Δευτέρα 8 Απριλίου 2013

Ο έθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός γεννήθηκε σαν σήμερα 8 Απριλίου άνοιξη του 1798 στη Ζάκυνθο - 9 Φεβρουαρίου 1857


Ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός γεννήθηκε στις 8 Απριλίου το 1798 στη Ζάκυνθο και πέθανε στις 9 Φεβρουαρίου το 1857 .
Ο ΣΟΛΩΜΟΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ - Σειρά
Ντοκιμαντέρ-αφιέρωμα στον εθνικό μας ποιητή Δ. ΣΟΛΩΜΟ και τους τόπους όπου έζησε και έδρασε στη διάρκεια της ζωής του.
Πλάνα από το σπίτι του στην ΚΕΡΚΥΡΑ, από προτομές του ιδίου αλλά και του Λ. ΜΑΒΙΛΗ, από πίνακες του ΝΤΕΛΑΚΡΟΥΑ και πολλών εθνικών συμβόλων συμπληρώνουν την παρουσίαση του έργου του ποιητή μας από πανεπιστημιακούς και μελετητές του έργου του.
Οι τελευταίοι μιλώντας για τον ποιητή τεκμηριώνουν την υψηλής αισθητικής ποίησή του και την ευρωπαϊκότητα που χαρακτηρίζει τις ιδέες του, ενώ καταδεικνύουν τις φιλοσοφικές αναζητήσεις του (που είναι εμφανείς στο έργο του), τη γλώσσα που επιλέγει να γράψει τα κείμενά του και την επιρροή της στη δημιουργία σύγχρονης γλώσσας.
Αποδεικνύουν έτσι με τον τρόπο τους γιατί θεωρείται ο ΣΟΛΩΜΟΣ ως ο εθνικός μας ποιητής, τόσο με στοιχεία από τη ζωή και το έργο του, όσο και συσχετίζοντάς τον με άλλους ποιητές, τη ζωή και τη δράση τους. (π. χ. ΚΑΛΒΟΣ, ΣΕΦΕΡΗΣ)
΄Οταν μαθεύτηκε ο θάνατός του, όλος ο λαός πένθησε. 
Το θέατρο της Κέρκυρας έκλεισε, η Ιόνιος Βουλή σταμάτησε τις εργασίες της και αποφάσισε να κηρυχθεί πένθος για τον ποιητή.
Τα οστά του μεταφέρθηκαν στη Ζάκυνθο το 1865.

2ομέρος - Ο ΣΟΛΩΜΟΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

Κεντρικό πρόσωπο της Επτανησιακής σχολής, ο Διονύσιος Σολωμός θεωρήθηκε και θεωρείται ο εθνικός ποιητής της Ελλάδας
όχι μόνον γιατί έγραψε τον΄Εθνικό μας Ύμνο, 
αλλά και γιατί αξιοποίησε την προγενέστερη ποιητική παράδοση 
(κρητική λογοτεχνία, Δημοτικό τραγούδι) και ήταν ο πρώτος που καλλιέργησε συστηματικά τη δημοτική γλώσσα και άνοιξε τον δρόμο για τη χρησιμοποίησή της στη λογοτεχνία, αλλάζοντας ακόμη περισσότερο τη στάθμη της.
Σύμφωνα με τις απόψεις του δημιουργούσε «από τον ρομαντισμό μαζί με τον κλασικισμό ένα [...]είδος μεικτό, αλλά νόμιμο[...]».

Εκτός από τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν, τα σπουδαιότερα έργα του είναι: 
Ο Κρητικός, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, Ο Πόρφυρας, 
Η Γυναίκα της Ζάκυθος,Λάμπρος

3ο Ο ΣΟΛΩΜΟΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

Το βασικό χαρακτηριστικό της ποιητικής παραγωγής του είναι η αποσπασματική μορφή: κανένα από τα ποιήματα που έγραψε μετά τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν δεν είναι ολοκληρωμένο και με ελάχιστες εξαιρέσεις, τίποτα δεν δημοσιεύτηκε από τον ίδιο. 
Ο Κώστας Βάρναλης περιέγραψε εύστοχα την αποσπασματικότητα του σολωμικού έργου με τη φράση «...(Ο Σολωμός) πάντα τα έγραφε, αλλά ποτές του δεν τα έγραψε».

4ο Ο ΣΟΛΩΜΟΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι είναι ένα από τα κορυφαία ποιητικά συνθέματα του εθνικού ποιητή Διονύσιου Σολωμού, που φαίνεται ότι τον «απασχόλησε στο μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του», καθώς και ένα από τα πιο σημαντικά έργα της νεότερης ελληνικής ποίησης. Γραμμένο σε δεκαπεντασύλλαβο, το έργο είναι εμπνευσμένο από τα γεγονότα της πολιορκίας και της Εξόδου του Μεσολογγίου κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821.
Ο δημιουργός του ασχολήθηκε με τη σύνθεσή του σχεδόν σε ολόκληρη τη διάρκεια της λεγόμενης ώριμης ποιητικής περιόδου της ζωής του 1834-1847, γεγονός που κάνει το έργο «οργανικό» ποίημα, από την άποψη ότι στη μακρά διάρκεια της ανάπτυξής του αποτυπώνει την εξέλιξη των ιδεών του ποιητή. 

Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, είναι ένα από τα πιο αποσπασματικά έργα του. 
Παραδόθηκε με τη μορφή τριών σχεδιασμάτων, ύστερα από προσεκτική μελέτη των αρχείων του ποιητή από τον Ιάκωβο Πολυλά, ο οποίος το εξέδωσε για πρώτη φορά.
Πηγή έμπνευσης των Ελεύθερων Πολιορκημένων είναι ο αγώνας των υπερασπιστών του Μεσολογγίου, κατά τη δεύτερη πολιορκία του από τους Οθωμανούς, που κράτησε σχεδόν ένα χρόνο (1825-1826) και κορυφώθηκε με την απέλπιδα έξοδο της Κυριακής των Βαΐων, 10 Απριλίου 1826.

Ο ποιητής στο παρόν έργο επιχειρεί να αναδείξει σε ποιητικό λόγο το ηθικό μεγαλείο των Ελλήνων αγωνιστών που οδηγούνται με πλήρη συνείδηση στη θυσία για την κατάκτηση της πνευματικής ελευθερίας τους Πηγή :
Οἱ Ἐλεύθεροι Πολιορκημένοι
ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Β´
Ι.

Ἄκρα τοῦ τάφου σιωπὴ στὸν κάμπο βασιλεύει·
Λαλεῖ πουλί, παίρνει σπειρί, κ᾿ ἡ μάνα τὸ ζηλεύει.
Τὰ μάτια ἡ πείνα ἐμαύρισε· στὰ μάτια ἡ μάνα μνέει·
Στέκει ὁ Σουλιώτης ὁ καλὸς παράμερα, καὶ κλαίει:
«Ἔρμο τουφέκι σκοτεινό, τί σ᾿ ἔχω ῾γὼ στὸ χέρι;
Ὁποῦ σὺ μοὔγινες βαρὺ κι ὁ Ἀγαρηνὸς τὸ ξέρει.»



ΙΙ.Τὸ Μεσολόγγι ἔπεσε τὴν ἄνοιξη· 
ὁ ποιητὴς παρασταίνει τὴν Φύση, εἰς τὴ στιγμὴ ποὺ εἶναι ὡραιότερη, ὡς μία δύναμη, ἡ ὁποία, μὲ ὅλα τ᾿ ἄλλα καὶ ὑλικὰ καὶ ἠθικὰ ἐνάντια, προσπαθεῖ νὰ δειλιάση τοὺς πολιορκημένους· 
ἰδοὺ οἱ Στοχασμοὶ τοῦ ποιητῆ:
Ἡ ζωὴ ποὺ ἀνασταίνεται μὲ ὅλες της τὲς χαρές, ἀναβρύζοντας ὁλοῦθε, νέα, λαχταριστή, περιχυνόμενη εἰς ὅλα τὰ ὄντα· 
ἡ ζωὴ ἀκέραιη, ἀπ᾿ ὅλα της φύσης τὰ μέρη, θέλει νὰ καταβάλῃ τὴν ἀνθρώπινη ψυχή· θάλασσα, γῆ, οὐρανός, συγχωνευμένα, ἐπιφάνεια καὶ βάθος συγχωνευμένα, τὰ ὁποῖα πάλι πολιορκοῦν τὴν ἀνθρώπινη φύση στὴν ἐπιφάνεια καὶ εἰς τὸ βάθος της.
Ἡ ὡραιότης τῆς φύσης, ποὺ τοὺς περιτριγυρίζει, αὐξαίνει εἰς τοὺς ἐχθροὺς τὴν ἀνυπομονησία νὰ πάρουν τὴ χαριτωμένη γῆ, καὶ εἰς τοὺς πολιορκημένους τὸν πόνο ὅτι θὰ τὴ χάσουν.

Xειρόγραφο σημείωμα του ποιητή από τους Ελεύθερους Πολιορκημένους



Ὁ Ἀπρίλης μὲ τὸν Ἔρωτα χορεύουν καὶ γελοῦνε,
κι ὅσ᾿ ἄνθια βγαίνουν καὶ καρποὶ τόσ᾿ ἄρματα σὲ κλειοῦνε
Λευκὸ βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει
Καὶ μὲς τὴ θάλασσα βαθειὰ ξαναπετειέται πάλι,
Κι᾿ ὁλόλευκο ἐσύσμιξε μὲ τ᾿ οὐρανοῦ τὰ κάλλη.

Καὶ μὲς τῆς λίμνης τὰ νερά, ὅπ᾿ ἔφθασε μ᾿ ἀσπούδα
Ἔπαιξε μὲ τὸν ἴσκιο τῆς γαλάζια πεταλούδα,
Ποὺ εὐωδίασε τὸν ὕπνο της μέσα στὸν ἄγριο κρίνο·
Τὸ σκουληκάκι βρίσκεται σ᾿ ὥρα γλυκειὰ κ᾿ ἐκεῖνο.
Μάγεμα ἡ φύσις κι᾿ ὄνειρο στὴν ὀμορφιὰ καὶ χάρη,
Ἡ μαύρη πέτρα ὁλόχρυση καὶ τὸ ξερὸ χορτάρι·

Μὲ χίλιες βρύσες χύνεται, μὲ χίλιες γλῶσσες κρένει:


Ὅποιος πεθάνῃ σήμερα χίλιες φορὲς πεθαίνει.
Τρέμ᾿ ἡ ψυχὴ καὶ ξαστοχᾶ γλυκὰ τὸν ἑαυτό της.
III.
Ἐνῷ ἀκούεται τὸ μαγευτικὸ τραγούδι τῆς ἄνοιξης, 
ὁποῦ κινδυνεύει νὰ ξυπνήση εἰς τοὺς πολιορκημένους τὴν ἀγάπη τῆς ζωῆς τόσον, ὥστε νὰ ὀλιγοστέψῃ ἡ ἀντρεία τους, ἕνας τῶν Ἑλλήνων πολεμάρχων σαλπίζει κράζοντας τοὺς ἄλλους εἰς συμβούλιο, καὶ ἡ σβημένη κλαγγή, ὁποῦ βγαίνει μέσ᾿ ἀπὸ τὸ ἀδυνατισμένο στῆθος του, φθάνοντας εἰς τὸ ἐχθρικὸ στρατόπεδο παρακινεῖ ἕναν Ἀράπη νὰ κάμῃ ὅ,τι περιγράφουν οἱ στίχοι 4-12.«Σάλπιγγα, κόψ᾿ τοῦ τραγουδιοῦ τὰ μάγια μὲ βία,
γυναικός, γέροντος, παιδιοῦ, μὴν κόψουν τὴν ἀντρεία».
Χαμένη, ἀλίμονο, κι ὀκνὴ τὴ σάλπιγγα γρικάει·
ἀλλὰ πῶς φθάνει στὸν ἐχθρὸ καὶ κάθ᾿ ἠχὼ ξυπνάει;
Γέλιο στὸ σκόρπιο στράτευμα σφοδρὸ γεννοβολιέται,
κι ἡ περιπαίχτρα σάλπιγγα μεσουρανὶς πετιέται·
καὶ μὲ χαρούμενη πνοὴ τὸ στῆθος τὸ χορτᾶτο,
τ᾿ ἀράθυμο, τὸ δυνατό, κι ὅλο ψυχὲς γιομᾶτο,
βαρώντας γύρου ὁλόγυρα, ὁλόγυρα καὶ πέρα,
τὸν ὄμορφο τρικύμισε καὶ ξάστερον ἀέρα·
τέλος μακριὰ σέρνει λαλιά, σὰν τὸ πεσούμεν᾿ ἄστρο,
τρανὴ λαλιά, τρόμου λαλιά, ρητὴ κατὰ τὸ κάστρο.

«Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» του Διονυσίου Σολωμού
Μελοποίηση: Γιάννης Μαρκόπουλος

Ἡ ὡραιότης τῆς φύσης, ποὺ τοὺς περιτριγυρίζει, αὐξαίνει εἰς τοὺς ἐχθροὺς τὴν ἀνυπομονησία νὰ πάρουν τὴ χαριτωμένη γῆ, καὶ εἰς τοὺς πολιορκημένους τὸν πόνο ὅτι θὰ τὴ χάσουν.
Σχεδόν ένα χρόνο κρατεί η πολιορκία των υπερασπιστών του Μεσολογγίου. «Τα μάτια η πείνα μαύρισε», περιγράφει ο ποιητής και ο συνθέτης μελοποιεί με βαθύ λυρισμό.
Ανήμποροι οι πολιορκημένοι από τους Οθωμανούς αποφασίζουν ηρωική έξοδο-θυσία στις 10 Απριλίου 1826, Κυριακή των Bαΐων.

Ο ποιητής στο έργο του επιχειρεί να αναδείξει σε ποιητικό λόγο το ηθικό μεγαλείο των Ελλήνων αγωνιστών, που οδηγούνται με πλήρη συνείδηση στη θυσία για την κατάκτηση της πνευματικής ελευθερίας τους. 
Κατασφαγιάζονται οι περισσότεροι, ελάχιστοι ξεφεύγουν. 
Υμνεί ο ποιητής την ελευθερία της θέλησης, να υπερβούν όλα αυτά που απειλούν τη δυναμικότητα της αντίστασής τους, όχι μόνο την πείνα και τη σωματική εξασθένηση αλλά και κάθε πειρασμό που προσφέρει η ίδια η ομορφιά της φύσης.
Η γλώσσα των Ελεύθερων Πολιορκημένων είναι απλή δημοτική με τους ιδιωματισμούς και τις ιδιοτυπίες που χαρακτηρίζουν τον Σολωμό. 
Ο Σολωμός έχοντας ιταλική παιδεία πλούτισε την γνώση της ελληνικής, θηρεύοντας λέξη-λέξη από κάτοικους των περιοχών με τους οποίους συναναστρέφονταν. 
Έκτος από «Εθνικός Ποιητής» θεωρείται και «πρώτος και μέγας θεμελιωτής της νέας μας φιλολογίας». 
Χαρακτηριστικό της σεμνότητας του και του ήθους του είναι ότι δεν έκανε ούτε ένα ταξίδι στην ελευθερωμένη Ελλάδα, γιατί, όπως υποστηρίζεται, «δεν εσυνηθούσε να θεατρίζει στο εθνικό του φρόνημα αλλά μες το άγιο βήμα της ψυχής».


Ύμνος λοιπόν στο ελληνικό μεγαλείο και στην φύση οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» μελοποιούνται από τον Μαρκόπουλο σε μορφή Λαϊκής Λειτουργίας για τρεις τραγουδιστές (2 υψίφωνοι, 1 βαρύτονος), αφηγήτρια, μικτή χορωδία και ορχήστρα. 
Το ποίημα είναι χωρισμένο από τον ποιητή σε σχεδιάσματα, η επιλογή στίχων και κειμένου, τοποθέτηση των τριών σχεδιασμάτων του ποιητή, έγιναν από τον συνθέτη.
 Από τον ίδιο έγινε η διδασκαλία των ερμηνειών, ενορχήστρωση και διεύθυνση. 
Η φωτό είναι από την σελίδα του συνθέτη στο Facebook


























Ο Μαρκόπουλος άρχισε να συνθέτει προσεγγίζοντας τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» από τις αρχές της δεκαετίας του 60.
Έκτοτε το άφησε για καιρό και το 1968 συνέχισε την σύνθεση για μεγάλο διάστημα και στα τρία σχεδιάσματα. 
Πολλές μουσικές του σκέψεις εμπνεύστηκαν από τους αγώνες της νεολαίας στα γεγονότα της νομικής και του Πολυτεχνείου. 
Στα χρόνια της δικτατορίας συνέθεσε τα μέρη «Μητέρα Μεγαλόψυχη», «Αραπιάς Άτι», «Πειρασμός», «Έξοδος» και «Η Θέληση Μου Βράχος». 
Το 1975 έδωσε την οριστική μορφή στο έργο. 
Η πρώτη παρουσίαση έγινε από τον ίδιο παίζοντας πιάνο, το 1975 στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. 
Το έργο ηχογραφήθηκε το 1977 με ερμηνευτές τον Νίκο Ξυλούρη, Λάκη Χαλκιά, Ηλία Κλωναρίδη, αφηγήτρια την Ειρήνη Παπά και την ερασιτεχνική μικτή χορωδία Πρεβέζης. 
ΠΡΟΛΟΓΙΖΕΙ Η ΕΙΡΗΝΗ ΠΑΠΠΑ
Εις το ποίημα, ένα απ’ τα σημαντικότερα πρόσωπα ήταν μία κόρη ορφανή
την οποίαν οι άλλες πλέον ηλικιωμένες γυναίκες είχαν αναθρέψει και την αγαπούσαν
όλες ως θυγατέρα τους.Η νέα ενθουσιασμένη στρέφεται νοερώς προς τον άγγελο
τον οποίον είδε στο όνειρό της να της προσφέρει τα φτερά του. Γυρίζει έπειτα
προς τες γυναίκες να τους ειπεί ότι αυτή τα θέλει τα φτερά πραγματικώς,
αλλ’ όχι για να φύγει, αλλά για να τα κρατεί κλεισμένα εκεί κοντά τους
και να περιμένει μαζί τους την ώρα του θανάτου.

Άγγελε, μόνον στ’ όνειρο μου δίνεις τα φτερά σου;
Ιδού, που τα σφυροκοπώ στον ανοιχτόν αέρα
τα θέλω `γω, να τάχω `γω, να τα κρατώ κλεισμένα.

Εδώ π’ αγάπης τρέχουνε βρύσες χαριτωμένες
αηδονολάλειε στήθος μου, πριν το σπαθί σε σχίσει.
Με σας να πέσω στο σπαθί κι άμποτε νάμαι πρώτη!
Τα μάτια δείχνουν έρωτα για τον απάνου κόσμο.
Και στη θωριά του, είν’ όμορφο το φως και μαγεμένο!

Χωρίς φιλί, χαιρετισμό, χωρίς ματιά να δώσω.
Τα σπλάχνα μου κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν
κι όσα άνθια θρέφει και καρπούς τόσ’ άρματα σε κλειούνε.
Η πρώτη συναυλία δόθηκε στο γήπεδο του Παναθηναϊκού το 1978 όπου ο Μαρκόπουλος διεύθυνε το έργο του στους είκοσι δυο χιλιάδες νέους που κατέκλυσαν τις κερκίδες του γηπέδου που υποδέθηκαν με ενθουσιασμό τόσο το νέο μουσικό έργο όσο και την νέα είσοδο της ποίησης του Σολωμού στην νεοελληνική μουσική δημιουργία. 
Έκτοτε οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» έχουν παρουσιαστεί σχεδόν σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας, στην Κύπρο, στην Νεάπολη της Ιταλίας, στο Λονδίνο στο Δουβλίνο, στις Βρυξέλλες, στο Άμστερνταμ, στο Βερολίνο και αλλού.
Νικηφόρος Βρεττάκος
Διονύσιος Σολωμὸς
Νέα Ἑστία, Χριστούγεννα 1978
Ἀπό τὸ Ποιητῶν ἀναθήματα στὸν Διονύσιο Σολωμό

ἐκδ. Μπάστας-Πλέσας, Ἀθῆναι 1998.

Τὸ πρόσωπό σου, τῆς Ἑλλάδας πρόσωπο, Ποιητή.
Τ' ἀχτινοβόλα μάτια σου, μάτια δικά της.
Οἱ στοχασμοί σου, στοχασμοὶ δικοί της καὶ δικό της
τὸ πέταγμά σου στὰ μεσούρανα τῆς ἀρετῆς, ἀπ' ὅπου
ἔβλεπες κάτω ἐδῶ τὶς περιούσιες πέτρες
νὰ βγάζουν ἄνθη ὅπως καὶ ἄλλοτε. Τὸ μέτωπό σου
μέτωπο τῆς ἀποφασισμένης Ἐλευθερίας
πού σκέπασε μὲ τὸ ἀνανεωμένο, κυματιστό της
φόρεμα τὴν ἱερὴ ἀπὸ πάντα, καλὴ κ' ἠγαπημένη
γῆς: Βουνὰ φτιαγμένα ἀπὸ γυαλὶ οὐρανοῦ,
ἔλατα, σκῆτες, καλύβια ποὺ καπνίζανε ταπεινοσύνη,
θάλασσες ποὺ λαμποκοποῦν θραύσματα ἥλιου πάνω τους,
πέτρες γιὰ φυλαχτά, πανάρχαιες ἐλιὲς
πού ἀκόμη στάζουνε λάδι γιὰ τοὺς θεούς,
ἅρματα ποὺ τὰ φύλαγε κάτω ἀπὸ τὸ φουστάνι της
ἡ Παναγιὰ στὰ εἰκονοστάσια, καὶ μιὰ γλώσσα
γλυκόλαλη ποὺ μύριζε ζεστὸ ψωμί, ρίγανη,
μέντα, ἀλιφασκιὰ καὶ γάλα Τζαβέλαινας,
κι ὅλα ὅσα δέθηκαν σφιχτά, γίναν ἕνα καὶ πέρασαν
μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες τοὺς μέσα σου
ὅσο ποὺ ἔγινες τέλος τόπος καὶ χρόνος.
Διονύσιε, θέλω νὰ εἰπῶ πὼς μετὰ τόσα χρόνια
ἀναμονῆς στὴν κοντινὴ θὰ βρεθεῖς ὄχθη, ἀπ' ὅπου
θ' ἀκούονται νὰ βουΐζουνε σπόροι ξεσηκωμένοι,
γιομάτοι μέθη, ἕτοιμοι νὰ τρυπήσουν τὸ χῶμα
καὶ τοὺς μακριοὺς τινάζοντας μίσχους νὰ πλημμυρίσουν
τὸ χάσμα ποὺ ἄνοιξε ὁ σεισμὸς καὶ ἐγιόμισε ἄνθη.

....................................
Διονύσιος ΣολωμόςΟ Πορφύρας
Ἀπὸ τὸ «Ποιήματα καὶ Πεζά».
Ἐπιμέλεια-Εἰσαγωγὲς Στυλιανὸς Ἀλεξίου. Ἔκδ. στιγμή, Ἀθήνα 1994.

«Κοντὰ 'ναι τὸ χρυσόφτερο καὶ κατὰ δῶ γυρμένο, 
π' ἄφησε ξάφνου τὸ κλαδὶ γιὰ τοῦ γιαλοῦ τὴν πέτρα 
κι ἐκεῖ γρικᾶ τῆς θάλασσας καὶ τ' οὐρανοῦ τὰ κάλλη 
κι ἐκεῖ τραβᾶ τὸν ἦχο του μ' ὅλα τὰ μάγια πὄχει. 
Γλυκά 'δέσε τὴ θάλασσα καὶ τὴν ἐρμιὰ τοῦ βράχου
κι ἄ δὲν εἶν' ὥρα γιὰ τ' ἀστρὶ θὲ νὰ συρθεῖ καὶ νά 'βγει. 
(Χιλιάδες ἄστρα στὸ λουτρὸ μ' ἐμὲ νὰ στείλ' ἡ νύχτα!). 
Πουλὶ πουλάκι ποὺ λαλεῖς μ' ὅλὰ τὰ μάγια πὄχεις, 
εὐτυχισμὸς ἄ δὲν εἶναι τὸ θαῦμα τῆς φωνῆς σου, 
καλὸ δὲν ἄνθισε στὴ γῆ, στὸν οὐρανό, κανένα. 
Δὲν τὸ 'λπιζα νὰ 'ν' ἡ ζωὴ μέγα καλὸ καὶ πρῶτο !
Ἀλλ' ἄχ, ἀλλ' ἄχ, νὰ μπόρουνα σὰν ἀστραπὴ νὰ τρέξω, 
ἀκομ', ἀφρέ μου, νὰ βαστᾶς καὶ νὰ 'μαι γυρισμένος 
μὲ δυὸ φιλιὰ τῆς μάνας μου, μὲ φοῦχτα γῆ τῆς γῆς μου! 
Κι ἡ φύσις ὅλὴ τοῦ γελᾶ καὶ γένεται δική του.
Ἐλπίδα, τὸν ἀγκάλιασες καὶ τοῦ κρυφομιλοῦσες 
καὶ τοῦ σφιχτόδεσες τὸ νοῦ μ' ὅλα τὰ μάγια πὄχεις. 
Νιὸς κόσμος ὄμορφος παντοῦ χαρᾶς καὶ καλοσύνης.

Ἀλλ' ἀπαντοῦν τὰ μάτια του τρανὸ θεριὸ πελάγου 
κι ἀλιά, μακριὰ 'ναι τὸ σπαθί, μακριὰ 'ναι τὸ τουφέκι! 
Κοντὰ 'ν' ἐκεῖ στὸ νιὸν ὀμπρὸς ὁ τίγρης τοῦ πελάγου• 
ἀλλ' ὅπως ἒσκισ' εὔκολα βαθιὰ νερὰ κι ἐβγῆκε 
κατὰ τὸν κάτασπρο λαιμὸ ποὺ λάμπει ὡσὰν τὸν κύκνο, 
κατὰ τὸ στῆθος τὸ πλατὺ καὶ τὸ ξανθὸ κεφάλι, 
ἔτσι κι ὁ νιὸς ἐλεύτερος, μ' ὅλες τὲς δύναμές του, 
τῆς φύσης ἀπὸ τσ' ὄμορφες καὶ δυνατὲς ἀγκάλες,
ὅπου τὸν ἐγλυκόσφιγγε καὶ τοῦ γλυκομιλοῦσε, 
εὐτὺς ἑνώνει στὸ λευκὸ γυμνὸ κορμὶ π' ἀστράφτει, 
τὴν τέχνη τοῦ κολυμπιστῆ καὶ τὴν ὁρμὴ τῆς μάχης. 
Πρὶν πάψ' ἡ μεγαλόψυχη πνοὴ χαρὰ γεμίζει: 
Ἄστραψε φῶς κι ἐγνώρισεν ὁ νιὸς τὸν ἑαυτό του.

Ἀπομεινάρι θαυμαστὸ ἐρμιᾶς καὶ μεγαλείου, 
ὄμορφε ξένε καὶ καλὲ καὶ στὸν ἀνθὸ τῆς νιότης,
ἄμε καὶ δέξου στὸ γιαλὸ τοῦ δυνατοῦ τὴν κλάψα.