Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2013

«Μένω στο Μοναστήρι των Καπουτσίνων, μπροστά μου έχω τον Υμηττό, πίσω μου την Ακρόπολη, δεξιά μου τον ναό του Δία, μπροστά το Στάδιο, αριστερά μου την πόλη, ε, κύριε, αυτό θα πει τοπίο, αυτό θα πει γραφικότητα!» Λόρδος Τζώρτζ Μπάυρον , Βύρων . Ο μεγάλος φιλέλληνας γεννήθηκε σαν σήμερα στο Λονδίνο στις 22 Ιανουαρίου 1788 και πέθανε στο Μεσολόγγι στις 19 Απριλίου 1824.


Ο μεγαλύτερος και ενδοξότερος από τους φιλέλληνες την εποχή του αγώνα της Ελληνικής Επανάστασης, λόρδος Τζωρτζ Μπάυρον (Βύρων, κατά τον εξελληνισμένο τύπο του ονόματός του), γεννήθηκε στο Λονδίνο σαν σήμερα 22 Ιανουαρίου και πέθανε στο Μεσολόγγι, σε ηλικία 36 μόνο ετών. 
Είχε αριστοκρατική καταγωγή και ο πατέρα του υπήρξε γιος ναυάρχου.
Στη νεαρή του ηλικία άφησε εποχή με την εν γένει άτακτη ζωή, που ζούσε, και τα αρκετά μεγάλα και πολλά ερωτικά του σκάνδαλα. Ορφάνεψε νωρίς από πατέρα, αλλά το έτος 1798 κληρονόμησε τον παππού του, ο οποίος είχε μια σημαντική περιουσία, μαζί δε με αυτή πήρε και τον τίτλο ευγενείας του (του λόρδου).
Ήταν λίγο κουτσός από το δεξί του πόδι και σ' αυτό ορισμένοι βιογράφοι του αποδίδουν τα πλέγματά εκείνα, που τον διέπλασαν ως χαρακτήρα ατίθασο, ανυπότακτο και αυθάδη.
Ο Μπάυρον, αφού δανείστηκε πριν ένα σοβαρό ποσό -γιατί τα δικά του κληρονομημένα χρήματα είχαν σχεδόν εξαντληθεί- άρχισε να ταξιδεύει, πηγαίνοντας κατά σειρά: Στη Λισσαβόνα, το Γιβραλτάρ, τη Μάλτα, την Πρέβεζα, τα Γιάννενα, το Τεπελένι (όπου συναντήθηκε με τον Αλή Πασά), την Πάτρα, το Μεσολόγγι, τους Δελφούς, τη Λιβαδειά, τη Θήβα και την Αθήνα όπου έφθασε τα Χριστούγεννα του 1809.
Ένα αττικό δειλινό ο Μπάυρον, όπως θα έκανε και κάθε ξένος περιηγητής στον τόπο μας, ανέβηκε προσκυνητής στον ιερό βράχο για να θαυμάσει το αρχαίο κάλλος, αλλά έφριξε από αγανάκτηση και περιέπεσε σε θλίψη, όταν αντίκρισε καταστρεμμένο και λεηλατημένο το ναό της Αθηνάς και την Καρυάτιδα να λείπει από τη θέση της. 
Ήταν νωπή ακόμα η ιεροσυλία που είχε διαπράξει ο Σκωτσέζος λόρδος 'Ελγιν.
Ο Ελγιν κλέβει την Ακρόπολη
Ο αρχαιοκάπηλος Ελγιν τον καιρό που ήταν έκτακτος πρεσβευτής της Βρετανίας στην Κωνσταντινούπολη (1799-1803), κατάφερε να αποσπάσει ειδικό φιρμάνι από την Υψηλή Πύλη, που επέτρεπε στους ανθρώπους του να ανεβοκατεβαίνουν ανενόχλητοι στην Ακρόπολη και να αρπάζουν ό,τι έργο τέχνης της αρχαιότητας είχε απομείνει ακόμα από τις κατά καιρούς επιδρομές των βαρβάρων. 
Έφτασε μάλιστα στο σημείο ο 'Ελγιν να εγκαταστήσει και σκαλωσιές ακόμα γύρω από τον Παρθενώνα και με συνεργείο εργατών ξεκόλλησε πολλά αγάλματα του αετώματος και ολόκληρες ανάγλυφες παραστάσεις από τις μετόπες του!
Αυτά καθώς και άλλα έργα τέχνης, αγγεία και ευρήματα από διάφορες αρχαιολογικές περιοχές της Ελλάδας, άλλα κλεμμένα και άλλα αγορασμένα αντί πινακίου φακής, φορτώνοντάς τα σε καράβι, ο Έλγιν τα έστειλε κατά διαστήματα στο Λονδίνο, όπου και δημιούργησε την πιο πλούσια ιδιωτική αρχαιολογική συλλογή. 
Υπολογίζεται ότι συνολικά είχε στείλει 253 τεμάχια αρχαιολογικής αξίας. 
Αργότερα, όταν ο λόρδος πτώχευσε, αναγκάστηκε να βγάλει στο σφυρί τη συλλογή του, που την αγόρασε το κράτος για το Βρετανικό Μουσείο, όπου πολλά τεμάχιά της βρίσκονται και σήμερα.
Με τη δικαιολογία ότι τα αρχαία γλυπτά κινδύνευαν να καταστραφούν, αλλά στην ουσία για να ικανοποιήσει το πάθος της αρχαιοκαπηλίας του, ο Έλγιν απογύμνωσε πραγματικά και άλλους αρχαιολογικούς τόπους, διενεργώντας και ανασκαφές ακόμα, και έφτασε έτσι να γίνει όχι μόνο συλητής αλλά και τυμβωρύχος. 
Τέτοια μάλιστα ήταν η ματαιοδοξία και η αυθάδεια του Σκωτσέζου λόρδου, ώστε σε ένα σημείο της δυτικής πλευράς του Παρθενώνα, μετά τη λεηλασία, χάραξε τόσο το όνομά του όσο και της γυναίκας του! 
Αργότερα, ξένος περιηγητής προσέθεσε κάτω από τα ονόματα το εξής χαρακτηριστικό επίγραμμα στα Λατινικά:
'Ο,τι δεν έκαναν οι Γότθοι, το έκαναν οι Σκώτοι
Παρακινημένος λοιπόν από ιερή αγανάκτηση ο νεαρός ρομαντικός ποιητής για τη βέβηλη πράξη της αρπαγής των μαρμάρινων έργων τέχνης, έγραψε την Κατάρα της Αθηνάς, σαν μια κραυγή διαμαρτυρίας και μομφής εναντίον του ανοσιουργήματος. 
Στο ποίημα αυτό δίνεται η ευκαιρία στον Μπάυρον να εκφράσει την αρχαιολατρία του και, παράλληλα, δια του στόματος της θεάς Αθηνάς, να αξαπολύσει το δριμύ κατηγορητήριό του και την καυστική του σάτιρα εναντίον του ιερόσυλου 'Ελγιν και εναντίον της πατρίδας του Σκωτίας, της «χώρας του σκότους», όπως την αποκαλεί.
Η αλήθεια είναι ότι με τη Σκωτία ο Μπάυρον είχε παλιούς λογαριασμούς.
Οι κριτικοί της Επιθεώρησης του Εδιμβούργου τον είχαν πικράνει, όταν στα πρώτα ποιητικά του φτερουγίσματα υπήρξαν επικριτικοί. 
Τους είχε βέβαια απαντήσει με το σατιρικό του ποίημα Άγγλοι βάρδοι και Σκωτσέζοι κριτικοί, αλλά τώρα του δινόταν η ευκαιρία να τους περιποιηθεί για μια φορά ακόμα.
Αργότερα, στο β' άσμα του βαθύτατα ρομαντικού ποιήματός του Ταξίδι προσκυνήματος του Τσάιλντ Χάρολντ (1812), θα στιγματίσει και πάλι την ιεροσυλία του 'Ελγιν με τα λόγια: «Ακόμα και τα κύματα αρνήθηκαν να γίνουν συνένοχοι της ιεροσυλίας του», 
εννοώντας το ναυάγιο του πλοίου Μέντωρ του 'Ελγιν, που, ενώ έπλεε για το Λονδίνο φορτωμένο με αγάλματα, καταποντίστηκε κοντά στα Κύθηρα.
Κλασική παιδεία
Την Κατάρα της Αθηνάς τη χαρακτηρίζουν πολλά στοιχεία της αρχαίας ελληνικής ποίησης, ένδειξη της κλασικής παιδείας που είχε ο Μπάυρον. 
Η ποιητική αυτή σύνθεση είναι γραμμένη σε διαλογική μορφή μεταξύ της θεάς Παλλάδας και του ποιητή. 
Ο διάλογος αυτός έγινε πάνω στην Ακρόπολη το βράδυ εκείνο που ο ποιητής ανέβηκε προσκυνητής στον ιερό βράχο. 
Τότε η ίδια η Αθηνά παρουσιάζεται σαν όραμα μπροστά του και ανάμεσά τους αρχίζει μια στιχομυθία που τη διακρίνει έντονη δραματικότητα και ξέχειλος λυρισμός.
Το ποίημα στο σύνολό του αποτελείται από 312 στίχους από τους οποίους μεταφράζονται εδώ μόνο οι πρώτοι 206. 
Οι υπόλοιποι είναι άσχετοι με την Ελλάδα.
Η Κατάρα της Αθηνάς
Μεγαλόπρεπα κι αγάλια τώρα ο ήλιος κατεβαίνει
πάνω στου Μοριά τους λόφους με θωριά χαριτωμένη·
όχι όπως εις τις χώρες του βορρά, σκοτεινιασμένος,
αλλ' αστραφτερός σαν φλόγα, ζωντανός, φωτολουσμένος.
Στα βαθιά νερά μια ρίχνει απαλή, χρυσή αχτίνα
και το πράσινο χρυσώνει, το ρυτιδωμένο κύμα.
Και στης Αίγινας το βράχο τον αρχαίο και στην Ύδρα
ο θεός του κάλλους βάζει του φιλιού του τη σφραγίδα.
Πάνω απ' το βασίλειό του ρίχνει τη φωτοχυσία,
αν κι ο κόσμος έχει πάψει να του κάνει πια θυσία.
Των κοφτών βουνών οι ίσκιοι μες στον κόλπο σου ριγμένοι,
τον φιλούν και τον χαϊδεύουν, Σαλαμίνα δοξασμένη!
Οι γαλάζιες τους οι άκρες μες στην απεραντοσύνη
βάφονται σαν την πορφύρα που ο βασιλιάς τη ντύνει.
Απαλά τα χρώματά του πάνω στις κορφές τα ρίχνει
και στολίζει ό,τι αγγίζει με τα χρυσαφένια ίχνη.
Ώσπου ο ήλιος, χαιρετώντας την πανώρια τούτη πλάση,
πίσ' απ' των Δελφών τα βράχια κρύβεται για να πλαγιάσει.
Τέτοιο, Αθήνα μου, ένα δείλι ήτανε που ο σοφός σου
εχαιρέτησε για πάντα τα' απαλό, το χρυσό φως σου.
Με τι θλίψη οι καλοί σου οι πολίτες τη στερνή του
την αχτίδα την κοιτούσαν που 'παιρνε και την πνοή του...
Όχι ακόμα, όχι ακόμα, στα βουνά ο ήλιος μένει,
ειν' απρόθυμος να δύσει και ακόμα περιμένει.
Αλλά πριν στου Κιθαιρώνα την κορφή να γείρει, πίνει
το πικρό ποτήρι ο γέρος και το πνεύμα παραδίνει.
Κι έφυγε η ψυχή που τα 'χε όλα περιφρονημένα,
που 'χε ζήσει και πεθάνει έτσι σαν άλλου κανένα.
Αλλά και στον κάμπο η νύχτα η βασίλισσα προβαίνει
απ' του Υμηττού τα ύψη, δίχως όμως να υγραίνει
το ωραίο πρόσωπό της και να προμηνάει μπόρα.
Στη μαρμάρινη κολόνα τα φιλιά του στέλνει τώρα
το φεγγάρι. 

Κι εκεί κάτω, στου τζαμιού τον πύργο, λάμπει
το σημάδι του και γύρω αστραποβολούν οι κάμποι.
Οι πυκνοί μαύροι ελαιώνες κάτω είναι απλωμένοι
και ο Κηφισός κυλώντας απαλά γοργοδιαβαίνει.
Στο τζαμί τριγύρω – γύρω στέκονται τα κυπαρίσσια
και ο τρούλος του γυαλίζει με λαμπρότητα περίσσια.
Κι ένας φοίνικας θλιμμένος, στη θρησκευτική γαλήνη,
εκεί δίπλα στο Θησείο, μόνος έχει απομείνει.
Τί μαγευτικό τοπίο που προσφέρει εδώ η φύση,
και αναίσθητος θα είναι όποιον δεν τον συγκινήσει.
Του Αιγαίου πάλι ο φλοίσβος, που ακούγεται πιο πέρα,
νανουρίζει το περγιάλι μες στον καθαρό αέρα
και το ζαφειρένιο κύμα στη χρυσή ακτή χτυπάει
και τη γλύκα των χρωμάτων αλαργότερα την πάει.
Των νησιών εκεί στο βάθος η σκιά τραχιά μαυρίζει,
όταν απαλού πελάγου το χαμόγελο ανθίζει.
Έτσι αγνάντευα της γης μας και της θάλασσας τα κάλλη,
σαν τα βήματα σε τούτον το ναό με φέραν πάλι,
μόνο, δίχως να υπάρχουν φίλοι ή ανθρώποι άλλοι
στο μαγευτικό ετούτο και πανώριο ακρογιάλι,
που η τέχνη κι η ανδρεία είναι σαν μια οπτασία
και που βρίσκονται μονάχα σε ποιητικά βιβλία.
Κι όπως έστρεψε η ψυχή μου το ναό για να θαυμάσει
της θεάς, που οι ανθρώποι τώρα έχουν ατιμάσει,
οι παλιοί καιροί γυρίσαν, το παρόν πια είχε σβήσει
και ο Δόξα στην Ελλάδα γύριζε να κατοικήσει!
Επερνούσανε οι ώρες. 

Της Αρτέμιδας τα' αστέρι
είχε φτάσει πια στου θόλου τα ψηλότερα τα μέρη
κι εγώ γύριζα μονάχος δίχως να 'μαι κουρασμένος,
σε θεού ναό που ήταν εντελώς λησμονημένος.
Αλλά πιο πολύ σ' εκείνον τον δικό σου, ω Παλλάδα,
ετριγύριζα, 'κει όπου της Εκάτης η λαμπράδα
στις ψυχρές κολόνες πέφτει απαλά μα και θλιμμένη
κι ήχος την καρδιά παγώνει σαν από νεκρό να βγαίνει.
Ονειροπολώντας είχα για πολύ 'κει απομείνει,
θεωρώντας τι απ' τη δόξα την παλιά είχε απομείνει,
όταν, ξάφνου, εκεί μπροστά μου, μια γιγάντια θεότης,
η Παλλάδα, με σιμώνει πάνω εκεί, μες στο ναό της!
Η Αθηνά ήταν η ίδια, αλλά πόσο αλλαγμένη
από τότε που στα τείχη των Δαρδάνων οπλισμένη
έτρεχε μ' ορμή. 

Μα τώρα η μορφή της διαφέρει
από κείνη που 'χε πλάσει του Φειδία τα' άξιο χέρι.
Του προσώπου της εκείνον δεν τον δείχνει πια τον τρόμο
κι η γοργόνα της ασπίδας είχε πάρει άλλο δρόμο.
Νά το κράνος της, κομμάτια. 

Τσακισμένο το κοντάρι,
κι ούτε τους νεκρούς δεν σκιάζει. 

Της ελιάς το νιο βλαστάρι
π' ολοένα το κρατούσε, νά το, είναι μαραμένο
και ξερό καθώς το σφίγγει με το χέρι παγωμένο.
Αν κι από τους αθανάτους τα λαμπρότερα είχε νιάτα,
δακρυσμένη είναι τώρα η θεά η γαλανομάτα.
Και η γλαύκα της στο κράνος το σπασμένο καθισμένη
την κυρά μοιρολογάει με λαλιά απελπισμένη.
«Ω θνητέ, – έτσι μου είπε – της ντροπής σου αυτό το χρώμα
Βρετανός μου λέει να 'σαι, όνομα ανδρείου ακόμα
μέχρι χτες λαού, ελευθέρου, με ωραία πεπρωμένα,
τώρα περιφρονημένου, και ιδίως από μένα.
Η Παλλάδα πρώτος θα 'ναι της πατρίδας σου εχθρός·
την αιτία θες να μάθεις; 

Κοίτα γύρω σου κι εμπρός.
Έχω δει πολλούς πολέμους κι ερημώσεις να πληθαίνουν
κι άλλες τόσες τυραννίες να ανεβοκατεβαίνουν.
Απ' του Τούρκου τη μανία γλίτωσα και του Βανδάλου,
μα η χώρα σου έναν κλέφτη μου 'χει στείλει πιο μεγάλο.
Κοίτα, άδειος ο ναός μου, κατοικία ρημαγμένη,
και στοχάσου τι μιζέρια είναι γύρω απλωμένη.
Τούτα ο Κέκροπας, κι εκείνα τα 'χε ο Περικλής στολίσει,
κι ο Αδριανός τις Μούσες για να τις παρηγορήσει,
και ευγνωμονώ και όσους το ναό μου έχουν χτίσει,
μα ο Αλάριχος κι ο Έλγιν μ' έχουν άγρια συλήσει.
Και σαν να 'πρεπε ο κόσμος το κατόρθωμα να μάθει,
ο Ελγίνος στο ναό μου πάει και τα' όνομά του γράφει,
σα να νοιάστηκε η Παλλάδα να δοξάσει τ' όνομά του,
κάτω η υπογραφή του, πάνω το κατόρθωμά του.
Κι ο απόγονος των Πίκτων είναι φημισμένος όσο
ειν' ο αρχηγός των Γότθων, πιθανόν και άλλο τόσο.
Αλλ' ο Αλάριχος τα πάντα είχε αγρίως καταστρέψει
με το δίκιο του πολέμου, μα ο 'Ελγιν για να κλέψει
όσα οι βάρβαροι αφήσαν, που 'τανε απ' ό,τι εκείνος
είναι βάρβαρος πιο λίγο, γιατί το 'κανε ο Ελγίνος;
Το 'κανε όπως τη λεία παρατάει το λιοντάρι
και ακολουθεί ο λύκος ή ο τσάκαλος να πάρει
και να γλείψει κάποια σάρκα που απόμεινε ακόμα
απ' του λιονταριού ή του λύκου το αχόρταγο το στόμα.
Αλλά των θεών το κρίμα τους κακούργους θα τους πιάσει.
Κοίτα τι ο Έλγιν πήρε, κοίτα και τι έχει χάσει.
Τ' όνομά του μ' άλλο ένα το ναό μου τον λερώνει
και το φως της να το ρίξει η Αρτέμιδα θυμώνει.
Αν και έχει η Αφροδίτη τη μισή ντροπή ξεπλύνει,
η Παλλάδα όμως δεν πρέπει χωρίς γδικιωμό να μείνει».
Κι όταν σώπασε για λίγο, έτσι είχα αποτολμήσει,
απαντώντας ν' απαλύνω της οργής της το μεθύσι:
Κόρη του Διός, της λέω, γι' όνομα της Αλβιόνος,
και σαν γνήσιος Εγγλέζος, διαμαρτύρομαι εντόνως.
Μην κακίζεις την Αγγλία. Ξέρεις από ποιο 'ταν μέρος
ο ληστής και συλητής σου; Μάθε, Σκώτος ήταν βέρος.
Τη διαφορά να μάθεις αν το θες και την αιτία,
από της Φυλής το ύψος κοίταξε τη Βοιωτία.
Του νησιού μας Βοιωτία, μάθε, είναι η Σκωτία,
και καλά το ξέρω ότι απ' αυτή τη νόθα χώρα
της σοφίας η θεά μας δεν τιμήθηκε ως τώρα.
Χώρα άγονη, που η φύση απλοχέρα δεν εστάθη,
και που έμβλημά της έχει το ψηλό γαϊδουραγκάθι,
που το μόνο προϊόν της είναι τα πηχτά σκοτάδια
κι οι τσιγκούνηδες κι αχρείοι που γυρίζουν σα ρημάδια.
Των βουνών και των ελών της το υγρό εκείνο αγέρι
στα κεφάλια τα κουτά τους σκοτισμό και άγνοια φέρει.
Τα μυαλά τα νερουλά τους άγονα 'ναι σαν το χώμα
και ψυχρά, όπως το χιόνι που δεν έλιωσε ακόμα.
Για τον πλούτο χίλιους τρόπους μηχανώνται τα παιδιά της
και το κέρδος τα τραβάει και τα πάει μακριά της.
Στην ανατολή, στη δύση, μόνο προς βορράν δεν πάνε:
κέρδη να βρουν δίχως κόπο, γη και θάλασσες περνάνε.
Ά, καταραμένη ώρα και καταραμένη μέρα,
που τον Πίκτο για ληστεία είχε στείλει κι εδώ πέρα!...

γεννήθηκε στο Λονδίνο σαν σήμερα 22 Ιανουαρίου1788 και πέθανε στο Μεσολόγγι, σε ηλικία 36 μόνο ετών.,  ( στις 19 Απριλίου 1824 )

Σαν σήμερα στις 22 Ιανουαρίου το 1830 υπογράφεται το Πρωτόκολλο του Λονδίνου και η ΄Ελλάδα αναγνωρίζεται ως ανεξάρτητο και αυτόνομο κράτος .


΄Ηδη από το Σεπτέμβριο του 1828 οι πρεσβευτές της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας διασκέπτονταν στον Πόρο με στόχο να καταλήξουν σε μια πρόταση προς τις κυβερνήσεις τους σχετικά με τα εδαφικά όρια του ελληνικού κράτους. Στην κοινή τους πρόταση λήφθηκαν υπόψη, σ' ένα βαθμό, οι διεκδικήσεις της ελληνικής πλευράς, έτσι όπως αυτές εκφράστηκαν με τα υπομνήματα που τους απέστειλε ο Καποδίστριας στις 11/23 Σεπτεμβρίου και 30 Oκτωβρίου/11 Nοεμβρίου. Eισηγήθηκαν λοιπόν να περιληφθούν στην ελληνική επικράτεια οι περιοχές της Στερεάς Eλλάδας που βρίσκονταν νοτίως της γραμμής που συνέδεε τον Aμβρακικό κόλπο στα δυτικά και τον Παγασητικό στα ανατολικά. Παρά τη γνωμάτευση αυτή κι ενώ η διάσκεψη στον Πόρο δεν είχε ολοκληρωθεί υπογράφτηκε στο Λονδίνο πρωτόκολλο μεταξύ του βρετανού υπουργού Εξωτερικών και των πρεσβευτών των άλλων δύο χωρών. Tο πρωτόκολλο αυτό (4/16 Nοεμβρίου 1828) άφηνε εκτός ελληνικής επικράτειας τη Στερεά Eλλάδα. Στα σύνορα του υπό διαμόρφωση ελληνικού κρατικού μορφώματος θα περιλαμβάνονταν μόνο η Πελοπόννησος και οι Κυκλάδες. Ωστόσο, μερικούς μήνες αργότερα οι προτάσεις της διάσκεψης των τριών πρεσβευτών στον Πόρο έγιναν αποδεκτές. H συνοριακή γραμμή Αμβρακικού-Παγασητικού υιοθετήθηκε από τις Δυνάμεις στο Πρωτόκολλο της 10/22 Mαρτίου 1829 που υπογράφτηκε στο Λονδίνο· στα σύνορα αυτά δεν περιλήφθηκε και η Kρήτη. Tο Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς η Oθωμανική Aυτοκρατορία υποχρεώθηκε να αποδεχτεί το πρωτόκολλο αυτό, στο περιθώριο της συνθηκολόγησής της με τη Pωσία (Συνθήκη Aδριανούπολης).



Στις αρχές του επόμενου έτους και συγκεκριμένα στις 22 Iανουαρίου/3 Φεβρουαρίου 1830 οι τρεις Mεγάλες Δυνάμεις προχώρησαν στην υπογραφή ενός νέου πρωτοκόλλου, στο Λονδίνο και πάλι, το οποίο έμεινε γνωστό ως το Πρωτόκολλο της Aνεξαρτησίας. Eπρόκειτο για την πρώτη επίσημη διεθνή πράξη που αναγνώριζε την Eλλάδα ως κράτος κυρίαρχο και ανεξάρτητο και όχι φόρου υποτελές στην Oθωμανική Aυτοκρατορία. H σημαντική αυτή απόφαση συνοδευόταν από τον προσδιορισμό μιας νέας συνοριακής γραμμής. Στα εδάφη του νέου κράτους περιλαμβάνονταν οι περιοχές που βρίσκονταν μεταξύ των ποταμών Aχελώου στα δυτικά και Σπερχειού στα ανατολικά. Mε τον τρόπο αυτό αποφευγόταν η γειτνίαση των δυτικών επαρχιών της Aιτωλοακαρνανίας με τη Λευκάδα, που, όπως και τα υπόλοιπα Eπτάνησα, βρισκόταν υπό αγγλική κυριαρχία. Aπό την άλλη δίνονταν στο ελληνικό κράτος, πέραν των Kυκλάδων και της Πελοποννήσου, οι Σποράδες και η Eύβοια. Tέλος, στο Πρωτόκολλο της Aνεξαρτησίας η Aγγλία, η Γαλλία και η Pωσία συμφωνούσαν στην αναγόρευση του Λεοπόλδου του Σαξ Kόμπουργκ ως ηγεμόνα του ελληνικού κράτους. Kι αυτές οι αποφάσεις ωστόσο έμελλε να μην είναι οριστικές τόσο όσον αφορά τα σύνορα όσο και ως προς το πρόσωπο και τον τίτλο του ηγεμόνα. H τελική ρύθμιση του ελληνικού ζητήματος θα επέλθει ενάμισυ περίπου χρόνο αργότερα, στα τέλη Αυγούστου του 1832.

πηγή:
photo: M&NDevall@Flickr
Ήταν 22 Ιανουαρίου 1830 όταν ξεκινούσε η Διάσκεψη του Λονδίνου. Εκεί, με το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου, η Ελλάδα αναγνωρίζεται -επίσημα- ως ανεξάρτητο κράτος.
Η τελική συμφωνία υπογράφτηκε από τους πληρεξούσιους της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας, ενώ είχε προηγηθεί αγγλική πρόταση.
«Η Ελλάς θέλει σχηματίσει εν Κράτος ανεξάρτητον και θέλει χαίρει όλα τα δίκαια, πολιτικά, διοικητικά και εμπορικά, τα προσπεφυκότα εις εντελή ανεξαρτησίαν».
Η συνοριακή γραμμή του Πρωτοκόλλου κρατούσε έξω από το ελληνικό έδαφος ένα μεγάλο τμήμα της Στερεάς. Επιπλέον, καθοριζόταν η πολιτειακή μορφή του νέου κράτους και παρεχόταν στις Δυνάμεις το δικαίωμα εκλογής του βασιλιά, δίχως να ερωτηθεί ο ελληνικός λαός. «Ηγεμών Άρχων της Ελλάδος» ορίστηκε ο Λεοπόλδος του Σαξ-Κόμπουργκ, αν και αρνήθηκε τον θρόνο. Ορίστηκε, με την υπογραφή του Πρωτοκόλλου, να αποκατασταθούν (και) οι εμπορικές δραστηριότητες και η ναυτιλία. Επίσης, προβλέφθηκε το δικαίωμα μετανάστευσης των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που επιθυμούσαν να εγκατασταθούν στο νέο ελληνικό κράτος.
Δεν χρήζει περαιτέρω ανάλυσης το νόημα αυτού του Πρωτοκόλλου.
Οι Έλληνες οραματίζονταν με αυτό την απαρχή του ελεύθερου πολιτικού βίου του έθνους .
Το νέο κράτος -παρά το ότι περιείχε λιγότερο από το 1/3 των Ελλήνων κατοίκων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας την εποχή που ξεκίνησε η Επανάσταση- είχε την επίσημη αναγνώριση της διεθνούς κοινωνίας.
Αντίστοιχα, Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία έβλεπαν σε αυτό το Πρωτόκολλο την οριστική διευθέτηση του «ενοχλητικού» ελληνικού ζητήματος. Ταυτόχρονα, αποτελούσε κι έναν συμβιβασμό μεταξύ των συμφερόντων των «προστάτιδων» δυνάμεων.
To περίφημο κείμενο του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου έχει περάσει στην ιστορία (μας) ως η «Συνθήκη Ανεξαρτησίας της Ελλάδας». Είχαν προηγηθεί άλλα τρία Πρωτόκολλα -από το 1828.
Σίγουρα αποτέλεσε μια σημαντική καμπή για τη χώρα μας, αν και πρόκειται για άλλη μια μονομερή απόφαση, για μια λύση που μας την πρότειναν, μας την επέβαλαν - δεν είχαμε κι άλλη επιλογή.
Αυτό, βέβαια, συνέβη πολλές φορές στο διάβα των αιώνων για την πατρίδα μας. Πάμπολλες στιγμές κληθήκαμε να ακολουθήσουμε λύσεις που επιλέχτηκαν από τις σύγχρονες «προστάτιδες» δυνάμεις.
Τώρα πια, εν έτει 2013, ζούμε υπό τον ζυγό του Μνημονίου. Το πόσο πραγματικά ανεξάρτητο κράτος είναι η Ελλάδα σήμερα, λοιπόν, γεννά τεράστια συζήτηση, κυοφορεί αμφισβήτηση, τίθεται εν αμφιβόλω.
Βλέπεις, η «σκλαβιά» έχει -τελικά- πολλές μορφές…
Πηγές
-Ιστορία του Ελληνικού Έθνους
-parliament.gr
-Διονύσιος Κόκκινος, Η ελληνική επανάστασις - εκδ. Μέλισσα

 
ένα άρθρο των πρωταγωνιστών

    του Σπύρου Σεραφείμ