοι Τέκνον, ἢ μείνω σοι μᾶλλον, δός μοι λόγον Λόγε, μὴ σιγῶν παρέλθῃς με, ὁ ἁγνὴν τηρήσας με· σὺ γὰρ ὑπάρχεις ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου.



Στους Μακαρισμούς, που ψάλλουμε μετά την έξοδο του Εσταυρωμένου, διαβάζουμε χαρακτηριστικά:
«Εσταυρώθης δι’ εμέ, ίνα εμοί πηγάσης την άφεσιν. 
Εκεντήθης την πλευράν, ίνα κρουνούς ζωής αναβλύσης μοι».
Η συγγνώμη του Σταυρού και η ανάβλυση της ζωής μέσα από το Πάθος, μας κάνουν να συνειδητοποιήσουμε ότι αληθινή ελευθερία δεν νοείται χωρίς θυσία.
Σκοπός του κάθε ανθρώπου είναι η επιβίωση.
Ο καθένας μας κάνει ό,τι μπορεί για να ζήσει και να ζήσει καλύτερα. 
Η επιστήμη μπαίνει στην υπηρεσία του ανθρώπου με σκοπό να αντιμετωπίσει τις ασθένειές του, να παρατείνει τη δυνατότητα να χαρεί το φως της ζωής, να τον συνδράμει στην όσο το δυνατόν υπέρβαση του θανάτου.
Η παραίτηση από τη ζωή θεωρούνταν και δεν παύει να είναι μια τρέλα!
Κι αυτό γιατί ο άνθρωπος είναι πλασμένος για να ζει.
Ελάχιστα όμως συνειδητοποιούμε την διαφορά ανάμεσα στην έννοια της επιβίωσης και την έννοια της ζωής.
Επιβιώνω σημαίνει τρώω, πίνω, κοιμάμαι, εργάζομαι, βγάζω χρήματα για να εξασφαλίσει τα προς το ζην, εκτονώνομαι, αναπαράγομαι, ξεκουράζομαι, χαίρομαι ή λυπάμαι, όπως άλλοι.
Ζω σημαίνει ότι όλες αυτές τις βιολογικές και κοινωνικές λειτουργίες τις μεταποιώ σε νόημα και στάση ζωής.
Τρώω όσο μου χρειάζεται για την βιολογική μου υπόσταση, στερούμαι εκούσια την τροφή γιατί ξέρω ότι «ουκ επ’ άρτω μόνο ζήσεται ο άνθρωπος».
Εργάζομαι για να θεραπεύσω τις βιοτικές ανάγκες, αλλά εργάζομαι και το καλό και την αρετή. Συστήνω οικογένεια γιατί είμαι κοινωνικό ον, αλλά αγαπώ τον άλλο περισσότερο από μένα, γιατί μόνο μέσα από την σχέση έχει νόημα η κοινωνικότητα.
Η θυσία του Χριστού στο Γολγοθά ήταν άρνηση της βιολογικής επιβίωσης της ανθρώπινης φύσης, καθώς ο Χριστός ως Θεάνθρωπος και αναμάρτητος μπορούσε να μην πεθάνει.
Ήταν όμως η σπουδαιότερη κατάφαση της ζωής, από την ίδια τη Ζωή.
Όπως λέει ένα από τα πιο όμορφα εγκώμια της Μ. Παρασκευής, σαν τον πελεκάνο, που, όταν τα παιδιά του δηλητηριάζονται από το τσίμπημα του φιδιού, τρυπά τα πλευρά του και τους μεταγγίζει το αίμα του για να τα σώσει, πεθαίνοντας ο ίδιος, έτσι κι ο Χριστός μας δίνει το αίμα Του, για να σωθούμε από το δηλητήριο της αμαρτίας και του θανάτου και να ξαναβρούμε το αληθινό νόημα της ύπαρξής μας.
Η εποχή μας έχει ως σημείο αναφοράς την ατομική επιβίωση και αυτάρκεια.
Η Εκκλησία μας προτείνει την θυσία του Χριστού ως τον τρόπο εκείνο που θα μας καταστήσει αληθινά ελεύθερους. 
Γιατί μόνο όταν παραιτείται κανείς από την απλή επιβίωση, για να πλημμυρίσει η ύπαρξή του από τη ζωή της πίστης, της σωτηρίας, της αγάπης για το Χριστό και το συνάνθρωπο, όποια συνέπεια κι αν έχει αυτός ο δρόμος, τότε ζει την πραγματική ελευθερία.
Κι αυτή η παραίτηση και ζωή της θυσίας, η υπέρβαση του εαυτού μας εξαιτίας της αγάπης, βιώνεται μόνο μέσα στην Εκκλησία, μέσα από την σταύρωση των παθών και την Ανάσταση της αρετής και του τρόπου που ο Χριστός έγινε πρότυπό του…

Η αγωνία του Ιούδα

Λεονάρντο ντα Βίντσι: “Μυστικός Δείπνος”από:  














Η αγωνία του Ιούδα

Μια από κείνες τις ανοιξιάτικες βραδιές, που η κουφοβράση κι η πνιγούρα μαζί με τις μακρινές αστραπές μηνάνε καταιγίδα.
Ο Ιούδας ξέκοψε, κατά τη συνήθεια του, από τους άλλους συντρόφους, που κρυμμένοι μέσα σ’ έν’ αμπέλι, μοιράζονται ό,τι αυτός κατάφερε να τους έβρει για φαγί.

Και προσεύχονται.
Ο ορισμένος από τις Γραφές παράνομος μαθητής ανέβηκε πάνου σ’ ένα λόφον από άμμο. 
Μορφή αχαμνή, νέος ακόμα, φαίνεται να ’χει πολύ υποφέρει.
Για πρώτη φορά ο πόνος κι η απελπισιά καθαρίζουν έτσι καλά τη σκέψη του και της δίνουνε μια τραγική στροφή.
Τα χείλη του, καθώς τα σφίγγει, παίρνουνε, θαρρείς, το σκήμα του φιλιού.

Αμμόσκονη πολλά ψιλή, δίχως αγέρα μήδ’ αχό,πνίγει τον κόκκινο ουρανό, που δίχως ήλιο ανάβει.
Λιγάκι ψήλος αερινό, μια στάλ’ ανάσα, — αγκομαχώ!
Άμποτε να με βούλιαζε ξυλάρμενο καράβι, βράδυ καλοκαιρινόν, η μπόρ’ αυτή, που αστράβει.

Βλέπω την πόλη από μακριά, την Άγια Πόλη, π’ αγαπώ.
Απάνω της μια χαρακιά γραμμένη με το μέλι.
Απ’ την κλεισμένη μου καρδιά περνάς, σοκάκι χαρωπό,γλιστράς, γυναίκα, πράσινο μέσα στο κύμα χέλι, 
την ερημιά βαρέθηκα κι η πόλη δε μας θέλει!

Ξυπόλυτοι, μ’ ένα ραβδί κι ένα ταγάρι σταυρωτά,τη μέρα να κρυβόμαστε, τη νύχτα να δρομάμε,

 ξυπνούν αλάργα τα σκυλιά και μας γαβγίζουν σερπετά·
πόσες ημέρες νηστικοί, θυμάμαι δε θυμάμαι ! 
αχ! δε βαστώ, καρδούλα μου, κι ό,τι λογιάζεις κάμε.

Άρχισε να κλονίζεται και δεν το κρύβει πια ο Θωμάς.
Ο Πέτρος κακομίλητος τα φρύδια του ζαρώνει.
Και ξαφνικά ξεκόβοντας ο νιος Ιωάννης από μας παραλαλεί κι αλλόκοτα φαντάσματα ξαμώνει.
Όλους μάς καταντήσατε φαντάσματ’ άγρια, Πόνοι!

Καρδιά, πουλί τρεμάμενο, χωρίς φωλιά πάνω στη Γη,

κυνηγημένη πας ομπρός και πίσω δε γυρίζεις.
Τί να ’ναι τάχα: θέληση, φόβος, συνήθεια προσταγή;…
Μα κάπου θα ’ναι ανάπαψη, κάπου γαλήνια ορθρίζεις
σε θάλασσα και σε πλαγιές, Άνοιξη, που μυρίζεις.

Μα κείνος τίποτα δε λέει. 
Διάφανο σώμα κι αδειανό πάνου απ’ το χώμα σηκωτό βαδίζει στον αέρα.
Στα νοτισμένα μάτια του κοιτάς τον άπατο ουρανό.
Λόγος γλυκύς, που, κι αν μιλά κι αν δε μιλά, κοφτέρα
βυθίζεται μες στις καρδιές σε νύχτα και σε μέρα.

Στην Άγια Πόλη ως μπήκαμε — βάγια πολλά και φοινικιές!

και ξένοι αρχόντοι και δικοί κρυμμένοι τρέμαν όλοι,γιατ’ άνεμος ξεσήκωνε τα πλήθη (ελπίδες ξαφνικές!)του ’πα σιγά:
 — «Τώρα καιρός για τη Μεγάλη Σκόλη!»
—«Ουράνιο το βασίλειο μου κι ουράνια, μάθε, η Πόλη»!

Μ’ αρνιέσαι τάφο, Θάνατε, πώς θα με φέρεις στη Χαρά;
Βαθιά στο χώμα, οργιές πολλές, μονάχα κρύα σκουλήκια.
Τούτ’ η καρδιά, και που μισεί και δικιοσύνη λαχταρά,
ζητάει δικά της δω στη Γης δυο πιθαμές χαλίκια,
απ’ τ’ αγαθά, που ’δώσε ο Θεός, ζητάει μερίδα δίκια!

Ποιός το φτωχό μου το κορμί και την ψυχή μου τη φτωχιά

απ’ τον κρυφό το Φαρισαίο κι απ’ τον τραχύ Λατίνο,
από τον ξένο γέρακα θα σώσει κι απ’ την ντόπια οχιά;
Αυτούς σ’ ατάραγη ζωή κι αράθυμη ν’ αφήνω
κι εγώ ανεμόσκαλα σωμού στο γαλανό να στήνω;

Δεν είναι μοναχά η δικιά μου μοίρα, που με τυραννά,

μαύροι συντρόφοι της δουλειάς και της απελπισίας.
Ήλιος ζεστός και γόνιμος τα χρόνια μας τα σκοτεινά
για κείνους, που την αρετή μάς θέλουν της θυσίας.
Ήρθε γι’ αυτούς,
— για μας ακόμ’ αργεί ο ωραίος Μεσσίας.

Σε λογισμό και σε καρδιάν ανάμεσα όχτρητα πολλή.
Καθάρια το πρεπούμενο στο νου μου λαγαρίζει,
μα σίντα πάω να κουνηθώ λίγο, το σώμα παραλεί,
πιότερο σφίγγει τ’ άλυτο σκοινί Του, που μ’ ορίζει·
ψυχή και σώμ’ αντίμαχα σε δυο μού τα χωρίζει.

(Θυμάται τη μάνα του)

Τα κλάηματά σου, μάνα μου, φτάνουν εδώ στην ερημιά.
Μες στα λιγνά χεράκια σου νυχτόημερα δεμένη,
ώρες κοιτώντας χαμηλά τελειώνεις με λιγοθυμιά.
Μες στ’ άδειο σου θυμητικό άλλο από με δε μένει.
Του ζωντανού θανάτου εμείς χρόνια καταραμένοι!

Για σας, μανάδες κι αδερφοί και τώρα κι ύστερα,

σιγάθα κάνω απόψε, που νογώ, της ανταρσίας το κρίμα.
Και ξέρω τί καταλαλιά τη μνήμη μου θα κυνηγά!
Αν δεν πετύχει τούτο δα το πρώτο μέγα βήμα,
θα πουν οι εμπόροι των θεών: 
«Τον πρόδωσε για χρήμα»
Η αγωνία του Ιούδα-ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΝΑΛΗ“ΣΚΛΑΒΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ”
ΣΚΛΑΒΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Το Θεϊκό ήτοι Το Ανθρώπινο Πάθος
Γιατί ο Ιούδας πρόδωσε τον Χριστό
Από Dogma
13 Απριλίου 2017

Ο Ιούδας ο Ισκαριώτης είναι αναμφισβήτητα ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα πρόσωπα της Αγίας Γραφής. 
Είναι αυτός που πρόδωσε τον Ιησού Χρηστό και τον οδήγησε στο θάνατο με τον ατιμωτικό τρόπο της Σταύρωσης. 
Λέγεται ότι δεν ήταν μορφωμένος αλλά είχε ικανότητες που τον έκαναν να ξεχωρίσει.

Εδώ και αιώνες το ερώτημα Γιατί ο Ιούδας πρόδωσε τον Χριστό, αποτελεί αντικείμενο θεολογικής και ιστορικής έρευνας. 
Μία άποψη είναι ότι ο Ιούδας δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ο Ιησούς είναι όντως ο Μεσσίας.
Ίσως να τον θεωρούσε ως έναν ακόμη «επαναστάτη» από τους πολλούς που κατά καιρούς εμφανίζονταν στην περιοχή, εκείνη την εποχή.

Μία ακόμα άποψη υποστηρίζει ότι ο Ιούδας πίστευε πως αν ο Ιησούς έπεφτε στα χέρια των Ρωμαίων θα επακολουθούσε επανάσταση του λαού, αφού προ ολίγου τον είχε υποδεχθεί σαν ήρωα. 
Θέλησε δηλαδή να τον «χρησιμοποιήσει» για πολιτικούς λόγους.

Σε κάθε περίπτωση αυτό που είναι σίγουρο σύμφωνα με τις Γραφές είναι πως ο Ιούδας μετάνιωσε για την πράξη του και μάλιστα επιχείρησε να επιστρέψει τα αργύρια στους ιερείς για να εξιλεωθεί. 
Δεν μπήκε όμως στον κόπο να ζητήσει μια απλή συγνώμη. 
Το τέλος του Ιούδα ήταν τραγικό.

Στο κατά Ματθαίον ευαγγέλιο αναφέρεται ότι μετά τη σύλληψη του Ιησού και πριν την εκτέλεση του, ο Ιούδας γεμάτος τύψεις επέστρεψε τα τριάντα αργύρια στους ιερείς και κρεμάστηκε.

Λέγεται ότι δεν πέθανε αμέσως αλλά ταλαιπωρήθηκε αρκετά! 
Στις Πράξεις των Αποστόλων αναφέρεται ότι όταν το σχοινί έσπασε και το άψυχο κορμί του σωριάστηκε στη γη, άνοιξε και ξεχύθηκαν τα σπλάχνα του.

Τις ημέρες αυτές, σε πολλές περιοχές της χώρας μας ακολουθείται ένα πανάρχαιο έθιμο ,το κάψιμο του Ιούδα. 
Είναι άγνωστο το πόσο παλιό είναι το έθιμο αυτό και από ποιους προήλθε.


Το κάψιμο γίνεται σε άλλες περιοχές τη Μεγάλη Πέμπτη και σε άλλες τη Μεγάλη Παρασκευή. 
Αχυρένια ομοιώματα του Μαθητή του Ιησού παραδίδονται στην πυρά σε μια προσπάθεια να τιμωρηθεί ο προδότης και να στιγματιστεί η πράξη του.

Πόσα ήταν τα τριάκοντα αργύρια σε ευρώ



«Τη Μεγάλη Πέμπτη, πριν από 1980 ( τότε γράφτηκε το άρθρο ), ( πριν από 2017 χρόνια από σήμερα ) χρόνια περίπου, καταβλήθηκε το πιο διάσημο ποσό στην ιστορία της ανθρωπότητας: η αμοιβή του Ιούδα έναντι της προδοσίας στον Ιησού Χριστό.

Τα «τριάκοντα αργύρια» στα οποία αναφέρεται η Καινή Διαθήκη ακούγονται σαν μικρό ποσό. 

Και σίγουρα, αν υπολογίζει κανείς ότι με αυτά πουλήθηκε μια ζωή. 
Ήταν όμως όντως λίγα τα λεφτά; 
Πόσα άξιζαν, πόσα αξίζουν αυτά τα «αργύρια»;
 Και: Υπήρχε καθόλου αυτό το νόμισμα;

Στην παλιά εκδοχή της Βίβλου, που ήταν γραμμένη στα αρχαία ελληνικά, η λέξη «αργύρια» είναι συνώνυμη με τα ασημένια κέρματα. 
Αρχαιολόγοι πιστεύουν ότι επρόκειτο για τα λεγόμενα Σέκελ της Τύρου (αργυρά τετράδραχμα), που είχαν βάρος 15 γραμμάρια το καθένα. 
Αναλόγως της κατάστασης στην οποία βρίσκονται, ένα τέτοιο κέρμα αξίζει σήμερα από 200 έως 500 ευρώ.

Οι νομισματικοί ιστορικοί δυσκολεύονται να αναλύσουν την αγοραστική δύναμη του αργυρίου σε σχέση με «καλάθι» καταναλωτικών ειδών των Αρχαίων Ρωμαίων, καθώς οι κοινοί θνητοί έκαναν εμπόριο με φυσικούς πόρους: δέκα ουγκιές λαδιού για παράδειγμα έναντι ενός ζεύγους σανδαλιών. 
Οι ειδικοί επισημαίνουν πως, αν μπορεί να συγκριθεί το αργύριο εκείνης της εποχής με τα σημερινά νομίσματα, τότε μιλάμε για τριακόσια έως τετρακόσια ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί με την τιμή ενός Σέκελ της Τύρου.

Επομένως, ο Ιούδας εισέπραξε ένα ποσό που μεταφράζεται σε 10.000 ευρώ περίπου. 
Με αυτά μπορεί να αγοράσει κάποιος ένα μικρό αυτοκίνητο σήμερα»!
πηγή:
Σχετικά άρθρα