Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2013

AΠΟΚΡΙΕΣ - ΠΡΟΣΟΧΗ - ΚΑΙ ΦΕΤΟΣ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΜΑΣΚΑΡEΜΕΝΕΣ ! ΚΡΥΒΟΝΤΑΣ ΤΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΤΟΥΣ ΝΟΗΜΑ !


CARNEVALE - ΚΡΕΑΣ ΕΧΕ ΓΕΙΑ !
ΣΕ ΛΙΓΟ ΘΑ ΠΟΥΜΕ ΨΩΜΙ ΕΧΕ ΓΕΙΑ !
ΝΕΡΑΚΙ ΕΧΕ ΓΕΙΑ !
ΗΛΕΚΤΡΙΚΟ ΡΕΥΜΑ ΕΧΕ ΓΕΙΑ !
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΕΧΕ ΓΕΙΑ !

...και θα περάσουμε ήσυχα - ήσυχα κι απλά 

σε μια ΜΕΓΑΛΗ - ΜΕΓΑΛΗ  -ΑΤΕΛΕΙΩΤΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ !!!

ΑΝΤΕ ΘΥΜΑ ! ΑΝΤΕ ΨΩΝΙΟ !
 ΑΝΤΕ ! ΣΥΜΒΟΛΟ ΑΙΩΝΙΟ !
ΞΥΠΝΑ ! ΚΑΙ ΤΡΑΓΟΥΔΑ !
ΑΠΟΚΡΙΕΣ ΕΙΝΑΙ !
ΚΟΙΝΩΣ ΞΕΣΑΛΩΣΕ !!!!!!!!!!!!!!!
Καταλαβαινόμαστε τώρα ... Δεν χρειάζονται περισσότερα ...

Στίχοι: Μάκης Ερημίτης
Μουσική: Μάκης Ερημίτης
Στέλιος Καζαντζίδης

Έρχονται χρόνια δύσκολα
γεμάτα καταιγίδες
κι εμείς του κόσμου θύματα
μ’ ατέλειωτα προβλήματα
και λιγοστές ελπίδες.

Έρχονται χρόνια δύσκολα
τα πάντα άνω κάτω,
ο κόσμος είναι ανάστατος
κι εμείς πληγές γεμάτο.

Φονιάδες μονοπώλια
παντού φωτιές ανάβουν,
μας καίνε, μας δικάζουνε
και την ψυχή μας βγάζουνε
και ζωντανούς μας θάβουν.

Ποδοπατούν αλύπητα
τ’ ανθρώπινο το σώμα,
στο άγνωστο βαδίζουμε
κι όνειρα πια δε χτίζουμε,
μας κλείνουνε το στόμα.

28 Φεβρουαρίου σήμερα Κυριακή, Τελώνου & Φαρισαίου ανοίγει το Τριώδιο ... Προσοχή λοιπόν και εφέτος διότι οι Απόκριες κυκλοφορούν μασκαρεμένες ... κρύβοντας το αληθινό τους νόημα και τον σκοπό ....

Σύγχρονοι ὑπερήφανοι.  Κυριακή Τελώνου & Φαρισαίου
(Λουκ. 18,10-14)

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης

Σήμερα, ἀγαπητοί μου, ἀρχίζει τὸ Τριῴδιο. Ἀρχίζει μὲ τὴ φωνὴ τοῦ Τελώνου «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λουκ. 18,13). Τὸ Τριῴδιο λέει σὲ ὅλους μας σήμερα· Ἄνθρωποι ὑπερήφανοι, ταπεινωθῆτε. Μᾶς παρουσιάζει τὴν παραβολὴ τοῦ τελώνου καὶ τοῦ φαρισαίου, ποὺ εἶνε σὲ ὅλους μας γνωστή.
Σήμερα, ἀκόμη ἁπλούστερα, τὸ Τριῴδιο μᾶς δείχνει δύο δρόμους καὶ μᾶς ἀφήνει νὰ ἐκλέξουμε. Ὁ ἕνας δρόμος ὁδηγεῖ στὸ γκρεμό, ὁ ἄλλος στὸν οὐρανό. Ὁ ἕνας δρόμος εἶνε τοῦ διαβόλου, ὁ ἄλλος εἶνε τοῦ Θεοῦ. Ποιοί εἶνε αὐτοὶ οἱ δρόμοι; Ὁ ἕνας δρόμος εἶνε τῆς ὑπερηφανείας, καὶ ὁ ἄλλος εἶνε τῆς ταπεινώσεως.
Ὑπερηφάνεια – ταπείνωσις, δύο δρόμοι τῆς ζωῆς. Ποιόν ἀκολουθοῦμε; Τὸν πρῶτο δρόμο, τῆς ὑπερηφανείας, ἀκολούθησε ὁ φαρισαῖος· τὸ δεύτερο δρόμο, τῆς ταπεινώσεως, ἀκολούθησε ὁ τελώνης.
Σήμερα ἡ ταπείνωσι εἶνε σπάνιο πρᾶγμα. Εὐκολώτερο εἶνε νὰ βρῇς στὸν κόσμο διαμάν τι, παρὰ νὰ βρῇς ταπεινὸ ἄνθρωπο, ταπεινὴ γυναῖκα, ταπεινὸ ἄντρα καὶ ταπεινὸ ἀκόμη παιδί. Ζοῦμε σὲ αἰῶνα ὑπερηφανείας.
Γι᾿ αὐτὸ θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε γιὰ τὴν ὑπερηφάνεια νὰ πῶ λίγα λόγια. Δὲν θέλω σήμερα νὰ σᾶς πῶ, ὅτι ἡ ὑπερηφάνεια εἶνε ἡ κορυφαία ἁμαρτία, ἐκείνη ποὺ γκρέμισε τὸν πρῶτο ἀρχάγγελο ἀπὸ τὰ οὐράνια καὶ τὸν ἔκανε διάβολο. Δὲν θέλω ἀ κόμα νὰ σᾶς δείξω, ὅτι ἡ ὑπερηφάνεια εἶνε ἡ ἁμαρτία ἐκείνη ποὺ
κλείνει τὴν πόρτα τοῦ οὐρανοῦ διὰ παντὸς κι ὅτι κανένας ὑπερήφανος δὲν θὰ διαβῇ τὴν πόρτα τοῦ παραδείσου. Θὰ σᾶς μιλήσω κάπως χαμηλότερα, κάπως ὑλικώτερα, μὲ τὴ γλῶσσα τὴν κοινωνική. Θὰ σᾶς πῶ, ὅτι ἡ ὑπερηφάνεια δὲν ἔχει συνέ πειες μόνο στὴν ἄλλη ζωή, στὴν ὁποία πιστεύ ουμε ἀκράδαντα οἱ Χριστιανοί, ἀλλὰ ἔχει συνέπειες καὶ ἐδῶ στὴν ἐπίγειο ζωή· ὅτι ἡ ὑπερηφάνεια εἶνε διάλυσι, στοιχεῖο διαλυτικό, κα ταστρεπτικό, ὄλεθρος, καὶ γιὰ τὰ ἄτομα καὶ γιὰ τὶς οἰκογένειες καὶ
γιὰ τὰ ἔθνη.

* * *
Μεγάλο θέμα ἀνοίγουμε, ἀγαπητοί μου, πέλαγος εἶνε. Θὰ σᾶς παρουσιάσω σύντομα μερικοὺς τύπους συγχρόνων ὑπερηφάνων.
Ὑπερηφάνων, ποὺ δὲν καυχῶνται γιὰ ἀρετές, ὅπως ὁ φαρισαῖος, ἀλλὰ καυχῶνται γιὰ πολὺ
κατώτερα πράγματα. Ποιά εἶν᾽ αὐτά;
 -Ἂν θέλετε νὰ δῆτε τὸν ὑπερήφανο ἄνθρωπο, θὰ τὸν δῆτε πρῶτα - πρῶτα μέσα στὸ σπίτι· εἶνε τὸ παιδί, ὁ μικρὸς φαρισαῖος. Τὸ ἔντυσαν ἡ μάνα κι ὁ πατέρας μὲ τὰ καλύτερα ῥοῦχα, τοῦ ἔδωσαν λεφτὰ στὸ χέρι… Αὐτὰ ὅμως θὰ τὸ καταστρέψουν· καὶ οἱ γονεῖς θὰ πληρώσουν μὲ τόκο καὶ ἐπιτόκιο τὴν ὑπερηφάνεια, ποὺ τὸ φορτώνουν.
-   Κάποιος ἄλλος, ποὺ ἔμαθε λίγα γράμματα καὶ πῆρε ἕνα χαρτί, τὸν βλέπεις, ὅταν πηγαίνῃ στὸ χωριό του, δὲν καταδέχεται νὰ βοηθήσῃ τὸν πατέρα του. Νομίζει πὼς θὰ πέσῃ ἡ ἀξιοπρέπειά του. Μένει ὀκνηρός. Ἐνῷ σὲ ἄλλες χῶρες τὰ παιδιὰ βοηθοῦν τοὺς γονεῖς, ἐδῶ ὁ ὑπερήφανος νέος δὲν θέλει νὰ ἐργασθῇ.
-  Βλέπεις τὸν ἄλλο, τὸν ὥριμο, νὰ μεταχειρίζεται ὅλα τὰ ἄτιμα μέσα, γιὰ ν᾿ ἀνεβῇ στὴν ἐξουσία. Χωρὶς πραγματικὴ ἀξία καταλαμβάνει τὰ πιὸ μεγάλα ἀξιώματα. Κι ὅταν γίνῃ μεγάλος, δὲν σκέπτεται πῶς νὰ ὑπηρετήσῃ τὸ λαό, ἀλλὰ μέρα - νύχτα προσπαθεῖ νὰ προβάλλῃ τὸν ἑαυτό του, τὸ ἐγώ του, τὸ ὑπερήφανο τὸ ἑωσφορικὸ τὸ φαρισαϊκὸ ἐγώ του.
-  Νά κ᾿ ἕνα κορίτσι, ποὺ τῆς πέρασε ἀπ᾽ τὸ μυαλὸ ἡ ἰδέα πὼς εἶνε κάποια καλλονή, κάποιο ἐξαιρετικὸ ταλέντο. Τὴ βλέπεις νὰ πηγαίνῃ στὸ σχολεῖο καὶ νὰ μαθαίνῃ μερικὰ γράμματα, νὰ πηγαίνῃ στὸ ᾠδεῖο καὶ νὰ μαθαίνῃ νὰ παίζῃ βιολὶ ἢ νὰ τραγουδάῃ, κι ἀμέσως αὐτὴ ξεχωρίζει ἀπὸ τὶς ἄλλες, καὶ νομίζει πὼς εἶνε σπουδαία.
Τὴ ζητοῦν σὲ γάμο νέοι ἄξιοι γιὰ οἰκογένεια, ἐργατικοὶ καὶ ὑγιεῖς καὶ ῥωμαλέοι, κι αὐτὴ τοὺς κλείνει τὴν πόρτα καὶ περιμένει νά ᾿ρθῃ τὸ πριγκιπόπουλο ἀπ᾽ τὸν οὐρανό. Κ᾿ ἐπειδὴ τὸ πριγκιπόπουλο δὲν ἔρχεται, τὴ βλέπεις καὶ μαραίνεται, καὶ καταστρέφεται· καταντᾷ γεροντοκόρη. Καὶ κοντὰ σ᾿ αὐτὴν ὑποφέρουν ἡ μάνα, ὁ πατέρας, ὅλη ἡ οἰκογένεια.
Ἐνῷ ἡ ταπεινὴ κόρη τῆς γειτονιᾶς, ποὺ δὲν ἔχει τέτοιες ὑπερήφανες ἰδέες, παίρνει ἕνα φτωχαδάκι εὐλογημένο, ἕνα ἐργατικὸ παιδί, καὶ ζοῦν μιὰ ζωὴ εὐτυχισμένη, καὶ θεμελιώνουν σπίτι μὲ βάσι τὴν ταπείνωσι, κι ἀπὸ τὸ σπίτι αὐτὸ βγαίνουν παιδιὰ ποὺ θὰ τιμήσουν καὶ θὰ εὐφράνουν τοὺς γονεῖς.
Ἡ ὑπερηφάνεια, λοιπόν, δὲν εἶνε μόνο αὐτὴ ποὺ κλείνει τὴν πόρτα τοῦ παραδείσου· εἶνε κι αὐτὴ ποὺ σκορπᾷ τὴ δυστυχία ἐδῶ στὴ γῆ. Ἀλλοίμονο στὰ σπίτια ποὺ ἔχουν ὑ περήφανους γονεῖς, παιδιά, κόρες.
Ἀλλά, ἀδελφοί μου, ἡ ὑπερηφάνεια δὲν εἶνε μόνο μέσα στὸ σπίτι· εἶνε παντοῦ. Ὑπερηφανεύονται οἱ ἐργάτες, ὑπερηφανεύονται οἱ ἐργοστασιάρχες, ὑπερηφανεύονται οἱ κεφαλαιοῦχοι, ὑπερηφανεύονται οἱ ἀξιωματοῦχοι, ὑπερηφανεύονται οἱ ἡγεμόνες καὶ οἱ βασιλεῖς, ὑπερηφανεύονται περισσότερο ἀπ᾿ ὅ -
λους σήμερα οἱ ἐπιστήμονες· αὐτοὶ καυχῶνται, ὅτι ἡ ἐπιστήμη θὰ κατορθώσῃ τὰ πάντα.

Οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι μοιάζουν μ᾿ ἐκείνους ποὺ μετὰ τὸν κατακλυσμὸ προσπάθησαν νὰ χτίσουν κάποιο πύργο ὑψηλό, καὶ ξαφνικὰ τὸ ἔργο διεκόπη. Ὁ πύργος ἐκεῖνος ἔμεινε ἔτσι, γιατὶ ἔγινε σύγχυσι γλωσσῶν, κι αὐτοὶ σκορπίστηκαν. Ἡ γενεά μας ἔχει τόσο ὑπερηφανευθῆ καὶ ἀπομακρυνθῆ ἀπὸ τὸ Θεό, ἔγινε ἀποστάτις· γι᾿ αὐτὸ ὑπάρχει φόβος ὁ πύργος της, αὐτὸς ὁ πολιτισμός, νὰ κατακρημνισθῇ, καὶ νὰ ἐφαρμοσθῇ γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ\τὸ «Πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται» (Λουκ. 18,14).
Τὰ λόγια τοῦ Κυρίου μας εἶνε αἰώνια.
Γιά στάσου, ὑπερήφανε ἄνθρωπε. Δὲ μοῦ λές, σὲ παρακαλῶ, εἶσαι πλούσιος σὰν τὸν Ἀβραάμ; εἶσαι ἔνδοξος σὰν τὸ Δαυΐδ; εἶσαι σοφὸς σὰν τὸ Σολομῶντα; Ἔ, ἄκουσε λοιπὸν αὐτούς, ποὺ ἔφθασαν πολὺ ψηλά, πῶς ἐκφράζονται γιὰ τὴ σμικρότητα καὶ ἐλεεινότητα τοῦ ἀνθρωπίνου βίου. Ὁ μὲν Ἀβραὰμ λέει· «Ἐγώ εἰμι γῆ καὶ σποδός»· ἐγώ, λέει, Κύριε, εἶμαι μιὰ φούχτα στάχτη (Γέν. 18,27).
Ὁ Δαυῒδ λέει αὐτὸ ποὺ ψάλλει ἡ Ἐκκλησία, ὅτι «ὡς ἄνθος μαραίνεται καὶ ὡς ὄναρ παρέρχεται καὶ διαλύεται πᾶς ἄνθρωπος»· κάθε ἄνθρωπος μαραίνεται σὰν τὸ λουλούδι καὶ σβήνει σὰν τὸ ὄνειρο (πρβλ. Ψαλμ. 89,5-6). Καὶ ὁ Σολομῶν, στὸ τέλος τῆς ζωῆς του, ἔγραψε κάτι ποὺ εἶνε τὸ συμπέρασμα τῆς πείρας τοῦ ἀνθρώπου· «Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα
ματαιότης», ὅλα εἶνε μάταια (Ἐκκλ. 1,2).
Νά λοιπὸν τί εἶσαι, ἄνθρωπε· ἕνα σκουλήκι ποὺ σέρνεται κάτω στὴ γῆ. Μὰ ἐγώ, θὰ πῇς, δὲν καυ χῶμαι γιὰ πλούτη· ἐγὼ καυχῶμαι γιὰ τὶς ἀρετές μου, τὶς προσευχές, τὶς ἐλεημοσύνες, τὴν εὐλάβεια, τὴν ἁγιότητά μου.
Γιά ἔλα νὰ σὲ δῶ ποιός εἶσαι. Ὅσο ψηλὰ κι ἂν ἔφτασες, ποτέ δὲν μπορεῖς νὰ φτάσῃς τὴν Παναγία μας, ποὺ εἶνε ἡ «ὑψηλοτέρα τῶν οὐρανῶν». Καὶ ὅμως ἡ Παναγία εἶχε φρόνημα ταπεινὸ καὶ ἔλεγε· «Ἐπέβλεψεν (ὁ Κύριος)\ἐπὶ τὴν ταπεί νωσιν τῆς δούλης αὐτοῦ» (Λουκ. 1,48). Ὅσο ἅγιος καὶ θαυματουργὸς κι ἂν εἶσαι, δὲν μπορεῖς ποτὲ νὰ φτάσῃς τὸν ἀπόστολο Παῦλο, ποὺ ἔφτασε μέχρι τρίτου οὐρανοῦ.
Καὶ ὅμως ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ποὺ ζοῦσε τὸ Χριστὸ καὶ ἔλεγε «Ζῶ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός» (Γαλ. 2,20), ἔλεγε καὶ ὅτι «Χριστὸς Ἰησοῦς ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλοὺς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ» (Α΄ Τιμ. 1,15).

* * *
Ἀδελφοί μου, τὸ συμπέρασμα· Ὄχι τὸ δρόμο τῆς ὑπερηφανείας, ποὺ βάδισε ὁ ἑωσφόρος, ποὺ βάδισε ὁ φαρισαῖος, καὶ καταστράφηκαν· ὅλοι νὰ βαδίσουμε τὸ δρόμο τῆς ταπεινώσεως, τὸ δρόμο ποὺ βάδισε ὁ Τελώνης μὲ τὸ «Ἱ λά σθητί μοι…» (Λουκ. 18,13), τὸ δρόμο ποὺ βάδισε ὁ πρᾶος καὶ ταπεινὸς Ἰησοῦς.
Αὐτὸ τὸ δρόμο νὰ βαδίσουμε.
Ἂς φωνάξουμε λοιπὸν ὅλοι σήμερα τὸ «Ἱλάσθητίμοι» (ἔ.ἀ.). Καὶ τὴν ἄλλη Κυριακή, μαζὶ μὲ τὸν Ἄσωτο, νὰ φωνάξουμε τὸ «Ἥμαρτον» (Λουκ. 15,21). Καὶ προχωρώντας νὰ περάσουμε τὰ σκαλιὰ ὅλα τοῦ Τριῳδίου καὶ τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, νὰ φτάσουμε στὴ Μεγάλη Παρασκευὴ καὶ νὰ ποῦμε μαζὶ μὲ τὸ λῃστὴ τὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε» (Λουκ. 23,42).
Καὶ τέλος νὰ φτάσουμε στὴν ἔνδοξο ἀνάστασι τοῦ Κυρίου καὶ νὰ ποῦμε· «Τὴν ἀνάστασίν σου, Χριστὲ Σωτήρ, ἄγγελοι ὑμνοῦσιν ἐν οὐρανοῖς καὶ ἡμᾶς τοὺς ἐπὶ γῆς καταξίωσον ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ Σὲ δοξάζειν» (παννυχ. Ἀναστ.).
(†)ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸνἹ. Ναὸ Ἁγ. Ἀθανασίου Θησείου - Ἀθηνῶν τὴν 29-1-1961. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 4-2-2001, ἐπανέκδοσις μὲ νέο τίτλο 14-1-2013.

Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2013

Όταν πολυσυχάσει το νερό, βουρκιάζει, όταν πολυσυχάσει η ψυχή, βουρκιάζει. Και στο πιο μικρό πετραδάκι, και στο πιο ταπεινό λουλούδι, και στην πιο σκοτεινή ψυχή, βρίσκεται ολάκερος ο Θεός.”Νίκος Καζαντζάκης



«Φυσούν οι ανέμοι του χαμού· σαλεύει ο κόσμος·
μα εμείς ασάλευτη ας κρατούμε την ψυχή μας,
τι απάνω της θεμελιωμένη στέκει η Πόλη·
τρέμουμε εμείς; 

κι η Πόλη ευτύς κινάει και τρέμει·
λυγίζουμε; 

κι αυτή λυγάει και παραδίνεται·
η αληθινή ’ναι Πόλη, 

αδέρφια μου, η ψυχή μας!»
Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος, Β΄. Θέατρο, Β΄. Δίφρος, 1956. 505


Μην καταδέχεσαι να ρωτάς: 
"Θα νικήσουμε; Θα νικηθούμε;" Πολέμα!

Ν' αγαπάς την ευθύνη.

Να λες: Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω
χρέος να σώσω τη γης. 
Αν δε σωθεί, εγώ φταίω.

Να πεθαίνεις κάθε μέρα. 

Να γεννιέσαι κάθε μέρα. 
Ν' αρνιέσαι ό,τι έχεις κάθε μέρα.

Να 'σαι ανήσυχος, αφχαρίστητος, 

απροσάρμοστος πάντα. 
Όταν μια συνήθεια καταντήσει βολική, 
να τη συντρίβεις. 
Η μεγαλύτερη αμαρτία είναι η ευχαρίστηση.

Νίκησε το στερνό, τον πιο μεγάλο πειρασμό, την ελπίδα. Τούτο είναι το τρίτο χρέος.
Πειθαρχία, να η ανώτατη αρετή.
Ποτέ μην αναγνωρίσεις τα σύνορα του ανθρώπου!

Να σπας τα σύνορα!
Ν'αρνιέσαι ό,τι θωρούν τα μάτια σου. 
Να πεθαίνεις και να λες: 
Θάνατος δεν υπάρχει!

Νίκος Καζαντζάκης
"Ασκητική"


Μια πάλη για την ελευθερία της ψυχής και της σάρκας ήταν όλη του η ζωή. 

Περιπλανήθηκε θρησκείες και ιδεολογίες ψάχνοντας το Θεό και τον 'Ανθρωπο. 

Μια αυτοβασανιζόμενη θρησκευτική φύση τον χαρακτηρίζει ο Μιχάλης Περάνθης. 

Έναν αδηφάγο στοχαστή, που μιλούσε επτά γλώσσες και πάσχιζε να βρει την αλήθεια πότε στα βιβλία και πότε στα ταξίδια. 

Πότε ερημίτης στην Αίγινα και πότε κοσμοπολίτης στη Γαλλία, στη Γερμανία, στην Ιταλία.

Πότε μιλώντας με τους Θεούς, πότε διαλεγόμενος με τους Δαίμονες. 

Πάντα όμως άδολος πνευματικός άνθρωπος.

Στα 1900, όρθιοι, από αριστερά: Ο Νίκος Καζαντζάκης και οι αδελφές του Αναστασία και Ελένη. (Καθήμενοι:) Ο αδελφός της μητέρας του, Αντώνης Χριστοδουλάκης και η μητέρα του Μαρία. (Καθήμενοι μπροστά:) Τα εξαδέλφια του Άννα και Γεώργιος, τέκνα του Αντώνη Χριστοδουλάκη

1883, 18 Φεβρουαρίου. 
Ο Νίκος Καζαντζάκης γεννιέται στο Ηράκλειο(ή Μεγάλο Κάστρο) της Κρήτης που τελούσε υπό Οθωμανική κυριαρχία.Ήταν Παρασκευή των ψυχών η γενέθλια μέρα του. Γεννήθηκε με μια "προφητεία", 
όπως την ονόμασε ο ίδιος. Να φορέσει το ράσο και να γίνει δεσπότης!«Είχα γεννηθεί, μαθές, Παρασκευή, στις 18 του Φλεβάρη, τη μέρα των ψυχών, κι γριά μαμή με φούχτωσε στα χέρια της, με πήγε στο φως και με κοίταξε καλά καλά, σαν να 'βλεπε λες μυστικά σημάδια απάνω μου, με σήκωσε αψηλά κι είπε: "Ετούτο το παιδί, να μου το θυμηθείτε, μια μέρα θα γίνει δεσπότης"»γράφει ο ίδιος στην «Αναφορά στον Γκρέκο».«Όταν αργότερα έμαθα την προφητεία ετούτη της μαμής, τόσο καλά ταίριαζε με τις πιο κρυφές λαχτάρες μου, που την πίστεψα· μια μεγάλη ευθύνη από τότε έπεσε πάνω μου και δεν ήθελα να κάνω πια τίποτα που να μην το ‘κανε ένας δεσπότης. Πολύ αργότερα, όταν είδα τι κάνουν οι δεσποτάδες, άλλαξα γνώμη· για ν’ αξιωθώ την αγιοσύνη που λαχτάριζα, δεν ήθελα να κάνω τίποτα που να το κάνουν οι δεσποτάδες»Ο πατέρας του Μιχάλης (1856-1932) καταγόταν από το χωριό Βαρβάροι (τη σημερινή Μυρτιά, όπου βρίσκεται το Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη). Ήταν έμπορος γεωργικών προϊόντων. Το 1882 παντρεύτηκε τη Μαρία Χριστοδουλάκη (1862-1932) που καταγόταν από το χωριό Ασυρώτοι(το σημερινό Κρυονέρι του Δήμου Κουλούκωνα, στο Νομό Ρεθύμνου)1889. Η οικογένεια καταφεύγει για έξι μήνες στον Πειραιά, για να γλυτώσει από το διωγμό των Οθωμανών.1897-1898. Κατά την τελευταία μεγάλη Κρητική Επανάσταση, καταφεύγει με την οικογένειά του στη Νάξο. Εγγράφεται στη Γαλλική Εμπορική Σχολή του Τίμιου Σταυρού (καθολική), όπου μαθαίνει γαλλικά και ιταλικά και ανακαλύπτει το δυτικό πολιτισμό.





1899-1902. Επιστρέφει στο Ηράκλειο και συνεχίζει τις σπουδές του στο Γυμνάσιο Ηρακλείου, από όπου παίρνει το απολυτήριο με άριστα.


1902-1906. Φοιτά στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
1906. Παίρνει με άριστα το δίπλωμα του Διδάκτορος της Νομικής. Πρωτοεμφανίζεται στα ελληνικά γράμματα με το δοκίμιο


«Η αρρώστια του αιώνος» που δημοσιεύεται στο περιοδικό Πινακοθήκη με το ψευδώνυμο Κάρμα Νιρβαμή.


Γράφει το δράμα Ξημερώνει, που επαινείται στον Παντελίδειο Δραματικόν Αγώνα και παίζεται σε ένα αθηναϊκό θέατρο τον επόμενο χρόνο. 
Δημοσιεύει το πρώτο του μυθιστόρημα, Όφις και Κρίνο, το οποίο υπογράφει και πάλι με το ψευδώνυμο Κάρμα Νιρβαμή.Το 1906 έφυγε για το Παρίσι όπου παρακολούθησε τη διδασκαλία του φιλόσοφου Μπέρξον,

που διακήρυσσε τη αμφισβήτηση όλων των στατικών αντιλήψεων της ζωής και του Νίτσε,

ο οποίος δίδασκε ότι «Ο Θεός πέθανε».ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΕΔΩ:


...Ή κραυγή δεν είναι δική σου. 
Δεν μιλάς εσύ, μιλούν αρίφνητοι πρόγονοι μέσα από το στόμα σου. Δεν πεθυμάς εσύ: πεθυμούν αρίφνητες γενεές απόγονοι με την καρδιά σου. Οι νεκροί σου δεν κοίτουνται στο χώμα. Γένηκαν πουλιά, δέντρα, αγέρας. Κάθεσαι στον ίσκιο τους, θρέφεσαι με τη σάρκα τους, αναπνές το χνώτο τους.
Oι μελλούμενες γενεές δε σαλεύουν μέσα στον αβέβαιο καιρό, μακριά από σένα. 
Ζούν, ενεργούν και θέλουν μέσα στα νεφρά και στην καρδιά σου.Το πρώτο σου χρέος πλαταίνοντας το εγώ σου είναι, στην αστραπόχρονη τούτη στιγμή που περπατάς στη γή να μπορέσεις να ζήσεις την απέραντη πορεία, την ορατή και την αόρατη, του ευατού σου."Δεν είσαι ένας: είσαι ένα σώμα στρατού. Μια στιγμή κάτω από τον ήλιο φωτίζεται ένα από τα προσωπά σου. Κ' ευτύς σβύνει κι ανάβει άλλο, νεοτερό σου, ξωπίσω σου.''
Η ράτσα σου είναι το μεγάλο σου σώμα το περασμένο, το τωρινό και το μελλούμενο. 
Εσυ είσαι μια λιγόστιγμη έκφραση, αυτή είναι το προσωπό. Εσύ είσαι ο ίσκιος, αυτή το κρέας.Δεν είσαι λεύτερος. Αόρατα μυριάδες χέρια κρατούν τα χέρια σου και τα σαλεύουν.
Όταν θυμώνεις, ''Μην πεθάνεις για να μην πεθάνουμε!'' φωνάζουν μέσα σου οι νεκροί. 
'
'Δεν προφτάσαμε να χαρούμε τις γυναίκες που πεθυμήσαμε, πρόφτασε εσύ, κοιμήσου μαζί τους! Δεν προφτάσαμε να κάνουμε έργα τις ιδέες μας, κάμε τις εσύ! Δεν προφτάσαμε να συλλάβουμε και να στερεώσουμε το πρόσωπο της ελπίδας μας, στερεωσέ το εσύ! Τέλεψε το έργο μας! Τέλεψε το έργο μας! Μέρα νύχτα μπαινοβγαίνουμε στο κορμί σου και φωνάζουμε. Όχι δε φύγαμε, δεν ξεκορμιστήκαμε από σένα, δεν κατεβήκαμε στη γής. Μέσα από τα σωθικά σου ξακολουθούμε τον αγώνα. Λύτρωσέ μας!Δε φτάνει ν΄ακούς μέσα σου τη βουή των προγόνων. Δεν φτάνει να τους νιώθεις να παλεύουν μπροστά από το κατώφλι του νού σου. Όλοι χύνονται να πιαστούν από το ζεστό μυαλό σου, ν' ανέβουν πάλι στο φώς της μέρας. Μα εσύ να ξεδιαλέγεις. Ποιος πρόγονος να γκρεμιστεί πίσω στα τάρταρα του αιμάτου σου και ποιος ν' ανηφορίσει πάλι στο φώς και στο χώμα. Μην τους λυπάσαι! Κάθου άγρυπνος στην καταβόθρα της καρδιάς σου και ξεδιάλεγε. Τούτος ο ίσκιος να λές, είναι ταπεινός, σκοτεινός σα ζώο να φύγει! Τούτος είναι σιωπηλός και φλεγόμενος, πιο ζωντανός από μένα ας πιεί το αίμα μου όλο!
Φώτισε το σκοτεινό αίμα των προγόνων, σύνταξε τις κραυγές τους σε λόγο, καθάρισε τη βουλησή τους, πλάτηνε το στενό τους ανήλεο μέτωπο αυτό είναι το δεύτερο σου χρέος.
Γιατί δεν είσαι μονάχα σκλάβος. Ευτύς ως γεννήθηκες, μια νέα πιθανότητα γεννήθηκε μαζί σου, ένας λεύτερος σκιρτημός τρικυμίζει τη μεγάλη ζοφερή καρδιά του σογιού σου. Φέρνεις θες δεν θες, ένα νέο ρυθμό. Μια νέα επιθυμία, μια νέα ιδέα, μια θλίψη καινούρια. Θες δε θές, πλουτίζεις το πατρικό σου σώμα. Κατά που θα κινήσεις; Πως θ' αντικρύσεις τη ζωή και το θάνατο, την αρετή και το φόβο; Όλη η γενεά καταφεύγει στο στήθος σου και ρωτάει και προσδοκάει με αγωνία.Έχεις ευθύνη. Δεν κυβερνάς πια μονάχα τη μικρή ασήμαντη υπαρξή σου. Είσαι μια ζαριά όπου για μια στιγμή παίζεται η μοίρα του σογιού σου. Κάθε σου πράξη αντιχτυπάει σε χιλιάδες μοίρες.
Ως περπατάς ανοίγεις, δημιουργάς την κοίτη όπου θα μπεί και θα οδέψει ο ποταμός των απογόνων. 
Όταν φοβάσαι, ο φόβος διακλαδώνεται σε αναρίθμητες γενεές κ' εξευτελίζεις αναρίθμητες ψυχές μπροστά και πίσω σου. Όταν υψώνεσαι σε μια γενναία πράξη, η ράτσα σου ολάκερη υψώνεται κι αντριεύει.Δεν είμαι ένας! Δεν είμαι ένας! Τ' όραμα τούτο κάθε στιγμή να σε καίει. Δεν είσαι ένα άθλιο λιγόστιγμο κορμί, πίσω από πήλινη ρεούμενη μάσκα σου ένα πρόσωπο χιλιοχρονίτικο ενεδρεύει. Τα πάθη σου κ' οι ιδέες σου είναι πιο παλιά από την καρδιά και το μυαλό σου. Το σώμα σου το αόρατο είναι οι πεθαμένοι πρόγονοι κι οι απόγονοι οι αγέννητοι. Το σώμα σου τ' ορατόείναι οι άνδρες, οι γυναίκες, και τα παιδιά που ζούν της δικής σου ράτσας.Μονάχα εκείνος λυτρώθηκε από την κόλαση του εγώ του που νιώθει να πεινάει, όταν ένα παιδί της ράτσας του δεν έχει να φάει, και να σκιρτάει πασίχαρος, όταν ένας άντρας και μια γυναίκα του σογιού του φιλιούνται. Όλα τούτα είναι μέλη του μεγάλου ορατού κορμιού σου. Πονάς και χαίρεσαι σκορπισμένος ως τα πέρατα της γης μέσα σε χιλιάδες ομοαίματα κορμιά.Όπως μάχεσαι για το μικρό σου σώμα, πολέμα και για το μεγάλο. Πολέμα όλα τούτα τα κορμιά σου να γίνουνε δυνατά, λιτά, πρόθυμα. Να φωτιστεί ο νους τους, να χτυπάει η καρδιά τους φλεγόμενη, γενναία, ανήσυχη.
Πως μπορείς να έισαι δυνατός, φωτεινός, γενναίος, αν οι αρετές τούτες δεν τρικυμίζουν ολάκερο το μεγάλο σου σώμα;
Πως μπορείς να σωθείς αν δεν σωθεί ολάκερο σου το αίμα; Ένας από την ράτσα σου να χαθεί, σε συντραβάει στο χαμό του. Ένα μέλος του κορμιού και του νού σου σαπίζει.
Να ζείς βαθιά, όχι σαν ιδέα, παρά ως σάρκα κ' αίμα την ταυτότητα τούτη.
Είσαι ένα φύλλο στο μέγα δέντρο της ράτσας. Να νιώθεις το χώμα ν' ανεβαίνει από τις σκοτεινές ρίζες και ν΄απλοκαμιέται στα κλαριά και στα φύλλα. Ποιός είναι ο σκοπός σου; Να μάχεσαι να πιαστείς στερεά από το κλαρί κ' είτε σα φύλλο, είτε σαν ανθός, έιτε σαν καρπός, να σαλεύει μέσα σου, ν' ανανεώνεται και ν' αναπνέει ολάκερο το δέντρο.
Νίκος Καζαντζάκης - Η Ράτσα 

:Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο· 
καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο· το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή.

Ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η επιστροφή· 
ταυτόχρονα το ξεκίνημα κι ο γυρισμός· κάθε στιγμή πεθαίνουμε. Γι αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της ζωής είναι ο θάνατος.

Μα κι ευτύς ως γεννηθούμε, 
αρχίζει κι η προσπάθεια να δημιουργήσουμε, να συνθέσουμε, να κάμουμε την ύλη ζωή· κάθε στιγμή γεννιούμαστε. Γι΄ αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της εφήμερης ζωής είναι η αθανασία.

Στα πρόσκαιρα ζωντανά σώματα τα δυο τούτα ρέματα παλεύουν:
α) ο ανήφορος, προς τη σύνθεση, προς τη ζωή, προς την αθανασία·
β) ο κατήφορος, προς την αποσύνθεση, προς την ύλη, προς το θάνατο.

Και τα δυο ρέματα πηγάζουν από τα έγκατα της αρχέγονης ουσίας. 
Στην αρχή η ζωή ξαφνιάζει· σαν παράνομη φαίνεται, σαν παρά φύση, σαν εφήμερη αντίδραση στις σκοτεινές αιώνιες πηγές· μα βαθύτερα νιώθουμε: η Ζωή είναι κι αυτή άναρχη, ακατάλυτη φόρα του Σύμπαντου.

Αλλιώς, πούθε η περανθρώπινη δύναμη που μας σφεντονίζει από το αγέννητο στο γεννητό και μας γκαρδιώνει· φυτά, ζώα, ανθρώπους· στον αγώνα; 
Και τα δυο αντίδρομα ρέματα είναι άγια.

Χρέος μας λοιπόν να συλλάβουμε τ΄ όραμα που χωράει κι εναρμονίζει τις δυο τεράστιες τούτες άναρχες, ακατάλυτες Ορμές· και με τ΄ όραμα τούτο να ρυθμίσουμε το στοχασμό μας και την πράξη.


Το ταξίδι κ’ η εξοµολόγηση στάθηκαν οι δυο 
µεγαλύτερες χαρές της ζωής µου.
Να γυρίζεις τη γης, να βλέπεις - να βλέπεις 
και να µη χορταίνεις - καινούρια
χώµατα και θάλασσες και ανθρώπους 
κι ιδέες και να τα βλέπεις όλα σα για πρώτη
φορά, να τα βλέπεις όλα σα για τελευταία φορά, 
µε µακρόσερτη µατιά, κ’ έπειτα να
σφαλνάς τα βλέφαρα και να νοιώθεις τα πλούτη 
να κατασταλάζουν µέσα σου ήσυχα,
τρικυµιστά, όπως θέλουν, ωσότου να τα περάσει 
από την ψιλή κρισάρα του ο καιρός,
να κατασταλάξει το ξαθέρι απ’ όλες τις χαρές 
και τις πίκρες σου - τούτη η αλχηµεία
της καρδιάς είναι, θαρρώ µια µεγάλη αντάξια 
του ανθρώπου ηδονή.
Το ιδανικό µου θα ήταν οχτώ µήνες ταξίδι 
και τέσσερις µήνες µοναξιά.

Ένα µονάχα αξίζει - το ταξίδι.

« Αν ήθελα να ξεχωρίσω ποιοι άνθρωποι αφήκαν βαθύτερα 
τα χνάρια τους στην ψυχή μου, ίσως να ξεχώριζα τον Όμηρο, τον Βούδα, τον Νίτσε, τον Μπέρκσονα και τον Ζορμπά…

Ο Ζορμπάς, είχε ότι χρειάζεται ένας καλαμαράς για να σωθεί. 
Την πρωτόγονη ματιά που αδράχνει σαϊτευτά τη θροφή της, τη δημιουργικιά κάθε πρωί ανανεούμενη αφέλεια, να βλέπει ακατάπαυστα για πρώτη φορά τα πάντα και να δίνει παρθενιά στα αιώνια καθημερινά στοιχεία. Αγέρα, θάλασσα, γυναίκα, ψωμί.
Τη σιγουράδα του χεριού, την δροσεράδα της καρδιάς, 
την παλληκαριά να κοροϊδεύει την ίδια του την ψυχή, σαν να’χε μέσα του μια δύναμη ανώτερη από την ψυχή.
Και τέλος το άγιο, γάργαρο γέλιο, από βαθιά πληγή, 
βαθύτερο από το σπλάχνο του ανθρώπου,που ανατινάζονταν απολυτρωτικό στις κρίσιμες στιγμές από το γέρικο στήθος του Ζορμπά
. Ανατιναζόταν και μπορούσε να γκρεμίσει όλους τους 
φράχτες, ηθική, θρησκεία, πατρίδα που άσκωσε γύρω του, ο κακομοίρης, ο φοβητσιάρης ο άνθρωπος, 

για να κουτσοπορέψει ασφαλισμένα την ζωούλα του…»

«...Κάθε άνθρωπος άξιος να λέγεται γιος του ανθρώπου 
σηκώνει το σταυρό του κι ανεβαίνει το Γολγοθά του. Πολλοί, οι πιο πολλοί, φτάνουν στο πρώτο, στο δεύτεροσκαλοπάτι, λαχανιάζουν, σωριάζονται στη μέση της πορείας και δε φτάνουν στην κορφή του Γολγοθά -θέλω να πω στην κορφή του χρέους τους- να σταυρωθούν, ν' αναστηθούν, και να σώσουν την ψυχή τους. Λιποψυχούν, φοβούνται να σταυρωθούν, και δεν ξέρουνπως η σταύρωση είναι ο μόνος δρόμος της ανάστασης.

'Αλλον δεν έχει. ....»


“Αυτό θα πει άνθρωπος: να πονάς,

ν’ αδικιέσαι, να παλεύεις

και να μην το βάνεις κάτω!

Αν ήταν να με ρωτούσαν ποιος δρόμος

πάει στον ουρανό,

θ’ απαντούσα: ο πιο δύσκολος.

Μεγάλη κολυμπήθρα τα δάκρυα, παιδί μου…

Θα βρούμε, εκεί που πάμε, το Θεό.

Και θα τον βρούμε, όχι όπως τον

παριστάνουν όσοι δεν τον είδαν

ποτέ τους, ένα ροδομάγουλο γέρο,

που κάθεται μακάρια σε πουπουλένια

σύννεφα και προστάζει.

Μα σα μικρή φωνή που τινάζεται

από τα σωθικά μας και σηκώνει πόλεμο.

Χαίρουμαι, άνθρωπος είμαι,

όταν μου τύχει ένα καλό,

μα πιο πολύ χαίρουμαι όταν

πλακώσει η δύσκολη ώρα!

Γιατί λέω: τώρα θα δείξεις,

παπα-Φώτη, αν είσαι

άντρας αληθινός ή κουνέλι.

Όταν πολυσυχάσει το νερό, βουρκιάζει,

όταν πολυσυχάσει η ψυχή, βουρκιάζει.

Και στο πιο μικρό πετραδάκι,

και στο πιο ταπεινό λουλούδι,

και στην πιο σκοτεινή ψυχή,

βρίσκεται ολάκερος ο Θεός.”

Απόσπασμα από το βιβλίο 
“ O Χριστός ξανασταυρώνεται”Πιστεύω σ’ ένα Θεό, Ακρίτα Διγενή, στρατευόμενο, πάσχοντα, μεγαλοδύναμο, όχι παντοδύναμο, πολεμιστή στ’ ακρότατα σύνορα, στρατηγό, αυτοκράτορα σε όλες τις φωτεινές δύναμες, τις ορατές και τις αόρατες.
Πιστεύω στ’ αναρίθμητα, εφήμερα προσωπεία που πήρε ο Θεός στους αιώνες και ξεκρίνω πίσω από την άπαυτη ροή του την ακατάλυτη ενότητα.
Πιστεύω στον άγρυπνο βαρύν αγώνα του που δαμάζει και καρπίζει την ύλη ―τη ζωοδόχα πηγή φυτών, ζώων κι ανθρώπων.
Πιστεύω στην καρδιά του ανθρώπου, το χωματένιο αλώνι, όπου μέρα και νύχτα παλεύει ο Ακρίτας με το θάνατο.
Βοήθεια! κράζεις, Κύριε. 
Βοήθεια! κράζεις, Κύριε, κι ακούω.
Μέσα μου οι πρόγονοι κι απόγονοι κι οι ράτσες όλες, κι όλη η γης, ακούμε με τρόμο, με χαρά, την κραυγή σου.
Μακάριοι όσοι ακούν και χύνουνται να σε λυτρώσουν, Κύριε, και λεν: 
Εγώ και συ μονάχα υπάρχουμε.
Μακάριοι όσοι σε λύτρωσαν, σμίγουν μαζί σου, Κύριε, και λεν: Εγώ και συ είμαστε ένα.
Και τρισμακάριοι όσοι κρατούν και δε λυγούν, απάνω στους ώμους τους, το μέγα, εξαίσιο, αποτρόπαιο μυστικό:
Και το ένα τούτο δεν υπάρχει!
 
Ασκητική. Salvatores Dei. Αθήνα, 1945. 77-78

Γράφει ο Απόστολος Θηβαίος
για ΤΟ ΡΕΑΛΙΣΜΟ ΤΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
"Η ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΤΗΣ «ΑΣΚΗΤΙΚΗΣ» ΚΑΙ Η ΣΙΩΠΗΡΗ ΕΠΙΡΡΟΗ ΕΝΟΣ ΛΟΓΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΥ
Το βασικό και καίριο χαρακτηριστικό του καζαντζακικού 
λόγου δεν είναι άλλο από την αίσθηση μιας «ανθρωπιάς»,αν μπορούμε φυσικά με τούτο τον τρόπο να εννοήσουμεέτσι τόσο την επίδοση της πρέπουσας τιμής στον άνθρωποκαι την ευθύνη του, την ασφυκτικά δύσκολη ευθύνη του,όσο και την τρυφερότητα ενός αρσενικού λόγου, του οποίου η λεπτή ευαισθησία κρύβεται ακριβώςστο στοιχείο αυτό. Στην κρητική ανδροπρέπεια, η οποία ως τρόπος αντίληψης και «φέρεσθαι» διαχέεται στο έργο του συγγραφέα για να φτάσει τελικά, στον ικανό τεχνίτη του λόγου να συνιστά ένα υπόγειο ρεύμα,το οποίο δροσίζει και ερεθίζει με μια αξιοθαύμαστη διάρκεια την αίσθησή μας. Η οπτική του Νίκου Καζαντζάκη, αναλυμένη και διατυπωμένη με σαφήνεια μες στο έργο του,δοσμένη με μια αξιοθαύμαστη επάρκεια μες στο σύμπαν της γραφής του παραμένει φιλοσοφική, ανθρωπιστική. Το χαρακτηριστικό της τραχύτητας, το οποίο επίσης καθολικά ανιχνεύεται στο έργο του, ως θεματική και λόγος την ίδια στιγμή, δεν σχετίζεται παρά με τις ίδιες τις καταβολές του δημιουργού, όπως τις εντοπίσαμε παραπάνω. Η κρητική θεώρηση της ζωής, η ευθύτητα ως κληροδότημα της κρητικής, ιδιότυπης αυτής τρυφερότητας ενυπάρχειμες στο έργο του Καζαντζάκη, προικίζει και πλουτίζει τις ρεαλιστικές περσόνες, όπως ο Καπετάν Μιχάλης, ο Ζορμπάς,ή ακόμα αφήνεται να εννοηθεί από τον μελετητή και τον πιο αδόκιμο ακόμα, αναγνώστη πως αποτελεί ουσιώδες, προσωπικό χαρακτηριστικό μιας προσωπικότητας διαμορφωμένης υπό συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και σημεία.Ο Νίκος Καζαντζάκης, φιλοσοφικός πρώτιστα,υπαρξιακός μες στη μυθιστορία την οποία πλάθει,φέρει τα ειδικά στοιχεία ενός συγκεκριμένου, δυναμικού τόπου…

Ο Καβάφης και ο Καζαντζάκης ήταν οι 
δύο Έλληνες συγγραφείς με την εντονότερη διεθνή παρουσία και απήχηση. Ενώ όμως οι διεθνείς τύχες του Καβάφη έχουν μελετηθεί και αναλυθεί, η παγκόσμια δημοτικότητα του Καζαντζάκη δεν έχει συζητηθεί επισταμένως. Η περίπτωση του Καζαντζάκη είναι πιο περίπλοκη γιατί παρά το γεγονός ότι εκτός Ελλάδας εξακολουθεί να διαβάζεται και να προσέχεται από αναγνώστες, μελετητές, θεολόγους ή σκηνοθέτες, στην Ελλάδα η αντιμετώπισή του είναι μάλλον αντιφατική.Αφενός οι νεότεροι κριτικοί στέκονται επιφυλακτικοί απέναντί του καθώς φαίνεται να τους απωθούν η υπερβολή, η γλώσσα του και η απουσία αφηγηματικού πειραματισμού, αφετέρου δεν λείπουν οι φανατικοί αναγνώστες του.Το πάθος τους για το έργο του μπορεί να αμφισβητήσει τον ισχυρισμό ότι η περίπτωση Καζαντζάκη είναι σαν πολιτισμική ιλαρά, την οποία περνά κανείς μια φορά και ως επί το πλείστον σε νεαρή ηλικία.
Ο Πίτερ Μπιν υποστήριξε παλαιότερα ότι 
ο κύριος λόγος για τη δημοτικότητα του Καζαντζάκη ήταν η ρομαντική του κοσμοθεωρία, η οποία ανταποκρίθηκε στις ψυχολογικές και ιδεολογικές ανάγκες του ευρωπαϊκού κοινού μετά τον Β/ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αργότερα στις δεκαετίεςτου 1960 και του 1970 ο Καζαντζάκης ταίριαξεστα αντισυμβατικά και εξεγερτικά νεανικά κινήματα, τα οποία μάχονταν την τεχνολογία, το κατεστημένο, τη γραφειοκρατία ή την ορθολογική τάξη και έβρισκαν στο έργο του τον αυθορμητισμό,την αυθεντικότητα και τον ρομαντικό ιδεαλισμό. Αναρωτιέται όμως κανείς αν ο Καζαντζάκης ανταποκρινόταν στο αίτημα για μια εναλλακτική ζωή βασισμένη στη διαρκή υπέρβαση των ορίων ή στην επιστροφή σε έναν αρχέγονο, απλό και αντιλογικοκρατικό τρόπο ζωής. Αυτό είναι ένα γενικότερο ερώτημα που παίρνει και τη μορφή διλήμματος, δεδομένου ότι ο Καζαντζάκης είναι ο συγγραφέαςτων αντιθέσεων, καθώς κινείται μεταξύ διάνοιας και ενστίκτου, ενώ η αντιπαράθεση του απλού, δυνατού και γνήσιου ανθρώπου προς τον διανοούμενο, μπορεί να υπαχθεί σε μια ευρύτερη αντίθεση, αυτή του είναι και του γίγνεσθαι.Το είναι στο έργο του Καζαντζάκη νοείται ως αναζήτηση του αυθεντικού και εκδηλώνεται με την αποθέωση του σωματικού, την υπερβολικήέμφαση στην τροφή και την ιδεοληψία με τουςπρογόνους, προϋποθέτει όμως και την επιστροφή σε κάτι που προϋπάρχει και ανακαλύπτεται εκ νέου.Το γίγνεσθαι συνδέεται με την πάλη, την ελευθερία και το ανοιχτό τέλος,αντιπροσωπεύοντας τη διαρκή αναζήτηση και την υπέρβαση των ορίων. Ορισμένοι, ταυτίζοντας το είναι με την ύλη και το γίγνεσθαι με το πνεύμα, προσπάθησαν να υπερβούν την αντίθεση, μιλώντας για μετουσίωση της ύλης σε πνεύμα ή βλέποντας άλλου είδους συνθέσεις.Αν η αντίθεση είναι και γίγνεσθαι θεωρείται θεμελιώδης στον Καζαντζάκη είναι δυνατόν να πει κανείς ότι σε αυτήν αντιστοιχούν και δύο προσεγγίσεις του έργου του που θα τις ονόμαζα: εθνογραφική και φιλοσοφική-θεολογική.Η εθνογραφική προσέγγιση προϋποθέτει την κατάδυση από το αλλοτριωμένο φαίνεσθαι στη γνησιότητα του είναι, το σπάσιμο της πολιτισμικής κρούστας για να αποκαλυφθεί ο ευγενής άγριος. Αυτή η προσέγγιση στηρίχτηκε κατεξοχήν στον Ζορμπάκαι την επιστροφή σε έναν αρχέγονο εαυτό ως αντίβαρο στον διανοούμενο αφηγητή. Μια τέτοια προσέγγιση υπέθαλψε ποικίλαστερεότυπα περί αρρενωπής ελληνικότητας, αποθέωσης του λαϊκού και μυθοποίησης της λεβεντιάς, μεταβάλλοντας τον Καζαντζάκη σε πολιτισμικό φαινόμενο, τουριστικό ανάγνωσμα και θεματοφύλακα του παραδοσιακού ή του ανόθευτου.
Η δεύτερη προσέγγιση (φιλοσοφική-θεολογική)
είναι αρκετά πολυσχιδής και εκπροσωπείται από ποικίλες κατά καιρούς φιλοσοφικές, υπαρξιακές και θεολογικές αναλύσεις,οι οποίες εστιάζουν σε διάφορες πτυχές του έργου του Καζαντζάκη. Τονίζοντας τις έννοιες της πάλης, του ανήφορου ή της ελευθερίας, αυτή η προσέγγιση αμφισβήτησε τη στατική ορθολογική διχοτομία σώματος - νου και ανέδειξε τον ρόλο της Μπερξονικής δημιουργικής ενόρμησης.Τα τελευταία χρόνια αναπτύσσεται ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον Καζαντζάκη από αγγλόφωνους θεολόγους, μερικοί εκ των οποίων τον θεωρούν προάγγελο ενός θρησκευτικού μεταμοντερνισμού. Ο Καζαντζάκης, σύμφωνα με τον Darren Middleton, αρνείται την οντολογία του θεϊσμού και τονίζει την ανθρώπινη φύση. Δίνοντας υπόσταση σε έναν τρόπο αντιμετώπισης της ζωής που προεικονίζει τις τρέχουσες μεταμοντέρνες φιλοσοφικές τάσεις, αντιλαμβάνεται το είναι ως γεγονός και τον θεό όχι ως ον αλλά ως ενεργητικό ρήμα.
Όπως η ζωή του ήταν γεμάτη περιπλάνηση και ταξίδι, έτσι και η σκέψη του κινήθηκε μεταξύ βεβαιότητας και αμφιβολίας, πίστης και δυσπιστίας, μεταφυσικής θεϊστικής θρησκείας και οιονεί μεταμοντέρνας πνευματικότητας.
Οι παλαιότερες θεολογικο-φιλοσοφικές προσεγγίσεις του Καζαντζάκη τόνιζαν την άρση των αντιθέσεων με τη μετουσίωση της ύλης σε πνεύμα, ενώ οι νεότερες επιτρέπουν τη μεταβατικότητα, την αδυναμία της σύνθεσης των αντιθέσεων και το ανοικτό ενδεχόμενο.
Αν η εθνογραφική προσέγγιση του Καζαντζάκη στηρίχτηκε περισσότερο στο είναι και η πιο πρόσφατη θεολογική στο γίγνεσθαι, τι συμβαίνει με τη λογοτεχνική προσέγγιση του Καζαντζάκη; 
Μπορούμε άραγε να διαβάσουμε το μυθιστορηματικό έργο του Καζαντζάκη με έναν νέο τρόπο, να περάσουμε δηλαδή από την οντολογία τού είναι στο ενδεχόμενο του γίγνεσθαι, όπως έκαναν οι νέοι θεολόγοι φέρνοντάς τον κοντά στον μεταμοντερνισμό; Έπεται συνέχεια.
* Ο Δημήτρης Τζιόβας είναι καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Birmingham της Αγγλίας.
Πηγή: Ως3
Οι πρώτοι 30 στίχοι από την ΟΔΥΣΣΕΙΑ του Νίκου Καζαντζάκη






Παρότι αποδεδειγμένα υπήρξε αληθινά ένθεος τα βιβλία του μπήκαν στον κατάλογο των απαγορευμένων βιβλίων της τότε καθολικής παντοδύναμης εξουσίας της εκκλησίας
Δείτε το βίντεο με τη συνέντευξη του Νίκου Καζαντζάκη στην Ελληνική υπηρεσία του BBC το 1953 και τις σκέψεις του για το Θεό.

Ο μεγάλος στοχαστής παρότι εκδιώχθηκε από διάφορους συντηρητικούς και φανατικούς κύκλους ανθρώπων του εκκλησιαστικού χώρου υπήρξε ένας αληθινά " ένθεος "
αναζητητής του Θεού και της αλήθειας , 
μέχρι το τέλος της ζωής του!
Το Index Librorum Prohibitorum
Κατάλογος Απαγορευμένων Βιβλίων http://www.poiein.gr/archives/19340/index.html


είναι ένα κατάλογος εντύπων τα οποία λογοκρίθηκαν
από την
Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία καθώς τα θεωρούσε

 επικίνδυνα για την ίδια και για την πίστη των μελών της.
Στις διάφορες εκδόσεις του περιέχονται 

οι εκκλησιαστικοί κανόνες σχετικά με την ανάγνωση, 
την πώληση και τη λογοκρισία των βιβλίων.
Ο σκοπός του καταλόγου ήταν η αποτροπή της ανάγνωσης
ανήθικων βιβλίων και έργων, τα οποία περιείχαν θεολογικά σφάλματα, και της διαφθοράς των πιστών.
Ο κατάλογος δεν συμπληρωνόταν αποκλειστικά

ως αντίδραση σε βιβλία που είχαν ήδη κυκλοφορήσει.
Οι Καθολικοί συγγραφείς είχαν τη δυνατότητα να υπερασπίσουν τα γραφόμενά τους και μπορούσαν στη συνέχεια να ετοιμάσουν μια νέα έκδοση του έργου τους με τις απαιτούμενες διορθώσεις ή περικοπές έτσι ώστε να αποφύγουν ή έστω να περιορίσουν την απαγόρευσή του.
Η λογοκρισία πριν την έκδοση των βιβλίων ενθαρρυνόταν.
Ο πρώτος κατάλογος αυτού του είδους δεν δημοσιεύθηκε στην Ρώμη, αλλά στην Ολλανδία το 1529.
Η Βενετία και το Παρίσι ακολούθησαν αυτό το παράδειγμα (1543 και 1551).
Το πρώτο ρωμαϊκό Index (Κατάλογος) ήταν έργο του Πάπα Παύλου Δ’ (1557, 1559).
Το έργο της λογοκρισίας θεωρήθηκε πολύ αυστηρό και, μετά από τον επαναπροσδιορισμό της εκκλησιαστικής νομοθεσίας στο ζήτημα της απαγόρευσης των βιβλίων, ο Πάπας Πίος Δ΄ ανακοίνωσε επίσημα το λεγόμενο Tridentine Index (Κατάλογος του Τριέδου), την βάση όλων των μετέπειτα καταλόγων μέχρι που ο Πάπας Λέων ΙΓ΄, το 1897, δημοσίευσε το Index Leonianus (Λεόντειος Κατάλογος).
Οι πολύ πρώιμοι κατάλογοι ήταν έργο της Επιτροπής της Ιερής Υπηρεσίας (Congregation of the Holy Office) της Καθολικής Εκκλησίας (πρόκειται για την Επιτροπή της Ιεράς Εξέτασης [Sacred Congregation of the Inquisition], αργότερα γνωστή ωςΕπιτροπή για τo Δόγμα της Πίστης [Congregation for the Doctrine of the Faith]).
Διάσημοι συγγραφείς που περιλήφθηκαν στον Κατάλογο

Τζόζεφ Άντισον
Φράνσις Μπέικον
Ονορέ ντε Μπαλζάκ
Τζορτ Μπέρκελεϊ
Τζιορντάνο Μπρούνο
Τζιάκομο Καζανόβα
Νικόλαος Κοπέρνικος
Ντάνιελ Ντεφόε
Ρενέ Ντεκάρτ
Ντενί Ντιντερό
Αλέξανδρος Δουμάς (πατέρας)
Αλέξανδρος Δουμάς (νεώτερος)
Ντεζιντέριους Έρασμος
Γκυστάβ Φλωμπέρ
Ανατόλ Φρανς
Γαλιλαίος Γαλιλέι
Έντουαρντ Γκίμπον
Αντρέ Ζιντ
Βιντσέντσο Τζιομπέρτι
Τόμας Χομπς
Βίκτωρ Ουγκό
Ντέιβιντ Χιουμ
Ιμμάνουελ Καντ
Νίκος Καζαντζάκης
Hughes Felicité Robert de Lamennais
Τζον Λοκ
Νικολό Μακιαβέλι
Μωρίς Μέτερλινκ
Νικολά Μαλμπράνς
Καρλ Μαρξ
Τζον Μίλτον
Μπλεζ Πασκάλ
Φρανσουά Ραμπελέ
Σάμιουελ Ρίτσαρνσον
Ζαν Ζακ Ρουσώ
Γεωργία Σάνδη
Ζαν-Πολ Σαρτρ
Μπαρούχ Σπινόζα
Λόρενς Στερν
Εμάνουελ Σβέντενμποργκ
Τζόναθαν Σουίφτ

Τέοντορ Χέντρικ φαν ντερ Φέλντε
Βολταίρος
Εμίλ Ζολά
Gerard Walschap

Περισσότερα εδω:http://el.wikipedia.org/wiki/Index_Librorum_Prohibitorum