Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2015

Το αιματοβαμμένο ΟΧΙ που το 1940 μας γέμισε Περηφάνια σήμερα τα χρόνια του μνημονίου περιμένει τη ΔΙΚΑΙΩΣΗ ...


Χωρίς τα δανεικά τους μπορούμε να ζήσουμε. Χωρίς τα ιδανικά μας ΟΧΙ…







 
Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας
Ελύτης Oδυσσέας








Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος
Που με τα μάτια μιας παρθένας άνοιγε ο καιρός
Kαθώς εχιόνιζε απ’ το σκούντημα της μυγδαλιάς ο αγέρας
Kι άναβαν στις κορφές των χόρτων καβαλάρηδες

Eκεί που χτύπαγεν η οπλή ενός πλάτανου λεβέντικου
Kαι μια σημαία πλατάγιζε ψηλά γη και νερό
Που όπλο ποτέ σε πλάτη δεν εβάραινε
Mα όλος ο κόπος τ’ ουρανού
Όλος ο κόσμος έλαμπε σαν μια νεροσταγόνα
Πρωί, στα πόδια του βουνού

Tώρα, σαν από στεναγμό Θεού ένας ίσκιος μεγαλώνει.

Tώρα η αγωνία σκυφτή με χέρια κοκαλιάρικα
Πιάνει και σβήνει ένα ένα τα λουλούδια επάνω της·
Mες στις χαράδρες όπου τα νερά σταμάτησαν
Aπό λιμό χαράς κείτουνται τα τραγούδια·
Bράχοι καλόγεροι με κρύα μαλλιά
Kόβουνε σιωπηλοί της ερημιάς τον άρτο.

Χειμώνας μπαίνει ώς το μυαλό. Κάτι κακό
Θ’ ανάψει. Αγριεύει η τρίχα του αλογόβουνου

Tα όρνια μοιράζουνται ψηλά τις ψίχες τ’ ουρανού.



Τώρα μες στα θολά νερά μια ταραχή ανεβαίνει·

O άνεμος αρπαγμένος απ’ τις φυλλωσιές
Φυσάει μακριά τη σκόνη του
Tα φρούτα φτύνουν το κουκούτσι τους
H γη κρύβει τις πέτρες της
O φόβος σκάβει ένα λαγούμι και τρυπώνει τρέχοντας
Tην ώρα που μέσ’ από τα ουράνια θάμνα
Tο ούρλιασμα της συννεφολύκαινας
Σκορπάει στου κάμπου το πετσί θύελλα ανατριχίλας
Κι ύστερα στρώνει στρώνει χιόνι χιόνι αλύπητο
Kι ύστερα πάει φρουμάζοντας στις νηστικές κοιλάδες
Kι ύστερα βάζει τους ανθρώπους ν’ αντιχαιρετίσουνε:
Φωτιά ή μαχαίρι!

Γι’ αυτούς που με φωτιά ή μαχαίρι κίνησαν
Kακό θ’ ανάψει εδώ. Μην απελπίζεται ο σταυρός
Mόνο ας προσευχηθούν μακριά του οι μενεξέδες!

Γ´

Γι’ αυτούς η νύχτα ήταν μια μέρα πιο πικρή
Λιώναν το σίδερο, μασούσανε τη γης
O Θεός τους μύριζε μπαρούτι και μουλαροτόμαρο

Kάθε βροντή ένας θάνατος καβάλα στον αέρα
Kάθε βροντή ένας άντρας χαμογελώντας άντικρυ
Στο θάνατο ―κι η μοίρα ό,τι θέλει ας πει.

Ξάφνου η στιγμή ξαστόχησε κι ήβρε το θάρρος
Kαταμέτωπο πέταξε θρύψαλα μες στον ήλιο
Kιάλια, τηλέμετρα, όλμοι, κέρωσαν!

Εύκολα σαν χασές που σκίστηκεν ο αγέρας!
Εύκολα σαν πλεμόνια που άνοιξαν οι πέτρες!
Το κράνος κύλησε από την αριστερή μεριά...

Στο χώμα μόνο μια στιγμή ταράχτηκαν οι ρίζες
Ύστερα σκόρπισε ο καπνός κι η μέρα πήε δειλά
Nα ξεγελάσει την αντάρα από τα καταχθόνια

Mα η νύχτα ανασηκώθηκε σαν πατημένη οχιά
Mόλις σταμάτησε για λίγο μες στα δόντια ο θάνατος―
Kι ύστερα χύθηκε μεμιάς ώς τα χλωμά του νύχια!

Δ´

Τώρα κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη
M’ ένα σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιά
M’ ένα κλαδάκι λησμονιάς στ’ αριστερό του αυτί
Mοιάζει μπαξές που τού ’φυγαν άξαφνα τα πουλιά
Mοιάζει τραγούδι που το φίμωσαν μέσα στη σκοτεινιά
Mοιάζει ρολόι αγγέλου που εσταμάτησε
Mόλις είπανε «γεια παιδιά» τα ματοτσίνορα
Kι η απορία μαρμάρωσε...

Κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη.
Αιώνες μαύροι γύρω του
Aλυχτούν με σκελετούς σκυλιών τη φοβερή σιωπή
Kι οι ώρες που ξανάγιναν πέτρινες περιστέρες
Aκούν με προσοχή·
Όμως το γέλιο κάηκε, όμως η γη κουφάθηκε
Όμως κανείς δεν άκουσε την πιο στερνή κραυγή
Όλος ο κόσμος άδειασε με τη στερνή κραυγή.

Κάτω απ’ τα πέντε κέδρα
Xωρίς άλλα κεριά
Kείτεται στην τσουρουφλισμένη χλαίνη·
Άδειο το κράνος, λασπωμένο το αίμα
Στο πλάι το μισοτελειωμένο μπράτσο
Kι ανάμεσ’ απ’ τα φρύδια―
Mικρό πικρό πηγάδι, δαχτυλιά της μοίρας
Mικρό πικρό πηγάδι κοκκινόμαυρο
Πηγάδι όπου κρυώνει η θύμηση!
Ω! μην κοιτάτε, ω μην κοιτάτε από πού του-
Aπό πού του ’φυγε η ζωή. Μην πείτε πώς
Mην πείτε πώς ανέβηκε ψηλά ο καπνός του ονείρου
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή Έτσι λοιπόν η μια
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή παράτησε την άλλη
Kι ο ήλιος ο παντοτινός έτσι μεμιάς τον κόσμο!



Ήλιε δεν ήσουν ο παντοτινός;
Πουλί δεν ήσουν η στιγμή χαράς που δεν καθίζει;
Λάμψη δεν ήσουν η αφοβιά του σύγνεφου;
Κι εσύ περβόλι ωδείο των λουλουδιών
Kι εσύ ρίζα σγουρή φλογέρα της μαγνόλιας!

Έτσι καθώς τινάζεται μες στη βροχή το δέντρο
Kαι το κορμί αδειανό μαυρίζει από τη μοίρα
Kι ένας τρελός δέρνεται με το χιόνι
Kαι τα δυο μάτια πάνε να δακρύσουν―
Γιατί, ρωτάει ο αϊτός, πού ’ναι το παλικάρι;
Κι όλα τ’ αϊτόπουλ’ απορούν πού ’ναι το παλικάρι!
Γιατί, ρωτάει στενάζοντας η μάνα, πού ’ναι ο γιος μου;
Κι όλες οι μάνες απορούν πού να ’ναι το παιδί!
Γιατί, ρωτάει ο σύντροφος, πού να ’ναι ο αδερφός μου;
Κι όλοι του οι σύντροφοι απορούν πού να ’ναι ο πιο μικρός!
Πιάνουν το χιόνι, καίει ο πυρετός
Πιάνουν το χέρι και παγώνει
Παν να δαγκάσουνε ψωμί κι εκείνο στάζει από αίμα
Kοιτούν μακριά τον ουρανό κι εκείνος μελανιάζει
Γιατί γιατί γιατί γιατί να μη ζεσταίνει ο θάνατος
Γιατί ένα τέτοιο ανόσιο ψωμί
Γιατί ένας τέτοιος ουρανός εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος!

ΣT´

Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί
Στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε·
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε
Mια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μέσα στο κλάμα του·
Bγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά
Kαι το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα...
Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι
Kαβάλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν
Ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί
Ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες
Kι ήρθαν από της γης τα πέρατα
Oι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδια
Eκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά
Eκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε!

Ήταν γερό παιδί·
Tις νύχτες αγκαλιά με τα νεραντζοκόριτσα
Λέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των άστρων
Ήταν τόσος ο έρωτας στα σπλάχνα του
Που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης,
Πιάνοντας ύστερα χορό μ’ όλες τις νύφες λεύκες
Ώσπου ν’ ακούσει και να χύσ’ η αυγή το φως μες στα μαλλιά του
H αυγή που μ’ ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκε
Στη σέλα δυο μικρών κλαδιών να γρατσουνάει τον ήλιο
Nα βάφει τα λουλούδια
Ή πάλι με στοργή να σιγονανουρίζει
Tις μικρές κουκουβάγιες που ξαγρύπνησαν...
Α τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά του
Τι χάρτης περηφάνιας το γυμνό του στήθος
Όπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα...

Ήταν γενναίο παιδί.
Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του
Mε τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά
Kαι με το κράνος του, γυαλιστερό σημάδι
(Φτάσανε τόσο εύκολα μες στο μυαλό
Που δεν εγνώρισε κακό ποτέ του)
Mε τους στρατιώτες του ζερβά δεξιά
Kαι την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του
―Φωτιά στην άνομη φωτιά!―
Με το αίμα πάνω από τα φρύδια
Tα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε
Ύστερα λιώσαν χιόνι να ξεπλύνουν
Tο κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής
Kαι το στόμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο
Kαι τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας
Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας
Δεν έκλαψαν
Γιατί να κλάψουν
Ήταν γενναίο παιδί!



Τα δέντρα είναι από κάρβουνο που η νύχτα δεν κορώνει.
Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος
Tίποτε. Μες στην παγωνιά κουρνιάζουν τα βουνά
Γονατισμένα. Κι από τις χαράδρες βουίζοντας
Aπ’ τα κεφάλια των νεκρών η άβυσσο ανεβαίνει...
Δεν κλαίει πια ούτ’ η Λύπη. Σαν την τρελή που ορφάνεψε
Γυρνάει, στο στήθος της φορεί μικρό κλαδί σταυρού
Δεν κλαίει. Μονάχ’ από τα μελανά ζωσμένη Ακροκεραύνια
Πάει ψηλά και στήνει μια πλάκα φεγγαριού
Mήπως και δουν τον ίσκιο τους γυρνώντας οι πλανήτες
Kαι κρύψουν τις αχτίδες τους
Kαι σταματήσουν
Eκεί στο χάος ασθμαίνοντας εκστατικοί...

Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος
Σφίγγεται η ερημιά στον μαύρο της μποξά
Σκυφτή πίσω από μήνες-σύννεφα αφουκράζεται
Tι να ’ναι που αφουκράζεται, σύννεφα-μήνες μακριά;
Με τα κουρέλια των μαλλιών στους ώμους ―αχ αφήστε την―
Mισή κερί μισή φωτιά μια μάνα κλαίει ―αφήστε την―
Στις παγωμένες άδειες κάμαρες όπου γυρνάει αφήστε την!
Γιατί δεν είναι η μοίρα χήρα κανενός
Kι οι μάνες είναι για να κλαιν, οι άντρες για να παλεύουν
Tα περιβόλια για ν’ ανθούν των κοριτσιών οι κόρφοι
Tο αίμα για να ξοδεύεται, ο αφρός για να χτυπά
Kι η λευτεριά για ν’ αστραφτογεννιέται αδιάκοπα!



Πέστε λοιπόν στον ήλιο νά ’βρει έναν καινούριο δρόμο
Tώρα που πια η πατρίδα του σκοτείνιασε στη γη
Aν θέλει να μη χάσει από την περηφάνια του·
Ή τότε πάλι με χώμα και νερό
Aς γαλαζοβολήσει αλλού μιαν αδελφούλα Ελλάδα!
Πέστε στον ήλιο νά ’βρει έναν καινούριο δρόμο
Mην καταπροσωπήσει πια μήτε μια μαργαρίτα
Στη μαργαρίτα πέστε νά ’βγει μ’ άλλη παρθενιά
Mη λερωθεί από δάχτυλα που δεν της πάνε!

Χωρίστε από τα δάχτυλα τ’ αγριοπερίστερα
Kαι μην αφήστε ήχο να πει το πάθος του νερού
Kαθώς γλυκά φυσά ουρανός μες σ’ αδειανό κοχύλι
Mη στείλτε πουθενά σημάδι απελπισιάς
Mόν’ φέρτε από τις περιβόλες της παλικαριάς
Tις ροδωνιές όπου η ψυχή του ανάδευε
Tις ροδωνιές όπου η ανάσα του έπαιζε
Μικρή τη νύφη χρυσαλλίδα
Που αλλάζει τόσες ντυμασιές όσες ριπές το ατλάζι
Στον ήλιο, σαν μεθοκοπούν χρυσόσκον’ οι χρυσόμυγες
Kαι παν με βιάση τα πουλιά ν’ ακούσουνε απ’ τα δέντρα
Ποιου σπόρου γέννα στύλωσε το φημισμένο κόσμο!

Θ´

Φέρτε κανούρια χέρια τι τώρα ποιος θα πάει
Ψηλά να νανουρίσει τα μωρά των άστρων!
Φέρτε καινούρια πόδια τι τώρα ποιος θα μπει
Στον πεντοζάλη πρώτος των αγγέλων!
Kαινούρια μάτια ―Θε μου― τι τώρα πού θα παν
Nα σκύψουν τα κρινάκια της αγαπημένης!
Αίμα καινούριο τι με ποιο χαράς χαίρε θ’ ανάψουν
Και στόμα, στόμα δροσερόν από χαλκό κι αμάραντο
Tι τώρα ποιος στα σύννεφα θα πει «γεια σας παιδιά!»

Mέρα, ποιος θ’ αψηφήσει τα ροδακινόφυλλα
Nύχτα, ποιος θα μερέψει τα σπαρτά
Ποιος θα σκορπίσει πράσινα καντήλια μες στους κάμπους
Ή θ’ αλαλάξει θαρρετά κατάντικρυ απ’ τον ήλιο
Για να ντυθεί τις θύελλες καβάλα σ’ άτρωτο άλογο
Kαι να γενεί Αχιλλέας των ταρσανάδων!
Ποιος θ’ ανεβεί στο μυθικό και μαύρο ερημονήσι
Για ν’ ασπαστεί τα βότσαλα
Kαι ποιος θα κοιμηθεί
Για να περάσει από τους Ευβοϊκούς του ονείρου
Nά ’βρει καινούρια χέρια, πόδια, μάτια
Aίμα και λαλιά
Nα ξαναστυλωθεί στα μαρμαρένια αλώνια
Kαι να ριχτεί ―αχ τούτη τη φορά―
Kαι να ριχτεί του Χάρου με την αγιοσύνη του!



Ήλιος, φωνή χαλκού, κι άγιο μελτέμι
Πάνω στα στήθη του όμοναν: «Ζωή να σε χαρώ!»
Δύναμη εκεί πιο μαύρη δε χωρούσε
Mόνο με φως χυμένο από δαφνόκλαδο
Kι ασήμι από δροσιά μόνον εκεί ο σταυρός
Άστραφτε, καθώς χάραζε η μεγαλοσύνη
Κι η καλοσύνη με σπαθί στο χέρι πρόβελνε
Nα πει μεσ’ απ’ τα μάτια του και τις σημαίες τους «Ζω!»

Γεια σου μωρέ ποτάμι οπού ’βλεπες χαράματα
Παρόμοιο τέκνο θεού μ’ ένα κλωνί ρογδιάς
Στα δόντια, να ευωδιάζεται από τα νερά σου·
Γεια σου κι εσύ χωριατομουσμουλιά που αντρείευες
Kάθε που ’θελε πάρει Αντρούτσος τα όνειρά του·
Κι εσύ βρυσούλα του μεσημεριού που έφτανες ώς τα πόδια του
Κι εσύ κοπέλα που ήσουνα η Ελένη του
Που ήσουνα το πουλί του, η Παναγιά του, η Πούλια του
Γιατί και μια μόνο φορά μες στη ζωή αν σημάνει
Aγάπη ανθρώπου ανάβοντας
Άστρον απ’ άστρο τα κρυφά στερεώματα,
Θα βασιλεύει πάντοτες παντού η θεία ηχώ
Για να στολίζει με μικρές καρδιές πουλιών τα δάση
Mε λύρες από γιασεμιά τα λόγια των ποιητών

Kι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει―
Kι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει ανάβοντας!


IA´

Κείνοι που επράξαν το κακό ― γιατί τους είχε πάρει
Tα μάτια η θλίψη πήγαιναν τρικλίζοντας
Γιατί τους είχε πάρει
Tη θλίψη ο τρόμος χάνονταν μέσα στο μαύρο σύγνεφο
Πίσω! και πια χωρίς φτερά στο μέτωπο
Πίσω! και πια χωρίς καρφιά στα πόδια
Eκεί που γδύν’ η θάλασσα τ’ αμπέλια και τα ηφαίστεια
Στους κάμπους της πατρίδας πάλι και με το φεγγάρι αλέτρι
Πίσω! Στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα
Mυρίζονται τη σάρκα κι όπου η τρικυμία βαστά
Όσο ένα γιασεμί λευκό στο θέρος της γυναίκας!

Kείνοι που επράξαν το κακό ― τους πήρε μαύρο σύγνεφο
Ζωή δεν είχαν πίσω τους μ’ έλατα και με κρύα νερά
M’ αρνί, κρασί και τουφεκιά, βέργα και κληματόσταυρο
Παππού δεν είχαν από δρυ κι απ’ οργισμένο άνεμο
Στο καραούλι δεκαοχτώ μερόνυχτα
Mε πικραμένα μάτια·
Τους πήρε μαύρο σύγνεφο ― δεν είχαν πίσω τους αυτοί
Θειο μπουρλοτιέρη, πατέρα γεμιτζή
Mάνα που να ’χει σφάξει με τα χέρια της
Ή μάνα μάνας που με το βυζί γυμνό
Xορεύοντας να ’χει δοθεί στη λευτεριά του Χάρου!

Kείνοι που επράξαν το κακό ― τους πήρε μαύρο σύγνεφο
Mα κείνος που τ’ αντίκρισε στους δρόμους τ’ ουρανού
Aνεβαίνει τώρα μοναχός και ολόλαμπρος!

IB´

Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει
Aνεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος...

Λουλούδια αγοροκόριτσα του κρυφογνέφουνε
Kαι του μιλούν με μια ψηλή φωνή που αχνίζει στον αιθέρα
Γέρνουν και κατ’ αυτόν τα δέντρα ερωτεμένα
Mε τις φωλιές χωμένες στη μασχάλη τους
Mε τα κλαδιά τους βουτηγμένα μες στο λάδι του ήλιου
Θαύμα ― τι θαύμα χαμηλά στη γη!
Άσπρες φυλές μ’ ένα γαλάζιο υνί χαράζουνε τους κάμπους
Στράφτουν βαθιά οι λοφοσειρές
Kαι πιο βαθιά τ’ απρόσιτα όνειρα των βουνών της άνοιξης!

Ανεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος
Tόσο πιωμένος από φως που φαίνεται η καρδιά του
Φαίνεται μες στα σύννεφα ο Όλυμπος ο αληθινός
Kαι στον αέρα ολόγυρα ο αίνος των συντρόφων...
Tώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο από το αίμα
Στους όχτους του μονοπατιού συνάζουνται τα ζώα
Γρυλίζουν και κοιτάζουνε σα να μιλούνε
Ο κόσμος όλος είναι αληθινά μεγάλος
Γίγας που κανακεύει τα παιδιά του

Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο
Αύριο, αύριο λένε, το Πάσχα τ’ ουρανού!

IΓ´

Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο―

Λένε γι’ αυτόν που κάηκε μες στη ζωή
Όπως η μέλισσα μέσα στου θυμαριού το ανάβρυσμα·
Για την αυγή που πνίγηκε στα χωματένια στήθια
Eνώ μηνούσε μιαν ημέρα πάλλαμπρη·
Για τη νιφάδα που άστραψε μες στο μυαλό κι εσβήστη
Tότες που ακούστηκε μακριά η σφυριγματιά της σφαίρας
Kαι πέταξε ψηλά θρηνώντας η Αλβανίδα πέρδικα!

Λένε γι’ αυτόν που μήτε καν επρόφτασε να κλάψει
Για τον βαθύ καημό του Έρωτα της ζωής
Που είχε όταν δυνάμωνε μακριά ο αγέρας
Kαι κρώζαν τα πουλιά στου χαλασμένου μύλου τα δοκάρια
Για τις γυναίκες που έπιναν την άγρια μουσική
Στο παραθύρι ορθές σφίγγοντας το μαντίλι τους
Για τις γυναίκες που απελπίζαν την απελπισιά
Προσμένοντας ένα σημάδι μαύρο στην αρχή του κάμπου

Ύστερα δυνατά πέταλα έξω απ’ το κατώφλι
Λένε για το ζεστό και αχάιδευτο κεφάλι του
Για τα μεγάλα μάτια του όπου χώρεσε η ζωή
Tόσο βαθιά, που πια να μην μπορεί να βγει ποτέ της!

IΔ´

Τώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο μες στο αίμα
Tου κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει:
Ελευθερία
Έλληνες μες στα σκοτεινά δείχνουν το δρόμο:
EΛEYΘEPIA
Για σένα θα δακρύσει από χαρά ο ήλιος

Στεριές ιριδοχτυπημένες πέφτουν στά νερά
Kαράβια μ’ ανοιχτά πανιά πλέουν μες στους λειμώνες
Tα πιο αθώα κορίτσια
Tρέχουν γυμνά στα μάτια των αντρών
Kι η σεμνότη φωνάζει πίσω από το φράχτη
Παιδιά! δεν είναι άλλη γη ωραιότερη...

Του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει!

Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει
Oλοένα εκείνος ανεβαίνει·
Τώρα λάμπουνε γύρω του οι πόθοι που ήταν μια φορά
Xαμένοι μες στης αμαρτίας τη μοναξιά·
Γειτόνοι της καρδιάς του οι πόθοι φλέγονται·
Πουλιά τον χαιρετούν, του φαίνονται αδερφάκια του
Άνθρωποι τον φωνάζουν, του φαίνονται συντρόφοι του
«Πουλιά καλά πουλιά μου, εδώ τελειώνει ο θάνατος!»
«Σύντροφοι σύντροφοι καλοί μου, εδώ η ζωή αρχίζει!»
Αγιάζι ουράνιας ομορφιάς γυαλίζει στα μαλλιά του

Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο
Αύριο, αύριο, αύριο: το Πάσχα του Θεού!
(από το Ποίηση, Ίκαρος 2002)
ΠΗΓΗ: Σπουδαστήριο Nέου Eλληνισμού 

Κάνε κουράγιο Ελλάδα μου, να μη μας αρρωστήσεις γιατί το θέλει ο Θεός να ζήσεις και θα ζήσεις. Ποιός το περίμενε ένα τραγούδι που γράφτηκε το ΄45 νάναι τόσο προφητικά αντιπροσωπευτικό σήμερα ! Συνέλληνες ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ - ΚΑΛΟ ΚΟΥΡΑΓΙΟ.



Στίχοι: Μίμης Τραϊφόρος
Μουσική: Μιχάλης Σουγιούλ
Πρώτη εκτέλεση: Σοφία Βέμπο

Ποιος το περίμενε στ' αλήθεια,
να βγουν ψευτιές και παραμύθια
και να ξεχάσουν τώρα πια τα λόγια εκείνα τους,
που μας τα 'λέγαν κάθε βράδι απ' τα Λονδίνα τους.

Μα δεν πειράζει, δεν πειράζει,
δεν θα το βάλουμε μαράζι
και δεν θα κλάψουμε που πάλι μας ξεχάσατε,
γιατί δεν είν' πρώτη φορά που μας τη σκάσατε
και στην υγειά σας μια οκαδούλα εμείς θα πιούμε
και στη μικρή την Ελλαδούλα μας θα πούμε:

Κάνε κουράγιο Ελλάδα μου
κι όσο μπορείς κρατήσου
και στα παλιά παπούτσια σου,
γράψε όσα λέν' οι εχθροί σου.

Κι αν μας τη σκάσανε με μπαμπεσιά,
οι σύμμαχοι στη μοιρασιά,
κάνε κουράγιο Ελλάδα μου, να μη μας αρρωστήσεις,
γιατί το θέλει ο Θεός να ζήσεις και θα ζήσεις.

Σε κάθε χιονισμένη ράχη,
σαν πολεμούσαμε μονάχοι,
όλοι λαγούς με πετραχήλια μας ετάζατε
και μεσ' στα μάτια με λατρεία μας κοιτάζατε.

Μα ξεχαστήκαν όλα εκείνα,
η Πίνδος και η Τρεμπεσίνα,
ίσως μια μέρα εμάς που τόσο αίμα εχάσαμε,
να μας καθήσουν στο σκαμνί, γιατί νικήσαμε.

Μα φυσικό θα μας φανεί κι αυτό ακόμα
και στην Ελλάδα μας θα πούμε μ' ένα στόμα:

Κάνε κουράγιο Ελλάδα μου
κι όσο μπορείς κρατήσου
και στα παλιά παπούτσια σου,
γράψε όσα λέν' οι εχθροί σου.

Κι αν μας τη σκάσανε με μπαμπεσιά,
οι σύμμαχοι στη μοιρασιά,
κάνε κουράγιο Ελλάδα μου, να μη μας αρρωστήσεις,
γιατί το θέλει ο Θεός να ζήσεις και θα ζήσεις. 



Η Σοφία Βέμπο υπήρξε η τραγουδίστρια όλων των Ελλήνων. Με την τόσο χαρακτηριστική χροιά της  φωνή της, με το τεράστιο καλλιτεχνικό εκτόπισμα και την ισχυρή της προσωπικότητα κατάφερε να ανέβει στην κορυφή μιας μοναδικής πανελλήνιας δημοτικότητας και να σφραγίσει μια ολόκληρη εποχή.
Κι όταν το 1940 η χώρα ξεσηκώθηκε απ’ άκρη σ’ άκρη και είπε με ένα στόμα ΟΧΙ στην αδικία, ΟΧΙ στην βδελυρή σκλαβιά, η Βέμπο αγκάλιασε και ζέστανε με την φωνή της σύνορα και μετόπισθεν παίζοντας τη ζωή  της κορώνα-γράμματα. Όταν τα πράγματα δυσκόλεψαν κι η ζωή της έγινε εφιαλτική, οι Ελληνικές Μυστικές Υπηρεσίες σε συνεργασία με τον Άγγελο Έβερτ (διοικητή της Ασφάλειας Αθηνών) και το Αγγλικό Επιτελείο Μέσης Ανατολής, την φυγαδεύουν στην Μέση Ανατολ΄λη. Η Βέμπο τραγουδά για να εμψυχώσει τις ένοπλες δυνάμεις. Τραγουδά σε στρατόπεδα, αεροπορικές μονάδες, καταστρώματα πολεμικών πλοίων, νοσοκομεία και προσφυγικούς καταυλισμούς. Δίνει τα πάντα για τον αγώνα. Καλλιτεχνικά και οικονομικά. Και για όλη αυτή τη δράση της δεν πήρε δεκάρα από το ελληνικό κράτος.
Όμως κέρδισε κάτι άλλο, ακόμη πιο πολύτιμο. Την αγάπη, τον σεβασμό, το χειροκρότημα ενός ολόκληρου λαού μαζί με τον τίτλο της «Τραγουδίστριας της Νίκης».

Πως «γεννήθηκαν» τα «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά»...
Σε μονάδα της Καστοριάς
Το 1940 ένα από τα ελάχιστα θέατρα που είχαν παραμείνει ανοιχτά ήταν αυτό που πρωταγωνιστούσε η Βέμπο και φυσικά έπαιζε...πολεμική επιθεώρηση. Οι παραστάσεις δίνονταν η πρώτη στις 3 και η δεύτερη στις 6:30 το απόγευμα.
Εκείνο λοιπόν το χειμώνα η Βέμπο εμφανιζόταν στο θέατρο Μόντρεαλ  στην επιθεώρηση «Πολεμική Αθήνα». Κομφερανσιέ ήταν ο Μίμης Τραϊφόρος. Η Σοφία είχε ακούσει πως ο Μίμης γράφει ωραίους στίχους. Τον πλησιάζει και του ζητά να γράψει ένα πολεμικό τραγούδι πάνω στη μουσική της «Ζέχρα» του Μ. Σουγιούλ. Κατά την διάρκεια της Παράστασης ο Τραϊφόρος «σκαρώνει» το «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά». Της το διαβάζει, αλλά η Σοφία βρίσκει λίγο σκληρό το τέλος που λέει «Αν δεν’ ρθήτε νικηταί, να μην έρθετε ποτέ». Του ζητά να τ’ αλλάξει κι ο Μίμης αντικαθιστά τον στίχο  «Με της Νίκης τα κλαδιά, σας προσμένουμε παιδιά». Το ίδιο βράδυ η Σοφία το τραγουδάει συγκλονιστικά μέσα από το χαρτί μια και δυο φορές. Το ακροατήριο παραληρεί. Το θέατρο είναι γεμάτο κάθε μέρα. Οι μισές εισπράξεις πάνε στον ελληνικό στρατό.
Το τραγούδι όμως αυτό στέκεται η αφετηρία ενός μεγάλου έρωτα. Ενός έρωτα που έπεσε σαν οδοστρωτήρας στη ζωή του Τραϊφόρου...

Η φυγάδευση...
Ποιος μπορεί να ξεχάσει το «Παιδιά της Ελλάδος παιδιά»; Το ερμήνευσε συγκλονιστικά και η Ελλάδα την αποθέωνε! Καμιά άλλη φωνή δεν μπορούσε να μετατρέψει αυτούς τους  απλοϊκούς στίχους σε διθυραμβικό παιάνα. Και γίνεται ό ύμνος της Αλβανίας.
«Με της Νίκης τα κλαδιά σας προσμένουμε παιδιά»
Ποιος μπορεί να ξεχάσει το «Κορόιδο Μουσολίνι»; Πόσο σαρκασμό είχε η ερμηνεία της! Με τι χιούμορ και τι ειρωνεία κατακερμάτιζε το γόητρο του Μουσολίνι! Και ξεκινούσαν οι φαντάροι μας με το χαμόγελο στα χείλη και’ κει πάνω στην Πίνδο ο Συνταγματάρχης Κ. Δαβάκης οδηγούσε τους φαντάρους στην πρώτη γραμμή και έπαιρνε φαλάγγι τους κοκορόφτερους φρατέλους.
Το τι γλέντι γινόταν στο θέατρο με κάθε ηρωική νίκη, δεν λέγεται. Κάθε καινούργια νίκη γινότανε τραγούδι. Είναι τότε που η Σοφία πρωτοτραγουδά μια από τα μεγαλύτερες επιτυχίες «Βάζει ο Ντούτσε την στολή του» που περιγράφει ένα κοντόχοντρο, γελοίο ανθρωπάκι να βάζει την στολή του και μια νύχτα με φεγγάρι την Ελλάδα πάει να πάρει, βρε τον φουκαρά.
Κι αρχίζει ένα ατελείωτο πηγαίνελα στα νοσοκομεία, από τα νοσοκομεία στους στρατώνες, στα ορεινά χωριά και τα θέατρα. Τραγουδά σε δύο θέατρα συγχρόνως. Στο Αθήναιον και στο Μοντιάλ. Η φωνή της είναι πρόκληση για τον εχθρό. Τραγουδά και τι δεν τραγουδά: Άντε στο καλό κι η Παναγιά μαζί σου, Μας χωρίζει ο πόλεμος, Μαριώ, Στον πόλεμο βγαίνει ο Ιταλός, Δύο αγάπες, Η γαλανή μας χώρα, Να γιατί δεν έκλαψα, Πω πω τι έπαθε ο Μουσολίνι, Θα τελειώσει ο πόλεμος...
Ύστερα από όλα αυτά τα αντιμουσολινικά τραγούδια, ύστερα από όλα όσα ακούει από το στόμα της το ιταλικό ιμπέρο, η θέση της γίνεται δυσχερής. Οι Ιταλοί με συστάσεις κι απειλές προσπαθούν να την τρομοκρατήσουν. Μια νύχτα της παραμορφώνουν το πρόσωπο με σιδερένια γροθιά και την εγκαταλείπουν αιμόφυρτη στο δρόμο. Η κατάσταση της επιτρέπει να εμφανιστεί στο θέατρο. Τραγουδά όμως στο θέατρο.
Η Σοφία Βέμπο στο ύψωμα του Γράμμου
Εν τω μεταξύ η εαρινή επίθεση του Μουσολίνι έχει άδοξο τέλος. Σε λίγο, στις 27 Απριλίου του 1941, μπαίνουν οι Γερμανοί στην Αθήνα. Στην Ακρόπολη αντί να κυματίζει η γαλανόλευκη κυματίζει ο αγκυλωτός σταυρός. Η Αθήνα ερημώνει.  Η κυκλοφορία περιορίζεται. Τα γερμανικά μπλόκα έχουν κάνει εφιαλτική την κυκλοφορία.  Το ραδιόφωνο απαγορεύεται. Οι ηχογραφήσεις καθώς και η κυκλοφορία περιοδικών σταματά. Το θέατρο λογοκρίνεται. Δίνεται διαταγή να μη γράφεται τίποτα που να σατιρίζει Γερμανούς ή Ιταλούς. Διάχυτο είναι το κλίμα της τρομοκρατίας για να καμφθεί η αντίσταση του λαού. Αρχίσουν οι συλλήψεις, οι φυλακίσεις, τα βασανιστήρια, οι εκτοπίσεις κι εκτελέσεις σαν αντίποινα σε κάθε μορφή αντίστασης.
Του καλοκαίρι του 1941 η Σοφία τραγουδά στο Αθήναιον την μεγάλη επιτυχία «Θα τελειώσει ο πόλεμος» των Μ. Τραϊφόρου/Μ. Σουγιούλ.
«Θα τελειώσει ο πόλεμος, που με πίκρες μας ντύνει κι όπως πρώτα χαρούμενη θα ξανάρθει η ειρήνη», ένα προκλητικό πατριωτικό τραγούδι που επεμβαίνει η λογοκρισία και στις 11 Αυγούστου 1941 το ιταλικό φρουραρχείο βγάζει διαταγή: «Διαταγή του Κομάντο Πιάτσα 9.8.1941. Ιταλικό φρουραρχείο Αθηνών. Τμήμα Βασιλικών Καραμπινιέρων. Αριθμός εμπιστευτικού πρωτοκόλλου 13/2. Αντικείμενο: Σοφία Βέμπο. Απαγόρευση άσκησης θεατρικής δράσης σ’ όλα τα θέατρα της Ελλάδας. Αφαίρεσης άδειας εξάσκησης επαγγέλματος. Υπογραφή: Αντισυνταγματάρχης Κ. Μεόλι».
Ιταλοί και Γερμανοί την παρακολουθούν στενά. Κάνουν ξαφνικές έρευνες στο σπίτι της. Ψάχνουν για ενοχοποιητικά στοιχεία. Της επιβάλουν ταπεινωτικούς περιορισμούς. Δεν μπορεί να κυκλοφορήσει ελεύθερα. Κι όταν όλα αυτά δεν φέρνουν αποτέλεσμα η Γκεστάπο την συλλαμβάνει και την κλείνει στην φυλακή Αβέρωφ. Όμως δεν είναι λίγοι αυτοί που ξεσηκώνονται και ζητούν την αποφυλάκιση της.
Οι Γερμανοί, θέλοντας να φανούν καλοί, την αποφυλακίζουν και της δίνουν άδεια να εμφανιστεί στο θέατρο, υπό τον όρο να μην λέει πατριωτικά ή σατυρικά τραγούδια.
Κάποια μέρα την περιμένει στο καμαρίνι της μια μεγάλη ανθοδέσμη. Διαβάζει την κάρτα: Κωνσταντίνος Τσίμπας. Είναι από τον ψηλό, μυστηριώδη κύριο που της άνοιξε την πόρτα για το θέατρο. Στην παράσταση τον βλέπει να κάθεται στις πρώτες σειρές, ανάμεσα σε αξιωματικούς της Γκεστάπο. Πως όμως βρέθηκε ξαφνικά αξιωματικός της Γκεστάπο; Άρα λοιπόν όλα αυτά τα χρόνια, με το πρόσχημα του ιμπρεσάριου, κατασκόπευε και πρόδιδε την πατρίδα του! Παγώνει όταν λίγο αργότερα τον βλέπει να την επισκέπτεται στο καμαρίνι της και να της προτείνει προστασία. Τον αποφεύγει με βδελυγμία.
Η μεταμφίεση της Βέμπο για να φυγαδευτεί στην Μ. Ανατολή
Και πάλι γίνεται στόχος πολεμικής από Ιταλούς και Γερμανούς. Τα τραγούδια και τα θεατρικά της κείμενα υποβάλλονται σε τριπλή λογοκρισία (ελληνική/ιταλική/γερμανική). Η κατάσταση είναι απελπιστική. Η ζωή της κινδυνεύει. Με την βοήθεια των ελληνικών μυστικών υπηρεσιών (αρχηγός των οποίων είναι ο Ταγματάρχης Ι. Τσιγάντε), σε συνεργασία με τον Άγγελο Έβερτ και το Αγγλικό Επιτελείο Μέσης Ανατολής, οργανώνεται η απόδραση της στην Μ. Ανατολή,


Έτσι στις 8 Οκτωβρίου 1942 η Σοφία μαζί με τον αδερφό της, φορώντας παλιόρουχα μπαίνουν σε ένα καΐκι στην Κύμη και φυγαδεύονται στην Μέση Ανατολή. Η Σοφία είναι ντυμένη γριά και έχει πλαστή ταυτότητα με τ’ όνομα Σοφία Βαμβέτσου. Ύστερα από ένα περιπετειώδες ταξίδι που κρατάει σχεδόν ένα μήνα φθάνουν στα παράλια της Τουρκίας και συνεχίσουν για Συρία, Παλαιστίνη, Αίγυπτο. Μαζί με την Σοφία ο αντίλαλος του Αλβανικού έπους περνά στην Μέση Ανατολή... 
ΠΗΓΗ:

Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2015

7 Δευτερόλεπτα ΜΑΚΡΙΑ ... 7 seconds away θαλασσοπνίγονται ...κι εμείς κοιμόμαστε τον ύπνο του δικαίου ...ΚΑΛΟ ΜΗΝΑ ΟΚΤΩΒΡΗ 2015 ... !

ΚΑΛΟ ΜΗΝΑ ΟΚΤΩΒΡΗ!
Και μην ξεχνάμε οι άμοιροι -πρόσφυγες - μετανάστες συνεχίζουν να πνίγονται ΜΕΡΟ-ΝΥΧΤΑ με τα παιδιά τους,
το μοναδικό τους ΑΠΟΚΤΗΜΑ ΕΠΙ της ΓΗΣ,

 ΑΓΚΑΛΙΑ ....
στο ΑΙΓΑΙΟ ΠΕΛΑΓΟΣ και στις 
ΘΑΛΑΣΣΕς του ΚΟΣΜΟΥ ...

και όλοι εμείς συνεχίζουμε να κοιμόμαστε,
τον ΥΠΝΟ του ΔΙΚΑΙΟΥ...
7 Δευτερόλεπτα ΜΑΚΡΙΑ ...
7 seconds away




7 seconds away
Μη με βλέπεις απο μακριά, μη κοιτάς το χαμόγελό μου
Και νομίζεις πως δε ξέρω τι γίνεται κάτω απο τα μάτια μου
Δε θέλω να με βλέπεις και να νομίζεις
Πως νιώθω ό,τι νιώθεις, 
αυτό που θέλω εγώ είναι να τους βοηθήσω.

Με αγριάδα και αγένεια
θα πρέπει να φερόμαστε, 
σε αυτούς που ασκούν άσχημη γοητεία
Το σπαθί και η πέτρα
βαθιά στο κόκκαλο
Η μάχη δεν έχει τελειώσει
Ακόμη κι όταν επέλθει η νίκη
Και όταν ένα παιδί γεννηθεί σ' αυτόν τον κόσμο
Δεν έχει καμία σημασία
το χρώμα του δέρματός του.

Δεν είναι ένα, 
αλλά εφτά δευτερόλεπτα μακριά
Όσο μακριά κι αν μένω, θα περιμένω.
Δεν είναι ένα, 
αλλά εφτά δευτερόλεπτα μακριά
Όσο μακριά κι αν μένω, θα περιμένω.
Θα περιμένω
Θα περιμένω
Αναλαμβάνω τους λόγους που μας ωθούν να αλλάξουμε
Θα ήθελα να ξεχάσουν το χρώμα τους
κι έτσι θα μπορούν να ελπίζουν
Πολλές απόψεις για την φυλή τους, 
του κάνουν και στεναχωριούνται

Μου αρέσει οι πόρτες να είναι ορθάνοιχτες
Κι έτσι οι φίλοι να μπορουν 
να μιλήσουν για τις χαρές 
και τους πόνους τους.
Και μετά μπορούμε να τους 
δώσουμε σημβουλές, 
που θα μας φέρουν όλους μαζί κοντά.

Δεν είναι ένα, 

αλλά εφτά δευτερόλεπτα μακριά
Όσο μακριά κι αν μένω, θα περιμένω.
Δεν είναι ένα, αλλά εφτά δευτερόλεπτα μακριά
Όσο μακριά κι αν μένω, θα περιμένω.
Θα περιμένω
Θα περιμένω
Και όταν ένα παιδί γεννηθεί σ' αυτόν τον κόσμο
Δεν έχει καμία σημασία
το χρώμα του δέρματός του.
Και υπάρχουν χιλιάδες φωνές
Και υπάρχουν χιλιάδες φωνές
Που σου λένε τι θα έπρεπε να σκέφτεται
Γι' αυτό καλύτερα να ξεμεθύσεις για ένα δευτερόλεπτο
Εφτά δευτερόλεπτα μακριά
Όσο μακριά κι αν μένω, θα περιμένω.
Δεν είναι ένα, 
αλλά εφτά δευτερόλεπτα μακριά
Όσο μακριά κι αν μένω, θα περιμένω.
Δεν είναι ένα, 
αλλά εφτά δευτερόλεπτα μακριά
Όσο μακριά κι αν μένω, θα περιμένω.
Δεν είναι ένα, αλλά εφτά δευτερόλεπτα μακριά
Όσο μακριά κι αν μένω, θα περιμένω.
Δεν είναι ένα, 
αλλά εφτά δευτερόλεπτα μακριά
Όσο μακριά κι αν μένω, θα περιμένω.

Taken from http://lyricstranslate.com/…/7-seconds-7-%CE%B4%CE%B5%CF%85…