Περάσαμε πιὰ τὸ πέλαγος
τῆς νηστείας τῆς Μεγάλης
Τεσσαρακοστῆς.
Καὶ τώρα στεκόμαστε
μπροστὰ στὴ θύρα τῆς
Μεγάλης Ἑβδομάδος ,
Ὄντως φοβερὰ αὐτῆς τῆς ἑβδομάδος τὰ Μυστήρια! Ὅλη ἡ ποίηση τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ ὅλη ἡ δόξα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἑβδομάδα πηγάζουν.
Ἀπ᾿ τὸν καιρὸ πού, μαθητούδια ἀκόμη, παίρναμε ἀπ᾿ τὸ ζεστὸ χέρι τῆς μάνας μας τὴ σύνοψη καὶ τὸ κερί, ποὺ καθὼς ἦταν ἁγνὸ μοσκοβολοῦσε σὰν λιβάνι ὅταν ἔκαιγε, καὶ πηγαίναμε στὶς ἀκολουθίες τοῦ Νυμφίου, ἢ στὶς Μεγάλες Ὧρες τῶν Παθῶν, τῆς Μεγ. Πέμπτης καὶ τῆς Μεγ. Παρασκευῆς, ὅπου κλαίγαμε ἀπὸ καρδιᾶς μπρὸς στὸν Ἐσταυρωμένο, καθὼς ἀποθέταμε μὲ τρέμοντα δάχτυλα τὰ παρθενικὰ ἀγριολούλουδα, ποὺ μὲ μίαν ὁλόζεστη λαχτάρα τρέχαμε νὰ μάσουμε στοὺς κήπους καὶ στὰ χωράφια· ἀπ᾿ τὰ μικρά μας ἐκεῖνα χρόνια, ποὺ προσμέναμε νά ῾ρθει ἡ ἑβδομάδα τῶν Παθῶν, γιὰ νὰ δεχτοῦμε ὕστερα καὶ τὴν Ἀνάσταση, μέχρι τὰ γηρατειά μας τὰ βαθιά, αὐτὴ ἡ Ἑβδομάδα εἶναι ποὺ μᾶς κρατάει συντροφιὰ μὲ τὸν πόνο της, μὲ τὰ δάκρυά της, μὲ τὴ λύπη της, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ χαρὰ καὶ τὴν εὐφροσύνη τῆς Ἀναστάσεως, ποὺ ἀκολουθεῖ.
Κι αὐτὴ εἶναι ἡ μεγαλύτερη φιλοσοφία τῆς ζωῆς, ποὺ ἡ ἁγία Ἐκκλησία μας τὴν δίνει μὲ τὸν πιὸ ὡραῖο, ἁπλὸ καὶ κατανυκτικὸ τρόπο στὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα. Καὶ εἶναι ἀλήθεια, ὅτι αὐτὴ ἡ φιλοσοφία, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴν ὑψηλὴ θεολογία τοῦ Σταυροῦ, δὲν θὰ μπορέσει ποτὲ κανεὶς νὰ τὴν ἀφομοιώσει καὶ νὰ τὴν κατανοήσει ἔξω ἀπὸ τὸν ἐκκλησιαστικὸ περίβολο, ἔξω ἀπὸ τὴ λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.
Τὴ Μεγάλη Δευτέρα, μετὰ τὸ Κοντάκιο καὶ τὸν Οἶκο τῆς ἡμέρας,
Τὴ Μεγάλη Δευτέρα, μετὰ τὸ Κοντάκιο καὶ τὸν Οἶκο τῆς ἡμέρας,
θ᾿ ἀκούσουμε μαζὶ μὲ τὸ σύντομο συναξάρι,
αὐτὸ τὸ ὑπόμνημα:
«τῇ Ἁγίᾳ καὶ Μεγάλῃ Δευτέρᾳ, μνείαν ποιούμεθα τοῦ μακαρίου Ἰωσὴφ τοῦ παγκάλου καὶ τῆς ὑπὸ τοῦ Κυρίου καταρασθείσης συκῆς».
Δοξάζεται καὶ τιμᾶται ὁ πάγκαλος Ἰωσήφ,
γιατί «τῆς Αἰγυπτίας τότε ταῖς ἡδοναῖς μὴ δουλεύσας», ἐσκλαβώθηκε μὲν κατὰ τὸ σῶμα,
ἀλλὰ κατὰ τὴν ψυχὴ ἔμεινε ἀδούλωτος,
ὁ ἀοίδιμος καὶ σώφρων, καὶ ἔτσι ἀξιώθηκε νὰ γίνει κυρίαρχος ὅλης τῆς Αἰγύπτου.
«Ὁ Θεὸς γὰρ παρέχει τοῖς δούλοις αὐτοῦ στέφος ἄφθαρτον».
Ἡ κατάρα ἔπειτα τῆς ἄκαρπης συκιᾶς, μᾶς λέει ν᾿ ἀποφεύγουμε τὸ πάθος καὶ νὰ κάνουμε ἔργα καὶ καρποὺς πνευματικούς, γιὰ νὰ μὴ μᾶς εὕρῃ ὁ Χριστὸς μὲ φύλλα μοναχὰ σὰν ἔρθει, καὶ μᾶς δείξει τὴ φωτιά, σὰν μοίρα ἀναπόφυγη τῶν ἀκάρπων μας δέντρων.