Η κορυφαία τραγουδίστρια του λαικού και ρεμπέτικου τραγουδιού , Σωτηρία Μπέλλου , γεννήθηκε στις 29 Αυγούστου το 1921 στο χωριό Χάλια Χαλκίδας . ΄Ηταν μέλος εύπορης οικογένειας και η μεγαλύτερη από τα 4 αδέλφια της . Είχε το όνομα του αγαπημένου της παππού , Σωτήρη Παπασωτηρίου που ήταν παπάς στο Σχηματάρι . Στο πλευρό του , " ζυμώθηκε " από μικρή με τους εκκλησιαστικούς ήχους και τη βυζαντινή μουσική .
Τραγουδίστρια αποφάσισε να γίνει όταν είδε στον κινηματογράφο την ταινία " Η Προσφυγοπούλα " με τη Σοφία Βέμπο .
Οι γονείς της , όμως , είχαν αντιρρήσεις κι έτσι σε ηλικία 17 ετών αποφάσισε να κατεβεί μόνη στην Αθήνα .
Εκεί παντρεύτηκε τον Βαγγέλη Τριμούρα , ελεγκτή στα λεωφορεία , με τον οποίο είχε γνωριστεί όσο ήταν ακόμη στη Χαλκίδα .
Ο γάμος τους κράτησε μόνο έξι μήνες και η Σωτηρία βρέθηκε στις φυλακές " Αβέρωφ " , όταν στον τελευταίο τους καβγά του έριξε βιτριόλι στο πρόσωπο . Στο Εφετείο η ποινή της μειώθηκε από 3, 5 χρόνια σε 6 μήνες και αφέθηκε ελεύθερη .
Το μαρτύριό της συνεχίστηκε όταν επέστρεψε στο πατρικό της στη Χαλκίδα , καθώς οι δικοί της θεωρούσαν ότι τους ντρόπιαζε . Μην αντέχοντας το καθημερινό ξύλο , αποφάσισε να ξαναδοκιμάσει την τύχη της στην πρωτεύουσα .
Καθώς η μέρα αυτού του ταξιδιού της συνέπεσε με την 28η Οκτωβρίου 1940 , πέρασε όλη την περίοδο του πολέμου και τα χρόνια της Κατοχής κάτω από δύσκολες συνθήκες και κάνοντας διάφορες δουλειές . Ανάμεσα στα άλλα τραγουδούσε για ένα χαρτζιλίκι σε διάφορα ταβερνάκια , με μια κιθάρα που είχε αγοράσει στο μεταξύ .
Μετά την απελευθέρωση και αφού γνώρισε από κοντά την αγριότητα και τις διώξεις του Εμφυλίου ,
όντας ενεργό μέλος του αντάρτικου , την ανακάλυψε σε μια ταβέρνα των Εξαρχείων ο θεατρικός συγγραφέας Κίμων Καπετανάκης και τη σύστησε στο φίλο του Βασίλη Τσιτσάνη .
Ο βάρδος του ρεμπέτικου ενθουσιάστηκε από τη φωνή της και της πρότεινε να μπούν μαζί στο στούντιο .
Η επιτυχία των πρώτων της ηχογραφήσεων με τον αξέχαστο Τσιτσάνη ( " Συννεφιασμένη Κυριακή " , " Τα Καβουράκια " , " ' Οταν πίνεις στην ταβέρνα " , " Κάνε λιγάκι υπομονή " ) την καθιέρωσε ως λαική τραγουδίστρια , ενώ τα χρόνια 1948 - 1955 ήταν περιζήτητη ανάμεσα στους κορυφαίους συνθέτες .
Μεταξύ άλλων συνεργάστηκε με τους Γιάννη Παπαιωάννου ( " Γύρνα στη ζωή την πρώτη " , " Κάνε κουράγιο καρδιά μου " , " ΄Ανοιξε , άνοιξε " ) , Γιώργο Μητσάκη ( " Ο ναύτης " , " Το σβηστό φανάρι " ) , Απόστολο Καλδάρα ( " Είπα να σβήσω τα παλιά " ) , Απόστολο Χατζηχρήστο , Μανώλη Χιώτη κ. ά .
Η καριέρα της γνώρισε μία κάμψη στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας ' 60 . Από το 1966 , όμως , κέρδισε ξανά τη θέση της κορυφαίας ερμηνεύτριας του είδους , προχωρώντας σε πρωτοποριακές συνεργασίες με σύγχρονους έντεχνους συνθέτες : Μούτσης ( " Το φράγμα " ) , Σαββόπουλος ( " Το βαρύ ζειμπέκικο " ) , Ανδριόπουλος ( " Λαικά προάστια " ) , Κουνάδης ( " Δεν περισσεύει υπομονή " ) , Λάγιος ( " Λαός " ) , κ. ά .
Παράλληλα , ξανατραγούδησε παλιά λαικά και ρεμπέτικα τραγούδια , από τα οποία την αγάπησε η νέα γενιά και τη στήριξε στις αδιάκοπες εμφανίσεις της στα λαικά κέντρα , στις μπουάτ της Πλάκας , καθώς και σε μεγάλες συναυλιακές και άλλες πολιτιστικές εκδηλώσεις .
Το Μάρτιο του 1993 ήρθε αντιμέτωπη με τα πρώτα σοβαρά προβλήματα υγείας , όταν εισήχη επειγόντως στο νοσοκομείο " Σωτηρία " με βαριά αναπνευστική ανεπάρκεια και πνευμονικό εμφύσημα .
Λίγο αργότερα , διαγνώστηκε ότι έπασχε από καρκίνο του φάρυγγα .
' Εχασε τη φωνή της δύο ημέρες πριν τα 76 γενέθλιά της , στις 27 Αυγούστου 1997 , άφησε την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο " Μεταξά " του Πειραιά .
http://www.sansimera.gr/
Στίχοι: Κώστας Τριπολίτης
Μουσική: Δήμος Μούτσης
Πρώτη εκτέλεση: Σωτηρία Μπέλλου - Δήμος Μούτσης ( Ντουέτο )
Δε λες κουβέντα,
κρατάς κρυμμένα μυστικά
και ντοκουμέντα
κι ακούω μόνο
συνθήματα μεταλλικά
των μικροφώνων
Ξέρω τ' όνομά σου
την εικόνα σου και πάλι από την αρχή
ψάχνω για μια διέξοδο γυρεύοντας
μια αλλιώτικη ζωή
Περνούν οι νύχτες,
τα δευτερόλεπτα βαριά
στους λεπτοδείκτες
ζητώντας κάτι
που να μη γίνεται ουρλιαχτό
κι οφθαλμαπάτη
Ξέρω τ' όνομά σου
την εικόνα σου και πάλι από την αρχή
ψάχνω για μια διέξοδο γυρεύοντας
μια αλλιώτικη ζωή
Στων χιλιομέτρων
την ερημιά και στη σιωπή των χρονομέτρων
ακούγονται τώρα
σειρήνες μεταγωγικά κι ασθενοφόρα
Ξέρω τ' όνομά σου
την εικόνα σου και πάλι από την αρχή
ψάχνω για μια διέξοδο γυρεύοντας
μια αλλιώτικη ζωή
Στίχοι: Μιχάλης Μπουρμπούλης
Μουσική: Ηλίας Ανδριόπουλος
Πρώτη εκτέλεση: Σωτηρία Μπέλλου
Φεύγαν οι εργάτες κι έφευγες μαζί τους
και έμεινα μόνη να σε καρτερώ
Μ' ένα τραγούδι στο πικρό μου στόμα
κι ένα λουλούδι μέσα στο νερό
Έλα να μάθεις στην πλατεία Βάθης
Έλα να μάθεις, τι ζωή περνώ
Έλα να κάτσεις δίπλα μου να κλάψεις
ένα βραδάκι τέρμα Αχαρνών
Έλα να μάθεις στην πλατεία Βάθης
Έλα να μάθεις, τι ζωή περνώ
Νύχτωνε κι έπεφτε το βαρύ σκοτάδι
όταν μου είπες "Φεύγω, έχε γεια"
Χρόνια και χρόνια περιφρονημένη
καρδιά καμένη απ' την πυρκαγιά
Δίσκος Λαϊκά Προάστια
Μουσική: Ηλίας Ανδριόπουλος
Στίχοι: Μιχάλης Μπουρμπούλης
Τραγουδίστρια αποφάσισε να γίνει όταν είδε στον κινηματογράφο την ταινία " Η Προσφυγοπούλα " με τη Σοφία Βέμπο .
Οι γονείς της , όμως , είχαν αντιρρήσεις κι έτσι σε ηλικία 17 ετών αποφάσισε να κατεβεί μόνη στην Αθήνα .
Εκεί παντρεύτηκε τον Βαγγέλη Τριμούρα , ελεγκτή στα λεωφορεία , με τον οποίο είχε γνωριστεί όσο ήταν ακόμη στη Χαλκίδα .
Ο γάμος τους κράτησε μόνο έξι μήνες και η Σωτηρία βρέθηκε στις φυλακές " Αβέρωφ " , όταν στον τελευταίο τους καβγά του έριξε βιτριόλι στο πρόσωπο . Στο Εφετείο η ποινή της μειώθηκε από 3, 5 χρόνια σε 6 μήνες και αφέθηκε ελεύθερη .
Το μαρτύριό της συνεχίστηκε όταν επέστρεψε στο πατρικό της στη Χαλκίδα , καθώς οι δικοί της θεωρούσαν ότι τους ντρόπιαζε . Μην αντέχοντας το καθημερινό ξύλο , αποφάσισε να ξαναδοκιμάσει την τύχη της στην πρωτεύουσα .
Καθώς η μέρα αυτού του ταξιδιού της συνέπεσε με την 28η Οκτωβρίου 1940 , πέρασε όλη την περίοδο του πολέμου και τα χρόνια της Κατοχής κάτω από δύσκολες συνθήκες και κάνοντας διάφορες δουλειές . Ανάμεσα στα άλλα τραγουδούσε για ένα χαρτζιλίκι σε διάφορα ταβερνάκια , με μια κιθάρα που είχε αγοράσει στο μεταξύ .
Μετά την απελευθέρωση και αφού γνώρισε από κοντά την αγριότητα και τις διώξεις του Εμφυλίου ,
όντας ενεργό μέλος του αντάρτικου , την ανακάλυψε σε μια ταβέρνα των Εξαρχείων ο θεατρικός συγγραφέας Κίμων Καπετανάκης και τη σύστησε στο φίλο του Βασίλη Τσιτσάνη .
Ο βάρδος του ρεμπέτικου ενθουσιάστηκε από τη φωνή της και της πρότεινε να μπούν μαζί στο στούντιο .
Η επιτυχία των πρώτων της ηχογραφήσεων με τον αξέχαστο Τσιτσάνη ( " Συννεφιασμένη Κυριακή " , " Τα Καβουράκια " , " ' Οταν πίνεις στην ταβέρνα " , " Κάνε λιγάκι υπομονή " ) την καθιέρωσε ως λαική τραγουδίστρια , ενώ τα χρόνια 1948 - 1955 ήταν περιζήτητη ανάμεσα στους κορυφαίους συνθέτες .
Μεταξύ άλλων συνεργάστηκε με τους Γιάννη Παπαιωάννου ( " Γύρνα στη ζωή την πρώτη " , " Κάνε κουράγιο καρδιά μου " , " ΄Ανοιξε , άνοιξε " ) , Γιώργο Μητσάκη ( " Ο ναύτης " , " Το σβηστό φανάρι " ) , Απόστολο Καλδάρα ( " Είπα να σβήσω τα παλιά " ) , Απόστολο Χατζηχρήστο , Μανώλη Χιώτη κ. ά .
Η καριέρα της γνώρισε μία κάμψη στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας ' 60 . Από το 1966 , όμως , κέρδισε ξανά τη θέση της κορυφαίας ερμηνεύτριας του είδους , προχωρώντας σε πρωτοποριακές συνεργασίες με σύγχρονους έντεχνους συνθέτες : Μούτσης ( " Το φράγμα " ) , Σαββόπουλος ( " Το βαρύ ζειμπέκικο " ) , Ανδριόπουλος ( " Λαικά προάστια " ) , Κουνάδης ( " Δεν περισσεύει υπομονή " ) , Λάγιος ( " Λαός " ) , κ. ά .
Παράλληλα , ξανατραγούδησε παλιά λαικά και ρεμπέτικα τραγούδια , από τα οποία την αγάπησε η νέα γενιά και τη στήριξε στις αδιάκοπες εμφανίσεις της στα λαικά κέντρα , στις μπουάτ της Πλάκας , καθώς και σε μεγάλες συναυλιακές και άλλες πολιτιστικές εκδηλώσεις .
Το Μάρτιο του 1993 ήρθε αντιμέτωπη με τα πρώτα σοβαρά προβλήματα υγείας , όταν εισήχη επειγόντως στο νοσοκομείο " Σωτηρία " με βαριά αναπνευστική ανεπάρκεια και πνευμονικό εμφύσημα .
Λίγο αργότερα , διαγνώστηκε ότι έπασχε από καρκίνο του φάρυγγα .
' Εχασε τη φωνή της δύο ημέρες πριν τα 76 γενέθλιά της , στις 27 Αυγούστου 1997 , άφησε την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο " Μεταξά " του Πειραιά .
http://www.sansimera.gr/
Μουσική: Δήμος Μούτσης
Πρώτη εκτέλεση: Σωτηρία Μπέλλου - Δήμος Μούτσης ( Ντουέτο )
Δε λες κουβέντα,
κρατάς κρυμμένα μυστικά
και ντοκουμέντα
κι ακούω μόνο
συνθήματα μεταλλικά
των μικροφώνων
Ξέρω τ' όνομά σου
την εικόνα σου και πάλι από την αρχή
ψάχνω για μια διέξοδο γυρεύοντας
μια αλλιώτικη ζωή
Περνούν οι νύχτες,
τα δευτερόλεπτα βαριά
στους λεπτοδείκτες
ζητώντας κάτι
που να μη γίνεται ουρλιαχτό
κι οφθαλμαπάτη
Ξέρω τ' όνομά σου
την εικόνα σου και πάλι από την αρχή
ψάχνω για μια διέξοδο γυρεύοντας
μια αλλιώτικη ζωή
Στων χιλιομέτρων
την ερημιά και στη σιωπή των χρονομέτρων
ακούγονται τώρα
σειρήνες μεταγωγικά κι ασθενοφόρα
Ξέρω τ' όνομά σου
την εικόνα σου και πάλι από την αρχή
ψάχνω για μια διέξοδο γυρεύοντας
μια αλλιώτικη ζωή
Στίχοι: Μιχάλης Μπουρμπούλης
Μουσική: Ηλίας Ανδριόπουλος
Πρώτη εκτέλεση: Σωτηρία Μπέλλου
Φεύγαν οι εργάτες κι έφευγες μαζί τους
και έμεινα μόνη να σε καρτερώ
Μ' ένα τραγούδι στο πικρό μου στόμα
κι ένα λουλούδι μέσα στο νερό
Έλα να μάθεις στην πλατεία Βάθης
Έλα να μάθεις, τι ζωή περνώ
Έλα να κάτσεις δίπλα μου να κλάψεις
ένα βραδάκι τέρμα Αχαρνών
Έλα να μάθεις στην πλατεία Βάθης
Έλα να μάθεις, τι ζωή περνώ
Νύχτωνε κι έπεφτε το βαρύ σκοτάδι
όταν μου είπες "Φεύγω, έχε γεια"
Χρόνια και χρόνια περιφρονημένη
καρδιά καμένη απ' την πυρκαγιά
Δίσκος Λαϊκά Προάστια
Μουσική: Ηλίας Ανδριόπουλος
Στίχοι: Μιχάλης Μπουρμπούλης
Μην κλαις και μη λυπάσαι που βραδιάζει
εμείς που ζήσαμε φτωχοί
του κόσμου η βροχή δε μας πειράζει
εμείς που ζούμε μοναχοί
Τα σπίτια είναι χαμηλά
σαν έρημοι στρατώνες
τα καλοκαίρια μας μικρά
κι ατέλειωτοι οι χειμώνες
Μην κλαις και μη φοβάσαι το σκοτάδι
εμείς που ζήσαμε φτωχοί
του κόσμου η απονιά δε μας τρομάζει
θα έρθει και για μας μια Κυριακή
Τα σπίτια είναι χαμηλά
σαν έρημοι στρατώνες
τα καλοκαίρια μας μικρά
κι ατέλειωτοι οι χειμώνες
εμείς που ζήσαμε φτωχοί
του κόσμου η βροχή δε μας πειράζει
εμείς που ζούμε μοναχοί
Τα σπίτια είναι χαμηλά
σαν έρημοι στρατώνες
τα καλοκαίρια μας μικρά
κι ατέλειωτοι οι χειμώνες
Μην κλαις και μη φοβάσαι το σκοτάδι
εμείς που ζήσαμε φτωχοί
του κόσμου η απονιά δε μας τρομάζει
θα έρθει και για μας μια Κυριακή
Τα σπίτια είναι χαμηλά
σαν έρημοι στρατώνες
τα καλοκαίρια μας μικρά
κι ατέλειωτοι οι χειμώνες